Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2019

Η ΥΠΑΚΟΗ ΩΣ ΟΔΟΣ ΘΕΟΓΝΩΣΙΑΣ. ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΝΑΦΕΙΑ ΥΠΑΚΟΗΣ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ Η ΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΥΠΑΚΟΗΣ
(Ἀποσπάσματα ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἱερομονάχου ΠΕΤΡΟΥ: ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΣΩΦΡΟΝΙΟ). 

Γινόμαστε καθημερινά μάρτυρες σκληρῶν παιδιῶν, παιδιῶν μέ καρδιά κλειστή στό "ἴδιον θέλημα" καί γιά αὐτό ἀνυπάκουων, διότι  παράλληλα  κι ἐμεῖς δέν συνειδητοποιοῦμε τήν ὑπακοή ὡς τόν θεῖο μίτο  καί παραμένουμε ὀντολογικά κεκλεισμένοι, δηλαδή ἀνυπάκουοι στόν Θεό Πατέρα. Ὑπακούω σημαίνει ἀγαπῶ, δηλαδή κάνω τόπο στήν καρδιά μου γιά τήν καρδιά τοῦ ἄλλου, ἀναλαμβάνω νά σηκώσω σταυρό, προκειμένου νά γίνω "διδακτός Θεοῦ". Ἡ ὑπακοή λοιπόν εἶναι γεγονός ὀντολογικῆς φύσεως καί λειτουργεῖ μέ μυστικό τρόπο τόν "πλατυσμό τῆς καρδίας" καθιστώντας τόν ἄνθρωπο φορέα ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας.

Γιά τήν κατανόηση τῆς σπουδαιότητας ἀλλά καί τῆς ὀντολογικῆς ἀναγκαιότητας πού χαρακτηρίζει τήν ἀγωγή τῆς ὑπακοῆς παρουσιάζονται ἀποσπάσματα ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἱερομονάχου ΠΕΤΡΟΥ: ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΣΩΦΡΟΝΙΟ. Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΩΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ . ΚΕΦ. 7 Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΩΣ ΓΝΩΣΗ ΤΩΝ ΟΔΩΝ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ α.Τό χάρισμα τῆς θεολογίας ὡς καρπός τοῦ μυστηρίου τῆς ὑπακοῆς / Ἱερά Μονή Τιμἰου Προδρόμου Ἔσσεξ Ἀγγλίας 2019.



«...Ἡ ὁδός  τῆς ὑπακοῆς πηγάζει ἀπό τό μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος καί φανερώθηκε στόν κόσμο μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ  «ἠγαπημένου Υἱοῦ» ...Ὅλη ἡ ἐπίγεια παρουσία τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρξε ἕνα ὑπόδειγμα ὑπακοῆς... «...καταβέβηκα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ οὐχ ἵνα ποιῶ τό θέλημα τό ἐμόν, ἀλλά τό θέλημα τοῦ πέψαντός με». Ὁ Χριστός ἐργάστηκε τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων μέ τήν ὑπακοή του στόν Πατέρα, «... γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ».


...Ὁ σκοπός τῆς ὑπακοῆς περικλείεται στήν ἀναζήτηση «τῶν ὁδῶν τοῦ Θείου Θελήματος», ὥστε νά γίνει τελικά ὁ Θεός «τά πάντα ἐν πᾶσι».

«Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτούς ἐν τῷ ὀνόματί σου ὧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἕν καθώς ἡμεῖς...ἵνα πάντες ἕν ὦσι, καθώς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν σοί, ἵνα καί αὐτοί ἐν ἡμῖν ἕν ὦσιν...καθώς ἡμεῖς ἕν ἐσμέν, ἐγώ ἐν αὐτοῖς καί σύ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἕν».
Στήν προοπτική αὐτή, ἡ ὑπακοή εἶναι ἕνα μυστήριο πού κατέχει μέγιστη σπουδαιότητα, ὄχι μόνο γιά τή ζωή κάθε χριστιανοῦ καί μοναχοῦ, ἀλλά καί γιά τή ζωή ὅλου τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.
...Για τόν Γέροντα Σωφρόνιο ἡ ὑπακοή εἶναι «ἱερόν ἀπόρρητον»τό ὁποῖο ἀποκαλύπτεται μόνο διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀποτελεῖ πικρή διαπίστωση τό γεγονός ὅτι ἀπό τά πολλά μέλη τῆς Ἐκκλησίας λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι πού γνωρίζουν τά κρυμμένα πλούτη τῶν θεσμῶν της. Κατά κανόνα τό κυριότερο πρόσκομμα εἶναι ὁ πειρασμός τῆς «ἰδίας κρίσεως» καί τῆς αὐτάρκειας, πού πηγάζουν ἀπό τό πάθος τοῦ ἐγωισμοῦ.
 Ἔπειτα ἀπό τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ στήν πλάνη τῆς αὐτονομίας, ὁ ἄνθρωπος ζεῖ πλέον μέ τόν νοῦ του κατακερματισμένο καί τήν καρδιά του ὑποδουλωμένη σέ πλῆθος φθαρτῶν θελημάτων. Τά νοήματά του ὑπέστησαν μεγάλη φθορά, καί ὁ ἴδιος ἔγινε ὄχι ἁπλῶς «δίψυχος», ἀλλά «πολύψυχος» καί ὄντως «ἀκατάστατος ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ». Ὁ σκοπός τῆς ὑπακοῆς εἶναι νά ἀντιστρέψει τίς συνέπειες τῆς πτώσης καί νά χαρίσει στόν ἄνθρωπο «τήν εἰς Χριστόν ἁπλότητα», κάνοντάς τον «μονόψυχο», σταθερό καί ἀσάλευτα στερεωμένο στήν πέτρα τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ ὑπακοή εἶναι τό πιό δυνατό καί τό πλέον ἀποτελεσματικό ὅπλο πού χάρισε ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο γιά νά ἐξαγνίσει τόν νοῦ καί τήν καρδιά του ἀπό κάθε κίνηση ἐγωισμοῦ καί νά μάθει σταδιακά νά «αἰχμαλωτίζει πᾶν νόημα εἰς τήν ὑπακοήν τοῦ Χριστοῦ». Ὁ γενικότερος κανόνας ὡς πρός τή στάση κάθε πιστοῦ, ἀρχάριου καί μή, εἶναι τό  «μή ἐμπιστεύου εἰς ἑαυτόν».
...Ὁ Θεός δέν ἔπλασε ἀφεντικά καί δούλους, ἀλλά πατέρες καί υἱούς, καί οἱ υἱοί μέ τή σειρά τους, ὅταν μαθαίνουν νά ἀνοίγουν τήν καρδιά τους στόν λόγο τοῦ Γέροντός τους, γίνονται κληρονόμοι τῆς πνευματικῆς παρακαταθήκης τῶν πνευματικῶν προγόνων τους. Ἡ ὑπακοή κατ’ ἀκρίβεια εἶναι πολύ μεγάλο προνόμιο, γιατί εἶναι ὁ πιό σύντομος δρόμος γιά νά βρεῖ ὁ ἄνθρωπος «πλοῦτον χάριτος» καί «περισσόν ζωῆς». Ὁ Γέροντας σφραγίζει τήν ἀλήθεια αὐτή μέ λόγους πού πιθανόν νά φαίνονται «σκληροί», ἀλλά ὄχι γιά ἐκείνους πού ἔχουν γευθεῖ τούς καρπούς τοῦ μυστήριου τῆς ὑπακοῆς:
«Ἐν τῷ ὠκεανῷ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἡ γνήσια καί ἀμίαντος παράδοσις τοῦ Πνεύματος ρέει ὡς λεπτόν ρεῦμα καί ὅστις θέλει νά ἐμποτισθῇ ἐκ τούτου τοῦ λεπτοῦ ρεύματος ὀφείλει νά ἀποκοπῇ ἐκ τῆς ‘ἰδίας αὐτοῦ κρίσεως’...Οἱ ἔχοντες ἴδιον θέλημα καί ἴδιον νοῦν, ὅσον καί ἄν εἶναι πολυμαθεῖς καί εὐφυεῖς, καί ἐάν εἰσέτι φονεύσουν ἑαυτούς διά τῶν πλέον αὐστηρῶν ἀσκήσεων ἤ ἐργασιῶν πολυμαθείας θεολογικῆς, δέν θά ἐπιτύχουν νά περισυλλέξουν εἰ μή ψυχία πίπτοντα ἐκ τοῦ Θρόνου τοῦ Ἐλέους».
...Ἡ ἄσκηση τῆς ὑπακοῆς δέν ἀποσκοπεῖ στό νά «συντρίψει» τή φυσική θέληση κάθε χριστιανοῦ. Ὁ ἀληθινός σκοπός της εἶναι νά βοηθήσει τόν ἄνθρωπο νά ἀποβάλει τό ‘ἴδιον θέλημα’, τό ἐγωιστικό καί φίλαυτο φρόνημα, ὥστε νά οἰκειοποιηθεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κάθε θυσία στόν ἀγώνα τῆς τηρήσεως τοῦ Θείου θελήματος ἐξομοιώνει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Χριστό...
Πολλοί περιγράφουν τήν ὑπακοή ὡς τήν πλέον θεάρεστη θυσία, γιατί ὁ ἄνθρωπος θυσιάζει τό θέλημά του, πού εἶναι ὅ,τι πολύτιμο ἔχει στή ζωή του. Κατ’ οὐσίαν ὅμως ἡ ὑπακοή εἶναι μεγάλο δῶρο, ἀφοῦ τό μόνο πού θυσιάζει ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό ἐμπαθές καί ἐγωκεντρικό θέλημά του μαζί μέ τόν ἀσθενῆ καί πεπερασμένο νοῦ του. Μέ τήν πράξη αὐτή ἀνέρχεται στόν χῶρο τοῦ Θείου θελήματος καί ἔτσι γίνεται κοινωνός τῆς θείας ζωῆς. Ἡ πείρα τῆς ὑπακοῆς γίνεται τελικά πείρα «τῆς αὐθεντικῆς ἐν τῷ Θεῷ ἐλευθερίας». Ἐφόσον ὅμως ἡ ἀληθινή ἐλευθερία ὑπάρχει ἐκεῖ, «οὗ τό Πνεῦμα Κυρίου», ἕπεται  ὅτι καί ὁ σκοπός τῆς ὑπακοῆς, ὅπως καί τῆς χριστιανικῆς ζωῆς γενικότερα, εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐπομένως, δέν πρόκειται γιά θυσία ἀλλά γιά μεγάλη εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο.
Ὅλο τό πλήρωμα τῆς Θεογνωσίας εἶναι ἀποθησαυρισμένο στή χρυσή ἀλυσίδα τῆς πνευματικῆς παραδόσεως, πού συνεχίζεται ἀδιάκοπα στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ ἔως σήμερα. Ὁ μόνος τρόπος γιά νά δεχθεῖ κάποιος τόν πλοῦτο τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι νά γίνει καί ὁ ἴδιος ἕνας ζωντανός κρίκος αὐτῆς τῆς ἀλυσίδας τῆς Ἱερῆς Παραδόσεως. Γι’ αὐτόν τόν σκοπό ὅμως, πρέπει νά προσέλθει στό μυστήριο τῆς ὑπακοῆς μέ συναίσθηση τῆς πνευματικῆς του πτωχείας καί τῆς ἀνάγκης του γιά θεραπεία, ἀφοῦ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ «ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται». Ἀντιθέτως, ὅταν γίνεται «φρόνιμος παρ’ ἑαυτῷ», τότε ἀδυνατεῖ νά εἰσέλθει στό «μυστικό θησαυροφυλάκιο»τῆς χάριτος καί τῆς γνώσεως τῶν ὁδῶν τοῦ Κυρίου. Ἡ καθαρότητα τῆς παραδόσεως χάνεται ὅταν ὀ ἄνθρωπος παραμένει προσκολλημένος στήν «ἰδίαν κρίσιν»του, γιατί τότε, στήν ἀποκεκαλυμμένη θεία σοφία καί δικαιοσύνη, ἀντιτίθεται ἡ ἀνθρώπινη «σοφία»καί «δικαιοσύνη».
...Ἡ ὑπακοή εἶναι ὄντως ἕνα μεγάλο μυστήριο πού συνδέεται πολύ στενά μέ τό χάρισμα τῆς θεολογίας, δηλαδή τῆς θεολογίας μέ τήν  ἔννοια τῆς πνευματικῆς κατάστασης καί ὄχι τῆς διανοητικῆς πολυμάθειας, γιατί κατά τόν Γέροντα ἡ τελευταῖα μπορεῖ νά ἀπέχει ἀπό τήν πραγματική ζωή ὅσο ἀπέχει ἡ γῆ ἀπό τόν οὐρανό...Στά συγγράμματά του τεκμηριώνει θεολογικά τή συνάφεια ὑπακοῆς καί θεολογίας, στηριζόμενος στό γεγονός τῆς Ὑποστατικῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου καί στή δυνατότητα πραγματώσεως τῆς ὑποστατικῆς ἀρχῆς στόν ἄνθρωπο διά τῆς ὑπακοῆς.
Ἡ ἀληθινή θεολογία ἀποτελεῖ καρπό τῆς θέωσης...κατά τή θέωση ἡ ζωή τοῦ Θεοῦ «ὑποστασιάζεται» στόν ἄνθρωπο...Ἑφόσον ὅμως ἡ ζωή τοῦ Θεοῦ φανερώθηκε στόν κόσμο μέ τήν ἄφατη καί «μέχρι θανάτου» ὑπακοή τοῦ Χριστοῦ, ἄρα καί γιά τόν ἄνθρωπο ἡ ὑπακοή εἶναι ἡ μόνη ὁδός, γιά νά μπορέσει κατά χάριν νά ὑποστασιάσει μέσα του τή θεία ζωή καί νά φτάσει στή θέωση...Ἀφοῦ λοιπόν ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ φανερώθηκε μέ «ὑποστατικό τρόπο», δηλαδή μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ, ἄρα καί ἡ πρόσληψη αὐτῆς τῆς ἀλήθειας συνδέεται μέ τήν ἀνάπτυξη τῆς ὑποστατικῆς ἀρχῆς στόν ἄνθρωπο...ἡ ὑπακοή εἶναι ἡ τελειότερη καί περιεκτικότερη ἔκφραση τῆς διπλῆς ἐντολῆς τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο.
...Ἀπό τά παραπάνω ἕπεται ὅτι ἡ συνάφεια θεολογίας καί ὑπακοῆς εἶναι ὀντολογικῆς φύσεως, ἐπειδή ἡ ὑπακοή εἶναι ἡ μόνη ὁδός γιά τήν τελείωση τῆς ὑποστατικῆς ἀρχῆς. Ὀ ἄνθρωπος πού ἀγνοεῖ τήν ὁδό τῆς ὑπακοῆς, ἀδυνατεῖ νά ἀφομοιώσει τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τό μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπομένως ἀδυνατεῖ νά προσλάβει καί τό πλήρωμα τῆς Θεογνωσίας καί τῆς ἐμπειρικῆς θεολογίας.
...Ἡ ὑπακοή στήν τελειότερη μορφή της εἶναι ἡ ἐνεργητική κίνηση τοῦ πνεύματος τοῦ ἀνθρώπου πού ἄγεται ἀπό τή μείζονα ἐντολή τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἔμπειρος ὑποτακτικός...σταδιακά μαθαίνει νά αἰσθάνεται καί νά ψηλαφεῖ τήν «ὑπόσταση» τοῦ ἄλλου προσώπου. Αὐτό ἀποτελεῖ σημεῖο ὅτι καί σέ αὐτόν τόν ἴδιο ἀναδεικνύεται ἡ ὑποστατική ἀρχή.
Ἡ πνευματική γνώση πού ἀποκτᾶται μέ τήν ταπεινή μαθητεία τῆς ὐπακοῆς, εἶναι εὐρύτερη ἀπό τή μελέτη καί τήν ἐξ ἀκοῆς διδασκαλία. Ὅσο μορφωμένος καί ἄν εἶναι ὁ ἄνθρωπος, χωρίς τήν καλλιέργεια τῆς εὐαγγελικῆς ὑπακοῆς δέν θά γνωρίσει ποτέ «τήν ὑπερβάλλουσαν τῆς γνώσεως ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ», γιατί ἡ θύρα τοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου θά παραμένει πάντοτε «ἑρμητικῶς κεκλεισμένη». Ἑάν τό χάρισμα τῆς θεολογίας προϋποθέτει τόσο τήν «ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» πρόσληψη καί ἀφομοίωση τῆς Ἀποκάλυψης τοῦ Λόγου, ὅσο καί τή μετάδοση αὐτῆς τῆς γνώσεως, τότε τό μυστήριο τῆς ὑπακοῆς ἅπτεται καί τῶν δύο αὐτῶν πλευρῶν τῆς θεολογίας, γιατί διευρύνει ἀπροσμέτρητα τίς γνωστικές δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου.
...Ἀπό ὅλες τίς «γνωστικές» ὁδούς καμία δέν παρέχει τέτοιο βάθος ἀνθρωπολογικῆς γνώσεως, ὅσο ἡ ὁδός τῆς ὑπακοῆς, γιατί μόνο αὐτή μπορεῖ νά φανερώσει τόν ἀληθινό ἄνθρωπο, ὅπως τόν συνέλαβε ὁ δημιουργικός Νοῦς τοῦ Θεοῦ «πρό καταβολῆς κόσμου».Ὅσο ὀ ἄνθρωπος παραμένει «ἀδόκιμος» τοῦ μυστηρίου τῆς ὑπακοῆς, τόσο ἀπομονώνεται στά δεσμά τῆς ἐγωϊστικῆς ἀτομικότητάς του, ἀδυνατώντας νά δεχθεῖ τήν Ἀποκάλυψη Ἐκείνου πού ἔγινε «ὑπήκοος μέχρι θανάτου».Ἡ ἀρχή τῆς ὑποστάσεως τελειώνεται μέ τήν ὑπάκοή σέ ἕνα ἄλλο ἀληθινό πρόσωπο• αὐτό τοῦ πνευματικοῦ καί κατ’ ἐπέκτασιν πρός τό πρόσωπο κάθε ἀδελφοῦ.  Ἐκεῖνος πού ὑποτάσσεται μαθαίνει νά δέχεται μέσα του τή ζωή τοῦ ἄλλου, ἕως ὅτου γίνει ἱκανός νά δεχθεῖ κατά χάριν καί τό πλήρωμα τῆς ζωῆς του «κατ’  ἔξοχήν Ἄλλου» πού εἶναι ὁ Χριστός.
Ὁ ἀληθινός ὑποτακτικός γνωρίζει ὑπαρξιακά τό μυστήριο τοῦ «πλατυσμοῦ τῆς καρδιᾶς». Δεχόμενος μέσα του τίς σκέψεις καί τό θέλημα τῶν ἄλλων προσώπων, μαθαίνει ταυτόχρονα νά θεωρεῖ καί τά προσωπικά του βιώματα ὡς ἀποκάλυψη τοῦ τί συμβαίνει σέ κάθε ἄνθρωπο στόν κόσμο. Ἔτσι, ἡ ὑπακοή ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο σέ ἕναν «ὑποστατικό τρόπο ὑπάρξεως».
«Ἐν τῇ ψυχῇ τοῦ ὑποτακτικοῦ ἀναπτύσσεται ἡ χριστιανική συμπάθεια πρός ὅλην τήν ἀνθρωπότητα καί ἡ προσευχή αὐτοῦ γίνεται φορεύς ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου, τουτέστιν ‘ὑποστατική’, καθ’ ὁμοίωσιν τῆς προσευχῆς τοῦ Χριστοῦ ἐν Γεθσημανῇ. Δι’ αὐτῆς τῆς προσευχῆς ὁ ὑποτακτικός αἰσθάνεται τήν ἑνότητα αὐτοῦ μεθ’ ὄλης τῆς ἀνθρωπότητος, καί ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον, ἤτοι πρός πάντα ἄνθρωπον, ἀποβαίνει φυσικόν τι».
Στήν τελειότητά της, ἡ ὑπακοή ἐκφράζει τήν κατάσταση κατά τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος καθιστᾶ «ὅλον τόν Ἀδάμ» περιεχόμενο τῆς ὑποστάσεώς του. Ἡ μεσιτεία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γιά ὅλον τόν κόσμο καί ἡ συμμετοχή στή Γεθσημάνεια προσευχή τοῦ Χριστοῦ, ἀποτελοῦν ἀδιαμφισβήτητες ἐνδείξεις πραγματώσεως τῆς ὑποστατικῆς ἀρχῆς. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, τό μυστήριο τῆς ὑπακοῆς ἀπεργάζεται τόν ἄνθρωπο φορέα ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος...Εἶναι πολύ χαρακτηριστική ἡ μαρτυρία τοῦ ὁσίου Σιλουανοῦ, ἀναφορικά μέ τή σχέση ὑπακοῆς καί προσευχῆς γιά ὅλον τόν κόσμο.
Ὁ «ὑποστατικός τρόπος ὑπάρξεως» ἀποτελεῖ πολύτιμο χάρισμα γιά τή διδασκαλία καί τή μετάδοση τῆς θεολογίας...Ἡ  ὑποστατική προσευχή καί ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον ἔχουν τό ἰδιαίτερο ἰδίωμα νά πληροφοροῦν καί νά πείθουν τίς καρδιές «τῶν ἀκουόντων». Ὅταν στήν καρδιά τοῦ διδασκάλου-θεολόγου ἐνεργεῖται αὐτή ἡ ὑποστατική προσευχή γιά ὅλον τόν Ἀδάμ, τότε οἱ λόγοι του εἶναι φορτωμένοι μέ χάρη καί ἐπιφέρουν ἀγαθή ἀλλοίωση στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ὑψηλή παιδεία τῆς ὑπακοῆς ἀναπτύσσει στόν ἄνθρωπο τήν ἱκανότητα νά «ψηλαφίζει» τόν ἐσωτερικό κόσμο τῶν ἀδελφῶν του καί νά τούς μεταδίδει τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ μέ λόγους καί τρόπους πού ἀνταποκρίνονται στήν κατάστασή τους. Τό σημαντικότερο ὅμως εἶναι ἡ Χριστομίμητη προσευχή, πού ἐνεργεῖται ἐκ τῶν προτέρων καί πού μεταδίδει ἀκαταμάχητη αἴσθηση Θεοῦ. Τότε καί τό κήρυγμα γίνεται ὄχι μέ «πειστικά» ἀνθρώπινα λόγια , ἀλλά «ἐν ἀποδείξει Πνεύματος καί δυνάμεως». Ἡ παιδεία τῆς ὑπακοῆς «ἀνοίγει τά ὦτα»τοῦ ἀνθρώπου γιά νά μπορεῖ νά προσλάβει τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καί τοῦ χαρίζει «γλῶσσαν παιδείας» γιά νά μπορεῖ νά μεταδώσει τή γνώση τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ στούς ἀδελφούς του.
...Ἡ κάθαρση τοῦ νοῦ ἀπό τούς ἐμπαθεῖς λογισμούς καί ἡ ἕνωσή του μέ τήν καρδιά, πού ἐπιτελεῖται μέ τό πνευματικό πένθος καί τήν ὑπακοή, θέτει τά πιό βαθειά καί ἀσάλευτα θεμέλια  γιά τήν αὐθεντική θεολογία.
...Στόν βαθμό πού ἡ ὑπακοή βιώνεται ὡς «μυστήριον ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ», οἱ σχέσεις Γέροντος καί ὑποτακτικοῦ φέρουν  ἱερό χαρακτήρα. Γιά τόν φιλότιμο ὑποτακτικό ἡ αἰωνιότητα γίνεται ἁπτή πραγματικότητα ἤδη ἀπό αὐτή τή ζωή, ἀφοῦ φέρει μέσα του ζωντανή αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τό Ὁποῖο τοῦ μεταδίδει πληροφορία ὅτι ἤδη «μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν».
...ἡ «σταύρωση» τοῦ νοῦ διά τῆς ὑπακοῆς ἔχει καίρια σημασία, γιά νά μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νά προσλάβει τή θεολογία ὡς κατάσταση τοῦ πνεύματός του...Κατανοώντας τήν ἀληθινή θεολογία ὡς καρπό θεοπτίας, ὁ Γέροντας τονίζει ὅτι ἡ ὁδός πρός αὐτή τήν κατάσταση δέν εἶναι ἠ διανόηση ἀλλά ἡ παράσταση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ «ἐν καθαρῷ νοΐ». Αὐτή δίδεται , ὅταν ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σέ ἔσχατη ἔνταση μετανοίας...Τότε, ὀ ἄνθρωπος «ζεῖ» τόν Θεό ὄχι ὡς «ἀντικείμενο»γνώσεως, ἀλλά «ὡς τήν ἑαυτοῦ ζωήν»• ἡ ἐνέργεια τῆς ἀΐδιας θείας ζωῆς διαπερνᾶ τήν καρδιά, τόν νοῦ καί τό σῶμα, καί ὁ «ὅλος ἄνθρωπος»γνωρίζει ὑπαρξιακά τόν Θεό στήν ἐνεργητική Του μορφή.
Παρ’ ὄλα αὐτά ὅμως, ἀκόμη καί σέ αὐτό τό στάδιο ἡ ταπεινή ἀναφορά τῆς ὑπακοῆς ἀποβαίνει ἀσφαλιστικός γνώμονας, πού παρέχει πνευματική σταθερότητα...Τό ὁποιοδήποτε προφητικό χάρισμα πρέπει νά τίθεται στήν κρίση ἄλλων προσώπων κατάλληλων πρός αὐτόν τόν σκοπό. Ἡ συμμαρτυρία τῶν Πατέρων καί τῶν πνευματικῶν τῆς Ἐκκλησίας ἐπιβεβαιώνει ὅτι τό χάρισμα δέν εἶναι ἕνα αὐτονομημένο γεγονός τῆς ἀτομικότητάς του, ἀλλά ὅτι «περικλείεται εἰς τό καθολικόν εἶναι, τό κατ’ εἰκόνα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐμπιστοσύνη στά προσωπικά βιώματα ἀνέχει μεγάλο κίνδυνο, ἰδιαίτερα ὄταν ὁ ἄνθρωπος ἐξουσιάζεται ἀκόμη ἀπό τά πάθη.
...Ἡ σταύρωση τοῦ νοῦ διά τῆς ὐπακοῆς δίνει στόν ἄνθρωπο τή δυνατότητα νά διδαχθεῖ διά τῆς χάριτος στήν καρδιά του τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν ἐκκοπή τοῦ θελήματος καί τήν παράδοση τοῦ νοῦ στό μυστήριο τῆς ὑπακοῆς τά φυσικά χαρίσματα τοῦ ἀνθρώπου «περικλείονται»στά ὑπερφυσικά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ. Κατά τό μέτρο τῆς ἐκκοπῆς τῆς «ἰδίας κρίσεως» ἐνεργεῖται καί ὁ ἐμπλουτισμός μέ τή θεία Χάρη. Τότε ἐκεῖνο πού ἔμοιαζε μέ ἀχρήστευση τῶν χαρισμάτων τοῦ ἀνθρώπου τελικά «ποιεῖ καρπόν ἑκατονταπλασίονα». Ἐγκαταλείποντας πάντα «τά ὑπάρχοντά ἑαυτοῦ», ὁ ἄνθρωπος δέχεται ἀπό τόν Θεό τήν δωρεά τῆς αἰώνιας πνευματικῆς ἀγάπης πρός τούς πάντες καί τά πάντα• γίνεται κάτοχος ἀσύγκριτα μεγάλων θησαυρῶν, ἀληθινῶν καί ἄφθαρτων, «ὡς μηδέν ἔχων καί τά πάντα κατέχων». Δίνοντας ὅλον τόν χῶρο τῆς καρδιᾶς στόν Χριστό διά τῆς ὑπακοῆς, ξεπερνᾶ τά φτωχά μέτρα τῆς φθαρτῆς φύσεώς του• ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ «ἐνοικεῖ πλουσίως»μέσα του καί γίνεται πλέον «διδακτός Θεοῦ». Ἐγκαταλείποντας τούς «θησαυρούς τῆς Αἰγύπτου», δηλαδή τό πνεῦμα καί τή σοφία αὐτοῦ τοῦ κόσμου, καί βαστάζοντας τόν ὀνειδισμό τοῦ Χριστοῦ μέ τή μωρία τῆς ὑπακοῆς, ἀξιώνεται νά λάβει «μείζονα πλοῦτον». Ἡ θεία χάρη τοῦ μεταδίδει τή σοφία τοῦ μέλλοντος αἰώνος, πού δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τή σοφία τῆς ἀπερίγραπτης ταπείνωσης καί ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.
...Χωρίς τό κενωτικό φρόνημα, πού καλλιεργεῖται στήν ὑπακοή, ὁ ἄνθρωπος ἀδυνατεῖ νά ἐμβαθύνει στό μυστήριο τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἐάν ἡ πράξη τῆς ὑπακοῆς θεωρηθεῖ ὡς ἐκούσια συσταύρωση μέ τόν σαρκωθέντα Θεό-Λόγο, τότε γίνεται αἰτία γιά νά λάβει ὁ ἄνθρωπος χάρη πού τόν ἐξομοιώνει μέ τόν Θεάνθρωπο Χριστό. Στήν κατάσταση αὐτή, τό χάρισμα τῆς ὑπακοῆς περικλείει μέσα του «ζωηφόρο θεολογία», τήν ὁποία ὁ Γέροντας κατανοεῖ ὡς καρπό «τῆς ἀληθοῦς διαμονῆς ἐν τῷ Φωτί τῆς ἀγάπης». »

ΥΓ: Τό κείμενο ἔχει προστεθεῖ στήν ἑνότητα: Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΩΣ ΟΔΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΓΝΩΣΗ


Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2019

2019- 2020 ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΠΟΥ ΑΡΜΟΖΕΙ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΥΠΑΡΞΗ


ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ
 ΑΓΩΓΗ ΠΟΥ ΑΡΜΟΖΕΙ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΥΠΑΡΞΗ







ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗΣ ΓΡΑΦΗΣ
«ΔΙΑΠΟΡΘΜΕΥΩΝ ΛΟΓΟΣ»
2019-2020






----------------------------------------------------




2019-2020 "ΔΙΑΠΟΡΘΜΕΥΩΝ ΛΟΓΟΣ"
ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΠΟΥ ΑΡΜΟΖΕΙ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΥΠΑΡΞΗ


Ἐργαστήρι Δημιουργικῆς Γραφῆς
«ΔΙΑΠΟΡΘΜΕΥΩΝ ΛΟΓΟΣ»



ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Γιά ἕκτη συνεχή χρονιά τό Ἐργαστήρι Δημιουργικῆς Γραφῆς
«ΔΙΑΠΟΡΘΜΕΥΩΝ ΛΟΓΟΣ»
 σᾶς προσκαλεῖ στή δημιουργική συντροφιά του.
Τό Σαββάτο 12 Ὀκτωβρίου 2019 στίς 18:30 στό Πνευματικό Κέντρο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Ἱστιαίας
θά γίνει ὁ ἁγιασμός γιά τό ξεκίνημα τῆς νέας χρονιᾶς.
Ἡ παρουσία σας θά μᾶς δώσει χαρά.



ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ 
ΠΟΥ ΑΡΜΟΖΕΙ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΥΠΑΡΞΗ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

·         ΤΟ ΕΓΩ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΓΩ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ. Κατάσταση  περιορισμένης πραγματικότητας. (ΠΑΡΟΥΣΊΑΣΗ ΤΟΥ ΠΟΝΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΖΗΣΙΜΟΥ ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΥ: «ΔΙΟΣΚΟΥΡΟΙ - Γ.ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ»)

·         «ΕΥΒΟΕΙΣ: ΟΙ ΕΜΠΝΕΥΣΤΕΣ ΤΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ» ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΛΕΜΗΣ

·         «Ο ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ ΩΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ» ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΥΓΕΡΑΣ

·         ΓΙΑΤΙ Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΕΧΕΙ ΣΗΜΑΣΙΑ.  ΤΟ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΤΟΥ ROGER SCRUTON

·         « ΕΝΔΥΜΑ ΟΥΚ ΕΧΩ » Η ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΓΥΜΝΟΤΗΤΑΣ ΜΑΣ ΜΕΣΩ ΕΝΟΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ. KAΛΕΜΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ

·         ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΣΟΥ ΑΝΟΙΞΕ… ΚΑΙ Η ΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ . Π. ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ ΒΑΣΙΛΑΚΟΥ

·         ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ. Π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

·         Η ΥΠΑΚΟΗ ΩΣ ΟΔΟΣ ΘΕΟΓΝΩΣΙΑΣ. ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΝΑΦΕΙΑ ΥΠΑΚΟΗΣ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ. ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ Η ΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΥΠΑΚΟΗΣ (Ἀποσπάσματα ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἱερομονάχου ΠΕΤΡΟΥ: ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΣΩΦΡΟΝΙΟ). 

·         ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ «ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΑΠΟ ΚΟΡΟΝΟΪΟ» ΚΑΙ Η ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗ π. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΥ

·         ΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΟΘΟΝΗ: Η ΨΗΦΙΑΚΗ ΑΝΟΗΣΙΑ ΩΣ ΜΑΖΙΚΗ ΠΑΙΔΟΚΤΟΝΙΑ. MICHEL DESMURGET

·         «ΚΑΙΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΣΑΙ ΤΩ ΚΥΡΙΩ». ΑΘΗΝΙΩΤΗ-ΠΑΠΑΔΑΚΗ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ

·         ΘΕΕ ΜΟΥ, ΘΕΕ ΜΟΥ, ΙΝΑ ΤΙ ΕΓΚΑΤΕΛΙΠΟΜΕΝ ΣΕ; Π. ΣΤΕΦΑΝΟΣ MUSE

·         ΔΙΕΡΕΥΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΚΑΜΕΡΑΣ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ

·         ΟΤΑΝ Η ΑΓΩΓΗ ΔΙΝΕΙ ΤΗ ΣΚΥΤΑΛΗ ΣΤΗ ΜΥΣΤΑΓΩΓΙΑ.-Η ΜΥΣΤΑΓΩΓΙΑ ΤΩΝ ΨΑΛΜΩΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΣΟΦΙΑΣ. ΠΑΥΛΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

·         Η ΜΕΘΕΚΤΙΚΗ ΥΠΑΡΞΗ ΩΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΟΣ ΑΡΤΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ. ΑΘΗΝΙΩΤΗ-ΠΑΠΑΔΑΚΗ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ

 ·         ΨΗΦΙΑΚΟΙ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΙ. e-cave. ΑΘΗΝΙΩΤΗ-ΠΑΠΑΔΑΚΗ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ

·         Η ΘΥΡΑ ΤΗΣ ΗΣΥΧΙΑΣ. ΑΘΗΝΙΩΤΗ-ΠΑΠΑΔΑΚΗ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ

 

 

 

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2019

ΤΟ ΕΓΩ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΓΩ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ

Κατάσταση  περιορισμένης πραγματικότητας

 (ΠΑΡΟΥΣΊΑΣΗ ΤΟΥ ΠΟΝΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΖΗΣΙΜΟΥ ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΥ: «ΔΙΟΣΚΟΥΡΟΙ - Γ.ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ»)

Ἀθηνιώτη-Παπαδάκη Κατερίνα


«Ἀναμεσά μας πάντοτε ἕνας

Ἐκεῖνος πού μαθαίνει τά νιάτα τοῦ οὐρανοῦ».

                                                      Γ. Σαραντάρης

                                    

Μά στόν ἀντίποδα «ὁ νεότερος κόσμος, ἀπό τήν Ἀναγέννηση καί ἐδῶθε, ζεῖ ἀκριβῶς μέσα στήν κατάσταση αὐτή τοῦ περιορισμοῦ τῆς συνολικῆς πραγματικότητας ἀπό τήν πραγματικότητα τῆς γνώσης, πού μποροῦμε νά τήν ὀνομάσουμε κατάσταση ἀναγκαστικοῦ περιορισμοῦ ἤ κατάσταση τῆς περιορισμένης πραγματικότητας ... Αὐτή ἡ ἀφύσικη τοποθέτηση στούς ἀντίποδες μᾶς κάνει, λόγου χάρη, ἀντίθετα ἀκριβῶς μέ τά ὅσα διδάσκει ὁ Πλάτωνας στό εὐπρεπείας γραφῆς πέρι καί ἀπρεπείας ( Φαίδρος 274b), νά διατηροῦμε ὁρισμένες καταστάσεις πού μᾶς ἔχουν κάνει ἔξωθεν -ὅπως ἡ γραφή- οὐκ ἔσωθεν ἀναμιμνησκόμενους, καί μᾶς πορίζουν ὄχι ἀληθινή σοφία, ἀλλά τό ὀμοίωμά της, σοφίας δόξαν, οὐκ ἀλήθειαν».

Ζ. Λορεντζάτος


Στήν παρούσα μελέτη παρουσιάζονται ἐπιλεγμένα ἀπόσπάσματα ἀπό τό πόνημα τοῦ Ζήσιμου Λορεντζάτου «ΔΙΟΣΚΟΥΡΟΙ - Γ.ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ» καί πιό συγκεκριμένα  ἕνα μέρος ἀπό τά σχόλια πού ἀφοροῦν τό «φιλοσοφικό» δοκίμιο τοῦ Σαραντάρη «Συμβολή σέ μιά φιλοσοφία τῆς ὕπαρξης», προκειμένου νά προσεγγίσουμε τά αἴτια τοῦ ὀντολογικοῦ ἀποπροσανατολισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἐποχῆς μας. Ἐνῶ γνωρίζουμε τό ποιητικό ἔργο τοῦ  Γ. Σαραντάρη, ἀγνοοῦμε τό δοκιμιακό του ἔργο, γεγονός τό ὁποῖο ὁ Ζήσιμος, ἰδιαίτερως γιά τό κείμενο τῆς Συμβολῆς, τό ἀποδίδει σέ δύο παράγοντες. Ὁ πρῶτος ἔχει νά κάνει μέ τήν ἀπιστία μας. «Τό κείμενο τοῦ Σαραντάρη τούς ξέφυγε. Μιλοῦσε γιά πολλά τῶν θείων. Ἀπιστίῃ τούς ξέφυγε». Ὁ δεύτερος ἔχει νά κάνει μέ τούς κριτικούς στήν Ἑλλάδα, οἱ ὁποῖοι «στάθηκαν ἀνίκανοι νά καταλάβουν» καθώς «ποτέ δέν βάζουν μέ τό νοῦ τους τήν περίπτωση πώς μπορεῖ αὐτοί νά ὑπολείπονται ἀπό ἕνα κείμενο». Ἀπό τόν Ζήσιμο Λορεντζάτο ὄχι μόνο δέν «ξέφυγε» -δόξα τῷ Θεῷ- τό κείμενο, ἀλλά τό ἀνάστησε  γιά ὅλους ἐμᾶς  ἡ βαθυστόχαστη προσωπικότητα του. Διαβάζουμε λοιπόν:


«Ἡ «Συμβολή σέ μιά φιλοσοφία τῆς ὕπαρξης» δημοσιεύτηκε τό 1937 καί ἀποτελεῖται ἀπό τόν πρόλογο καί τρία κεφάλαια: Κεφ.Α «Τό ἐγώ τῆς γνώσης καί τό ἐγώ τῆς ὕπαρξης», Κεφ. Β «Ἡ πίστη» καί Κεφ. Γ «Ἡδονή καί πίστη». Σύνολο σελίδων τριάντα μία. Γιά ποιόν ὅμως λόγο ἀξίζει νά ἐνσκύψουμε στό δοκίμιο αὐτό;


«Νομίζω πώς ἡ σημερινή Ἑλλάδα μπορεῖ νά κρίνει τό λεγόμενο δυτικό πολιτισμό» διαβάζουμε σάν προμετωπίδα στόν πρόλογο τῆς Συμβολῆς. Ἡ σημερινή Ἑλλάδα «μπορεῖ καί πρέπει νά κρίνει τόν τέτοιο πολιτισμό»-τό δυτικό πολιτισμό-«ἄν θέλει νά σωθεῖ ἀπό τήν ἐπιρροή πού ἡ ἴδια ἡ Εὐρώπη ἐξάσκησε πάνω μας ἕναν ὁλάκερο αἰώνα» καί πρέπει νά προχωρήσει «μέ τήν ἀποκάλυψη τῶν σκοτεινῶν σημείων τῶν γηρασμένων Εὐρωπαίων. Προπάντων τίς ἀρρώστιες τους ἐκεῖνες πού μήτε οἱ ἴδιοι ὑποψιάζονται καί σχεδόν ποτέ δέν ἀναφέρουνε, χρειάζεται ἐμεῖς νά προσέξουμε». Καί μάλιστα, σέ ἕνα γράμμα σχετικό μέ τήν Συμβολή ὐπερτονίζει τήν ἀνάγκη αὐτή λέγοντας: «ἡ ἐποχή μας ἔχει ἱερή ὑποχρέωση νά κρίνει τό παρελθόν (καί, φυσικά, προπάντων τό εὐρωπαϊκό παρελθόν) καί ... ἄλλωστε δέ μπορεῖ νά ἀποφύγει τούτην τήν ὑποχρέωση, γιατί νιώθει πώς διαφορετικά ἔρχεται ὁ θάνατος...Ἔργο τῆς γενεᾶς μας εἶναι νά ἐξηγήσει ποιός εἶναι αὐτός ὀ θάνατος».


Σημειώνει ὁ Ζήσιμος «πώς λέει: νά κρίνει, δέ λέει νά κατακρίνει»  καί ἐξακολουθεῖ σχολιάζοντας: «Αὐτή εἶναι μιά πρώτη γενική ἀρχή, ἀλλά καί στάση ἀνεξάρτητου ἀνθρώπου, συνδεμένη...μέ τήν προσπάθεια νά βροῦμε –σωστότερα νά μή χάσομε- τό πνευματικό ἐμεῖς μας, καταπῶς ὀρμήνευε ὁ Μακρυγιάννης στά Ἀπομνημονεύματά του...Ἡ κρίση πρέπει νά γίνει τή φορά τούτη, ὄχι μονάχα μέ τή «φαντασία» (Περικλῆς Γιαννόπουλος) ἤ μέ τή «σκέψη» (Ἴων Δραγούμης), ἀλλά μέ τήν πνευματική «ὅσο πιό συγκεκριμένη (καί ἥσυχη) συνείδηση τῆς ἀνωτερότητάς μας», ὄχι τῆς ἀνωτερότητας  ἐμᾶς τῶν σημερινῶν Ἑλλήνων, γιατί ἀπό κανένα δέν μποροῦμε νά εἴμαστε ἀνώτεροι, ἀλλά  τῆς ἀνωτερότητας τοῦ πνεύματος ἤ τῆς πνευματικῆς παράδοσης πού ἀκολουθήσαμε ἐμεῖς ἀπέναντι στό μή πνεῦμα, πολλές φορές, ἤ στίς δυτικές σχισματικές διακλαδώσεις (τοῦ Χριστιανισμοῦ, φυσικά, ἀφοῦ ἄλλη πνευματική παράδοση δέν ἀνάφανε, στίς περιοχές ὅπου ἀναφερόμαστε, ὕστερα ἀπό τό πέσιμο τοῦ ἀρχαίου κόσμου)...


Ὁ Σαραντάρης ὀνομάζει ἀκόμα τό 1937 φιλοσοφία-«ἡ φιλοσοφία μας»- ἐκεῖνο πού ἐμεῖς θά λέγαμε ὁδό (tao) ...δηλαδή ἕνα τρόπο ζωῆς (πνευματικῆς), καί ὄχι φιλοσοφία μέ τή σημασία ἑνός φιλοσοφικοῦ συστήματος πού τό κατασκευάζει ἤ τό ἐπεξεργάζεται συστηματικά ὁποιοδήποτε ἄτομο, ὅπως ἔχουμε τή φιλοσοφία τοῦ Σπινόζα ἤ τή φιλοσοφία τοῦ Κάντ. Τό ἕνα εἶναι διανοητικό σύστημα τοῦ λογικοῦ μας, τό ἄλλο εἶναι ἀγρύπνια ἤ ξάνοιγμα τῶν ματιῶν μας –«τά μάτια τῆς ψυχῆς» (Σολωμός)- στόν προορισμό τῆς ζωῆς...


Ἡ Συμβολή, λοιπόν, σέ μιά φιλοσοφία τῆς ὕπαρξης σημαίνει συμβολή ἤ βοήθημα στό δρόμο πού ὁδηγάει στήν ἀλήθεια,... ἐκείνη πού μᾶς ἀπευθύνεται στό πρῶτο πρόσωπο μέσα ἀπό τίς παραβολές τῆς παράδοσης: Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια, τίποτα λιγότερο καί τίποτα περισσότερο.


Μονάχα ἡ πραγματικότητα αὐτή ὑπάρχει. Τά ἄλλα ὅλα -ὅσα ἐμεῖς νομίζουμε ἤ συνήθως ὀνομάζουμε πραγματικότητα- ὑφίστανται, εἶναι, ἀλλά δέν ὑπάρχουν.


 Σταθερά ἔχομε, λοιπόν, ἀπό τή μιά μεριά ὕπαρξη καί ἀπό τήν ἄλλη ὑπόσταση ἤ εἶναι (esse). Ὑπόσταση, εἶναι ἤ ἀνυπαρξία εἶναι τό ἴδιο• (θά παρακαλοῦσα νά συγκρατήσουμε τίς διακρίσεις). Ὕπαρξη εἶναι ἄλλο.


-ὕπαρξη ἐδῶ σέ ἀντίθεση μέ τήν ὑπόσταση (ὑφίσταμαι), τό εἶναι (εἶμαι), ἤ τήν ἀνυπαρξία ( δέν ὑπάρχω)-


Ἀναμεσά τους γέφυρα ὀ ἄνθρωπος: «Μονάχα στόν ἄνθρωπο», λέει ὁ Σαραντάρης, «δίνουμε τή δυνατότητα τῆς ὕπαρξης, καί τό ἄλλο σύμπαν βλέπουμε μέ τήν κατηγορία τῆς ἀνυπαρξίας» 12.


 (Καλό εἶναι νά θυμόμαστε,  στό σημεῖο αὐτό, πώς γιά τή χριστιανική παράδοση ( τῆς Ὀρθοδοξίας) τό σύμπαν ἤ ἡ κτίσις δέν ἔχουν στή φύση τους ἄλλη δυνατότητα νά ξεπεράσουν τή φυσική κατάστασή τους καί νά φτάσουν στόν Κτίσαντα (στό ὑπέρ φύσιν) παρά μονάχα τόν ἄνθρωπο, πού μέ τήν ἐλευθερία του μπορεῖ νά παρασύρει ὁλάκερη τή χτίση σέ μιά ὑπέρβαση τῆς χτίσης ἤ σέ μιά ἑνότητα μέ τό Θεό: ἀπό τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τήν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ (Πρός Ρωμαίους Η΄, 21). Μοναδική γέφυρα, ἀλλά καί μοναδικός ὑπεύθυνος γιά μιά τέτοια ὑπέρβαση καί σύνδεση ὁλάκερου τοῦ σύμπαντος μέ τό Θεό –τοῦ σύμπαντος πού μέ τόση ἀπερισκεψία (ἔπαρση ἀλογίας- ἐπιτρέψτε μου τήν προσθήκη-) σήμερα τό καταστρέφουμε- ἀπομένει ὀ ἄνθρωπος. Τό μέγεθος τῆς ὑπέρβασης αὐτῆς καί τῆς ἑνότητας τοῦ σύμπαντος κόσμου καθορίζει καί τό μέγεθος τῆς πνευματικῆς εὐθύνης τοῦ ἀνθρώπου, γιά τήν παράδοση τῆς χριστιανικῆς Ἀνατολῆς).


Ἔχομε, ἄν θέλετε, δυό διαφορετικές πραγματικότητες, τήν πραγματικότητα τῆς ὕπαρξης (στήν ὁποία μπορεῖ νά φτάσει ὁ ἄνθρωπος) καί τήν πραγματικότητα τῆς ἀνυπαρξίας (τό ὑπόλοιπο σύμπαν). «Κάθε ἄνθρωπος ἔχει τή δυνατότητα νά ὑπάρξει τόσο ἀληθινά, ὥστε νά μήν τοῦ παραμείνει μήτε σάν ἄλλη δυνατότητα ἡ περασμένη του πραγματικότητα τῆς ἀνυπαρξίας» (πάντα ὁ Σαραντάρης ὑπογραμμίζει). Αὐτή εἶναι τότε ἡ κατάσταση πού παλαιότερα ὀνομαζόταν θέωσις.


...ἄς συγκρατήσουμε καί ἐμεῖς μιά γιά πάντα, πώς ἔχομαι ἀπέναντί μας τήν πραγματικότητα τῆς ὕπαρξης (ὁ στόχος) καί τήν πραγματικότητα τῆς ἀνυπαρξίας (σά νά λέμε τό κοντάρι πού ρίχνομε ἤ πού δέ ρίχνομε καταπάνω στό στόχο). Ὅπως ἔχομε δύο πραγματικότητες, ἔτσι ἔχομε καί δυό ἐγώ. Πρῶτα τό ἐγώ τῆς ὕπαρξης (στήν ὁποία μποροῦμε νά φτάσομε),... «Ὁ χρόνος τῆς ζωῆς ἑνός ἀνθρώπου εἶναι ἡ αἰωνιότητα, ἀλλά μονάχα σάν ἀγκαλιαστεῖ ἀπό τό ἐγώ τῆς ὕπαρξης, ἀπό τόν Ἄνθρωπο. Ἄν τό ἄτομο σάν ἄτομο νομίζει πώς πέτυχε ἕνα τέτοιο ἀποτέλεσμα, αὐταπατᾶται» 15... Τό ἐγώ τῆς ὕπαρξης δέ χρειάζεται δια-βεβαιώσεις γιά νά λάβει αὐτοσυνείδηση, μήτε γνωρίζει ἀμφιβολίες: Ἁπλά ἀπό τήν ἀρχή εἶναι (est), δίχως νά χρειάζεται ἄλλο τίποτα, ὅπως ὁ καιρός στό βαρόμετρο ἤ ὅπως τό μεδούλι στό κόκκαλο• στό ἐγώ τῆς ὕπαρξης βασιλεύει ἡ σχέση τούτη: «δέν μοῦ λείπει ἠ αὐτοσυνείδηση, ἀλλά δέν εἶναι αὐτή πού μοῦ χρειάζεται γιά νά πῶ πώς εἶμαι» 14. Αὐτό εἶναι τό ἐγώ τῆς ὕπαρξης.


Ὁλότελα διαφορετικό εἶναι τό ἐγώ τῆς γνώσης. «Τό ἐγώ τῆς γνώσης καταλήγει στήν αὐτοσυνείδηση» 13(ergo sum). «Τό ἐγώ πού δυσπιστεῖ πρός τήν ἑνότητά του, ἐκεῖνο τό ἐγώ γνωρίζει» 12...


Μέ τό διχασμό ὑποκείμενο-ἀντικείμενο, ἤ μέ τή γνώση, «ἡ συνείδηση βεβαιώνει τόν ἑαυτό της πώς κάτι, ἄσχετο πρός αὐτήν...ὑφίσταται» 10. Ἀλλά αὐτό (ἀντικείμενο ἤ ὑποκείμενο) συμβαίνει ἔξω. Τό ἔξω ὑφίσταται (δέν ὑπάρχει, «γιά τόν ἄνθρωπο πού ἀπόλυτη πραγματικότητα θεωρεῖ τήν ὕπαρξη» 10). Μονάχα τό μέσα  ὑπάρχει. Τό μέσα, λοιπόν, ἤ ὁ ἀληθινός ἑαυτός μας, ἡ «ὕπαρξη»τοῦ Σαραντάρη, δέ βρίσκεται μέ τή γνώση...


Καί-ἐπαναλαμβάνουμε- ὁ νεότερος κόσμος, ἀπό τήν Ἀναγέννηση καί ἐδῶθε, ζεῖ ἀκριβῶς μέσα στήν κατάσταση αὐτή τοῦ περιορισμοῦ τῆς συνολικῆς πραγματικότητας ἀπό τήν πραγματικότητα τῆς γνώσης, πού μποροῦμε νά τήν ὀνομάσουμε κατάσταση ἀναγκαστικοῦ περιορισμοῦ ἤ κατάσταση τῆς περιορισμένης πραγματικότητας.




Ἄν μέ τή γνώση (ἐγώ τῆς γνώσης) χρειάζεται ἡ ἀμφιβολία, μέ τήν ὕπαρξη (ἐγώ τῆς ὕπαρξης) χρειάζεται ἡ πίστη. Μέχρι τώρα ἀναφέραμε τό ρῆμα δυσπιστεῖ καί τή λέξη πίστη (ὑπογραμμισμένα ἀπό τόν Σαραντάρη) στίς δύό ἀκόλουθες φράσεις: «Τό ἐγώ πού δυσπιστεῖ πρός τήν ἑνότητά του, ἐκεῖνο τό ἐγώ γνωρίζει» 12 καί: «...[ἡ ὕπαρξη] τρέφει μιά πηγαία πρωταρχική πίστη στό ἐγώ [της], κι ὄχι μιάν ἀμφιβολία» 13. Συμπληρώνομαι τώρα τόν πίνακα γιά τό ἐγώ τῆς γνώσης: «...ἀλλά τούτη ἡ γνώση (τόσο τοῦ κόσμου ὅσο καί τοῦ ἑαυτοῦ μου) γεννιέται ψυχολογικά ἀπό μιάν ἀμφιβολία, ὄχι μονάχα γύρω ἀπό τή γνώση γενικά, ἀλλά προπάντων γύρω ἀπό τό εἶναι μου. Εἶμαι ἤ δέν εἶμαι; Σ’ ἕνα τέτοιο ἐρώτημα ἡ συνείδηση ἀποκρίνεται θέτοντας τό ἐγώ τῆς γνώσης• εἶμαι, ἐφ’ ὅσο γνωρίζω κάτι, γιατί γνωρίζοντας κάτι, θά γνωρίσω τόν ἑαυτό μου.


»Τό ἐγώ τῆς ὕπαρξης εἶναι ἄλλο»14. Καθώς εἴπαμε, ἡ ὕπαρξη δέ χρειάζεται τήν αὐτοσυνείδηση (τῆς γνώσης) ἤ ἄλλες διαβεβαιώσεις, μήτε γνωρίζει ἀμφιβολίες: «Εἶμαι, γιά τοῦτο δέν ἀμφιβάλλω...ἡ ὑποστασή μου καθαυτή ὑπερέχει τήν αὐτοσυνείδηση, ἀλλά δέν εἶναι αὐτή πού μοῦ  χρειάζεται γιά νά πῶ πώς εἶμαι...ἡ ὑπόστασή μου δέ φοβᾶται ἀμφιβολία ἤ ἀφαίρεση...» 14.


Εἴπαμε λίγο πρίν, πώς «ὀφείλουμε νά ξεφύγουμε» ἀπό τό δυισμό τῆς γνώσης, «ἄν θέλουμε ἡ συνείδηση ν’ ἀποκτήσει τήν πραγματικότητα-ὕπαρξη, ἄν θέλουμε ἁπλῶς ὁ ἄνθρωπος κατά τό βίο του νά γυρέψει χωρίς δισταγμούς μοναχά τόν ἑαυτό του» 10. Νά γυρέψει (ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν, Ἡράκλειτος fr. 16) –καί νά βρεῖ- τόν ἑαυτό του (γνῶθι σαυτόν) σημαίνει νά ἀποχτήσει τελικά ὁ ἄνθρωπος τήν «πραγματικότητα-ὕπαρξη, μόνην πραγματικότητα» 9. Καί αὐτή ἡ πραγματικότητα, ἡ μόνη, εἶναι ἡ «ἄλλη κατεύθυνση» πρός τήν ὁποῖα  «στρέφεται» τό ἐγώ τῆς ὕπαρξης. Στήν «πραγματικότητα-ὕπαρξη» ἤ «ἀλήθεια τοῦ ἐγώ τῆς ὕπαρξης» ὑποκείμενο καί ἀντικείμενο εἶναι τελικά ἕνα, ἔχουν πραγματοποιήσει «ἐκείνην τήν ἑνότητα πού ὅταν τήν ἐπιτύχεις σέ δεσμεύει, καί σ’ ἐμποδίζει νά ἐπιστρέψεις στήν ἀνάλυση, στό χωρισμό, στή διαίρεση ὑποκειμένου καί ἀντικειμένου» 23, καί πρός τήν ἑνότητα αὐτή δυσπιστεῖ ἀκριβῶς «τό ἐγώ πού γνωρίζει» 12. Ἐνῶ ἀντίθετα: «Ἡ ὕπαρξη εἶναι ἡ μόνη ἀπόλυτη ἑνότητα» 31. Σέ διαφορετική γλώσσα –φτάνει νά μήν κακομεταχειριζόμαστε τά σύμβολα- θά μποροῦσαμε νά μιλήσομε παράλληλα γιά τό Δέντρο τῆς Ζωῆς καί τό Δέντρο τῆς Γνώσης.


Ὅταν ἡ συνείδηση ἀποχτήσει τήν πραγματικότητα-ὕπαρξη, τότε ὁ ἄνθρωπος παύει νά εἶναι ἄτομο καί ἀρχίζει νά γίνεται Ἄνθρωπος...καί ὁ χρόνος τοῦ «βίου» του, «τοῦ θνητοῦ ἑαυτοῦ του, τῆς μεταβαλλόμενης φύσης του» («τό ἄτομο βλέπει ἕναν ἀόριστο χρόνο, μιά ἀριθμητική σειρά στιγμῶν πού ἡ τύχη μεταβάλλει κατά βούληση» 15), ἀλλά συνορεύει μέ τήν αἰωνιότητα: «Τά σύνορα τοῦ Ἀνθρώπου εἶναι ἡ αἰωνιότητα» (ibid.)... «...ἡ αἰωνιότητα...δέν εἶναι παρά “ὁ χρόνος τῆς ζωῆς ἐκείνου τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι ὁ ἑαυτός μας”» 16.   Στήν κατάσταση αὐτή ζοῦμε τότε τήν «ἀλήθεια τοῦ ἐγώ τῆς ὕπαρξης», ὅπου ἀντικείμενο τοῦ ἐγώ τῆς ὕπαρξης εἶναι ἠ αἰωνιότητα καί ὑποκείμενο τῆς αἰωνιότητας εἶναι  τό ἐγώ τῆς ὕπαρξης. Τό ἕνα μέσα στό ἄλλο...Τέτοιο παρουσιάζεται τό ἐγώ τῆς ὕπαρξης σέ ἀντίθεση μέ τό ἐγώ τῆς γνώσης. «Τό ἐγώ τῆς ὕπαρξης δέ γνωρίζει ἁπλῶς τό ἀπόλυτο ἀντικείμενό του...ἀλλά πράττει κάτι τό ἀσύγκριτα γονιμότερο, ζεῖ τό ἀπόλυτο ἀντικείμενό του, τήν αἰωνιότητα» 16.


Ἀπό τήν κατάσταση αὐτή τῆς «ζωῆς» ( ὄχι τοῦ «βίου»μας) ἔχομε φύγει -καί ἐδῶ πάλι ὁ παραλληλισμός μέ τούς ἀπόβλητους ἀπό τόν Παράδεισο θά μποροῦσε πάλι νά βοηθήσει- ἔχομε φύγει φαινομενικά ἤ ἀπατηλά (αὐτή εἶναι ἡ ἀνυπακοή τῶν πρωτοπλάστων• ἡ ἐλευθερία μας... ἔχομε φύγει φαινομενικά, λέμε, γιατί στήν πραγματικότητα εἴμαστε πάντα ἐκεῖ, ... «δέν μᾶς χωρίζει... τίποτε τό πραγματικό, μήτε μιά ἄλλη αἰώνια ἀλήθεια ἀκατάλυπτη ἀπό τό νοῦ μας, ἀπό τήν ἀνθρώπινη οὐσία μας, μήτε ἕνα αἰώνιο ψέμα...Γιά ὅποιον πιστεύει δέν ὑφίσταται ψέμα, γιατί δέν ὑφίσταται ἄλλος ρυθμός ἀπό τόν ρυθμό τῆς ἀλήθειας. Γιά ὅποιον πιστεύει δέν ὑφίσταται ἄλλη ἀλήθεια ἀπό τή δική του, γιατί δέν ὑπάρχουν δύο ἀλήθειες» (ibid.)....


«Χρειάζεται νά μή μπορεῖ νά χωρέσει ἠ ἀμφιβολία μέσα στήν ζωή σου,» -συνεχίζει παραινετικά ἡ Συμβολή- «γιά νά μήν ἐπεκταθεῖ ἀπό ἐκεῖ στή σκέψη σου, στήν ἀφηρημένη λογική σου, στήν κοσμοθεωρία σου, καί διαστρέψει ἔτσι τούς ἄλλους ἀνθρώπους» (ibid.). Tέτοιος τοῦ παιχνιδιοῦ ὀ νόμος: «Δέ μποροῦμε νά φτάσομε στήν ὕπαρξη παρά διαρκῶς πιστεύοντες, πιστεύοντες χωρίς χάσμα, χωρίς ἀφαίρεση• καί συνεπῶς καί προπάντων χωρίς ἀμφιβολία γιά τήν πίστη μας» 21. Ἀπό τό παραμικρότερο χάσμα μπαίνει μέσα ὀ ἀντίπαλος ἤ τό κενό. Γιά τό λόγο αὐτόν καί γιά νά μή «φοβᾶται ἀμφιβολία ἤ ἀφαίρεση» πρέπει πάντα ἡ ὑπόστασή μας νά εἶναι «πληρωμένη ἀπό προσοχή» 14. «Ἡ ἀμφιβολία θά γεννηθεῖ πάντοτε, θ’ ἀνοίξει δίοδο μέσα στούς συλλογισμούς σου, ἄν δέν προσηλωθεῖς καί σχεδόν ἀκινητήσεις σέ μιά πραγματικότητα πού τό ἐλαχιστό της μόριο φέρνει ὁλάκερη τήν αἰωνιότητα, τή δική σου, ἐκείνη τήν ἀπόλυτη κατάφασή σου πού τίποτε μέσα στό σύμπαν δέν ἀφήνει κενό, δέν ἐγκαταλείπει ἀβέβαιο. Ἄν κάτι ἀπό τό σύμπαν διαφύγει τήν προσοχή σου θά παραμείνει μετέωρο στήν ἀνυπαρξία, καί θά ἔρθει καιρός πού ἡ τέτοια ἀνυπαρξία θά σοῦ ἐπιτεθεῖ, καί ἄν σέ βρεῖ ἀπροετοίμαστο θά σέ καταστρέψει» 17. Ἔχομε μπροστά μας μέ μιά μονοκοντυλιά τό ὁλάκερο τό δράμα τοῦ σύγχρονου κόσμου...


«Ἡ ἀμφιβολία εἶναι τό ἄνθος τῆς τύχης... κι ἔτσι ὅλα μποροῦν νά γίνονται ἀμφίβολα• ἀκόμα καί ἠ γνώση εἶναι μιά ἀμφιβολία πού τήν τέτοια ὑπόστασή της δέ θά συνειδητοποιήσει ποτέ» (ibid.). «Τό μόνο χρέος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά μήν ὑποχωρεῖ ποτέ, διαρκῶς νά στερεώνει τό δεσμό του μέ τήν πραγματικότητα• νά μήν ἀφήνει στήν τύχη τίποτε» 18. Καί ἐδῶ ἀκούγεται πρώτη φορά, ὁ μεγάλος σαρανταρικός λόγος: «ἔξω ἀπό τήν πίστη ὅλα εἶναι τύχη» 17 –πού βρίσκει τό πνευματικό του παραπλήσιο στά ἑλληνικά τοῦ Παύλου ( ἀποκαλύπτοντας ταυτόχρονα καί ὅλο τό βαθύτερο νόημα τοῦ ἐπιστολικοῦ χωρίου): πᾶν δέ ὁ οὐκ ἐκ πίστεως, ἁμαρτία ἐστίν (Πρός Ρωμ. ΙΔ΄, 23).


... «Ἄλλωστε ἡ πορεία πρός τήν ὕπαρξη εἶναι πορεία πρός τήν ἀλήθεια» 20. Ὅμως, γιά νά γυρίσουμε στά λόγια μας, ἡ πορεία αὐτή χρειάζεται τήν πίστη –«οὐσία τῆς πορείας, γόνιμη ὁρατή ροή, ἡ πίστη» (ibid.). Ἡ πίστη «ὑπονοεῖται», δηλαδή (προ- καί ἐν-) ὑπάρχει στήν ἀνθρώπινη κατάσταση δυνητικά καί χρειάζεται νά πραγματοποιηθεῖ ἐνεργητικά. Ἡ πίστη ὀφείλει νά γίνει συνείδηση καί ὕστερα βίωση» (ibid.) ἤ πράξη...ὅποιος τή ζήσει ἤ τήν πραγματοποιήσει τήν πίστη του «ὑπερβαίνει τό ἄτομο» καί ἀδελφώνεται μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, στή γλώσσα τῆς Συμβολῆς: «ὑπάρχει ἄνθρωπος μέ τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν καιρῶν»• « Ἡ πίστη πού στόν ἄνθρωπο, στόν κάθε ἄνθρωπο, ὑπονοεῖται, δέ δεσμεύει τόν ἴδιο [τό ἄτομο], ἀλλά τήν ἀνθρώπινη κατάστασή του• ἄν ὁ ἄνθρωπος δέ νιώσει δικό του τό χρέος τῆς κατάστασής του, τότε χάνει τόν ἴδιο τό λόγο του, χάνεται ὁ ἴδιος, δέν ὑπάρχει• γιατί ἡ πίστη τοῦ κάθε ἀνθρώπου μαρτυρεῖ μιάν ἀνάγκη, πού, ναί μέν πότε ὑπερβαίνει καί πότε δέν ὑπερβαίνει τό ἄτομο..., πάντως προδιαγράφει τόν ἴδιο δρόμο πρός τήν ὕπαρξη ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἐκείνων πού θά τόν ἀκολουθήσουν [τόν δρόμο ἤ τήν ὁδό (tao)] κι ἐκείνων πού θ’ ἀφαιρεθοῦν πίσω ἀπ’ τήν ἀπάτη»19-20. «...ὅπου ὁ ἄνθρωπος παύει τό συλλογισμό του ἐμφιλοχωρεῖ μέσα στό αἴσθημά του μιά ἐμπιστοσύνη τοῦ ἴδιου πρός τό σύμπαν καί πρός τόν ἑαυτό του, ἐμπιστοσύνη πού, εἴτε σιωπηλά, εἴτε συνειδητά, τόν πείθει νά θελήσει τή ζωή σάν ἕνα ἀπόλυτο» 18 ( ἤ «μέγα καλό καί πρῶτο», στή διατύπωση τοῦ Σολωμοῦ). «Ἀλλά στήν ἀθώα ἔμφυτη πίστη πού τήν ἀνθρωπότητα τρέφει, δέν μποροῦμε νά σταματήσουμε• γιατί ἄν κανείς δέν προχωρήσει πέρα μά τοὐναντίο πιστέψει μονάχα στή ζωή, τελικά δέν θά πιστέψει σέ τίποτε» (ibid.).


...Ἔχομε, λοιπόν, δυό λογιῶν πίστη, τή φυσική πίστη πού ἀγκαλιάζει συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα μονάχα τή ζωή, καί τήν πνευματική πίστη (τοῦ ἐγώ τῆς ὕπαρξης) ἤ τήν πίστη-πράξη «πού ἀγκαλιάζει τή δυνατότητα τῆς συνολικῆς πραγματικότητας»18. Δέν ἀγκαλιάζει δηλαδή μοναχά τήν περιορισμένη πραγματικότητα (τοῦ ἐγώ τῆς γνώσης). Καί ἐπεξηγεῖ ὁ Σαραντάρης πώς «...χωρίς τήν πίστη θεωρία καί πράξη ἀφορᾶνε μιά ἴδια πραγματικότητα, τήν ἀφηρημένη πραγματικότητα τῆς γνώσης• τοὐναντίον ἡ πίστη-πράξη γεννάει τή συνολική πραγματικότητα, τήν ὕπαρξη» 20. «Ποιά εἶναι ἡ πράξη τοῦ ἐγώ πού ἀγκαλιάζει τή δυνατότητα τῆς συνολικῆς πραγματικότητας; [...] Τούτην τήν πράξη ὀνομάζω πίστη»18-19... «Ἡ πίστη», λοιπόν, «μονάχα σάν πράξη ἀνταποκρίνεται στόν ὅλον ἄνθρωπο» 18, μοναχά σάν πίστη-πράξη τόν πηγαίνει «ἀπό τό εἶναι στήν ὕπαρξη» 21, καί τέλος: «Ἡ πίστη ὀδηγεῖ ἄμεσα στήν πραγματικότητα» 22. (Τό ἄμεσα λέγεται ἀδῶ μέ τρόπο ἀπόλυτο, ζωντανά, σέ ἀντίθεση μέ κάθε μεσολάβηση ἤ ἀφαίρεση, μέ τή σημασία πού ὁ W. B. Yeats ἀρματώνει τήν ἀκόλουθη φράση του: «Neither Christ nor Buddha nor Socrates wrote a book, for to do that is to exchange life for a logical process» -Autobiographies, «Estrangement», London 1955)... Ἡ πίστη χρειάζεται νά εἶναι «ἰσάξια τῆς συνολικῆς πραγματικότητας...ἰσάξια δηλαδή ἑνός συνολικοῦ ἀνθρώπου, ἑνός ἀνθρώπου μέ αὐτάρκεια» 21, ...  «Ἕνας συνολικός ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος πού δέ φοβᾶται τήν ἐμβρίθεια τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου πρῶτα καί ὕστερα ἀπ’ αὐτόν• γνωρίζει τό χῶρο καί τό χρόνο, ἀλλά ἀγαπάει καί πιστεύει μονάχα σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, πού σημαίνει τό ἴδιο σά νά ἀγαπάει καί νά πιστεύει μονάχα στόν ἑαυτό του» (ibid.). Ἀπό ἐδῶ μποροῦμε νά καταλάβομε, γιά τήν πνευματική παράδοσή μας, πώς τό τυπικά διμέτωπο ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν κρύβει οὐσιαστικά μιά ταυτότητα, καί πώς ἀκόμα καί τό ἀντιφατικό ἤ ἀκατανόητο (γιά τό ἄτομο) ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν χαράζει ἕνα ὅριο ἀπό τό ὁποῖο δέν μποροῦμε στήν πραγματικότητα νά ξεφύγουμε... «Ἡ ἀγάπη πρός τό διπλανό, πού μᾶς ἔμαθε ὁ Χριστός, βρίσκεται κιόλας πιό σιμά στήν ἀλήθεια ἀπ’ ὅποια δυνατή γνώση, γιατί σπάει τά δεσμά τοῦ ἀνθρώπου -ἀτόμου, φανερώνει μιά βίωση πού δέν εἶναι πιά ἐκείνη τοῦ ἀτόμου, πού μονάχα συγκεχυμένα ἐρωτεύεται καί συγκεχυμένα πεθαίνει. Ἅλλο ζήτημα τώρα ἄν ἡ ἀγάπη πρός τό διπλανό μας, ὄταν τή σχετίσουμε, τή συγκρίνουμε μέ τή γνώση, εἶναι κιόλας πίστη (ἔστω μή ἀκέραια) στόν ἄνθρωπο».




Θά μποροῦσε νά κλείσει ἐδῶ ἠ συγκεκριμένη παρουσίαση τῆς Συμβολῆς διότι μᾶς ἔχει ἤδη θέσει ἐνώπιον τοῦ σημαντικότερου προβλήματος τῆς ἐποχῆς μας: τόν ἐκτωπισμό τῆς συνολικῆς πραγματικότητας ἀπό τήν περιορισμένη πραγματικότητα τῆς γνώσης καί πιό συγκεκριμένα τήν ἀφαίρεση τοῦ ἐγώ ἀπό τό ὀντολογικό πεδίο τῆς ὕπαρξης. Πρόκειται γιά μιά βάρβαρη ἐκγύμνωση ἀπό τήν ἐσωτερική μας οὐσία πού ὁδηγεῖ σέ «χυδαῖο θάνατο» ἄνθρωπο καί κτίση. ‘Υπενθυμίζω τήν προτροπή τοῦ Σαραντάρη: «Ἔργο τῆς γενεᾶς μας εἶναι νά ἐξηγήσει ποιός εἶναι αὐτός ὀ θάνατος». Καί στό σημεῖο αὐτό ὀφείλω νά ἀναφέρω τά σχετικά πονήματα τοῦ Φίλιππου Σέρραρντ «Ὁ βιασμός τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς κτίσεως / Διερεύνηση τῶν ἀρχῶν καί τῶν συνεπειῶν τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης» καί «Θάνατος καί Ἀνάσταση τῆς ἱερῆς κοσμολογίας», πού ἀναφέρονται στήν ἀποιεροποίηση καί χρησιμοθηρική ἐκμετάλευση τῆς φύσης καί στήν ἀπανθρωποποίηση τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς κοινωνίας του, ἐξαιτίας τοῦ ἐπιστημονικοῦ κοσμοειδώλου πού ἐκτώπισε τίς βιωματικές ἀρχές τῆς ἱερῆς ἀνθρωπολογίας καί κοσμολογίας, ἤ πιό ποιητικά δοσμένο: τόν ἀνοιχτό τρόπο σεβασμοῦ πρός τό μυστήριο.




Ὡστόσο παρά τήν κρισιμότητα τοῦ θέματος καί τήν ἀνάγκη νά σταθοῦμε σέ αὐτό μέχρι νά συνειδητοποιήσουμε τήν ἀπάτη καί τήν καθημερινή  ἀποσύνθεση τῆς ὕπαρξης πού ἀπώλεσε τήν ἀλήθεια της διά τῆς γνώσεως, πρέπει νά προχωρήσω στό τρίτο καί τελευταῖο μέρος τῆς Συμβολῆς τό ὁποῖο ἀπότελεῖ τό πρακτικό καί ἐμπειρικό μέρος τῆς μελέτης του Σαραντάρη.


Ἐδῶ, λοιπόν , «θά βροῦμε τήν «ἡδονή», ὄχι ὄμως ἐκείνη τήν ἡδονή πού συνήθως «εἶναι πάντοτε ἀνάμεικτη  μέ ἄλλα στοιχεῖα, μέ ἀδυναμίες τοῦ ἀτόμου πού ἀφοροῦν μιάν ἀνυπαρξία ἄσχετη ὁλότελα πρός τήν ὕπαρξη» 29... «Ὅμως ὀφείλει ὁ φιλόσοφος νά διαβάσει τήν πηγαία ἡδονή στήν ὅποια ἀνθρώπινη ἐκδήλωση βρίσκεται κρυμμένη. Ὅ,τι δέν ἔγινε ὕπαρξη κι ὅμως εἶναι πραγματικότητα, καί προφτάνει ἀκόμα νά μετουσιωθεῖ σέ ὕπαρξη ἄν ἕνα ἐγώ τό θελήσει ἀπό τήν ἀρχή ἴσαμε τό τέλος μιᾶς προσπάθειας δημιουργίας, ἐκεῖνο εἶναι ἡδονή•...» 29 ...Ἡ ζωή τοῦ  συνολικοῦ ἀνθρώπου εἶναι «εἴτε ἡδονή , εἴτε θυσία τῆς ἡδονῆς» 30. Τί ἐννοοῦμε; Ἐννοοῦμε πώς ἡ «ἀληθινή ἡδονή»...πρέπει νά ξεπεραστεῖ, πρέπει ἀπό πραγματικότητα (πού τώρα εἶναι) νά γίνει πραγματικότητα-ὕπαρξη (πού ἀκόμα δέν εἶναι), μέ ἄλλα λόγια, εἶναι «χρέος νά γίνει θυσία τέτοιας γεμάτης ἡδονῆς, γιά νά ὑπάρξει ὁ συνολικός ἄνθρωπος, καί νά ὑπάρξει ἡ συνολική πραγματικότητα ὅλων τῶν ἀνθρώπων» 30. Ἡ τέτοια γεμάτη ἤ ἀληθινή ἡδονή ἔχει προορισμό νά ὁδηγήσει-μέ τή θυσία της- στή συνολική ἀλήθεια ἀπό μόνη  «τήν μερική ἔστω ἀλήθεια τῆς ἡδονῆς» 29.


... ἡ ἡδονή ,λοιπόν, εἴδαμε πώς ἀποτελεῖ «ἀπαραίτητη προϋπόθεση τῆς ὕπαρξης». Ναί. Ἀλλά γιά νά προχωρήσομε στήν ὕπαρξη (ἀπό τό εἶναι).


 ... «Ἡ θυσία τοῦ ἀνθρώπου θα κατευθύνεται λοιπόν πρός μιά τέτοια ἡδονή...γιά νά ἔχει ἀκριβῶς τή δύναμη νά τήν ἀπαρνηθεῖ ὅταν θά μποροῦσε ἀκόμα νά ἐξακολουθήσει τή νωθρή ἐπανάληψη τῆς ἐμπειρίας του•...» 30. Ἄν ἐπιμείνουμε «ἴσαμε τό τέλος στήν ἡδονή» τότε «ἡ ἡδονή, ἡ ἁγνή ἡδονή ἀποκαλύπτεται μέθη τοῦ πεπερασμένου» καί ὁ ἄνθρωπος «γιά νά μήν ἐξοικειωθεῖ ἀπόλυτα μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, προτιμάει τήν πιό τρελή διέξοδο, τό θάνατο» 30. Αὐτό κάνουν μέ τή συνειδητή ἐγκατάλειψή τους στή «νωθρή ἐπανάληψη τῆς ἐμπειρίας» τους οἱ αὐτοαποκαλούμενοι εὐφημιστικά –γιά τό Σαραντάρη- «ἀνδρεῖοι τῆς ἡδονῆς» (Καβάφης). «Ὁ συνολικός ἄνθρωπος πού ἐπιμένει ἴσαμε τό τέλος στήν ἡδονή, ἀντιφάσκει ἀναγκαῖα μέ τόν ἑαυτό του, μέ τή δική του αὐτάρκεια» 30... «...ἡ πράξη ἀντίθετη τῆς ἡδονῆς, εἶναι ἐκεῖνο πού οἱ περισσότεροι ὀνομάζουνε ‘‘πνευματική ζωή’’• εἶναι ἡ πορεία πρός τήν ὕπαρξη» 30. Κακῶς, λοιπόν, ἐμεῖς σήμερα ὀνομάζουμε πνεῦμα τή διανόηση ἤ τά γράμματα (lettres). Ὅλες οἱ πρόσφατες θεωρίες μᾶς καλοναρχᾶν πώς ἀπό τήν ἡδονή καί τό θάνατο δέν ὑπάρχει διέξοδο καί πώς ὁ ἄνθρωπος ἀπαράβατα ἕνα μονάχα μπορεῖ νά κάνει: «νά ἐξακολουθήσει τή νωθρή ἐπανάληψη τῆς ἐμπειρίας του». Ἡ ζωή τοῦ πνεύματος δέ βρίσκεται στή «σκέψη» (φιλοσοφία) καί στή «φαντασία» (τέχνη) τῆς ἐποχῆς πού, ἀπό τήν ἄποψη αὐτή, μποροῦν νά χαραχτηριστοῦν πέρα γιά πέρα ἀντιπνευματικές, ἤγουν ἡδονιστικές καί πεισιθάνατες. Καί τό πνεῦμα καθώς ξέρομε, δέν εἶναι μήτε ἡδονή, μήτε θάνατος. Ἀλλά ζωή ἀτελεύτητος.


...Ἀγνοώντας, ὄμως, «τί λέγεται ἀθανασία, αἰωνιότητα» ὁ ἔρωτας «εἶναι ἡ ὕψιστη αὐταπάτη• ἡ ἀπόλυτη ἀφοσίωση πρός τή θνητή μας ὀντότητα...» 25 ... «Ὁ ἔρωτας εἶναι ὁ θνητός ἐαυτός μας, ὄλος ὁ θνητός ἑαυτός μας, ἀλλά σά θέση» 27• ὄχι σάν ἄρνηση νά ὑπάρξομε...Θέση εἶναι ὀ θνητός ἑαυτός μας, ὄταν ἀρνούμενος τήν αἰωνιότητα ἀρνεῖται, κατά μείζονα λόγο τό θάνατο. Ἀπό τή σκοπιά τῆς ὕπαρξης τό νά μήν πιστεύει στήν αἰωνιότητα, εἶναι τό σφάλμα τοῦ ἐρωτευμένου• τό νά μήν πιστεύει ὀ ἐρωτευμένος στό θάνατο, τοῦτο δέν ἀποτελεῖ σφάλμα. Γιατί ὁ θάνατος εἶναι πραγματικότητα τοῦ εἶναι, ὄχι τῆς ὕπαρξης» (ibid.).


... «Ἀλλά ὀφείλουμε νά μιλήσουμε γιά τό θάνατο ἀπό τή σκοπιά τῆς ὕπαρξης» 28. Ἔχομε θανάτους δύο εἰδῶν: τό «χυδαῖο» καί τό  «συνολικό» θάνατο. «Ὁ συνολικός θάνατος (πού συμπίπτει μέ τό φυσιολογικό) εἶναι ἐκείνη ἡ ἀφαίρεση ἀπ’ ὅπου δέ μποροῦμε νά ἐπιστρέψουμε στόν ἑαυτό μας» (ibid.). Μπροστά σέ μιά τέτοια πιθανότητα δέν μποροῦμε νά ἀδιαφορήσουμε: «Τό ἐγώ δέν μπορεῖ νά ἀδιαφορήσει μπροστά στό συνολικό θάνατο» (ibid.)• καί γιά τοῦτο χρειάζεται νά ἔχομε προηγουμένως ἀδιάκοπη ἄσκηση καί ἐξάσκηση, αὐτό πού στά ἀρχαῖα ἑλληνικά λεγόταν μελέτη, καί στόν Πλάτωνα μελέτη θανάτου, ...( Φαίδων 81). «Ἄλλωστε ὁ συνολικός θάνατος ὁδηγεῖ τό ἐγώ στή φωτισμένη κατάσταση τοῦ ἄλλου θανάτου πού άναφέραμε, τοῦ χυδαίου θανάτου, ἐκείνου πού σκοτώνει τίς δυνατότητές μας, ὄταν αὐτές διψᾶνε ζωή καί δικαιοῦνται ζωή, ἀγνάντια σ’ ἔναν ἑαυτό μας πού ροπή του ἔχει τό πλήρωμα τῆς ὕπαρξης» (ibid.). Γιά τό λόγο αὐτό, πάλι στόν Πλάτωνα –πού δέν ἔκανε φιλοσοφία ἤ δέ φιλοσοφοῦσε μέ τή σημερινή ἔννοια, ἀλλά ἀναζητοῦσε καί ἐκεῖνος ἕνα τρόπο ζωῆς (πνευματικῆς), ὅπως ὁ Σαραντάρης- μαθαίνομε πώς οἱ ὀρθῶς φιλοσοφοῦντες (καί ὄχι οἱ ὑπόλοιποι) ἀποθνήσκειν μελετῶσι (Φαίδων 67e). Σκόπιμο μοιάζει νά ἀναφέρομε σχετικά τή χριστιανική μνήμη θανάτου καί τό πνευματικό πρότυπο τοῦ Χριστιανοῦ ἀσκητῆ πού ἐτεθνήκει τῷ κόσμῳ.




Ἀλλά τό πράγμα δέν τελειώνει ἐδῶ. Στήν ἐποχή μας διάφορες «θεωρίες», πού τίς χαρακτηρίσαμε ἀντιπνευματικές καί πέρα γιά πέρα ἡδονιστικές καί πεισιθάνατες, πᾶν νά ἀντικαταστήσουν τίς παραδόσεις ἐκεῖνες πού καλύπτουν, μέ τό πνευματικό περιεχόμενό τους, ὄχι μονάχα τό μυαλό ἤ τίς αἰσθήσεις μας, τή «fisica», ἀλλά καί τό πνεῦμα ἤ τή  «metafisica» τοῦ Σολωμοῦ («Στοχασμοί τοῦ ποιητή»), δηλαδή ὁλόκληρο τό πεδίο ἤ «τή συνολική πραγματικότητα ἑνός ἀνθρώπου»•...Καί, χωρίς νά ὑπερβάλλομε, μποροῦμε νά παρατηρήσομε σήμερα πώς οἱ «θεωρίες» αὐτές, ἄν ὄχι τίποτα ἄλλο, ἔχουν γιά τόν περισσότερο κόσμο γράψει μιά προσημείωση, νά τό ποῦμε ἔτσι, ἀπάνω στήν πνευματική κληρονομιά τῶν πατέρων μας. «Ὑφίσταται ἕνας θάνατος» -λέει ὁ Σαραντάρης- «πού εἰσέρχεται στή θεωρία μας τοῦ κόσμου, καί μέ τήν παρουσία του μπορεῖ νά γεμίσει τή συνολική πραγματικότητα ἑνός ἀνθρώπου• αὐτός ὁ θάνατος διευθύνει στό θάνατο ὄχι ἕναν μόνον ἄνθρωπο, ἀλλά μιά κοινότητα ἀνθρώπων• καί γιά τοῦτο εἶναι ὁ πιό ἐπικίνδυνος» 29. Δίχως νά τό καταλαβαίνουν, ἀπό τή φύση τους ἤ ἀπό τήν ἐφήμερη καταβολή τους, οἱ «θεωρίες» αὐτές «εἶναι θεωρίες πού θυσιάζουν τόν ἄνθρωπο στό θάνατο, καί δέν τό γνωρίζουν• εἶναι διαστροφές πού γεννήθηκαν άπό ἕναν ἀχαλίνωτο ἡδονισμό•...ἡ ἡδονή τοῦ θανάτου, τοῦ θανάτου ὅλου τοῦ κόσμου τίς διατρέχει. Γι’ αὐτό ἡ πίστη μας στήν ὕπαρξη ὀφείλει νά γίνει κοσμοθεωρία -κοσμοθεωρία ἐδῶ ὄχι μέ τή δυτική σημασία τοῦ Weltanschauung, ἀλλά μέ τήν εὐαγγελική τοῦ πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη (Κατά Ματθ.ΚΗ΄,19)-• γιατί δέν ἀρκεῖ ν’ ἀναγκάσεις τούς ἀνθρώπους προορισμένους στό θάνατο, ἀλλά καί τίς θεωρίες τους, τίς τόσο φλύαρες, πρέπει νά ἐξουδετερώσεις καί ὕστερα ν’ ἀντικαταστήσεις» (ibid.).».


Κλείνοντας τήν παρουσίαση τῆς Συμβολῆς τοῦ Σαραντάρη ἀπό τόν Ζήσιμο Λορεντζάτο ὁ ὁποῖος στό «Χαμένο κέντρο» ὑπογραμμίζει τήν τραγική ἀποκοπή ἀπό τήν οὐράνια ρίζα μας, καί προσπαθεῖ νά μᾶς παρακινήσει νά ἀφουγκραστοῦμε τήν ἱερή παράδοσή μας ὥστε «νά βροῦμε πρῶτα τρόπους ζωῆς καί ὕστερα τρόπους τέχνης», βρίσκουμε τώρα στήν πλώρη μας (στόν ἐν τῇ καρδίᾳ νοῦ) τό εἶναι μιᾶς πυξίδας (συμβολῆς) πού σταθερά δείχνει ὕπαρξη, καί αὐτή ἡ πυξίδα δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τήν πνοή τοῦ Θεοῦ πού φωτίζει καί κεχαριτωμένα καλεῖ τό κατ’εἰκόνα στό καθ’ ὁμοίωση ἀποστέλνοντας «ἐκείνους πού μαθαίνουν τά νιάτα τοῦ οὐρανοῦ» κοντά μας.

------------------------

ΣΧΕΔΙΑΣΤΙΚΟ ΒΟΗΘΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ


----------------------------------------------

ΥΓ. Οἱ ἀριθμοί, πού παραθέτει ὁ Λορεντζάτος, δείχνουν τόν ἀριθμό τῆς σελίδας ἀπ’ ὅπου προέρχονται οἱ λόγοι στό δοκίμιο τοῦ Σαραντάρη: Συμβολή σέ μιά φιλοσοφία τῆς ὕπαρξης.

Τό κείμενο, ὡς ἄκρως διαφωτιστικό, ἔχει προστεθεῖ στήν ἑνότητα: Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΩΣ ΟΔΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΓΝΩΣΗ


Σάββατο 3 Αυγούστου 2019

Η μετουσίωση του μοντερνισμού  στον Φώτη Κόντογλου
    (Μέρος Α, Τα Πάθη της Δημητσάνας)
  Δημήτρης Γ. Ιωάννου


25 Ιουλίου 2019
 ΠΗΓΗ: https://antifono.gr

Ένα από τα πλέον όμορφα βιβλία του νεώτερου μεγάλου δασκάλου του Γένους μας, του Φώτη Κόντογλου, είναι τα «Ταξίδια» (1928), όπου ο νέος ακόμη ξεριζωμένος Μικρασιάτης  παρουσιάζει μερικούς από τους πιο «σημαδιακούς» τόπους του ελληνισμού. Παντού κυριαρχεί η λαχτάρα του να ανακαλύψει, να μάθει, να χαρεί την ομορφιά της φύσης και των ανθρώπων. Η αφήγησή του, και καθώς μάλιστα έχει προηγηθεί το περίφημο «Συναξάρι του αϊ-Γιώργη του Χιοπολίτη», είναι πιο ζεστή και γλαφυρή, καθώς ήδη φαίνεται ότι έχει ανακαλύψει την έννοια του «καρδιακού κέντρου». Με άλλα λόγια, δεν τον ενδιαφέρει καθόλου να διαπιστώσει τι «εντύπωση» κάνει στον ατομικό του ψυχισμό ο ένας ή ο άλλος τόπος, με την μοντερνιστική έννοια της «εντύπωσης» – ο δικός του μοντερνισμός είναι πολύ διαφορετικός. «Εντύπωση», σε ό,τι αφορά την αφήγηση του Προυστ, της Γουλφ κλπ, σημαίνει αυτό που προσλαμβάνει το άχρονο καρτεσιανό υποκείμενο, το «ego», ανεξάρτητα από το «πράγμα καθεαυτό».  Ενδιαφέρει μόνο το πράγμα ως «φαινόμενο». Η πρόσβαση στον ίδιο τον κόσμο αντικειμενικά, καθώς καταρρέει μάλιστα η δυτική «ratio», θεωρείται αδύνατη, τα πάντα μεταβάλλονται στη Δύση σε απόλυτο υποκειμενισμό.
Ο Κόντογλου όμως ζητά να αφουγκραστεί τον αντικειμενικό τόπο, θέλει να αφήσει την όποια περιοχή να «αλλοιώσει» (υπάρχει η πατερική   έννοια της «αλλοίωσης») την ψυχή του, να την μεταμορφώσει εσωτερικά. Μετά από την περιήγησή του, θα φύγει διαφορετικός. Θα διαλέξουμε, για να το καταστήσουμε αυτό σαφές, ένα από τα πολλά μέρη που περιγράφει ο νέος προφήτης του ελληνισμού, την Δημητσάνα, ιστορικό χωριό, για το οποίο ευθύς εξαρχής λέγει τα εξής: «είναι ένα μέρος που το συμπαθά ο ξένος σα να ’ναι πατρίδα του… Μόλο που βρίσκεται πάνω στα βουνά, η όψη της είναι πολύ ήμερη. Το χαμοβούνι που ’ναι χτισμένο το  χωριό κι όλα ολοτρόγυρα μοιάζουνε στο χρώμα σα σπιτίσο ψωμί, ηλιοκαμένο και γλυκό στο μάτι». Η περιγραφή πολύ απέχει από το να είναι εντυπωσιοθηρική («impression», εξ ου και ο γνωστός όρος, «ιμπρεσιονισμός»). Όταν ένας πεινασμένος και ταλαιπωρημένος φτωχός, δέχεται από κάποιον που τον σπλαχνίζεται ζεστό σπιτικό ψωμί, δεν σχηματίζει κάποια «εντύπωση» για τον ευεργέτη του, αλλά γεννιέται μέσα στην καρδιά του η ευγνωμοσύνη, κάτι δηλαδή βαθύ και ουσιαστικό. Έτσι και ο Κόντογλου, νιώθει ευγνωμοσύνη για μεμονωμένα πρόσωπα, αλλά και για πολιτείες ολάκερες: εδώ για την Δημητσάνα.
Στην μικρή αυτή πολιτεία, οι κάτοικοι είναι «καλόγνωμοι»: να μια λέξη ιδιότυπη, άδικα ξεχασμένη στη σύγχρονη εποχή, που σημαίνει «μαθημένοι να μην κρίνουν εύκολα και αρνητικά τον άλλον», αλλά και «καλοπροαίρετοι, ικανοί να σε κάνουν να αισθανθείς όμορφα και να ανοίξεις   της ψυχή σου» (κάτι που δυστυχώς σήμερα κάνουμε μόνο ενώπιον του ψυχαναλυτή). Είναι επίσης και «φιλότιμοι», φιλόξενοι δηλαδή, αλλά με μια γνήσια διάθεση αυτοθυσίας. Από την καρδιακή αυτή στάση των ανθρώπων περιέργως επηρεάζεται το όλο τοπίο. Η ανθρώπινη διάθεση, η όλη τοποθέτηση ενός προσώπου, η κοσμοθεωρία του, έχει τη δυνατότητα να περνά πάντα και στον όλο τόπο. Υπάρχει λόγος π.χ. που σε μερικά νησιά του Αιγαίου, δεν ξέρεις τι είναι αυλή, τι δρόμος, τι πεζούλα κλπ, κάτι που αποθαύμασε μέχρι και ο αρχιτέκτονας Λε Κορμπυζιέ. Γι’ αυτό και μόνο με την θέα του οικισμού ο Κόντογλου αισθάνεται ασφάλεια, θαλπωρή. Νιώθει εκείνη την μοναδική ηδονή, που δεν υπάρχει άλλος τρόπος να την περιγράψεις αληθινά παρά μόνο η παρομοίωση: «ζεστό σπιτικό ψωμί, ηλιοκαμένο και γλυκό στο μάτι». Είναι αδύνατον πράγματι να εξαλείψουμε τον λόγο ως σχηματισμό, το «σχήμα λόγου», την κουβέντα μας ως σύμβολο.
Ο πεζογράφος στο σημείο αυτό υπονοεί πολλά, τα οποία πρέπει να τα έχουμε υπόψη, προκειμένου να μην θεωρήσουμε άδικα τις περιγραφές του «εθνικιστικές», ως συνήθως. Οι άνθρωποι που έχτισαν τη Δημητσάνα, είχαν φυσικά διαφορετικό πολιτισμό από αυτούς που έφτιαξαν π.χ. το «Κομπρέ» του Προυστ, και αυτό επηρεάζει τα πάντα. Πρώτα από όλα στην πολιτεία δεν υπάρχει κανένας κεντρικός σχεδιασμός, όπως είναι ευνόητο για πόλη της συγκεκριμένης περιοχής, όπου δεν υφίστατο επί μακρόν καμιά πραγματική κρατική εποπτεία, όπου οι κάτοικοι είχαν εμπεδώσει στις συνειδήσεις τους αυτόν τον παράξενο «ξεθεμελιωτισμό». Απουσίαζε φυσικά και η ανάγκη για ομοιομορφία και θεσμισμένη κανονικότητα, πράγμα που αποτελεί επιταγή κάθε εθνικού κράτους, που σέβεται τον εαυτό του. Λείπει με άλλα λόγια εντελώς ο αρχιτέκτονας, αλλά θριαμβεύει, όπως θα έλεγε ο Λέβι-Στρως, ο μάστορας, που πάντα κυνηγά, αν έχει μάλιστα πίσω του σωρευμένη πείρα, την ασύμμετρη αναλογία, που είναι ικανός επίσης να δημιουργεί μορφές όμοιες με «φράκταλ» μη μαθηματικοποιήσιμα.
Ως εκ τούτου, τα σπίτια είναι «νοικοκυρεμένα, ομορφοκτισμένα, κ’ έχουνε επάνω τους κάτι τις που δείχνει πως τα πονάνε εκείνοι που κάθουνται μέσα». Αν δηλαδή στην καπιταλιστική Δύση, η κύρια αρχιτεκτονική μονάδα  είναι το εργοστάσιο, όπου το άτομο περνά την προνομιακή στιγμή του βίου του –δηλαδή την παραγωγή πλούτου– και το σπίτι αποτελεί τον ιδανικό χώρο διαλειμματικής «ιδιωτείας», στην Ανατολή, με την οικιακή οικονομία της, το σπίτι παραμένει ο προνομιακός χώρος του ατόμου, εκεί που δεν «(παρα)μένει» απλώς, αλλά «κάθεται μέσα». Από εκεί εξορμά κανείς να παράγει τα αγαθά του, όχι το αντίθετο. Γι’ αυτό ο τόπος όπου «κάθεται» κανείς, αναγκαστικά, καθώς φιλοξενεί ό,τι ευγενέστερο έχει η ψυχή του, γίνεται «νοικοκυρεμένος και ομορφοχτισμένος».
Στην Δημητσάνα, ας διευκρινίσουμε, ο Κόντογλου αισθάνθηκε ότι οι άνθρωποι μπορούσαν να του παρέχουν ασφάλεια, όχι τόσο με την έννοια της συναισθηματική στήριξης, όσο με την έννοια της σταθερής «νοητικής και νοηματικής τάξης»: μπορούσαν, στην κατεστραμμένη Ελλάδα της δεκαετίας του ’20, στο θλιβερό ελλαδικό κρατίδιο, που μόλις είχε κερδίσει σε εδαφική επικράτεια, αλλά και απωλέσει τις πανάρχαιες κοιτίδες του, να βοηθήσουν το νου του να «σταθεί». Ήταν «νοικοκυρεμένοι» πρωτίστως στο νου, και μαζί «καλόγνωμοι», απρόσμενα ευγενικοί, πρόσχαροι και αισιόδοξοι, σε κείνα τα δίσεχτα   χρόνια.
Και αυτομάτως αναζητεί την ιστορία του. Γιατί, αντίθετα και πάλι από τον υποκειμενιστικό δυτικό μοντερνισμό της αχρονικής εντύπωσης, το (επίσης εξατομικευμένο) υποκείμενο του Κόντογλου διψά για ιστορία. Δεν μπορεί ποτέ να δει τον τόπο έξω από αυτούς που τον δημιούργησαν. Και δεν θα ψάξει ασφαλώς στην ιστορία τους να βρει την εξήγηση της καλοσύνης και της νοικοκυροσύνης τους- τέτοια πράγματα δεν εξηγούνται. Ίσα ίσα, υπάρχει ένα είδος αντι–εξήγησης στα γραπτά του: αντί ο Κόντογλου να ισχυριστεί π.χ. ότι η μόρφωση έκανε τους ανθρώπους ευγενικούς (όπως ανέκαθεν υποστήριζαν οι διαφωτιστές κι έχουν κι ένα δίκιο), ο Κόντογλου λέγει ότι η έμφυτη ευγένειά τους τους έκανε να στραφούν στα γράμματα.  Άνθρωποι «κακόψυχοι» θα παραγάγουν και κακά γράμματα, θα φανούν τα σκοτάδια τους και στα τεφτέρια τους.
Ο Κόντογλου εκθειάζει και άλλες αρετές του τόπου, όταν γράφει, πχ , «το παζάρι, τα αχτάρικα, οι καφενέδες, ούλα  είναι παλαιικά, καμωμένα με κείνη τη στοχαστική απλότη, που ζεσταίνει την καρδιά τ’ ανθρώπου και πο ’λειψε πλια στα χρόνια μας». «Απλότητα» εδώ σημαίνει λιτότητα, αγάπη για το απέριττο. Αντιθέτως, στη Δύση, ως γνωστόν, το μπαρόκ αναπτύχθηκε ως έντονα διακοσμητικός ρυθμός, για να υποβοηθηθεί το στοιχείο της συναισθηματολογικής έξαρσης, καθώς η νοησιαρχία είχε αποξηράνει τις ψυχές (εξ ου και η   μοντερνιστική αντίδραση). Ωστόσο, η Δημητσάνα δεν έχει ανάγκη από ρητορεία, μόνο από ομορφιά, γι’ αυτό κι έχει μια «απλότητα» «στοχαστική», που, όπως κάθε αποφυγή του βερμπαλισμού και της κενολογίας, αναπαύει το νου. Όταν ο  νους έχει την εσωτερική μαρτυρία ότι ο βίος του είναι αληθής, τα πάντα μεταβάλλονται σε νοερή ησυχία, σε ηρεμία, σε μια απλότητα που, όμως, δεν αποφεύγει το κάλλος. Και όλα αυτά δεν συνιστούν «αντιδυτικισμό», γιατί ο Κόντογλου αγαπά πολύ και τους  Φράγκους, όπως θα δούμε παρακάτω.
Τα πάντα στην πόλη, περαιτέρω, «κλίνουν στα σκούρα χρώματα», οι αποχρώσεις των σπιτιών, τα ρούχα των ανθρώπων, η γη και τα χωράφια της.  Γήινα χρώματα, και όμως τίποτε δεν είναι μελαγχολικό, γιατί οι χαρωποί κάτοικοι είναι «ήμεροι και γλυκομίλητοι, στοχαστικοί στα φερσίματά τους». Η ελεύθερη Ελλάδα (Μοριάς και Ρούμελη) ανέπτυξε δυστυχώς μια επαρχιώτικη νοοτροπία, οι κάτοικοί της, ίσως αναγκασμένοι αιώνες να δυσπιστούν έναντι της κρατικής εξουσίας, μαζί και καχύποπτοι προς το ξένο, μεταβλήθηκαν σε εχθρούς της προόδου (με την σωστή έννοια της λέξης). Έμειναν πεισματικά κρατημένοι στη δικιά τους, απαρχαιωμένη νοοτροπία, ανίκανοι να εκμεταλλευτούν ό,τι καλό κόμιζε η Δύση. Ο επαρχιωτισμός φέρνει άγρια ήθη, απότομους τρόπους, μικροψυχία και στενομυαλιά. Ο ελληνισμός της Μικρασίας, μαζί και της Αιγύπτου, εξελίχθηκε τελείως διαφορετικά. Ο Κόντογλου νιώθει όμορφα λοιπόν που ανακαλύπτει στην λεγόμενη «παλαιά Ελλάδα» έναν τέτοιο τόπο, με ανθρώπους μειλίχιους, ήπιους,  «αρχοντικούς», όχι προσποιητά ευγενικούς. Νοιάζονται για σένα, σαν τους επισκέπτεσαι, γενικώς είναι ανοιχτοί στον ξένο, και αυτό τους έκανε, όπως είπαμε, φιλομαθείς, αγάπησαν τα βιβλία.
Η Δημητσάνα είχε εξάλλου την εκλεκτότερη εκκλησιαστική παράδοση, καθώς «οι σπουδασμένοι κείνου  του καιρού παπαδοφέρνανε» (ως γνωστόν, ο πρώιμος νεοελληνικός διαφωτισμός ήταν πολύ κοντά στην Εκκλησία και πρωτοστάτησαν μάλιστα σε  αυτόν πολλοί κληρικοί). Η Εκκλησία στάθηκε ηγέτιδα και την πρόοδο των ανθρώπων, αλλά και υποβόηθησε, πάντα με καταδίκη της απληστίας, ακόμη και την οικονομική πρόοδο του τόπου.
***********
Σιγά-σιγά ο Κόντογλου περνά στην περιγραφή της φύσης, του ευρύτερου τόπου που βρίσκεται ο οικισμός. Ξεκινά παραδόξως, τελείως «μοντερνιστικά», από το αγέρι: ας θυμηθούμε όμως πόσο σημαντική είναι η λέξη «πνεύμα» στην Παλαιά Διαθήκη (είμαστε άλλωστε η «πνοή ζωής», που ενεφύσησε μέσα μας ο Θεός). Για τούτο λοιπόν το στοιχείο της φύσης γράφει τα εξής: «Το αγέρι της Δημητσάνας δε βρίσκεται στο ντουνιά, για τούτο κι οι ανθρώποι έχουνε καλό κέφι… Ο μπάτης έρχεται απ’ τα βουνά ίσ’ από τη θάλασσα και ξεμπουκάρει φρέσκος απάνου   στο χωριό, π’ ανασταίνεται άνθρωπος». Προέχει η δίψα του ανθρώπου να «αναπνεύσει», η ανάγκη για ζωογόνο πνοή, ο μπάτης που φέρνει μαζί του, ως «επί πτερύγων αγγέλων», την ανάλαφρη πεμπτουσία του βουνού και της θάλασσας. Κουβαλά μέσα του τη δροσιά, οπότε και αξίζει να θυμηθούμε πόσο σημαντική είναι στην Παλαιά Διαθήκη η φράση «δρόσος Αερμών». Πολιτισμοί ολόκληροι, όπως αυτός των εβραίων, δώσανε τόση σημασία στη  «δροσιά», στη  φρεσκάδα, που έπνιξε σήμερα η αποκρουστική μοντέρνα πόλη.
Από εκεί ψηλά λοιπόν «το μάτι βλέπει ένα πανόραμα», αντικρίζει τη βαθμιαία εκπνευμάτωση και αποκλιμάκωση της ύλης ως ογκηρής ουσίας («χαμηλώνουνε τα βουνά και πάνε σβήνοντας ίσα με τη Μάνη»). Πραγματικά, είναι υπέροχο να βλέπεις τα βουνά να «σβήνουν» στον ορίζοντα. Ένας κάμπος, επιπλέον, «απλώνει» στη μέση, με το «ισκερό»- μυστηριακό ίσως εννοεί ο Κόντογλου– κάστρο του, και από κει ξεχωρίζει «η βαθιά ρεματιά ενούς ποταμιού που λέγεται Λούσιος». Κάπου εκεί, βρίσκονται «στην αράδα οι μύλοι που φτιάνουνε τη μπαρούτη, επάνω σ’ ένα μικρό ρέμα με δροσερό νερό»- σημειωτέον, ότι ενώ ο πεζογράφος υποτίθεται ότι περιγράφει απλώς τι βλέπει από ψηλά, ως «πανόραμα», γνωρίζει ότι το νερό της ρεματιάς είναι «δροσερό». Είναι αδύνατον να μεταβάλλει ακόμη και το πανόραμα σε «εντύπωση»- άλλωστε, όπως λένε οι ειδικοί, η αίσθηση της όρασης αναπτύσσεται πάντα έχοντας ως υπόβαθρο την εμπειρία της αφής (και γενικά το όλο σώμα). Η βιωματικότητα διέπει τα πάντα. Όταν σβήνουν τα βουνά, ο συγγραφέας γνωρίζει τι θα πει μέσα σε αυτή την χαρά να «σβήνει και το κορμί», ως σωματικός μόχθος και   φόρτος, να μεταμορφώνεται σε φως. «Χαίρεται κανένας και σεργιανίζει από ψηλά κοιτώντας τις   στράτες, που φιδοστρίβουνε από βουνό σε βουνό και τους ανθρώπους που περπατάνε και πάνε στη δουλειά τους, τα γαϊδούρια π’ ανηφορίζουνε στα μονοπάτια, τα λογής λογής ζωντανά…».
Ολόκληρος ο κόπος, ο μόχθος των ανθρώπων γίνεται θέαμα, μάλλον οπτασία, για   αυτόν που κοιτά από ψηλά, και, πράγμα αναπόφευκτο, εισβάλλει η μεταφυσική, όχι όμως ως κάτι αντίθετο στη φυσική, αλλά ως η εύλογη προέκταση αυτής: «να ο άνθρωπος κοπιάζει, μέσα σε έναν τόπο που υπήρχε πριν και μετά από αυτόν, αλλά εδώ τουλάχιστον φαίνεται να εργάζεται, δίχως τη μανία να σωρεύσει. Γίνεται κι αυτός μια εργατική μέλισσα, ταιριαστός με τα άλλα ζώα που αναπνέουνε στη φύση».  Υμνεί ο νους τον Κύριο…
Με αυτή τη «φυσική φιλοσοφία», με την Μεταφυσική της πείρας, ο  Κόντογλου περνά και στην ιστορική σκέψη, που είναι βέβαια«μυθική»- ο μύθος όμως σημαίνει την αλήθεια. Η ιστορική αφήγησή του βρίσκεται πιο κοντά στο βυζαντινό «Χρονικό», παρά ασφαλώς στην «επιστημονική» ιστορία, γιατί τον ελκύει η ποιητική εκδοχή της. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι και η επιστημονική ιστορία είναι στην πραγματικότητα πολύ περισσότερο «μυθική» από όσο νομίζουμε, πράγμα που θα το καταλάβει κανείς αν έρθει σε επαφή με την αχαλίνωτη φαντασία κάποιου ανασκάπτοντος αρχαιολόγου. Αναφέρει λοιπόν πρώτα πρώτα ότι η πόλη στάθηκε «ξακουσμένη» στον Αγώνα – ο όρος «ξακουστός» έχει για τον νεοελληνικό πολιτισμό, μεγάλη σημασία. Αντί να κάνει μια «έσωθεν» δομική ανάλυση της ιστορίας της πόλης, ο πεζογράφος προτιμά να ξεκινήσει από τι εντύπωση σχημάτισαν οι άλλοι γι’ αυτήν, το «κλέος» της. Η Δημητσάνα έγινε βέβαια στον ελληνισμό ένας «μύθος» και ίσως κατά διαστήματα έπρεπε να αντέξει και η ίδια αυτόν το μύθο. Η όλη ιστορική αναδρομή γίνεται πάντα υπό τη σκιά του «ξακουστός».
Γυρίζουμε λοιπόν πίσω, με μια αναδρομική αφήγηση, στα βυζαντινά χρόνια, για να μάθουμε ότι και τότε δεν ήταν«παραπεταμένη», αλλά έβγαλε μάλιστα σπουδαίους ανθρώπους. Στην όλη διήγηση αναφέρεται σχετικά και η συμβολή ενός σημαντικού μοναστηριού. Κατόπιν, στον καιρό της Φραγκοκρατίας, επειδή το μέρος χωρίστηκε σε πολλά φέουδα, χτισθήκανε και πολλά κάστρα, για την ακρίβεια «καστέλια, ναι μεν μικρά, πλην αζύγωτα και φοβερά, επειδή η φύση είναι, κατά που λέγει κι ο Έλληνας περιηγητής Παυσανίας, ‘‘αγρία και θηριώδης’’». Το βάρος της ιστορικής αφήγησης πέφτει εδώ στο υποβλητικό «αζύγωτα και φοβερά», καθώς περισσότερο ενδιαφέρει να καταλάβουμε την ιστορία όχι ως αλληλοδιαδοχή των όποιων γεγονότων –π.χ. ποιος κέρδισε μια μάχη–, αλλά να νιώσουμε αυτό που αισθάνθηκε ακόμη και ο τελικός εκπορθητής του φρουρίου: φόβο και δέος, μόλο που τελικά βρέθηκε τρόπος να το καταλάβει. Η ιστορία των βιωμάτων είναι μάλλον πιο σημαντική από οτιδήποτε άλλο.
Αναφέρονται   και ονομαστικά κάποιοι «ξακουσμένοι» άρχοντες, π.χ. ο Δοξαπατρής, ίσως γιατί εκείνον τον καιρό των ταραχών και της μεγάλης κινητικότητας, το να αποκτήσεις «όνομα», υποδηλώνει πάρα πολλά για την περίπλοκη ιστορική πραγματικότητα (γενικότερα,  ο μύθος θέτει το ιστορικό πρόβλημα και η επιστημονική ιστορία προσπαθεί κατόπιν να το λύσει). Κατόπιν, σαν έφυγαν οι Φράγκοι, «η χώρα τούτη ρήμαξε ολότελα», γράφει ο υποτίθεται «φανατικός» Κόντογλου, που βρίσκει τρόπο να επαινέσει έμμεσα τους Φράγκους, που ύψωσαν στα μέρη αυτά ό,τι αγαπά πιο πολύ η ποιητική ψυχή του: αναρίθμητα Κάστρα. Ακολουθεί μια περιγραφή των κατοίκων της περιόδου μετά τη Φραγκοκρατία, και πάλι «μυθική», καθώς θυμίζει ακόμη και αυτή του Ομήρου για τους Κύκλωπες ή άλλες παρόμοιες. Είναι γραμμένη σε ωμή γλώσσα, καθώς ο Κόντογλου δεν βλέπει «συμπεριφορές», αλλά σωματική απρέπεια, υλική τραχύτητα, εκβαρβάρωση της ύλης. «Οι λιγοστοί άνθρωποι π’ απομείνανε…, ζούσανε χωμένοι στα πυκνά ρουμάνια και στα σπήλια, καταντημένοι σαν αγριανθρώποι της Αφρικής» (τέτοιες περιγραφές δίνουν λαβή στους μελετητές να μιλούν για τον «πρωτογονισμό» του Κόντογλου). Ακόμη και όταν χτιστήκανε κάποια χωριά, «οι ανθρώποι στέκανε άγριοι και ακοινώνητοι τόσο, που δεν πηγαίνανε από ’να χωριό σ’ άλλο, ας ήταν μια τουφεκιά τόπος. Ντυμένοι με προβγιές φυλάγανε τα γίδια τους απάνου σ’ απάτητα γκρεμνά δίχως να δούνε άνθρωπο μήνες και χρόνια… Εξόν απ’ την σκληραγωγία που συνηθίζανε, από γεννησιμό, γυμνάζανε τα κορμιά τους παλεύοντας και πηδώντας, ρίχνανε και με το δοξάρι… και κυνηγούσανε είτε κτυπιόντανε συναμεταξύ τους με τις σαγίτες» (στο σημείο αυτό πράγματι υπάρχει και «λαϊκότροπος» λόγος, που ο Κόντογλου μεταχειρίζεται θαυμάσια).
Ξαφνικά, χωρίς να εξηγείται το γιατί– δεν έχει νόημα να εξηγηθούν όλα, αυτό συνιστά την πεμπτουσία του βυζαντινού «Χρονικού», που εστιάζει στο στοιχείο της έκπληξης-, μερικοί σημερινοί άνθρωποι, με τις ίδιες συνήθειες, παύουν πια να είναι αγριάνθρωποι, και μεταβάλλονται τώρα σε «απλούς και απελέκητους, όπως ήταν οι αρχαίοι τα αρχαία χρόνια, πριν Χριστού». Όλα αυτά στη γλώσσα του Κόντογλου είναι έπαινος, σημαίνουν ανθρώπους αδιάβρωτους και ανέγγιχτους από τον υλισμό της Δύσης. «Στο Λιβομπίσι ζη ακόμα ο παππούς ενός γκαρδιακού φίλου πόχω. Εκατό χρονώ μέρες τις πέρασε κει πάνου σαν Κύκλωπας ανάμεσα στα γίδια του, δίχως να πάρη χαμπάρι πως αλλάξανε τα χρόνια…». Οι αγριάνθρωποι έγιναν αν ήξερα πώς αγαθοί τσομπάνηδες μέσα σε μια εντελώς αδιάγνωστη «μικροφυσική» των καιρών, για να χρησιμοποιήσουμε μια λέξη του Φουκώ.
Από το σημείο αυτό και παρακάτω θα εισέλθουμε περισσότερο στην ιστορική «περιπέτεια», με την τραγική έννοια του όρου. Φτάνουμε στην Τουρκοκρατία, θλιβερή και μίζερη εποχή, για την οποία όμως η περιγραφή βρίσκει τρόπο να μας βγάλει από την μελαγχολία. Μερικοί Έλληνες του τόπου κατάφεραν λοιπόν να αποκτήσουν μεγάλη εξουσία, δημιουργήθηκαν μεγάλα «σόγια», ακόμη και με πολύ πλούτο, «συμβουλατόροι του πασά», ενώ κάποιος, λεγόμενος Σύντυχος, πλούτισε τόσο πολύ, που είχε παλάτια και μεγάλες αποθήκες. Ξέπεσε όμως και τότε «τρανέψανε» οι «Ντεληγιανναίοι», αλλά οι καιροί ήταν αβέβαιοι, και ξεκληρίστηκε και τούτο το σόι  – όλα αυτά υποδηλώνουν πολλά για τους καιρούς, όπως και η επιμονή στη λέξη «σόγι». Το ποιος τα είχε καλά με τους Τούρκους καθόριζε βέβαια την τύχη του. Εμφανίστηκε κατόπιν ένας «τετραπέρατος», μια λέξη που υποδηλώνει αυτόν που αυτοσχεδιάζει, που μπορεί, σε μια εποχή έλλειψης της ορθολογικής κρατικής εξουσίας, να υπερβαίνει τις δυσκολίες αστραπιαία με ένα είδος αυθόρμητης εμπειρικής σκέψης, ικανής να ανταποκρίνεται στο στιγμιαίο δόλο της περίστασης. Αυτός λοιπόν, μετέστρεψε τελείως τα πράγματα, και εν καιρώ Τουρκοκρατίας, ξανάγινε κάτι σαν φράγκος άρχοντας: «εζούσε σαν βασιλιάς, με σαράγια και με πλήθος σκλάβους, καβαλώντας τα πιο ακριβά άτια, ντυμένος χρυσόπλουμα ρούχα, μ’  έναν λόγο άλλος Ρωμιός δεν είχε αξιωθή ποτές τέτοια δόξα». Οι καιροί, ιδίως αυτές τις εποχές, είναι απρόβλεπτοι και τα παράδοξα της ιστορίας λειτουργούν ως αντι–ιστορία: δεν θα είχε νόημα να πει κανείς για την συγκεκριμένη περίπτωση του πλούσιου Ρωμιού ότι «μερικοί Έλληνες κατάφεραν να ζουν με άνεση…», γιατί αυτή η «άνεση» δεν αποδίδει εκείνο το «σαν βασιλιάς», που παραπέμπει αυτομάτως στην ποίηση. Ίσως ο άρχοντας αυτός λειτουργούσε και σαν συμβολικό αντίβαρο στα μάτια των Τούρκων, ξανάφερνε πίσω ένα αλλόκοτο αυτοκρατορικό παρελθόν, που επιβίωνε ως μνήμη και που προσπαθούσε να σαρκωθεί και σε συγκεκριμένη υλική εικόνα εν χρόνω. Ο χαρακτήρας αυτού του ανθρώπου είναι εντελώς κομβικός μάλιστα για την όλη αφήγηση, γιατί αυτός ο «βασιλιάς», «ήτανε και πονόψυχος στους φτωχούς, όντας το σπίτι του σαν του Αβραάμ, ανοιχτό νύχτα μέρα στον καθένα, που ’θελε να περάσει από κει… Και μόλο που ξόδευε πολύ χρυσάφι για το ραχάτι του και για τα φαγιά του (είχε, διαβάζουμε, έντεκα παιδιά), μέσα στο σπίτι του είχε βαλμένη αυστηρή τάξη και νόμο. Πριν να καθίσουνε να φάνε, νιβόντανε με τη σειρά, και πάλε με τη σειρά οι νυφάδες τους πηρετούσανε… Ύστερα παίρνανε θέση γύρω στους ασημοκαπλαντισμένους σοφράδες, ο καθένας αναλόγως την ηλικία τους και τρώγανε, ενώ τέσσερις σκλάβοι παραστέκανε φέγγοντας το τραπέζι με μια λαμπάδα στο κάθε χέρι, πετρωμένοι σαν αγάλματα…». Το εντυπωσιακό στην περιγραφή αυτή είναι ότι επιβιώνει   ένα είδος ημιβυζαντινής, ημιφραγκικής αυλικής εθιμοτυπίας, γι’ αυτό και ο «τετραπέρατος» αυτός άνθρωπος δεν είναι σε καμία περίπτωση κάποιος τυπικός «κοτζαμπάσης», ούτε λειτουργεί ως τέτοιος. Η ιδιοτροπία του, η τάση του να συλλαμβάνει το σύμβολο και να αναμιγνύει εποχές και ήθη, παράλληλα με την μανία του για τη φιλοξενία, συνιστά πράγματι την ιστορία του τόπου. Αρκεί να υποθέσουμε ότι τα πρόσωπα παίζουν για την ιστορία τον ίδιο ρόλο που παίζουν οι ηθοποιοί για το θέατρο. Ωστόσο, το τέλος του δεν ήταν καλό, γιατί ο Σουλτάνος ειδοποιήθηκε ότι μάλλον σχεδιάζει εξέγερση, και τελικά τον σκότωσαν. Από μια άλλη άποψη, όμως, το τέλος του είναι περίλαμπρο, γιατί η λαϊκή μούσα τον ύμνησε, βλέποντας στην όλη δράση του άρχοντα μια όντως επαναστατική διάσταση (πολλοί ήταν μεγάλοι επαναστάτες, χωρίς να το συνειδητοποιήσουν ποτέ). «Εγώ πασά δεν προσκυνώ, βεζίρη δεν φοβάμαι, τι έχω στην Πόλη δυο παιδιά κα στα Λαγκάδια πέντε».
Παρελθόν, ιστορία της Δημητσάνας είναι λοιπόν τούτοι οι άνθρωποι, που διαμορφώνουν την «μυθική» της ατμόσφαιρα (ας θυμηθούμε π.χ. τι είναι ο Καρλομάγνος για τη σύγχρονη Δύση). Και έτσι, κουβαλώντας πάντα μέσα της αυτό το πελώριο ιστορικό απόθεμα, τούτη την ιστορική διαπλοκή των σημασιών, το σχηματισμό της συμβολικής και φαντασιακής διάστασης που ορίζουν τούτα τα γεγονότα, ο ποταμός του Χρόνου εκβάλλει ομαλά στο ’21, οπότε και η πολιτεία στάθηκε «ο μπαρουτχανές» των  Ελλήνων. Αναφέρεται, χωρίς εδώ να υπεισέλθουμε σε άλλες λεπτομέρειες, ένα σπουδαίο περιστατικό, ενδεικτικό της τότε κατάστασης. Περιγράφεται δηλαδή πώς οι κάτοικοι κατάφεραν να αποκρύψουν από τον έλεγχο των Τούρκων την παρασκευή του μπαρουτιού: έδωσαν πολύ φαγί στους Τούρκους ελεγκτές, κατόπιν ήρθε ένα Έλληνας «χωρατατζής» κι άρχισε να λέγει «αδιάντροπες παροιμίες», αργότερα έφτασε και το ποτό, οπότε, όταν κοιμήθηκαν οι κατακτητές, σιωπηλά και αθόρυβα οι κάτοικοι κουβάλησαν όλον τον εξοπλισμό έξω από το χωριό, σε σπηλιές. Αυτό το περίεργο ανακάτεμα του Έλληνα με τον Τούρκο, που τα ήθη τους έχουν έρθει εν μέρει κοντά, από την άλλη όμως η ύπαρξη της αναγκαίας απόστασης, ώστε να διατηρείται ο έλεγχος, μια απόσταση που τελικά καταργεί η εξαχρείωση (το ποτό, η λαγνεία, ο πολύς ύπνος), τέλος αυτή η παράξενη «σιγηλή ύπαρξη» του Ρωμιού, που μεταφέρει τα πάντα μέσα σε απόλυτη σιωπή, όλη αυτή η τελετουργία της στιγμής συνιστά την ιστορία.
Και θα τελειώσουμε με τον λεγόμενο «Μυστικό Δείπνο», τη συνάντηση δηλαδή του Θανάση Αντωνόπουλου, ενός Κοτζαμπάση, που «κατηχημένος» από τον Παπαφλέσσα, φώναξε στη σπίτι του το Θόδωρο και τον Κανέλλο Δεληγιάννη, κάθισαν σε μια σάλα κι εκεί ορκίστηκαν στην Ιδέα της Επανάστασης. Η παραπομπή στο ιερό γεγονός της Μεγάλης Εβδομάδας, με την ατμόσφαιρα θυσίας που δημιουργεί, την ανάγκη για ομοψυχία και αδελφοσύνη, που επίσης υποδηλώνει, έγινε ο επίλογος της λαμπρής ιστορίας της Δημητσάνας, από τον οποίο, όπως είναι φυσικό για κάθε «Μυστικό Δείπνο», δεν μπορεί ποτέ να λείπει ο προδότης. Και μάλιστα μαθητής! « Εκεί σιμά είναι το αμπέλι με το ληνό που σκοτωθήκανε οι Κολοκοτρωναίοι, από προδοσία ενός καλόγερου, που μετάνιωσε υστερότερα και πήγε στ’ Αγιονόρος ασκητής». Η όλη ιστορία κλείνει έτσι με την προδοσία, δίπλα σε ένα «αμπέλι», με την τόσο επίσης συμβολική του σημασία. Ο καλόγερος αυτός τελικά πάει στο κατεξοχήν ασκητικό κέντρο της ορθοδοξίας, το Άγιον Όρος, και γίνεται «ασκητής»- η μεγάλη προσωπική περιπέτεια παραμένει, ακόμη κι όταν ένας τόπος χάνει την μεγάλη του αίγλη, πράγμα που συνέβη στην Δημητσάνα, ακριβώς γιατί έτυχε ο αγώνας της, να ελευθερώσει την πατρίδα. Δεν την πειράζει που απόμεινε ένα «γραφικό» χωριό…

ΥΓ. Στην εικαστική πλαισίωση της σελίδας, ζωγραφική Φώτη Κόντογλου.