Τετάρτη 6 Ιουλίου 2016


Η ΙΕΡΗ ΑΓΝΟΙΑ-ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ (ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ)

·         Ἀνέστη Χριστός, Ἡ δοκιµασία τοῦ λογικοῦ (Κόντογλου Φώτης)
·         Σ. Κουτρούλης «Συναντήθηκα με το θαύμα σα φίλος» Τα πεζά του ποιητή Νίκου Καρούζου (ἐπιλεγμένα ἀποσπάσματα)
·         Γ.Βαρθαλίτης:Για το Σύσσημον του Νίκου Παναγιωτόπουλου (Πρώτη δημοσίευυση περιοδικό "Πλανόδιον". Πηγή: Aντίφωνο)
·         Το μυστήριο (Φίλιππος Σέρραρντ: Τό ἱερό στή ζωή καί τήν τέχνη)
·                  Το Ιερό στην Ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη (Ιωάννης  Ψάρρας) Α΄ δημοσίευση του δοκιμίου:’Το Ιερό στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη’ στο βιβλίο:‘ Τέχνη και Μυστικισμός’, εκδ. ‘Αρχέτυπο’, Δεκ. 2002

·         Ἅγιο-Πατερικά  ἀντίδωρα

·         Ποιητικά Ἐρανίσματα

·         Φιλοσοφικοί στοχασμοί

·         Λαογραφικά ἀποθησαυρίσματα

·         Ἡ συμμετοχή σας
Σχόλια
Ἀνάρτηση κειμένου
Εἰκόνα
Ἄλλο



             --------------------------------------------------------------------



Η ΙΕΡΗ ΑΓΝΟΙΑ-ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ


Ἀνέστη Χριστός, Ἡ δοκιµασία τοῦ λογικοῦ
(Κόντογλου Φώτης)
Ο πολλο νθρωποι εναι πιστοι. Ο διοι ο µαθητάδες το Χριστο δν δίνανε πίστη στ λόγια το δασκάλου τους ποτε τος λεγε πς θ᾿ ναστηθ, µ᾿ λο τ σεβασµ κα τν φοσίωση πο εχαν σ᾿ Ατν κα τν µπιστοσύνη στ λόγια του. Κα σν πήγανε ο Μυροφόρες τν αγ στ µνµα το Χριστο, κ᾿ εδανε τος δυ γγέλους πο τς µιλήσανε, λέγοντας σ᾿ ατς πς ναστήθηκε, τρέξανε ν πονε τ χαροποι εδηση στος µαθητές, κενοι δν πιστέψανε τ λόγια τους, χοντας τν δέα πς τανε φαντασίες: «Κα φάνησαν νώπιον ατν σε λρος (τρέλα) τ ήµατα ατν, κα πίστουν ατας»...


Βλέπεις καταπάνω σ πόση πιστία γωνίσθηκε διος Χριστός; Κα στος διους τος µαθητάδες του. Εδες µ πόση µακροθυµία τ πόµεινε λα; ...Κα µ᾿ λα ατ, σαµε σήµερα ο περισσότεροι π µς εµαστε χωρισµένοι π τν Χριστ µ᾿ να τοχο παγωµένον, τν τοχο τς πιστίας. κενος νοίγει τν γκάλη του κα µς καλε κ᾿ µες τν ρνιόµαστε. Μς δείχνει τ τρυπηµένα χέρια του κα τ πόδια του, κ᾿ µες λέµε πς δν τ βλέπουµε. µες ψάχνουµε ν βροµε στηρίγµατα στν πιστία µας γι ν κανοποιήσουµε τν γωϊσµό µας, πο τν λέµε Φιλοσοφία κα πιστήµη. λέξη νάσταση δν χωρ µέσα στ βιβλία τς γνώσης µας... Γιατ « γνώση τούτου το κόσµου, δ µπορε ν γνωρίσει λλο τίποτα, παρεκτς π να πλθος λογισµούς, χι µως κενο πο γνωρίζεται µ τν πλότητα τς διάνοιας». 



Ναί, κείνους πο χουνε ατ τν ελογηµένη πλότητα τς διάνοιας, τος µακάρισε Κύριος, λέγοντας: «Μακάριοι ο πτωχο τ πνεύµατι, τι ατν στι βασιλεία τν ορανν. Μακάριοι ο καθαροί τ καρδί, τι ατο τν Θεν ψονται». Κα στν Θωµ, πο γύρευε ν τν ψηλαφήσ γι ν πιστέψ, επε: «Γιατ µ εδες Θωµ, γι τοτο πίστεψες; Μακάριοι εναι κενοι πο δν εδανε κα πιστέψανε».



ς παρακαλέσουµε τν Κύριο ν µς δώσει ατ τν πλούσια φτώχεια, κα τν καθαρ καρδιά, στε ν τν δοµε ν᾿ ναστήνεται γι ν ναστηθοµε κ᾿ µες µαζί του.



Ατ νηξερι ( γνοια) εναι νώτερη π τ γνώση: «Ατη στν γνοια περτέρα τς γνώσεως». Καλότυχοι κα τρισκαλότυχοι κενοι πο τν χουνε.

--------------------
-
Σ. Κουτρούλης «Συναντήθηκα με το θαύμα σα φίλος» Τα πεζά του ποιητή Νίκου Καρούζου (ἐπιλεγμένα ἀποσπάσματα)
 Ο Καρούζος ταυτίζει ελευθερία και θρησκεία , ελευθερία και πίστη... . Ο θεός, αλήθεια, είναι πιο νυχτερινός κι απ’ τη νύχτα, πιο λέξη από κάθε λέξη, περ’ απ’ τις λέξεις όλες, περ’ από κάθε φως». Η αναζήτηση του Ιερού, της θεότητας, της αγιότητας τελικά «είναι ο βαθύτερος πραγματισμός της υπάρξεως, η βαθύτερη χρήση της ελευθερίας, το εσώτατο κίνητρο, που κατευθύνει στην κλίμακα των απελευθερώσεων έως το θάνατο και τη θέωση. Ο άνθρωπος ακαταμάχητα θέλει το ύψος, εκείνο που τον λυτρώνει απ’ τις αμέτρητες αιχμαλωσίες του αποτελέσματος και του χαρίζει την ποθούμενη και γι’ αυτό τόσο ρεαλιστική αυτοβεβαίωση. Άρα, λοιπόν, η μεταφυσική αντίληψη δεν είναι παρανόηση της φυσικότητας, μα είναι η αποκορύφωση της φυσικότητας...
... Ο Καρούζος βρίσκει το Ιερό να αντανακλάται μέσα στην κτίση... «ανάγκη να ταξιδέψουμε στη Φανερωμένη του κάθε τόπου. Να θρησκέψουμε τις λέξεις. Ανάγκη να καταλάβουμε πόσο θρησκόληπτη είναι η θάλασσα, είτε σε τρικυμία είτε σε γαλήνη... Όλα καλογερεύουν μες στη φύση. Κ’ η ομορφιά- καλογέρεμα της ψυχής. Η σύρριζη κουρά της λήθης ως το θάνατο... Κι ως θα ‘κραζε ο έλληνας χωριάτης, λαχάρικο πράμα η ζωή. Για ύψος και για βάθος. Όχι αστείες επιφάνειες. Όχι στιλπνότητες του αέρα. Ούτε τσίρκο των στεναγμών, αλλ’ ο αέρας μαχόμενος. Που σημαίνει προοδεύω στον πόνο. Μια τέτοια πρόοδος η ποίηση. Περίθρησκη. Συγκεντρώνει έρωτα...Και στα πλατάνια ο Πλάτωνας, ακούει την προσευχή. Προχωρώ. Αισθάνομαι το θαύμα. Ως αέναη μέθοδος αναδαιμονίζει τα δευτερόλεπτα. Σημείον ο θάνατος»...
... «η μόνη διαφορά στις εικόνες του θρησκευτικού μας οράματος βρίσκεται στην υπαρξιακή στάθμη της τραγικότητας, της θυσιαστικής μοίρας, που χρειάζεται να διαλέξει ο άνθρωπος για να γίνει ουρανοκτήμων, ήτοι ένθεο Σώμα προς την ένθεη Σταύρωση για την ένθεη Ανάσταση. Άνθρωπος και χτίση»...
Θα αντιμετωπίσει την τάση για υπερκατανάλωση ως καταστροφή των ουσιωδών στοιχείων της υπάρξεως: «χάνουμε την ένταση μέσα μας κι απορίχνουμε την υπόσταση στα βορβορώδη ρείθρα της υπερκαταναλώσεως, μ’ αυτό τον τρόπο μεταβάλλοντας από θεϊκό δώρο της έμορφη καθημερινότητα σε φρικαλέο δυνάστη, σε γρυλίσματα χοίρων». Ανάμεσα στα αστικά πλήθη αισθάνεται την έρημο να προχωρά. Η διέξοδος είναι «ο δρόμος οπού μπορεί να μας οδηγήσει προς το Πρόσωπο κι αυτός ο δρόμος είν’ η επανεύρεση μέσα στις σύγχρονες αγέλες, όπου χαιρόμαστε κ’ υποφέρουμε δίχως ταυτότητα, της εξατομικευμένης ευθύνης, της αγαπητικής εκείνης ενέργειας του πνεύματος, όπου χτίζει κι ανυψώνει την Άχραντη συντροφικότητα...». Συγχρόνως θα πρέπει να ξεφύγουμε από την «εξουσιαζόμενη και εξουσιάζουσα μάζα», ώστε να γίνουμε αυτεξούσιοι «να λιγοστέψουμε τον υλισμό μας και να πετύχουμε κάποιαν αποκόλλησή μας απ’ τα είδωλα της Τεχνικής, ώστε να σημάνει και κάποια λυτρωτική κατάπαυση στον ίλιγγο τον ερεβώδη του τεχνολογικού διονυσιασμού της Ιστορίας»...
... Όμως η ρωμιοσύνη θα βρεί δυνάμεις για να σταθεί ολόρθη: «ο έλληνας, άλλωστε, σαν ένας απ’ τους πιο δυνατούς ανθρώπινους τύπους, βρίσκει και στου γκρεμού τ’ αχείλι καινούργια δύναμη να φανερώσει, καινούργια βάθη στην ψυχή του την ακατάβλητη, δεν είναι για να σβήσει απ’ το χάρτη ο έλληνας, με τέτοια κληρονομιά που διαθέτει, τέτοια γλώσσα-μήτρα, τέτοια πραγματική κι ασύνορη δόξα, δεν είν’ ο έλληνας από κανένα χτεσινό νταμάρι ξεφανερωμένς, είν’ ο αρχαιότατος διδαχός της χιλιάκριβης της λευτεριάς και με το πνεύμα και μετο αίμα, είν’ ο ταγμένος από φυλετικού γεννησιμιού του στο φως και τη μεγάλη καθαρότητα της αλήθειας, είν’ εκείνος που’ χει χαράξει στο γρανίτι της Ιστορίας τ’ ανεξίτηλα αιτήματα της ηθικής και της αξιοπρέπειας, της λεβεντιάς και της ακράδαντης δικαιοσύνης»...
--------------------

Γ.Βαρθαλίτης:Για το Σύσσημον του Νίκου Παναγιωτόπουλου
 (Πρώτη δημοσίευση περιοδικό "Πλανόδιον". Πηγή: Aντίφωνο)

 ... Η γνώση του όντος δεν είναι μια επιδερμικά νοητική διεργασία αλλά μια διαδικασία μύησης. «Γνωρίζω», γράφει, ο Παναγιωτόπουλος, «θα πει μεταλαβαίνω». Κι αλλού τονίζει πως «χρειαζόμαστε θεοφάνεια και μυστήριο». Επομένως, ο Παναγιωτόπουλος εμφανίζεται σταθερά προσανατολισμένος σε μια θρησκευτικού τύπου γνώση κι αποστρέφεται τις σύγχρονες ψευδεπίγραφες μορφές της, αφού αυτές μας απομακρύνουν απ’ τον μυστικό πυρήνα του όντος («τυραννιόμασταν από μορφές γνώσης  / που ήταν ιδιαίτερα αλαζονικές μορφές άγνοιας»). Σε αντίθεση με ετούτα τα κίβδηλα είδη γνώσης, η βαθύτερη γνώση δεν είναι σύμβολο της εμπειρίας αλλά γίνεται η ίδια η εμπειρία (παραφράζουμε τον Παναγιωτόπουλο). Μια τέτοια εμπειρία μεταμορφώνει εσωτερικά τον άνθρωπο, τον ανακαινίζει («ο άνθρωπος δεν γεννιέται με τη γέννηση αλλά με τη γνώση»). 
  Η μύηση εδώ  τελεσιουργείται από  δυνάμεις  ανώτερες  από την νόηση: την πίστη, τη μόνη κατά Παναγιωτόπουλο σχέση του εγώ με το όχι-εγώ, και την αγάπη: «και μέσα στη δαψίλεια του ελέους / πάει για κείνον τον εαυτό του που το κατάνακρο σύνορό του /  ανταμώνει το πραγματικά πρώτο πρόσωπο». Τελευταίος της αναβαθμός η θέωση, η unio mystica, η εποπτεία του θείου που συγχωνεύει θέαμα και θεώμενον : «Η πίστη είναι σκαλοπάτι απαραίτητο για τις θρησκείες- / παύει να είναι για όσους πάνε πιο μακριά / και πραγματώνονται στο θεό. / Εκείνοι δεν πιστεύουν πια, βλέπουν.» Βυζαντινίζοντας  θα έλεγα: όστις θεόν θεάται θεούται. 
 Η εποπτεία του θείου είναι ο νικητήριος στέφανος, το φωτοστέφανο, των Αγίων. Μετά την αγιοσύνη όμως, υποστηρίζει ο Παναγιωτόπουλος,  η πιο προχωρημένη ανάπτυξη της συνείδησης είναι η ποιητική. Η ποιητική έκφραση είναι «το πιο ον απ’ όλα τα όντα / το μέσον με το οποίο ο θεός αγκαλιάζει το πράγμα». Αυτό όμως γίνεται όταν η έκφραση πραγματώνει το αίτημα μιας «τομότερης γλώσσας», δηλαδή απομακρύνεται από το ιδίωμα του καιρού και ενσαρκώνει ένα άλλο, άχρονο, αρχέτυπο ιδίωμα. Η εμπειρία μιας τέτοιας ποιητικής πραγμάτωσης, μιας «τομότερης γλώσσας», όπου «οι λέξεις δεν έχουν  πια γράμμα [κι] η γραφή γίνεται με σπλάχνα οικτιρμών», προσεγγίζει τη θρησκευτική. Εξάλλου «στις βάσεις της τέχνης του λόγου / υπάρχουν οίκοι προσευχής». Όχι η  αισθητική μικρολογία λοιπόν και η καλλιτεχνική λεπτουργία αλλά η πίστη κι η αγάπη μπορούν να οδηγήσουν τη γλώσσα στην προσπέλαση του όντος: «Είναι δύσκολο να βρούμε / πως λέγεται το κάθε πράγμα / και να το πούμε. / Για να γίνει αυτό πρέπει η φιλονικία / να φτάσει στα τρίσβαθα της δίνης / και να ‘ρθει η αγάπη να σταθεί / στη μέση του στροβίλου»...
Δεν επιζητά «αισθητική απόλαυση αλλά αναγωγική λειτουργία». Η δική του αισθητική είναι μη αισθητικής φύσεως αλλά ηθικής, πνευματικής και θεολογικής ( «έχω φτιάξει για τούτο δικιά μου αισθητική: την καλοσύνη»). «Το μυστήριο της γλώσσας δεν έχει τόκο την ομορφιά», λέει κάπου. Κι αλλού: «η όποια επιτηδειότητα δεν συνεπάγεται είσοδο στην πνευματική καταιγίδα». 
   ...Μ’ άλλα λόγια ο αναγνώστης δεν καλείται να ανακαλύψει νησίδες σαγήνης κι ομορφιάς αλλά νησίδες φώτισης. Υπάρχουν τέτοιες νησίδες (ή ξέφωτα); Υπάρχουν. Σταχυολογώ: «Ο άνθρωπος μέσα στον άνθρωπο είναι ανώτερος απ’ τον άγγελο». «Η αναζήτηση της αλήθειας είναι παιχνιδάκι /  σε σχέση με την τρομακτική σοβαρότητα της επιδίωξης να γίνεις ο ίδιος μια αλήθεια». «Το θυσιαστήριο κάνει ό, τι κι ο έρωτας / αναπαράγει τον κόσμο»...




ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ
(Φίλιππος Σέρραρντ: Τό ἱερό στή ζωή καί τήν τέχνη)

...Ἄς δοῦμε πρῶτα τήν ἀρχή (principle) τοῦ μυστηρίου. Θά πρέπει νά τονιστεῖ ἀκόμη μιά φορά πώς τό μυστήριο δέν μπορεῖ νά ἀντιπαρατίθεται στήν ὑπόλοιπη ζωή, οὔτε νά ὑφίσταται ἔξω ἀπό αὐτή, κατά ἕναν τρόπο ὥστε αὐτό νά εἶναι ἱερό ἐνῶ ἡ ὑπόλοιπη ζωή καί ὅλα τά ἄλλα πράγματα νά εἶναι βέβηλα, μή-ἱερά, μή-μυστηριακά. Δέν εἶναι κάτι τό ἐξωτερικό καί προσηλωμένο στήν ἐξωτερικότητα του, οὔτε κάποιο εἶδος μαγικῆς πράξης, ἕνας deus machina, πού μετατρέπει ξαφνικά τό μυστηριακό ἀντικείμενο σέ κάτι διαφορετικό ἀπό αὐτό πού ἦταν καί ἀπ’ ὅλα τά ἄλλα κτιστά ἀντικείμενα. Ἀντίθετα, αὐτό πού ὑποδεικνύεται καί ἀποκαλύπτεται στό μυστήριο εἶναι κάτι οὐσιαστικό, εἶναι ἡ βαθιά ἱερότητα καί πνευματικότητα ὅλων τῶν πραγμάτων, ἤ αὐτό πού θά μποροῦσε νά ὀνομαστεῖ ἡ ἀληθινή τους φύση. Γιά νά ἀναγνωρίσουμε τό νόημα τοῦ μυστηρίου, χρειάζεται νά παραδεχθοῦμε πώς τίποτα στή ζωή-στήν κτιστή τάξη πραγμάτων- δέν εἶναι, οὔτε μπορεῖ νά εἶναι, ἐντελῶς βέβηλο καί μή-ἱερό· χρειάζεται νά παραδεχθοῦμε πώς μιά οὐσιώδη ὁμοίωση, μιά συγγένεια ἤ ταυτότητα στή διαφορά, ὑπάρχει μεταξύ τῆς καθαγιάζουσας δύναμης καί αὐτοῦ πού καθαγιάζεται, μεταξύ τοῦ κτιστοῦ καί τοῦ ἀκτίστου· τελικά χρειάζεται νά παραδεχθοῦμε πώς τό μυστήριο διαθέτει μιά κοσμική σημασία καί πώς σχετίζεται βαθιά μέ κάθε κλάσμα τῆς κτιστῆς ὕπαρξης, καί πώς, κατά συνέπεια, ἐνῶ ὁ ἴδιος ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἀντιμετωπίζουμε ἤ χρησιμοποιοῦμε τά κτιστά πράγματα μπορεῖ νά εἶναι βέβηλος καί μή-ἱερός, τά ἴδια τά πράγματα ὅμως δέν μπορεῖ ποτέ νά εἶναι.
...αὐτό λοιπόν πού διακρίνει καί καθιστᾶ ἀναγκαῖο τό μυστήριο δέν εἶναι ἡ ἀδυναμία ἤ μή-ἱερότητα τῆς κτίσης, ἀλλά ἡ διχασμένη της κατάσταση, ἡ ἀποξένωση καί ἀλλοτρίωσή της ἀπό τήν οὐσιαστική της φύση. Ἐπειδή στό μυστήριο ὑπερβαίνεται αὐτή ἡ κατάσταση διχασμοῦ, ἀποξένωσης καί ἀλλοτρίωσης καί ἀποκαλύπτεται ἡ οὐσιώδης καί ἀληθινή της φύση.
...Τό μυστήριο εἶναι τό μεγαλύτερο καί γνησιότερο δῶρο τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, σ’ὁλόκληρη τή δημοιυργία, εἶναι μοναδικό καί καθολικό. Εἶναι τό ἀρχικό «γενηθήτω φῶς».
...Κατά μιά ἔννοια, ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἐνεργεῖ ἕνας ἄνθρωπος, ἐπηρεάζει κατ’ ἀνάγκην ὁλόκληρη τή δημιουργία ἐπειδή κάθε ἄνθρωπος εἶναι μέρος τῆς δημιουργίας. Ἔτσι δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἀποδράσει ἀπό τήν ὑπευθυνότητα πού πρέπει νά ἔχει γιά ὁλόκληρη τή δημιουργία. Ἡ ἀδυναμία νά ἐνεργήσουμε μυστηριακά ἤ νά ἀναγνωρίσουμε τό μυστήριο, συνεπάγεται πρῶτα ἀπό ὅλα τήν ἀδυναμία νά ἀναγνωρίσουμε τήν παρουσία, ἔστω καί δυνητική, τοῦ θείου μέσα μας, καί δεύτερο, ὡς συνέπεια τοῦ πρώτου, τήν ἀδυναμία νά ἀναγνωρίσουμε τήν παρουσία, ἔστω καί δυνητικά, τοῦ θείου στά ἄλλα κτίσματα. Ὅπως ἤδη ἔχει φανεῖ, τό μυστήριο καί ὁ δεσμός πού ἑνώνει τό Θεό μέ τόν ἄνθρωπο, τό Θεό μέ τή δημιουργία, εἶναι κατ’ἀνάγκην κρυμμένα καί ἀόρατα στό μή ἀναγαννημένο ἄνθρωπο, καί αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἐνεργεῖ κατ’ ἀνάγκην μ’ ἕνα μή-μυστηριακό τρόπο. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ὁ ἀναγεννημένος ἄνθρωπος κατ’ ἀνάγκην ἐνεργεῖ μυστηριακά, ἡ δέ παρουσία του, κι ὅλες του οἱ πράξεις, εἶναι μιά εὐλογία γιά τήν κτίση. Ὁ ἅγιος εἶναι ἕνα μυστήριο, ἕνα ζωντανό ὁλοκαύτωμα τῆς θεϊκῆς ἐνέργειας.
...σκοπός τοῦ μυστηρίου εἶναι νά ἐνεργοποιήσει ὁρισμένες δυνατότητες στόν ἄνθρωπο πού εἰδάλλως κινδυνεύουν νά ἀτροφήσουν. Τελικός σκοπός παραμένει ἡ ἐνεργοποίηση τῆς θεϊκῆς  εἰκόνας στό ἄτομο, ἡ ὁποῖα εἰδάλλως θά παραμείνει παθητική, ἀναποκάλυπτη καί ἐν ὑπνώσει. Ἕνα ἄλλο πράγμα πού θά πρέπει νά εἰπωθεῖ ἐδῶ εἶναι πώς ὅταν ἕνας ἄνθρωπος λαμβάνει τή δωρεά τῆς θείας δύναμης στό μυστήριο-μιά δωρεά πού τόν καθιστᾶ ἱκανό νά ὑπερβεῖ τήν κατάσταση τῆς πτώσης καί νά ἀναγνωρίσει τίς θεϊκές του δυνατότητες-δέν εἶναι μόνο αὐτός πού τό λαμβάνει ἀλλά ὁλόκληρη ἡ δημιουργία. Τοιουτοτρόπως τό μυστήριο γίνεται ἡ ὕψιστη πράξη συμπάθειας στήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά συμμετάσχει.
...Τό μυστήριο εἶναι μιά transcensus(ὑπέρβαση) τῶν ὅρίων τοῦ κόσμου τῆς πτώσης, μιά ἐπαναδημιουργία τοῦ κόσμου «ὅπως αὐτός ἦταν στήν ἀρχή». Μέσω τοῦ μυστηρίου τό ἀντικείμενο ἀποκαθίσταται στήν πρό-ἤ-μετά ἱστορική κατάσταση αὐτο-ἑνότητας, σ’αὐτήν τήν κατάσταση, μέσα στήν ὁποία εἶναι ὄντως αὐτό πού ἀνέκαθεν ἦταν, μιά κατάσταση πού καλύφθηκε κάτω ἀπό ἕνα πέπλο ἀδιαφάνειας καί ψεύδους.
...Τό ὕψιστο μυστήριο εἶναι ὁ Θεός. Ὁ Θεός συνδέεται μέ τό Ὄνομά Του. Ὁποιοσδήποτε ξεχνᾶ τό Ὄνομα τοῦ Θεοῦ, δέν τό μνημονεύει καί δέ ζεῖ μ’ αὐτήν τήν ἱερή ἀνάμνηση, ξεχνᾶ τό Θεό. Αὐτή ἡ ἀπώλεια τῆς μνήμης εἶναι ἀπώλεια τῆς συνείδησης τοῦ μυστηρίου. Εἶναι ἀπώλεια τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτός πού θυμᾶται τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ζεῖ δέ καί ἐνεργεῖ μέ τή συνεχῆ ἀνάμνησή Του, ζεῖ καί ἐνεργεῖ ἐν Θεῷ καί ὁ Θεός ζεῖ καί ἐνεργεῖ μέσα του· καί τότε αὐτός, καί μέσα σ’αὐτόν ὅλη ἡ κτίση, συμμετέχουν στό ὕψιστο μυστήριο, ἑνώνονται μέ τόν ἑαυτό τους σέ μιά ὕψιστη Ἕνωση.

--------------------------------  --------------------------------  ----------------------------


ΤΟ ΙΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ
 ( Ιωάννης  Ψάρρας) Α΄ δημοσίευση του δοκιμίου:’Το Ιερό στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη’ στο βιβλίο:‘ Τέχνη και Μυστικισμός’, εκδ. ‘Αρχέτυπο’, Δεκ. 2002
                             
                             …που έφτασα στο σημείο να ονειρεύομαι για τον άνθρωπο
                                μια καινούργια Σαρακοστή, όπου να νηστεύει όλους τους
                                καρπούς της επικαιρότητας και να μη συντηρείται παρά
                                μόνον από τη στοιχειακή έννοια των πραγμάτων και τη
                                μεταφυσική τους προέκταση.
                                                                                   ‘Ιδιωτική οδός.’
Μπορεί να είναι βλάσφημον και ανίερον να μιλά κανείς ή και να γράφει για το Ιερό.
Το φρονιμότερον είναι η σιωπή.
Οι λέξεις είναι εφευρέσεις των ανθρώπων, νεκρές εν πολλοίς για μια τέτοια επαφή και δεν αγγίζουν καν την ουσία.
Στην καλύτερη των περιπτώσεων   την περιγράφουν.
Δεν λέω ότι δεν βοηθά η περιγραφή του , ως ενημέρωση ίσως, ως υπενθύμιση , ως κινητοποίηση ,ως σκούντημα στον ώμο ότι υπάρχει κι αυτό , κυρίως αυτό.
 Το Ιερόν βιώνεται, βιώνεται εν σιωπή.
Δεν έχει μορφή. Η μορφή είναι απόρροια του Ιερού, το περικλείει και το συσκοτίζει.
Η ΄ρύπανσή΄ του επήλθε από τις επιχωματώσεις.
Το Ιερόν είναι η πρωταρχική πηγή, η ουσία του καθενός στον Κόσμο, το κέντρο απ΄ όπου απορρέουν όλα, η σε απομωνομένη ενότητα οντότης εντός ημών.
Η έννοια ,το βίωμα της ενότητας και της σύνθεσης.
Φαίνεται όμως ότι έχουν χαθεί ή έχουν λησμονηθεί όλα αυτά από τον κόσμο.
Φαίνεται σαν ο κόσμος να θέλει να ζει άδοξα, ανίερα ,στις παρυφές των πραγμάτων,να μη νοιάζεται να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στο αφηρημένο και στο συγκεκριμένο,ανάμεσα στο κτιστό και στο άκτιστο.
Φαίνεται σαν να μην έχει την αίσθηση ότι υπάρχει αυτή η απόσταση, ή σα να μη θέλει
να καταβάλει το μόχθο και το χρόνο για να κτίσει τη γέφυρα ανάμεσά τους ή σα να μην ξέρει ότι καμμιά φορά χρειάζεται μιαν απόφαση μόνον: Να ζήσω Ιερά.
Ήγουν : να διακινδυνέψω. Τι ;
Την άπασα ιστορία μου,την ιστορία του γένους μου.
Να κατα-στραφώ και να μεταμορφωθώ.(Ως συνώνυμα μου φαίνονται αυτά.)
Να φτάσω στα άκρα την ποιότητα της φύσης μου.
Να είμαι και να πράττω οικοιοθελώς και δια βίου το Ωραίον, το Αγαθόν και το Αληθινόν.Δηλαδή την τριαδική έκφραση του Ιερού.Τις ιερές ποιότητες του Ιερού.
Να υπενθυμίσω στον εαυτό μου τα αγαθά έργα των αιώνων,να μετάσχω στο ωραίον του κόσμου και ως δίκαιος να ετυμηγορήσω υπέρ της αληθείας.
Να με χαρώ γι αυτό που είμαι: κομιστής φωτός, εκπάγλου ομορφιάς θνητός, κάτοικος εξωτερικού  αιώνες τώρα.

‘Δυστυχώς, η ανθρωπότητα παράγει πολύ αίσθημα και ολίγο πνεύμα.
Και το πολύ τρώει το λίγο.
Δεν το λέω σχολιαστικά¨ το λέω με λύπη. Επειδή το πολύ σπαταλιέται και συσσωρεύεται σε τόσο μεγάλες ποσότητες που καταντά ν’ αποκλείει κάθε προσέγγιση προς το Ουσιώδες.
 Και το δάκρυ, το πιό ιερό πράγμα, με το να θολώνει τα μάτια (και τον νου) γίνεται η αιτία που συγχέουμε στην τέχνη την ομιλία
σε πρώτο πρόσωπο με την ιδιωτική περίπτωση του δημιουργού.
 Έτσι, μοναδικό μας κριτήριο απέναντι σε κάθε δημιούργημα έφτασε νά’ναι η ‘συγκίνηση’ και μόνον. Είναι όμως έτσι; Αυτό είναι σωστό;
Προσωπικά, δεν θυμάμαι ποτέ να δοκίμασα συγκίνηση απέναντι στον Παρθενώνα ή την Ιλιάδα, στις ψηφιδογραφίες της Ραβέννας ή τον Σολωμό. Δόνηση, ναι. Δέος, ναι¨ αν όχι και απορία: πως γίνεται, πως είναι δυνατόν ένας άνθρωπος τόσο από τη φύση του υπό , να φτάνει σ’ ένα τέτοιο υπέρ;
Να ευθειάσει ή να καμπυλώσει τις γραμμές στο μάρμαρο, στη γλώσσα, στους ήχους, με τόση ακρίβεια που να υπακούουν και να μας παραδίνονται τα στοιχεία του κόσμου όπως θα θέλαμε να είναι, όπως τα ζητά η ψυχή μας και όπως όλες οι πιθανότητες δείχνουν ότι θα μπορούσαν να είναι.
Αλλά το ίδιο, υπό τον όρο της υψηλής ποιότητας, παρατηρούμε σε μια πιο μικρή κλίμακα: στ’ αρχαικά ειδώλια και τον Αρχίλοχο, στις λαικές Βαιφόρους και τον Θεόφιλο, στην Παραπορτιανή και το Ρόδον το Αμάραντον.
Πνεύμα που για να το εισδεχθείς πρέπει να κάνεις άλμα πάνω από τη συγκίνηση.
Και νά’χεις την ψυχή σου στα δάχτυλα, στα μάτια, στα ρουθούνια, στα χείλη.
Από ‘κει μιλάει ο κόσμος.Από ‘κει βρίσκεις την ιδιωτική σου οδό.
Πιο καλά θάλλουν τα λουλούδια στον Επιτάφιο.
Μυρίζει έρωτα η εκκλησία.
Η ζωή μένει και δεν τελειώνει. Εδώ.’              
                                                                                        ‘Ιδιωτική Οδός’
ΝΑ ΛΟΙΠΟΝ ΠΟΥ ΤΗΝ ΗΘΙΚΗ τη συναντάς κι από το δρόμο που πας να την αποφύγεις.
Ίσως μάλιστα τότε , το χτύπημά της στον ώμο σου να μοιάζει πιο πειστικό.
Ένας άνθρωπος που ξυπνά τα χαράματα μπροστά σ’ένα λιμανάκι μωβ κι εύχεται να μην έχει μάθει ποτέ του γράμματα-τι θαύμα! Κατεβαίνει στο βραχάκι να λύσει τη βάρκα.Σε λίγο, η ία ράχη του βουνού κοκκινίζει.Όπου νά ‘ναι θα φανεί ο Κούρος και πίσω του , οι γραμμές των άλλων νησιών, το ξεφόρτωτο τρεχαντήρι, ένας Προφήτης Ηλίας.Ύστερα, θα σβήσουν όλα και θα μείνει το μελαχρινό καθάριο πρόσωπο με τα μεγάλα  μάτια, που είναι ο ψαράς με το πανέρι του, ο σημερινός σου γείτονας αλλά, και ο παντοτεινός Αλιέας των θησαυρών –και των ανθρώπων.’
                                                                                                          “Ἀνοιχτά Χαρτιά”

‘Είναι ανοιχτή για τον καθένα μας η ιδιωτική του οδός. Και όμως΄ την ακολουθούν ελάχιστοι.
Μερικοί, μόνον όταν συμβεί μία ή δύο φορές στη ζωή τους να είναι ερωτευμένοι.
Κι οι υπόλοιποι ποτέ. Είναι αυτοί που αποχωρούν μια μέρα από τη ζωή χωρίς να έχουν πάρει καν είδηση τι τους συνέβη. Και είναι κρίμας. Είναι κρίμας αυτός ο ισόβειος εγκλεισμός στην κιβωτό της Ανάγκης, με καθηλωμένες τις αισθήσεις σε υπηρετικό επίπεδο. Και νά ‘φταιγε μόνον η έλλειψη παιδείας;
Εδώ κι ένας αμπελουργός ή ένας ψαράς, εάν είναι αυθεντικοί, φτάνουν από την άποψη της συνειδητοποίησης των δρωμένων στον ίδιο βαθμό που φτάνει και ο ποιητής.
Μυριάδες ανεπαίσθητες δονήσεις από την πυρωμένη γη ή το πρωινό πέλαγος επενεργούν επάνω τους, με αποτέλεσμα ο ψυχισμός τους να δέχεται και να αποταμιεύει εγχαράξεις ανώνυμα θεικές.
Κάτι άλλο λοιπόν συμβαίνει¨ που σφραγίζει την ψυχή και σ’ εμποδίζει να πάρεις θέση απέναντι στο δίλημμα που δεν έπαψε ποτέ να θέτει με τον πιο απλό τρόπο η ζωή και στο πρακτικό και στο θεωρητικό επίπεδο. Ή παραμένεις με τις πέντε σου αισθήσεις αγύμναστες και τον ψυχικό σου κόσμο εκτεθειμένο σε συμβάντα επιφανείας που απλώς καταγράφεις, οπόταν, μείον τη διαφορά της ποιότητας, τοποθετείσαι στην ίδια παράλληλο με τα λαικά τραγούδια και τ’ αναγνώσματα των εβδομαδιαίων περιοδικών¨ ή αποδέχεσαι , κατ΄αρχήν, την ύπαρξη μυστηρίου, οπόταν θέτεις υπό αμφισβήτηση τα εξαγόμενα κάθε πρωτοβάθμιας εμπειρίας και εισχωρείς με μια βαθιά τομή στην πραγματικότητα , επιδιώκονταςν’ α να σ υ ν θ έ σ ε ι ς  το φαινόμενο της ζωής βάσει των στοιχείων που σου προσκομίζουν, η αποδεσμευμένη από κάθε προκατάληψη σκέψη,αφ΄ενός ¨ και αφ’ ετέρου, οι ασκημένες , όπως ένα λαγωνικό , αισθήσεις που ενίοτε αν είσαι τυχερός τις βλέπεις να επιστρέφουν από τα πεδία όπου τις είχες εξαπολύσει, κρατώντας στα δόντια τους θηράματα της ίδιας σπουδαιότητας μ’ αυτά που κατά καιρούς έχουν επιτύχει να «χτυπήσουν» οι θρησκείες’.
                                                                                                 ‘Ιδιωτική Οδός’
ΥΓ. Στό δοκίμιο τοῦ κ. Ψάρρα  παραθέτω ἐπιπλέον κάποια ἀποσπάσματα τοῦ ποιητή ἀπό τό ἔργο  “ Ἰδιωτική Ὁδός”
Aὐτά πού μ' ἀρέσουν εἶναι ἡ μοναξιά μου. Δέν σιμώνει κανένας. Χρόνια τώρα περνάω τίς ὥρες μου συντροφιά μέ κάτι μεγάλες μισοσβησμένες νωπογραφίες, εἰκόνες παλιές, ἀλλά φρέσκες ἀκόμη ἀπό τά χείλη ἐκείνων πού τίς ἀσπάστηκαν, γυναῖκες τῆς ἀμιλησιᾶς καί τοῦ κοντοῦ χιτώνα πού φυλάγουν τό κουτί μέ τά διαμαντικά τοῦ ωκεανοῦ. Δέν σιμώνει κανένας. Ἄν δέν εἶχα κάτι τό πολύ δυνατό καί ἀθώο συνάμα νά μέ συντηρεῖ, ὅπως οἱ μέντες καί οἱ λουίζες πού εὐδοκιμοῦν στόν ἐξώστη μου, θά 'χα πεθάνει τῆς πείνας.

Τόσο μακριά βρίσκομαι ἀπό τά πράγματα, τόσο κοντά στό κρυφό τους καρδιοχτύπι. Ξυπνάω τίς νύχτες ἀνήσυχος γιά κάποιαν ἀπόχρωση τοῦ μῶβ, ποτέ ὅμως γιά τό τί μπορεῖ νά γίνεται στά ἐμπορεία τῆς Ἀγορᾶς. Ἀλήθεια, δέν ἔχω ἰδέαν. Ἀκούω πώς ἔχουν πάντα μεγάλη πέραση τά δάκρυα καί οἱ ἀναστεναγμοί (τ' ἀντίγραφα, ὄχι τά πρωτότυπα) ὅπως καί οἱ διακυμάνσεις τοῦ δολαρίου, ὁ πληθωρισμός, οἱ συναλλαγές τῶν κομμάτων - ἀλίμονο. Μ' ἔφαγε, ὅπως τίς καρένες τῶν καϊκιῶν ὁ ἀρμόβουρκος, ἡ μοναξιά. Καί τά χρόνια περνοῦν.

Ποιός...πῶς γιατί καταφέρνει, τό μέρος τῆς ζωῆς τό φαῖνον, τό μή θολούμενον, νά τό καθιστᾶ σχεδόν ἀόρατο γιά τούς ἄλλους; Γιατί καί πῶς τούς πείθει νά μήν κάνουν μιά ἁπλή κίθνηση ἔστω, μιά στροφήτῆς κεφαλῆς, πού θά μποροῦσε νά σημαίνει καί στροφή τοῦ κόσμου ὁλόκληρου;
...Ἐκατοντάδες χρόνια πρίν...τότε πού τοῦ’παιρναν τοῦ ἀνθρώπου τή μιλιά οἱ ξωθιές, αὐτός μιλοῦσε. Σήμερα κιοτεύει, καί συντηρεῖται μέ τή μασημένη τροφή τῶν μέσων μαζικῆς ἐνημέρωσης-ποῦθε νά περάσει ὁ ἄγγελος;
...Κάποτε συμβαίνει καί νά προλαβαίνεις τά πράγματα στήνπαιδική τους ἡλικία...καί ρίχνεις τήνκαθετή σου στά γεγονότα, γιά ν’ ἀνασύρεις, ἁπλῶς λίγην εὐράδεια νερῶν, μιάν ἀντανάκλαση, μιά κυανή διαφάνεια. Τ’ἄλλα, καί δή σέ κατάσταση ὠμή, σοῦ εἶναι ἄχρηστα! Βγάνουν συμφέρον· ὀξυγόνο δέ βγάνουν.


--------------------------------------------

 Ποιητικά Ἐρανίσματα
·         Στό κρυφό μυστήριο ζοῦν πάντα τά παιδιά σου
             μέ λογισμό καί μ’ ὄνειρο (Δ.Σολωμός)
·         Ἀνοιχτά πάντα κι ἄγρυπνα τά μάτια τῆς ψυχῆς μου(Δ.Σολωμός)
·         Γιατί τά φύλλ’ἄν εἶναι πολλά σέ κάθε φύλλο πνεῦμα (Δ.Σολωμός)
·         Ὤ μυστική μου ἀκοή, ἀδιάκοπα σκυμμένη
γιά ν’ ἀκοῦς τίς φλέβες
τοῦ κρυφοῦ μουρμουρητοῦ
...ὤ χώματα τῆς γῆς μου
            Πού μέ λυτρώσατε ἀπ’τή βαριά τοῦ ζώου πνοή!(Α. Σικελιανός)
·         «κατεπόθῃ ὁ θάνατος εἰς νίκος»
ἐδῶ κρατάνε ἀθώρητες τό πνεῦμα μου κολόνες
διάπλατοι εἶν’ ὅλοι τοῦ καημοῦ, στά σκοτεινά, οἱ πυλῶνες.(Α. Σικελιανός)
·         Ἄν κάτι ἀδημονεῖ μέσα στήν ἄγρια μέντα
      εἶναι τῆς ἁγιοσύνης σου τό λαγωνικό. (Ὀ.Ἐλύτης)
·         Θέλω νά πῶ τίς ἵδιες φυσικές καί αὐθόρμητες κινήσεις τῆς ψυχῆς πού γεννοῦν καί διατάσσουν πρός ὁρισμένη κατεύθυνση τήν  ὕλη·...πρός τό βαθύτερο νόημα ἑνός ταπεινοῦ Παραδείσου.(Ὀ.Ἐλύτης)

                                         -----------    -----------   ----------

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου