Τετάρτη 6 Ιουλίου 2016

ΒΙΩΜΑ

  Ὁ ἑλληνικός τρόπος ἀπό τήν ποίηση τῆς Μεγάλης Ἐβδομάδας.ΒΙΩΜΑ

ΒΙΩΜΑ ( ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ)
·         Εἰσαγωγικὰ στὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα (Παντελὴς Πᾶσχος)
·         Ὅταν τελούσαμε μέσα στήν καθημερινότητα τό μυστήριο τῆς ''Θείας Εὐχαριστίας'' (Κώστας Γεωργουσόπουλος)
·        Ἁγιο-Πατερικά  ἀντίδωρα
·         Ποιητικά Ἐρανίσματα
·         Φιλοσοφικοί στοχασμοί
·         Λαογραφικά ἀποθησαυρίσματα

      Μοιρολόι τῆς Παναγίας (σήμερα μαῦρος οὐρανός)

·         Ἡ συμμετοχή σας
o       Σχόλια
o       Ἀνάρτηση κειμένου
o       Εἰκόνα
o       Ἄλλο

ΥΓ. Μέ μπλέ χρώμα εἶναι ὅσα δέν ἔχουν ἀκόμη συμπληρωθεῖ.

             --------------------------------------------------------------------


  Ὁ ἑλληνικός τρόπος ἀπό τήν ποίηση τῆς Μεγάλης Ἐβδομάδας


ΒΙΩΜΑ 

«Μυσταγωγῶν σου, Κύριε, τοὺς μαθητάς, ἐδἰδασκες λέγων·
Ὦ φίλοι, ὁρᾶτε, μηδεὶς ὑμᾶς χωρίσει μου φόβος·
εἰ γὰρ πάσχω, ἀλλ' ὑπὲρ τοῦ κόσμου·
Μὴ οὖν σκανδαλίζεσθε ἐν ἐμοί·
οὐ γὰρ ἦλθον διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι,
καὶ δοῦναι τὴν ψυχήν μου λύτρον ὑπὲρ τοῦ κόσμου.
Εἰ οὖν ὑμεῖς φίλοι μου ἐστέ, ἐμὲ μιμεῖσθε·
ὁ θέλων πρῶτος εἶναι, ἔστω ἒσχατος·
ὁ δεσπότης, ὡς ὁ διάκονος·
μείνατε ἐν ἐμοί, ἵνα βότρυν φέρητε
ἐγὼ γάρ εἰμι τῆς ζωῆς ἡ ἄμπελος».




 Εἰσαγωγικὰ στὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα(Παντελὴς Πᾶσχος)

Περάσαμε πιὰ τὸ πέλαγος τῆς νηστείας τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Καὶ τώρα στεκόμαστε μπροστὰ στὴ θύρα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, ὁποῦ ὀνομάζεται Μεγάλη ὄχι γιατί εἶναι μεγαλύτερη, ἢ ἔχει περισσότερες μέρες, ἀλλὰ «ἐπειδὴ μεγάλα ἡμῖν γέγονεν ἐν αὐτῇ παρὰ τοῦ Δεσπότου κατορθώματα. Καὶ γὰρ ἐν αὐτῇ τῇ ἑβδομάδι τῇ Μεγάλῃ, ὅπως λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἡ χρονία τοῦ διαβόλου κατελύθη τυραννίς· ὁ θάνατος ἐσβέσθη· ὁ ἰσχυρὸς ἐδέθη· τὰ σκεύη αὐτοῦ διηρπάγη· ἁμαρτία ἀνηρέθη· ἡ κατάρα κατελύθη· ὁ Παράδεισος ἀνεώχθη· ὁ Οὐρανὸς βάσιμος γέγονεν· ἄνθρωποι ἀγγέλοις ἀνεμίγησαν· τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ ἤρθη· τὸ θριγγίον περιηρέθη· ὁ τῆς εἰρήνης Θεὸς εἰρηνοποίησε τὰ ἄνω καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς· διὰ τοῦτο Μεγάλη καλεῖται Ἑβδομάς».
Ὄντως φοβερὰ αὐτῆς τῆς ἑβδομάδος τὰ Μυστήρια! Ὅλη ἡ ποίηση τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ ὅλη ἡ δόξα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἑβδομάδα πηγάζουν. Ἀπ᾿ τὸν καιρὸ πού, μαθητούδια ἀκόμη, παίρναμε ἀπ᾿ τὸ ζεστὸ χέρι τῆς μάνας μας τὴ σύνοψη καὶ τὸ κερί, ποὺ καθὼς ἦταν ἁγνὸ μοσκοβολοῦσε σὰν λιβάνι ὅταν ἔκαιγε, καὶ πηγαίναμε στὶς ἀκολουθίες τοῦ Νυμφίου, ἢ στὶς Μεγάλες Ὧρες τῶν Παθῶν, τῆς Μεγ. Πέμπτης καὶ τῆς Μεγ. Παρασκευῆς, ὅπου κλαίγαμε ἀπὸ καρδιᾶς μπρὸς στὸν Ἐσταυρωμένο, καθὼς ἀποθέταμε μὲ τρέμοντα δάχτυλα τὰ παρθενικὰ ἀγριολούλουδα, ποὺ μὲ μίαν ὁλόζεστη λαχτάρα τρέχαμε νὰ μάσουμε στοὺς κήπους καὶ στὰ χωράφια· ἀπ᾿ τὰ μικρά μας ἐκεῖνα χρόνια, ποὺ προσμέναμε νά ῾ρθει ἡ ἑβδομάδα τῶν Παθῶν, γιὰ νὰ δεχτοῦμε ὕστερα καὶ τὴν Ἀνάσταση, μέχρι τὰ γηρατειά μας τὰ βαθιά, αὐτὴ ἡ Ἑβδομάδα εἶναι ποὺ μᾶς κρατάει συντροφιὰ μὲ τὸν πόνο της, μὲ τὰ δάκρυά της, μὲ τὴ λύπη της, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ χαρὰ καὶ τὴν εὐφροσύνη τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ ἀκολουθεῖ.


Κι αὐτὴ εἶναι ἡ μεγαλύτερη φιλοσοφία τῆς ζωῆς, ποὺ ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας τὴν δίνει μὲ τὸν πιὸ ὡραῖο, ἁπλὸ καὶ κατανυκτικὸ τρόπο στὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Καὶ εἶναι ἀλήθεια, ὅτι αὐτὴ ἡ φιλοσοφία, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν ὑψηλὴ θεολογία τοῦ Σταυροῦ, δὲν θὰ μπορέσει ποτὲ κανεὶς νὰ τὴν ἀφομοιώσει καὶ νὰ τὴν κατανοήσει ἔξω ἀπὸ τὸν ἐκκλησιαστικὸ περίβολο, ἔξω ἀπὸ τὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.


                                       --------------------




Όταν τελούσαμε μέσα στην καθημερινότητα το μυστήριο της ''Θείας Ευχαριστίας''
 (Κώστας Γεωργουσόπουλος)

Η προς μητρός μάμμη μου, αρχόντισσα κτηματίας στη Λοκρίδα, κάθε φθινόπωρο μετά τη συγκομιδή, άνοιγε το μυστικό προσωπικό της σεντούκι, έβγαζε το νυφικό της και το σιδέρωνε. Ήταν αυτό που κατ’ επιθυμίαν της θα την κάλυπτε και νεκρή. Μέσα στο σεντούκι είχε και δύο μικρά μπουκαλάκια. Το ένα με λάδι, το άλλο με κρασί. Τα άδειαζε στο νεροχύτη και τα γέμιζε με προϊόντα της νέας σοδειάς. Ήταν οι μέλλουσες χοές της. Οι προσφορές κατά την ώρα της ταφής.
 Αυτή η ίδια μακάρια γριούλα μας είχε μάθει να μην πετάμε τη φέτα, το ψωμί με λάδι ή με ζάχαρη που μας έδινε, όταν βγαίναμε στο δρόμο για παιχνίδι. Έπρεπε, όταν χορταίναμε και δεν θέλαμε άλλο, να ανεβαίνουμε με προσοχή στη μάντρα ή στα κεραμίδια της αποθήκης και να αφήνουμε το κομμάτι το ψωμί για να το φάνε τα πετεινά του ουρανού. Πριν το ακουμπήσουμε στη μάντρα έπρεπε να το ασπαστούμε.
 Αυτές οι μικρές τελετές ευσέβειας με ακολουθούν έως σήμερα και με παρηγορούν μέσα στο χαώδη κόσμο, τον σκόρπιο, τον ανερμάτιστο που ζούμε.Αυτές οι δύο συνταρακτικές στη σοφία τους και στην απλότητά τους τελετές ερμηνεύουν το ήθος μιας άλλης γενιάς, αλλά ταυτόχρονα αποτελούν πρότυπα βίου στον απορφανεμένο κόσμο μας.
Ο κόσμος που ζούμε προσβάλλει τη δημιουργία, καταστρατηγεί τους βασικούς νόμους της ζωής και της φύσης και συνεχώς παρεμβαίνει ανατρέποντας την ισορροπία.Κι αυτό γιατί έχει καταληφθεί από το δαίμονα της αδηφαγίας, της λαιμαργίας. Ο κόσμος μας είναι ένας κόσμος ηδονής, χωρίς αγάπη. Ένας κόσμος λαγνείας, χωρίς έρωτα. Ένας κόσμος που εξαντλεί την ευφυΐα του για να φτιάνει μηχανές σπατάλης.Έλειψε το λειτουργικό ήθος, η εκκλησιαστική ενοριακή αγαπητική σχέση, η μέθεξη, η συγγνώμη και η μετάνοια.
Δεν υπάρχει ευχαριστία.
 Όταν ασπαζόμαστε το κομμάτι του ψωμιού και το αφήναμε στα πουλιά, αυτό κάναμε∙ τελούσαμε μέσα στην καθημερινότητα το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Τιμούσαμε τον δημιουργό μέσα στα αγαθά που μας δώρισε. Αισθανόμαστε πως η ύλη είναι δώρο ζωής και την ευλαβούμαστε.
Ο κόσμος σήμερα φοβάται το θάνατο. Τρέχει, ιδρώνει, διαγκωνίζεται, αλληλοϋπονομεύεται, σκοτώνει γιατί φοβάται το θάνατο. Θανατώνοντας τον άλλο, έστω και ψυχικά ή συμβολικά, έχει την ψευδαίσθηση ότι ξεφεύγει από το μοιραίο. Αισθάνεται το θάνατο ως τείχος, ως εμπόδιο αξεπέραστο. Θαρρεί πως ο θάνατος είναι το τέρμα. Δεν μπορεί να συνηθίσει στην ιδέα του μηδενός, γιατί νομίζει πως η ζωή οδηγείται στο μηδέν και παλεύει να αποφύγει την εκμηδένιση.
Η μακάρια γριούλα ήξερε την αλήθεια. Είχε συμβιβαστεί με το θάνατο, γιατί πίστευε στην ανάσταση. Ετοιμαζόταν για την αποδημία γιορτάζοντας και προσέφερε ως θυσία αινέσεως την προκοπή του οίκου της.
Όταν ο κόσμος δεν σέβεται τη δημιουργία και τη σπαταλά, όταν δεν αισθάνεται την ανάγκη να ευχαριστήσει για τη φύση που μας δωρήθηκε, όταν φοβάται το θάνατο και τον αποφεύγει λερώνοντας τη ζωή, εξαγοράζοντάς τη με φθηνά μέσα, η ανθρωπότητα ακυρώνει το λόγο υπάρξεώς της.
Ζούμε σε μιαν εποχή ματαιώσεων, ακυρώσεων, προδοσιών, συνωμοσιών, αχαριστίας και φόβου θανάτου. Δεν υπάρχει λοιπόν ελπίδα; Όταν περισσεύει τόση απελπισία, τόσος υπαρξιακός πανικός, τόσος καταναλωτικός θάνατος, φαίνεται να απέλιπε η ελπίδα. Αλλά δεν είναι αλήθεια. Η ελπίδα δεν είναι ούτε ο ορθολογισμός της αλαζονικής επιστήμης, ούτε τα κηρύγματα των ηθικολόγων, ούτε τα συστήματα της φιλοζοφίας.
Η ελπίδα είναι το ήθος της γριούλας μάμμης μου. Είναι η ορθόδοξη ευσέβεια, η αδογμάτιστη, η απέριττη, η ταπεινή, τα μικρά θαύματα της καθημερινότητας, τα τρυφερά αγγίγματα της ανοχής, οι ώρες της αγάπης, της πλησμονής, της ευχαριστίας.
Και ξέρουμε ότι υπάρχουν τέτοιες ανθρώπινες στιγμές όπου επικρατεί η χάρις και η χαρά, όπου ο θάνατος αποτάσσεται και μας πλημμυρίζει το χαροποιό πένθος. Όταν τιμάμε τη δημιουργία και προσδοκώμεν την άλλη ζωή ως αυτονόητο δώρο και έρωτα επιστροφής, ως νοσταλγία παραδείσου.
Άσωτοι είμαστε, πλάνητες και φυγάδες θεόθεν, η ατραπός της επιστροφής στο αιώνιο είναι εδώ στην άκρη της ματιάς μας. Εκζητούντες τον Κύριον ουκ έλαττωθησόμεθα παντός αγαθού.

                                        --------------------

                      

                            Ποιητικά Ἐρανίσματα



  •         Ἡ ἐκκλησία εἶναι σῶμα μου (Ν.Γ. Πεντζίκης)

  •         Χριστός Ἀνέστη μέ τά πρῶτα σπάρα τῶν Ἑλλήνων (Ὀ.Ἐλύτης)

  •         Ἡ ὑψηλότερη μορφή ἄνοιξης πού ξέρω: μιά ἑλληνική Μεγάλη Ἐβδομάδα (Γ.Σεφέρης)


--------------------


Λαογραφικά ἀποθησαυρίσματα


Μοιρολόι τῆς Παναγίας (σήμερα μαῦρος οὐρανός)




Τὸ εὐρύτατα διαδεδομένο σ᾿ ὅλο τὸν ἑλληνικὸ χῶρο Μοιρολόϊ, ἢ Καταλόϊ τῆς Παναγιᾶς
 εἶναι ἕνα μεσαιωνικὸ μακροσκελὲς ὁμοιοκατάληκτο στιχούργημα λόγιας προέλευσης,
 ἀλλὰ ἐντυπωσιακὰ πλατιᾶς λαϊκῆς ἀποδοχῆς. Ἐπηρεασμένο ἀπὸ τὶς σχετικὲς περικοπὲς
 τῶν Εὐαγγελίων καὶ τὴν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ ἕναν ἀνθρωποκεντρικὸ
 ἀφηγηματικὸ θρῆνο γιὰ τὴ μαρτυρικὴ πορεία τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν σταυρικὸ θάνατό
Του, ἰδωμένη μέσα ἀπὸ τὰ μάτια καὶ τὰ συναισθήματα τῆς τραγικῆς του μάνας.
 Τραγουδισμένο ἀπὸ τὶς γυναῖκες γύρω ἀπὸ τὸν «τάφο» τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὸ ἦθος
 καὶ τὸ ὕφος τῶν οἰκείων τους κοσμικῶν μοιρολογιῶν, ἐκφράζει τὴ συμπόνοια, τὴν
 ταύτισή τους μὲ τὴ μητρική, ἀνθρώπινη πλευρὰ τῆς Παναγιᾶς.


Σήμερο μαῦρος Οὐρανός, σήμερο μαύρη μέρα, 
σήμερο ὅλοι θλίβονται καὶ τὰ βουνὰ λυποῦνται. 
Σήμερο ἔβαλαν βουλὴ οἱ ἄνομοι Ὁβραῖοι, 
οἱ ἄνομοι καὶ τὰ σκυλιὰ κι οἱ τρισκαταραμένοι 
γιὰ νὰ σταυρώσουν τὸ Χριστό, τὸν πρῶτον Βασιλέα.
Ὁ Κύριος ἠθέλησε νὰ μπεῖ σὲ περιβόλι 
νὰ λάβῃ δεῖπνον μυστικόν, νὰ μεταλάβουν ὅλοι. 
Κι᾿ ἡ Παναγιὰ ἡ Δέσποινα καθόταν μοναχή της, 
τὰς προσευχάς της ἔκανε γιὰ τὸ μονογενῆ της. 
Φωνὴ τῆς ἦρθ᾿ ἐξ Οὐρανοῦ ἀπ᾿ Ἀρχαγγέλου στόμα: 
-Φτάνουν κυρά μου οἱ προσευχές, φτάνουν κι᾿ οἱ μετάνοιες, 
τὸ γυιό σου τὸν ἐπιάσανε καὶ στὸ φονιὰ τὸν πᾶνε 
καὶ στοῦ Πιλάτου τὴν αὐλή, ἐκεῖ τὸν τὸν τυραννᾶνε.
-Χαλκιᾶ-χαλκιᾶ, φτιάσε καρφιά, φτιάσε τρία περόνια. 
Καὶ κεῖνος ὁ παράνομος βαρεῖ καὶ φτάχνει πέντε. 
-Σὺ Φαραέ, ποὺ τὰ ᾿φτιασες πρέπει νὰ μᾶς διδάξεις. 
-Βάλε τὰ δύο στὰ χέρια του καὶ τ᾿ ἄλλα δύο στὰ πόδια, 
τὸ πέμπτο τὸ φαρμακερὸ βάλε το στὴν καρδιά του, 
νὰ στάξει αἷμα καὶ νερὸ νὰ λιγωθεῖ ἡ καρδιά του.
-Ἄντε μωρὲ ἀτσίγγανε, στάχτη νὰ μὴ ποτάξῃς,
μηδὲ διπλὸ πουκάμισο στὴ ράχη σου μὴ βάλῃς.
Κι᾿ ἡ Παναγιὰ σὰν τἄκουσε ἔπεσε καὶ λιγώθη, 
σταμνὶ νερὸ τῆς ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο 
γιὰ νὰ τῆς ἔρθ᾿ ὁ λογισμός, γιὰ νὰ τῆς ἔρθ᾿ ὁ νοῦς της. 
Κι᾿ ὅταν τῆς ἦρθ᾿ ὁ λογισμός, κι᾿ ὅταν τῆς ἦρθ᾿ ὁ νοῦς της, 
ζητᾶ μαχαίρι νὰ σφαγῇ, ζητᾶ φωτιὰ νὰ πέσῃ, 
ζητᾶ γκρεμὸ νὰ γκρεμιστῇ γιὰ τὸ μονογενῆ της. 
-Μὴν σφάζεσαι, Μανούλα μου, δὲν σφάζονται οἱ μανάδες 
Μὴν καίγεσαι, Μανούλα μου, δὲν καίγονται οἱ μανάδες. 
Λάβε, κυρά μ᾿ ὑπομονή, λάβε, κυρά μ᾿ ἀνέση. 
-Καὶ πῶς νὰ λάβω ὑπομονὴ καὶ πῶς νὰ λάβω ἀνέση, 
ποὺ ἔχω γυιὸ μονογενῆ κι᾿ ἐκεῖνον Σταυρωμένον.
Κι᾿ ἡ Μάρθα κι᾿ ἡ Μαγδαληνὴ καὶ τοῦ Λαζάρου ἡ μάνα 
καὶ τοῦ Ἰακώβου ἡ ἀδερφή, κι᾿ οἱ τέσσερες ἀντάμα, 
ἐπῆραν τὸ στρατὶ-στρατί, στρατὶ τὸ μονοπάτι 
καὶ τὸ στρατὶ τοὺς ἔβγαλε μέσ᾿ στοῦ ληστῆ τὴν πόρτα. 
-Ἄνοιξε πόρτα τοῦ ληστῆ καὶ πόρτα τοῦ Πιλάτου. 
Κι᾿ ἡ πόρτα ἀπὸ τὸ φόβο της ἀνοίγει μοναχή της. 
Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά, κανέναν δὲν γνωρίζει, 
τηράει δεξιώτερα βλέπει τὸν Ἅη-Γιάννη, 
Ἅγιε μου Γιάννη νεαρὲ καὶ μαθητὰ τοῦ γυιοῦ μου, 
μὴν εἶδες τὸν ὑγιόκα μου καὶ τὸν διδάσκαλόν σου; 
-Δὲν ἔχω στόμα νὰ σοῦ πῶ, γλώσσα νὰ σοῦ μιλήσω, 
δὲν ἔχω χεροπάλαμα γιὰ νὰ σοῦ τόνε δείξω. 
Βλέπεις Ἐκεῖνον τὸ γυμνό, τὸν παραπονεμένο, 
ὁποὺ φορεῖ πουκάμισο στὸ αἷμα βουτηγμένο, 
ὁποὺ φορεῖ στὴν κεφαλὴ ἀγκάθινο στεφάνι; 
Αὐτὸς εἶναι ὁ γυιόκας σου καὶ μὲ διδάσκαλός μου!
Κι᾿ ἡ Παναγιὰ πλησίασε γλυκὰ τὸν ἀγκαλιάζει. 
-Δὲ μοῦ μιλᾶς παιδάκι μου, δὲ μοῦ μιλᾶς παιδί μου; 
-Τί νὰ σοῦ πῶ, Μανούλα μου, ποὺ διάφορο δὲν ἔχεις· 
μόνο τὸ μέγα-Σάββατο κατὰ τὸ μεσονύχτι, 
ποὺ θὰ λαλήσει ὁ πετεινὸς καὶ σημάνουν οἱ καμπάνες, 
τότε καὶ σύ, Μανούλα μου, θἄχης χαρὰ μεγάλη! 
Σημαίνει ὁ Θεός, σημαίνει ἡ γῆ, σημαίνουν τὰ Οὐράνια, 
σημαίνει κι᾿ ἡ Ἁγιὰ-Σοφιὰ μὲ τὶς πολλὲς καμπάνες. 
Ὅποιος τ᾿ ἀκούει σώζεται κι᾿ ὅποιος τὸ λέει ἁγιάζει, 
κι᾿ ὅποιος τὸ καλοφουγκραστῇ, Παράδεισο θὰ λάβει, 
Παράδεισο καὶ λίβανο ἀπ᾿ τὸν Ἅγιο Τάφο.



------------------------------------








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου