Δευτέρα 30 Ιουλίου 2018



Ἀνάγνωση καί συζήτηση τοῦ διηγήματος «Ἡ φωνή τοῦ Δράκου» τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη   



Ἐργαστήρι Δημιουργικῆς Γραφῆς
«ΔΙΑΠΟΡΘΜΕΥΩΝ ΛΟΓΟΣ»

 ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Ἀφιερωμένη στόν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη εἶναι ἡ ἐπόμενη συνάντηση τοῦ ἐργαστηρίου μέ εἰσηγητή τόν κ. Δημήτρη Κουτσούγερα. Θά γίνει ἀνάγνωση καί συζήτηση τοῦ διηγήματος «Ἡ φωνή τοῦ Δράκου». 
Μέ χαρά σᾶς περιμένουμε στή στοχαστική συντροφιά μας τήν  Τετάρτη 23 Μαΐου 2018 στίς 19:30 στό Πνευματικό Κέντρο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Ἱστιαίας.

Ρωμανός ο Μελωδός, υμνωδός παλαιός, ποιητής μοντέρνος (μέρος 2ο) 
 Δημήτρης Γ. Ιωάννου


Πέρα από την «τερπνή μεταφορικότητα» της ποίησης του Ρωμανού, για την οποία μιλήσαμε, αυτό που αξίζει να θαυμάσουμε περαιτέρω στο έργο του, είναι η βαθύτερη γνώση της ανθρώπινης «κατάστασης», του ανθρώπινου «φαινομένου». Αυτό φαίνεται και στον εκπληκτικό τρόπο που αντιμετωπίζει και οργανώνει την χωροχρονική διάσταση της πραγματικότητας –όχι ως μια απλή τεχνική, αλλά ως ένα «τροπισμό» της αλήθειας. Στα κοντάκια λοιπόν του Μελωδού, αίρεται η πεζολογική αντίληψη της πραγματικότητας και ο ποιητής εισδύει βαθύτερα στο «στοιχειακό» νόημα του κόσμου.
Ας πάρουμε ως παράδειγμα τον ύμνο στην Βαϊοφόρο, στον οποίο βασικό ρόλο παίζουν τα παιδιά, που υμνούν τον Χριστό. Σε ένα σύνηθες «νεωτερικό» ποίημα, από αυτά του συρμού, έργο του καλλιτέχνη είναι κατά βάση να ανακαλύψει τι «αισθάνονται»» τα συγκεκριμένα άτομα, εδώ τα παιδιά (ως καρτεσιανά «ego»), ενώ μπαίνει ο Χριστός θριαμβευτικά στην Ιερουσαλήμ. Πρόκειται για την κυριαρχία της «υποκειμενικότητας» στην εποχή της νεωτερικότητας, που ζημίωσε κατά πολύ την ποίηση – συνέχισαν να υπάρχουν ασφαλώς μεγάλοι ποιητές.
Ο Ρωμανός λοιπόν, καταλαβαίνοντας από διαχρονία, βάζει τα παιδιά να λένε πράγματα που στο σημερινό αναγνώστη ηχούν παράξενα: «Ωσαννά στον υπαίθριο υιό του Δαυίδ…. άλλη δε θάρθει μαυρίλα μας, οπού να (μας) χαλάσουν τόσα σμήνη από βρέφη… σπαθί κανένα δε μας πιάνει τώρα πια, … γι’ αυτό κ᾿ εμείς αγαλλιώντας ψάλλουμε: Ευλογημένος, ω εσύ που έρχεσαι…»[1]. Με άλλα λόγια, τα παιδιά της Βαϊοφόρου κατά μυστικό τρόπο είναι τα ίδια με τα σφαγιασθέντα από τον Ηρώδη νήπια της Βηθλεέμ. Παραδόξως , «θυμούνται» ότι τα «σκότωσαν», ζουν τον νηπιακό φόνο, ζουν επίσης την ομαδική σφαγή ως αποτυπωμένο μέσα τους βίωμα. Αγαλλιούν επίσης που τώρα πια κανείς δεν πρόκειται να τα πειράξει –γιατί ο Χριστός είναι και πάλι μυστικώς ο προστάτης κάθε παιδιού, κάθε ανθρώπου που επίσης «νηπιάζει» ως προς την κακία.
Πρόκειται για ένα «εύρημα» που συνιστά, όπως είπαμε, εκφραστικό τροπισμό της αλήθειας (θα ήταν κρίμα να το απαξιώσουμε ως ποιητική «τεχνική»), μαζί και της γλώσσας, καθώς στην ουσία εναλλάσσονται, συγχεόμενες απαλά και μειλίχια, οι φωνές των παλαιών και των νέων νηπίων. Το αποτέλεσμα, τελικά, δεν μιλά κανένα παιδί ως «εξατομικευμένη» περίπτωση, αλλά το παιδί εν γένει, για την ακρίβεια όλα τα παιδιά μαζί. Η μαζική σφαγή σημαίνει, κατά τον ποιητή, το ίδιο πράγμα για το κάθε νήπιο, στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον. Είναι ανοησία να πιστέψει κανείς ότι αυτό το βίωμα «εξατομικεύεται». Κάθε παιδί έχει επίσης ένα και μόνο ένα τρόπο να θυμάται την μοίρα όλων των αδικοχαμένων παιδιών σύμπασας της ιστορίας, των οποίων η θυσία, έστω κι αν δεν την κατέγραψε κανένα κατάστιχο, μυστικά υπάρχει κρυμμένη κάπου και σήμερα, δηλητηριάζοντας το παρόν. Είναι αυτό που λέμε «τραγωδία του ανθρώπου», τραγωδία της Ιστορίας –όλα όμως τα μεταμορφώνει ο Χριστός.
Πιο κάτω, όπως ήδη αναφέραμε, για να φανεί η αχαριστία των σταυρωτών του Χριστού, ο Ρωμανός βάζει ως παρόντες στο πλήθος που ζητά την καταδίκη του Κυρίου, όλους όσους υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες στις αναστάσεις νεκρών που θαυματούργησε ο Χριστός. Βρίσκονται λοιπόν εκεί και οι αχθοφόροι του νεκρού γιου της χήρας της Ναϊν, όσοι είχαν συρρεύσει στο σπίτι της θυγατέρας του Ιαείρου, και όσοι φυσικά είδαν τον Λάζαρο να βγαίνει με τα λευκά σάβανά του από τον τάφο. Ασφαλώς, ο ποιητής δεν κάθισε να τους καταμετρήσει, να δει αν καθένας τους ξεχωριστά, και πάλι ως «ατομική περίπτωση», ήταν μέσα στον όχλο των Ιουδαίων που φώναζε το «σταύρωσον». Απλά γνωρίζει ότι είναι στη φύση της αχαριστίας- η οποία και πάλι δεν αποτελεί δυστυχώς «εξατομικευμένο» βίωμα, αλλά εγγενή καθολική ροπή του «πεπτωκότος» ανθρώπου- να στρέφεται με μεγαλύτερο μένος κατά του ευεργέτη. Ο αχάριστος μπορεί να καταδιώξει ακόμη και αυτόν που τον ανέστησε! Η αγνωμοσύνη δεν σταματά μπροστά σε καμιά θαυματουργία, καθώς η ανθρώπινη ελευθερία δεν πειθαναγκάζεται ούτε με ό,τι λέμε «θαύμα». Γι’ αυτό το «θαύμα» έχει πάντα έναν κατηχητικό και μυσταγωγικό χαρακτήρα, όπως φαίνεται στη Βίβλο. Ορισμένα γεγονότα, όπως το διαισθάνεται η Ποίηση, διαπλέκονται κρυφίως. Για να καταλάβει κανείς την αχαριστία, χρειάζεται οπωσδήποτε η ανάσταση ενός νεκρού, γιατί η αχαριστία έχει ως ιδίωμα της φύσεώς της να νεκρώνει την ζωή, να επιστρέφει τη χαρά πίσω στη σήψη. Περαιτέρω, η αγνωμοσύνη χρειάζεται την ψαύση του σώματος ενός εγερθέντος κεκοιμημένου, γιατί αποτελεί, πέρα από «αίσθημα», και σωματικό γεγονός, όπως η αγάπη, όπως ο έρωτας, το φιλί. Είμαστε αγνώμονες προπαντός με το σώμα μας: χέρια που ψηλάφησαν το ζεστό σώμα του γιου της χήρας, προσπαθούν τώρα να του μεταδώσουν την καυστικό αίσθημα της αχαριστίας. Και πάλι, ξεφεύγουμε από τη ψυχολογίζουσα ποίηση. Ωστόσο, ελλείπει ο χώρος για να πούμε κάτι περισσότερο σχετικά με τον χειρισμό της διαχρονίας στον Ρωμανό.
***************
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την γνώση της ανθρώπινης ψυχολογίας, που υποκρύπτεται στον Ρωμανό, έχει και ο τρόπος που δομείται ο χώρος, θέμα που θα το εξετάσουμε επίσης σε συνάρτηση με το χρόνο. Θα πάρουμε ως παράδειγμα τον θαυμάσιο ύμνο στον Ιωσήφ τον πάγκαλο, του οποίου η Εκκλησία μας τιμά την «μνήμην» την Μεγάλη Δευτέρα. Στον συγκεκριμένο ύμνο φαίνεται ότι ο Ρωμανός ήταν πολύ εξοικειωμένος με την ασκητική γραμματεία της Εκκλησίας.
Λέγεται λοιπόν αρχικά για την Αιγυπτία, την σύζυγο του Πετεφρή, που προσπαθούσε να πλανέψει τον σώφρονα Ιωσήφ, ότι «δεν μπορούσε να φανερώσει το πάθος της, γιατί όταν ο Ιωσήφ ήταν παρών υπέφερε, όταν πάλι απουσίαζε ακόμη περισσότερο καιγόταν».[2]. Υπάρχει δηλαδή ένα «κενό χρόνου», γιατί κάτι που δεν φανερώνεται, που δεν μπορεί υπό κάποια συνθήκη να αποκαλυφθεί –ο Ιωσήφ είτε ήταν παρών είτε όχι, και δεν υπάρχει «τρίτος όρος»- χαρακτηρίζεται με ριζική έννοια «ανομολόγητο» και ως τέτοιο, ως φύσει ανεκδήλωτο, αποτελεί μια πρόκληση στο χρόνο. Συνιστα μια α-χρονία. Τι είναι άραγε μια ουσία δίχως εκδηλώσεις; Και είναι ακριβώς η Αιγύπτια που πάσχει από αυτόν τον καταναγκασμό του «ανείπωτου»: το πάθος εδώ δεν ορίζεται απλώς ως κάτι κακό, αλλά ως μια «παγίδα», που ρίχνει κάποιον στο κενό. Αυτό θα πει βαθύτερα ότι το πάθος «παγιδεύει». «Κινείται» κανείς, αλλά μένοντας, κατά κάποιο τρόπο, ακίνητος.
Τελικά, όχι ακριβώς ως εκδήλωση της επιθυμίας της, να αμαρτήσει δηλαδή αμέσως μαζί του, αλλά ως «μεταφορά» αυτής, εφευρίσκει την «κολακεία» (υπάρχει μια τεχνολογία του κακού). Αρχίζει να κολακεύει τον νέο, χωρίς να λέγεται ως προς τί ακριβώς. Ήταν μια κολακεία δίχως αντικείμενο, αφού δεν μπορούσε να μιλήσει ευθέως για κάποια αρετή του –άλλωστε αυτός ο έπαινος της αρετής θα ακύρωνε την προσπάθειά της. Έτσι η «κολακεία» είναι κάτι αυτοαναφορικό, κάτι που είναι μόνο «τρόπος», μίμηση δίχως μιμούμενο.
Κατόπιν, ο διάβολος συμβουλεύει την Αιγυπτία να λειτουργήσει απλά ως «γυναίκα», να ξεφύγει δηλαδή από την ατομικότητά της ως ιδιαιτέρου προσώπου, να φερθεί ως απόγονος της Εύας. Δεν πρόκειται για κάποια γυναικεία «φύση», όπως θα έσπευδαν να κατηγορήσουν τον ποιητή κάποιοι φεμινιστές: ο Ρωμανός εννοεί ότι την συμβουλεύει να μείνει πιστή στο «έθος», στην παθολογία της γυναίκας- έχει και ο άνδρας την δικιά του επίσης. Αν κάτι έγινε μια φορά από κάποιον ή κάποια, εγγράφεται στο ιστορικό του «φύλου» του: έτσι κάνουν οι γυναίκες, έτσι κάνουν οι άνδρες. Αρά, ο εχθρός επικαλείται την διάρκεια. Την συμβουλεύει να καλλωπιστεί όσο περισσότερο μπορεί, γιατί «μπροστά μας έχουμε αγώνες δύσκολους και γενναίους», εννοώντας ότι ο νέος πρέπει να υποκύψει. Στο σημείο αυτό, η έννοια «αγώνας» υποδηλώνει κάτι σαν την «εγγενή» αντιπαλότητα των δύο φυλών. Στο διάβα του καιρού, πράγματι, οι απόγονοι του Αδάμ και της Εύας, με τις πράξεις τους, έγιναν οιονεί «ασύμβατοι» μεταξύ τους, με αποτέλεσμα η διαρκής πάλη τους να είναι ο κανόνας. Και ο καθένας θεωρεί μεγάλη νίκη όχι να «κοινωνήσει», αλλά απλά να εξαπατήσει τον άλλο (σημειωτέον, ο Λακάν πιστεύει ότι όντως τα δύο φύλα είναι μεταξύ τους ασύμβατα, και ότι επιπρόσθετα κάθε επικοινωνία άνδρα και γυναίκας είναι εξορισμού «εξαπάτηση»). Ο Ιωσήφ απλά φεύγει ∙ «φεύγε και σώζου», λένε οι πατέρες για τον σαρκικό πειρασμό. Δηλαδή, μην κάθεσαι να συνομιλήσεις, να αντιμιλήσεις στην επιθυμία, γιατί απλά θα χάσεις. Όταν πιάνεις κουβέντα με αυτό που κατάντησε να γίνει ασύμβατο μαζί σου λόγω του «παλαιού ανθρώπου» –εδεμική κατάσταση έκανε ξανά τον γάμο ο Χριστός, αλλά αυτό σημαίνει και διαρκή ασκητικό αγώνα ώστε να έχει κανείς και την αγάπη του Χριστού-, είναι επικίνδυνο. Και ο Ιωσήφ φεύγει. Το δωμάτιο είναι πια κενό.
Στη συνέχεια, η σύζυγός του Πετεφρή στέλνει μια γυναίκα «μεσίτρια», η οποία, μόνο αυτή, τολμά να μιλήσει για το πάθος της κυρίας της κατά «κυριολεξίαν», να το κατονομάσει. Η «μεσίτρια» δηλαδή βοηθά την Αιγυπτία «να παρηγορήσει το πάθος της», όπως λέγεται με μια λεπτή παρατήρηση. Ξαλαφρώνει δηλαδή, καθώς, κατά κάποιο τρόπο, η υπηρέτρια είναι αυτή που κάνει το ανείπωτο δυνατό να ειπωθεί, ο καταλύτης που γίνεται αιτία να αρθρώσει επιτέλους η ίδια το λόγο της, που κάνει τον «κενό χρόνο» συνηθισμένη περίπτωση. «Είναι κάτι σύνηθες». Δίνοντάς της ένα είδος συνείδησης, ο «μεσίτης» λοιπόν αναδεικνύεται σε κάτι περισσότερο από «μεσίτη»: είναι το «alter ego» του υποφέροντος το πάθος, πιο πολύ ίσως το «ego». Και τώρα ο μεταφορικός «χώρος» του λόγου και της γλώσσας μετατοπίζεται και αλλάζει.
Έχοντας πάρει λοιπόν τον λόγο της πίσω, χάρη στην βοηθό της, ξέροντας επιτέλους ποια είναι, βαφτίζει τον εαυτό της «κυρά», αρχόντισσα, και λέγει στον Ιωσήφ ότι «σε αγόρασα ως δούλο, (αλλά) σε έκανα αφέντη σε όλο το σπίτι, γίνε λοιπόν κι εμένα, της κυρίας σου, κύριος. Δεν πιστεύω ότι προσβάλλομαι με το να κατεβαίνω στο επίπεδό σου…». Το σημαντικό είναι πια να υπάρξει το αδιαφοροποίητο, να καταργηθούν ψυχοδυναμικά οι ιδιότητες του κυρίου και του δούλου, οι συμβολικές σημασίες. Να μην καταργηθούν όμως και πραγματικά: «γίνε κι εσύ κύριος της κύριας σου». Ο οίκος πια πρέπει να γίνει ένας δίχως διάταξη και σαφή οροθέτηση όγκος, όπου κανείς δεν είναι κανείς, οι κανόνες πέφτουν. Τελικό εφόδιο του ατόμου μένει η επιθυμία, που δεν μπορεί παρά να είναι αυτή του παλαιού ανθρώπου. Γενικά, βασική επιδίωξη ακόμη και στον σύγχρονο πόλεμο, που επιχειρούν οι ισχυροί, είναι να φέρουν τον αντίπαλο σε «νηπιώδη κατάσταση», να εξαλείψουν το οργανωμένο σύστημα των συμβολισμών του, χωρίς βέβαια να μεσολαβήσει κάποια εκ μέρους του συνειδητή εξέγερση ή επανάσταση. Έτσι ξαφνικά: «άσε τις σημασίες». Και η γυναίκα προχωρεί λέγοντας το ισοπεδωτικό «…όλοι είμαστε ισότιμοι μεταξύ μας», με την έννοια μιας μεταμοντέρνας, όπως θα λέγαμε, «ισοτιμίας», όπου όλοι είναι απλά ίδιοι. Δεν υπάρχει ετερότητα, μην προσβάλλεις εμένα, γιατί προσβάλλεις τον εαυτό σου- είμαστε το ίδιο. Δεν υπάρχει αμαρτία. «Μην φοβηθείς αυτούς που λένε ότι όλα τα βλέπει το μάτι που πότε δεν κοιμάται».
Κατόπιν, αφού αδρανοποιήσει τις σημασίες, είναι η ίδια που μπορεί να απονείμει, να διαχειριστεί τα χαρίσματα: «σε προτιμώ γιατί έχεις στα μάτια τη συστολή», λέγει μεταξύ άλλων! Με άλλα λόγια, τον προσκαλεί να εγκαταλείψει την σεμνότητα γιατί είναι σεμνός… Εννοεί -ξανά ο Λακάν έχει πράγματα να πει εδώ- ότι μέσα στην αγνότητα υπάρχει φύσει η ακολασία, καθώς το αγνό γεννά την επιθυμία, το συνεσταλμένο ξυπνά την επιθυμία για παράβαση. Έτσι ερμήνευαν ανέκαθεν την αγνότητα παλαιοί και νέοι «μεταμοντέρνοι». Εν γένει, κάθε αρετή είναι γι’ αυτούς η κρυφή μήτρα μιας μη διαγνωσμένης πονηρίας, δεν υπάρχει αληθινή αγάπη, αληθινή ταπείνωση, αληθινή θυσία –«θυσιάζονται οι άνθρωποι για να σώσουν το είδος τους», λέγει πχ ως και η κοινωνιοβιολογία.…
Ο Ιωσήφ αντιλαμβάνεται πρώτα απ’ όλα ότι ο χώρος είναι ήδη κενός, εντελώς άδειος («…Γιατί είχε διώξει όλους τους άλλους από το σπίτι…»). Αυτή η έλλειψη «κοινού» (παρόλο που πριν το επικαλέστηκε η Αιγυπτία, λέγοντας στον Ιωσήφ ότι «δεν θα σε αποκαλούν πια δούλο, όταν κοιμηθείς με αρχόντισσα»), κάνει πιο δύσκολο τον αγώνα του Ιωσήφ, γιατί δεν υπάρχει πια κάποιος να επιβεβαιώσει την αξία της αρετής. Είναι μόνος του, και πρέπει να στραφεί αποκλειστικά, τρόπον τίνα, στην πίστη του. Πρέπει να «θυμάται», με ένα είδος ζωογόνου μνήμης, τον λόγο περί αρετής- τα ίδια διηγούνται και πολλοί έγκλειστοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ότι σώθηκε τελικά ο εαυτός τους με αυτή την ζωογόνο «μνήμη». Η αρετή είναι άλλωστε πάντα ένα «εντέλλεσθαι», όχι μια ψυχολογίζουσα ανταπόκριση της στιγμής σε κάποιο ερέθισμα, γι’ αυτό και πρέπει να «θυμάται» κανείς. Η μοναξιά κάνει λοιπόν πιο δύσκολο τον αγώνα, εφόσον κανείς πρέπει να βασιστεί στο «εαυτό» του, αλλά όχι στο «εγώ» του- και η διάκριση είναι δύσκολη. Κατόπιν, ακολουθεί η στιγμή της σκληρής πάλης, καθώς παλεύουν προσωποποιημένες η αγνότητα με τη λαγνεία να κερδίσουν τον νέο, ενώ η Αιγυπτία προσπαθεί να αγγίξει τον Ιωσήφ. Είναι μια στιγμή μεγάλου ηθικού αγώνα, του οποίου δυστυχώς προσπαθεί να αρνηθεί την ύπαρξη ο σύγχρονος «πολιτισμός». «Και αυτός που αγαπά, αγαπά γιατί απλώς αυτό του αρέσει ως ζήτημα προσωπικής, εγωτικής επιλογής», αποφαίνεται ο σύγχρονος κόσμος.
Ακολουθεί όμως ένας λόγος του Ιωσήφ που «αποδομεί» πλήρως τον περί δουλείας λόγο της Αιγυπτίας («το σώμα μου πουλήθηκε, η γνώμη μου όμως είναι ελεύθερη»). Η γυναίκα αναγκάζεται να το ομολογήσει («κάθε έργο που αρμόζει σε ελεύθερο το εξετέλεσες»), και ρίχνει το μέγα επιχείρημα : «σχετίσου μαζί μου, κι εγώ θα σε κάνω άρχοντα όλων των Αιγυπτίων, για να μεταδώσεις σε αυτούς όλα τα αγαθά». Δεν πρόκειται τόσο για μια αναφορά στις τιμές που θα απολαύσει ο Ιωσήφ, στο ότι μπορεί να γίνει και μέγας άρχοντας, όσο μια πρόσκληση στον νέο να μπορέσει, διά της αμαρτίας, να κάνει τελικά «ιεραποστολή». Όλοι θα γίνουν καλοί εξαιτίας του. Από αυτό το δίλημμα όμως μας βγάζει όλους ο περίφημος λόγος του Αββά Ισαάκ, που έχει περίπου ως εξής: «προτίμησε την μετά ταπεινώσεως ησυχία από το να αναστήσεις νεκρούς και να επιστρέψεις στον Θεό έθνη πολλά». Ακολουθεί κατόπιν και ένας λόγος του Ιωσήφ που δείχνει το φιλότιμό του –ο Ρωμανός προτιμά συχνά την απλή, μα όχι απλοϊκή ηθική: «είναι ανεπίτρεπτο να μιάνει κανείς το γάμο άλλου άνδρα, ακόμη μεγαλύτερο αμάρτημα … να προσβάλω το κρεβάτι του αφέντη μου». Τότε βρίσκει πάτημα η Αιγυπτία να πει «κανένας στη γη δε βλέπει τι κάνουμε… από παντού μας κρύβουν οι τοίχοι κι από πάνω (δηλαδή έναντι του Θεού) ακόμα η στέγη…». Πράγματι, όπως εξηγεί κάπου και ο π. Συμεών Κραγιόπουλος, υπάρχει ένας εσωτερικός «τόπος», όπου νομίζει κανείς ότι μπορεί να κρυφτεί ακόμη και έναντι του Θεού. Μερικοί φθάνουν μάλιστα στο σημείο να νεκρώσουν τα ίδια τους τα συναισθήματα, λέγει ο πατήρ, ώστε να μην «μπορεί» ούτε και ο Θεός να φτάσει εκεί. Δεν θέλουν να εισχωρήσει κανείς στον μυστικό τόπο της καρδίας τους. Έτσι και εδώ, η Αιγυπτία λέγει ότι υπάρχει «χώρος» μη ορατός από οποιαδήποτε μεριά, και άρα ανύπαρκτος. Ό,τι δεν βλέπεται, δεν μπορεί να υφίσταται καν. Εκεί μέσα, στον «ου τόπο» της αμαρτίας, στον «ου τόπο των αισθήσεων», μπορεί να υπάρξει η φιλοσαρκία, ως παράσιτο μεν, ικανό όμως να συντηρήσει τον παλαιό άνθρωπο, που δεν θέλει να πεθάνει. «Δεν θα μας δει ούτε κι ο Θεός, γιατί από πάνω υπάρχει η στέγη…». Είναι η ίδια στέγη με την σημερινή: «ποιος ξέρει τι συμβαίνει με τη μέλλουσα ζωή…». Ο Ιωσήφ απάντα τότε ότι «όλα είναι γυμνά και φανερά για εκείνον που γνωρίζεις τις κρυφές αμαρτίες…», γιατί τα πάντα είναι φύσει ευδιάκριτα, αντιληπτά, και αναγνωστέα. Αυτό είναι το φοβερό. Η γύμνια της ακολασίας θα απογυμνωθεί και αυτή, θα «κριθεί», γιατί δεν παύει να αποτελεί ανθρώπινη πράξη. Δεν υπάρχει κάτι, όπως νομίζουν μερικοί, που να ξεφεύγει από τον διπλό χαρακτήρα του «πάσχειν» ή του «ενεργείν»: αλίμονο, η «συμπεριφορά» δεν είναι πότε μόνο «συμπεριφορά». Θα ακουστεί σίγουρα κάποτε εκείνο το αδυσώπητο ερώτημα «Αδάμ, που ει;», όπως πάλι λέγει ο π. Συμεών. Και αλίμονο, αυτό το ερώτημα ηχεί πιο δυνατό και από το «Αδάμ, τι έκανες;». Πού στ’ αλήθεια βρίσκεσαι ως πρόσωπο, Αδάμ;
***************
Η Αιγυπτία τότε αρπάζει τον χιτώνα του σώφρονος νέου και αυτός φεύγει, αφήνοντας την να κρατά στα χέρια της λίγα κομμάτια από το ύφασμα. Και ο ύμνος τελειώνει με άλλο ένα υπέροχο «τέχνασμα», που όμως θα το θαύμαζαν οι σύγχρονοι ψυχαναλυτές: ο χιτώνας που σκίζει η Αιγυπτία είναι (οιονεί) ο ίδιος με εκείνον που φορούσε ο Ιωσήφ μικρός, εκείνον που έσχισαν τα αδέλφια του και έβαψαν με αίμα, για να πουν ψέματα στον πατέρα τους ότι κάποιο θεριό τον κατασπάραξε...Είναι τόσο δυνατό και υπαινικτικό, που θα ήταν κρίμα να το σχολιάσουμε… Και ο Ρωμανός τελειώνει τον ύμνο με μια παράκληση στον Χριστό και την Παναγία, να σωθεί από όλα τα δεινά, «γιατί όλα τα βλέπει το μάτι που ποτέ δεν κοιμάται».
Ευτυχώς, και το άγρυπνο μάτι του ένθεου ποιητή αποζήτησε και αποκάλυψε με τρόπο φιλόκαλο την αλήθεια.
[1] Μεταφράζει ο  Νίκος Καρούζος.
[2] Η μετάφραση του ύμνου προέρχεται από το βιβλίο «Βυζαντινή Ποίηση» της Αλεξάνδρας Ζερβουδάκη.

πηγή κειμένου: Aντίφωνο

«Βόρεια Εὔβοια: Μικρό ταξίδι στήν ἱστορία».


Ἐργαστήρι Δημιουργικῆς Γραφῆς
«ΔΙΑΠΟΡΘΜΕΥΩΝ ΛΟΓΟΣ»

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ
Σᾶς καλοῦμε στίς ἐπόμενες συνάντησεις τοῦ Ἐργαστηρίου Δημιουργικῆς Γραφῆς στίς ὁποῖες τή σκυτάλη τῆς παρουσίασης παίρνουν τά μέλη τοῦ ἐργαστηρίου.
Αὐτή τήν Τετάρτη 02-Μαΐου-2018 καί ὥρα 19:30 ὁμιλητής θά εἶναι ὁ κ. Ἀλέξανδρος Καλέμης μέ θέμα: «Βόρεια Εὔβοια: Μικρό ταξίδι στήν ἱστορία».
Καί τήν ἐπόμενη Τετάρτη 09-Μαΐου-2018 καί ὥρα 19:30 ὁμιλητής θά εἶναι ὁ κ. Δημήτρης Ἰωάννου μέ θέμα: «Ρωμανός ὁ Μελωδός, ὑμνωδός παλαιός, ποιητής μοντέρνος».
Οἱ συναντήσεις γίνονται στό Πνευματικό Κέντρο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Ἱστιαίας.
Ἡ παρουσία σας θά μᾶς δώσει χαρά.


«Διαπορθμεύων Λόγος»: Ἡ κρίσιμη διαφορά


Ὑπάρχει κάποια λεπτή ἀλλά σημαντική διαφορά ἡ ὁποία ὑπογραμμίζει τήν ἀνάγκη του Ἐργαστηρίου «Διαπορθμεύων Λόγος»;
Ὑπάρχει, τελικά, κάτι διαφορετικό τό ὁποῖο καθορίζεται ἀπό τό σκοπό τοῦ ἐργαστηρίου καί τί σημαίνει αὐτό γιά τόν τρόπο τῶν παρουσιάσεων πού διεξάγονται μέσω τοῦ ἐργαστηρίου;
 Ἡ κρίσιμη διαφορά γιά τήν ὁποῖα γίνεται λόγος ἔχει νά κάνει μέ τόν σκοπό τοῦ ἐργαστηρίου. Μέ τό ἄν, δηλαδή, ὁ λόγος μας μᾶς περνᾶ «ἀπέναντι», ἐάν ,τελικά, εἶναι ἕνας διαπορθμεύων ἐν ἀλήθεια λόγος. Ἄν μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει νά συνειδητοποιήσουμε και νά ἐπανακτήσουμε «τό χτισμένο φῶς» τοῦ τρόπου μας. Καί φυσικά δέν πρόκειται γιά αἴγλη ἤ ἔπαρση ἀλλά γιά τόν ἐν ἀληθεία πόνο τοῦ ἤθους μας.

«Τί ἀξίζει ἕνας ἄνθρωπος τί θέλει καί πῶς θά δικαιολογήσει τήν ὕπαρξή του στή δευτέρα παρουσία;»  (Γ. Σεφέρης)
Λέμε καί κάνουμε πολλά, ξέρετε γιατί; Διότι εἶναι ἀβάσταχτη μιά ζωή δίχως νόημα. Μιά ζωή δίχως ἔνα πλαίσιο κοινωνίας μέ οὐσία. Πίσω ἀπό κάθε πράξη βρίσκεται μιά προσπάθεια νοηματοδότησης τοῦ βίου. Τό λάθος μας, ἡ ἀστοχία μας, ἄν θέλετε, συνοψίζεται σ’αὐτό πού εὔστοχα διατυπώνει ὁ Χρῆστος Μποκόρος, ὅταν λέει:
«Δέν ἀπολογούμαστε πιά στήν αἰωνιότητα».
Ὁ Ζήσιμος Λορεντζάτος ἔλεγε ὅτι πρέπει πρῶτα νά βροῦμε τρόπους ζωῆς καί μετά τρόπους τέχνης. Δέν φτάνουμε ἀπό τή γλώσσα στή ζωή, ἀλλά ἀπό τή ζωή στή γλώσσα.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὀνομάζεται Λόγος. Αὐτό δείχνει ὅτι κάθε λόγος ἐν ἀληθεία, εἶναι τόπος μυστηρίου ὅπου ὁ Θεός-Λόγος ἐνσαρκώνεται, συμπάσχει, συσταυρώνεται, ἐνταφιάζεται καί ἀνασταίνεται συνανασταίνοντάς μας. Σέ κάθε λέξη, ὑπάρχει τότε, ἐνταφιασμένη μιά δυναμική συγκατάβαση τοῦ Λόγου στά μέτρα μας. Καί κάθε φορά πού ὁ λόγος μᾶς τραβᾶ ἀπό τή λήθη τῆς ὕπαρξης στήν ἀλήθεια, μοιάζει μέ τό χέρι τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ  στήν εἰς  Ἅδου Κάθοδο πού τραβᾶ τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα ἔξω ἀπό τό βασίλειο τοῦ θανάτου.
Εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικό σέ κάθε προσπάθεια νά ἔχουμε κατά νοῦ ἐκεῖνο πού λέγει ὁ ἅγιος Ἱσαάκ ὁ Σύρος:
«Προτίμησε τήν μετά ταπεινώσεως ἡσυχία ἀπό τό νά ἀναστήσεις νεκρούς καί νά ἐπιστρέψεις στό Θεό ἔθνη πολλά».
Διότι ἄν ἡ κίνηση τοῦ λόγου πρός τά ἔξω εἶναι ἀντίθετη ἤ διασπᾶ τήν ἔσω συνάντηση μέ τόν Θεό, τότε ἀκόμη κι ἄν ἀναστήσεις τόν ἄλλον, θά τόν ἀναστήσεις ἐν τῇ ματαιότητᾳ καί ὄχι ἐν τῇ μακαριότητᾳ τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἔλλειψη αὐτῆς τῆς συνειδητοποίησης καταντᾶ τά πολιτισμικά δρώμενα Δούρειο Ἵππο τῆς πνευματικότητας. Παράγει καταναλωτές καί ὄχι κοινωνούς. Παράγει θνητούς πού διασκεδάζουν τή θνητότητά τους δίχως νά ὑποψιάζονται πόση μεθεκτική κοινωνία κρατᾶ ἡ σιωπή τῶν πραγμάτων.

------------------------------------------

Συνεκτιμώντας τά παραπάνω θά γίνει παρουσίαση τῆς ἱστορίας τῆς Βόρειας Εὔβοιας κατά τήν ὁποῖα  θά τονιστοῦν  σημαντικά σημεῖα τά ὁποῖα προσπερνᾶ τό ἐκπαιδευτικό σύστημα, ὅπως ἐπί παραδείγματι ὅσα ἀφοροῦν τό Χαλκιδικό ἀλφάβητο τό ὁποῖο μεταφέρθηκε στήν ἀποικία Κύμη τῆς Ἰταλίας καί ἀποτελεῖ οὐσιαστικά τόν πρόγονο τοῦ πλέον χρησιμοποιούμενου ἀλφάβητου παγκοσμίως σήμερα, τοῦ λατινικοῦ.
Σημασία δέν ἔχουν αὐτά καθ’ αὐτά τά γεγονότα ἀλλά τό φῶς στό ὁποῖο μετουσιώνονται. Τό ἄν τελικά μποροῦμε μέσα ἀπό τά γεγονότα τοῦ βίου «νά δικαιολογήσουμε τήν ὕπαρξή μας» στή Δευτέρα Παρουσία. Δικαιώνει τόν ἄνθρωπο ἡ ἱστορική του παρουσία;

Ἐξετάζοντας τήν ἱστορία τῆς Βόρειας Εὔβοιας διαπιστώνουμε ὅτι ἀρχαιολογικά εὐρήματα μαρτυροῦν γιά τόν πλοῦτο καί τήν οἰκονομική ἄνθιση τῶν Ὠρεῶν. Τό νόμισμα πού κόβονταν ἐδῶ  ἦταν τό ἰσχυρότερο, γεγονός πού φαίνεται ἀπό τήν πλειοψηφία αὐτῶν τῶν νομισμάτων πού βρέθηκαν στά ταμεῖα τῆς Δήλου.
Ὡστόσο, τόν ἱστορικό χρόνο καταδυναστεύουν οἱ ἰσχυροί φονεύοντας, ἐκπατρίζοντας, γκρεμίζοντας. Κανένας πολιτισμός δέν διασώζεται ὅταν ἡ οἰκονομία του εἶναι μιά οἰκονομία πού δέν οἰκονομεῖ ἐν ἀληθεία τόν ἄνθρωπο, πού δέν δικαιολογεῖ τήν ὕπαρξή του στήν αἰωνιότητα. Ὁ Ρωμαίος ποιητής Ὀράτιος ὑποστηρίζει ὅτι οἱ Ρωμαίοι κατέκτησαν τούς Ἕλληνες μέ τά ὅπλα καί οἱ Ἕλληνες κατέκτησαν τούς Ρωμαίους μέ τόν πολιτισμό τους. Μέ τήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης χάσαμε τήν Πόλη ἀλλά ὄχι τόν πνευματικό πλοῦτο τῆς Πόλης, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνο δέν χάθηκε ἀλλά μεταλαμπαδεύτηκε καί στή Δύση. «Τό χτισμένο φῶς δέν ξεχτίζεται» γράφει ὁ Νικηφόρος Βρεττάκος. Ἡ φιλοσοφία, ἡ  θεολογία, οἱ τέχνες, τά γράμματα καί ὄχι τό νόμισμα ἀποτελοῦν  τά διαχρονικά στοιχεῖα πού μᾶς κρατοῦν ἀκόμη ἀναμμένους. Ἐπί τουρκοκρατίας ὁ λαός μας μέ τόν κοινοτικό καί ἑνοριακό του χαρακτήρα διαφύλαξε σέ θρύλους καί παραδόσεις, σέ ἤθη καί ἔθιμα, σέ κυκλικούς ἑνωτικούς χορούς πού ἀνάγουν στούς χορούς  ἀρχαίας τραγωδίας  καί σέ δημοτικά τραγούδια τά ἔπη του, δηλαδή τά πνευματικά ἐδάφη τοῦ τρόπου του. Δέν ἀφελληνίστηκε δέν ἐξισλαμίσθηκε. Κι ὅμως ἡ κρίση τῆς ἐποχῆς μας δείχνει λαό πού μεθοδευμένα ἐκπολιτίστηκε. 
Κατακρεουργημένος καί καταλεηλατημένος  μετά ἀπό δύο παγκόσμιους πολέμους δίνοντας τό αἷμα του γιά τό ἱερό σῶμα τῆς πατρίδας, ἐξαπατήθηκε ἀπό τήν τεχνοκρατία καί λησμόνησε στήν εὐζωία τόν ἀναστάσιμο παλμό τοῦ γένους του. Μέ μιά παιδεία ἀπό τήν ὁποία ἐξορίστηκαν φιλοσοφία ,φιλοκαλία, ὑμνογραφία («γράμματα, σπουδάγματα τοῦ Θεοῦ τά πράγματα»), θρύλοι, παραδόσεις ,ἤθη, ἔθιμα, οἱ  χοροί του καί ἡ μουσική του μέ ἄλλα λόγια ὁ τρόπος τῆς ζώσας ἱστορικότητάς του, εὐνουχίστηκε ἀπό τήν πραγματικότητά του καί διασύρθηκε στήν ἀπάτη καί τή λήθη ἑνός ἐπιστημονισμοῦ πού δέν οἰκονομοῦσε τόν ἄνθρωπο ἀλλά μιά οἰκονομία παραγωγῆς καί κατανάλωσης  πού ἐπιδέξια μεθοδεύει ἐκτός ἀπό  τή μνήμη νά τοῦ ἀφαιρέσει καί τό πρόσωπο, ὥστε νά μήν ἀναγνωρίζεται πιά ἀπό αὐτό ἀλλά ἀπό τό ΑΦΜ (Ἄλωση Φωτισμένης Μνημοσύνης;!) του.
 Ἀλλά ἡ ἀπώλεια προσώπου σημαίνει ἀπώλεια  πολιτισμοῦ. Ἔκπτωση τῆς κοινωνίας σέ ἀγορά. Μιά πραγματικότητα ὅπου τά ὅπλα καί τά νομίσματα νικοῦν τόν πολιτισμό καί θάβουν τόν ἄνθρωπο. Μιά πραγματικότητα δίχως πραγματικό ἄνθρωπο.
Ἄν θές νά ἐκτιμήσεις τό ὕψος ἑνός πολιτισμοῦ δές ἄν ἔχουν ὕψος οἱ ἦττες του. Θερμοπύλες, Κωνσταντινούπολη, Μεσσολόγγι, Δίστομο... μᾶς καθιστοῦν  διαχρονικά «ἐλεύθερους πολιορκημένους».  Ἀλλά ἀπό κάτι τέτοιους πολιορκημένους διασώζει τήν ἐλπίδα της ἡ ἀνθρωπότητα.
«Νά βάλλουμε τό εὐ μπροστά ἀπό τήν κάθε ἡμέρα μας, νά εὐπρεπίσουμε τήν καθημερινότητά μας. Ἀνήκουμε στό σύνολο κόσμο, δέν εἴμαστε ἐφήμεροι, μετέχουμε στήν αἰωνιότητα. Εἴμαστε ἡ ἐπικαιρότητά της... Ἐμεῖς θά πρέπει νά οἰκονομήσουμε τή ζωή μας, ὄχι ἡ οἰκονομία ἐμᾶς». ( Χ. Μποκόρος)


Η δημιουργία ως αίτημα αθανασίας


Ἐργαστήρι Δημιουργικῆς Γραφῆς τοῦ Δήμου Ἱστιαίας-Αἰδηψοῦ
«ΔΙΑΠΟΡΘΜΕΥΩΝ ΛΟΓΟΣ»

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Ἡ πασχαλινή συνάντηση τοῦ Ἐργαστηρίου Δημιουργικῆς Γραφῆς «ΔΙΑΠΟΡΘΜΕΥΩΝ ΛΟΓΟΣ» εἶναι ἀφιερωμένη στούς νέους μας.
 Θέμα συζήτησης θά εἶναι ὁ κοινός τόπος τοῦ ἑλληνικοῦ τρόπου μέσα ἀπό τήν τέχνη τῆς ποίησης καί τῆς ζωγραφικῆς. Ἰδιαίτερη ἀναφορά θά γίνει στά ἔργα τοῦ Χρήστου Μποκόρου καί τοῦ Γιώργου Κόρδη.
Σᾶς περιμένουμε  τήν Τετάρτη τῆς Λαμπρῆς 11 Ἀπριλίου στίς 19:00 στό Πνευματικό Κέντρο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Ἱστιαίας.


Η δημιουργία ως αίτημα αθανασίας
Χρήστος Μποκόρος

«Ο άνθρωπος κατοικεί ποιητικά τον κόσμο». Οι άνθρωποι κατοικούμε ασφυκτικά τις πόλεις. Οι πόλεις πληθαίνουν, τα πλήθη τις αλλοιώνουν, τα απόκεντρα της διογκούμενης περιφέρειας πολιορκούν τα ιστορικά τους κέντρα και ακυρώνουν το κοινοποιό τους νόημα. Σε τι ομονούν αχανείς πλέον και ακοινώνητες; Τι αναζητούμε σωρρευμένοι στις πόλεις; Εγκατοίκηση στην κοινότητα ή αποξένωση μεσ' στο πλήθος; Πολίτες της πόλης ή ιδιώτες μαζικής κατανάλωσης εφήμερων αγαθών και ενεστώτος χρόνου;
Τα νέα αντικαταθίστανται τάχιστα από τα νεώτερα αλλά πότε παλιώνουν τα παλιά; Το νόημα του κόσμου δεν είναι αναλώσιμο, υπερβαίνει το παρόν. Το παρόν είναι ακαριαίο και ως ακαριαίο, άπιαστο, ασύλληπτο. Σαν το νερό του ποταμού που τρέχει και δεύτερη φορά δεν το κρατάς. Η στιγμή μας, αυτή εδώ που ζούμε, είναι ήδη παρελθόν. Και το μέλλον απρόβλεπτο. Τι είναι λοιπόν ο χρόνος;
Η πόλη μας είναι μόνον τόπος ή είναι κυρίως χρόνος παραδεδομένος στο εκάστοτε παρόν; Κι εμείς; Καθένας μας είναι μόνον αναλωμένες στιγμές ή μήπως συνιστά συσσωρευμένον χρόνο; Είναι φυγόκεντρη ή κεντρομόλος η συνείδηση του ανθρώπου; Η ποιότητά μας δεν μπορεί να είναι εφήμερη. Η ζωή μας δεν είναι ανταλλάξιμη. Ζούμε έμψυχοι σε διευρυμένο τόπο και διεσταλμένο χρόνο. Όσο ζούμε την ζωή μας όλα είναι αθάνατα, και τα ζωντανά και τα πεθαμένα.
Και η τέχνη μας, ακόμη κι όταν είναι επίκαιρη δεν είναι ακριβώς εφήμερη. Διεκδικεί μιαν απόδραση από τον χρόνο που μας δαπανά παραμένοντας ο ίδιος αδαπάνητος. Τα έργα μας πλήττουν την ροή του για να αποσπάσουν μιαν ιδανική στιγμή. Εντάσσονται στον κόσμο και τεκμηριώνουν έτσι ένα αίτημα αθανασίας. Σώζουν απ' τη λήθη μιαν εικόνα, έναν ήχο, μία λέξη και τα ανάγουν στο αντίθετο της λήθης, στην α-λήθεια. Προσβλέπουν στην αιωνιότητα. Η μνήμη είναι το όχημα, το εργαλείο αυτής της αναγωγής, όχι όμως για να θυμηθεί ή να νοσταλγήσει αλλά για να αναβιώσει την συγκίνηση, να ξανανιώσει ένα δυνατό αίσθημα, να κρατηθεί ανατατική, να αναστηθεί. Να ορθώσει ανάστημα, να κοιτάξει ψηλά, να ανασάνει. Να αξιωθεί, να στοχεύσει νόημα.
Από τον καιρό που πρωτοβρέθηκα σπουδαστής στην Ανώτατη Σχολή των Καλών Τεχνών, όντας αμύητος στην παραδεδομένη καλλιτεχνική παιδεία, αναγκάστηκα να αναζητήσω μόνος και εξ αρχής τα στοιχειώδη νοήματα. Αισθανόμουν ναυαγός σε ένα πέλαγος αποριών σχετικών με την αξία των έργων. Το τι και το γιατί της Τέχνης. Προφανώς η αναπαραστατική δεξιότητα δεν μου αρκούσε για να νοηματοδοτήσει την λειτουργία τους. Ούτε βέβαια η ευρηματικότητα, η πρωτοτυπία ή η πρόκληση αρκούν. Κάτι περισσότερο απαιτείται για να αναχθούν τα έργα μας σε έργα Τέχνης. Να θαυμάζονται και να προσκυνούνται στους αιώνες. Έκτοτε δύο θεμελιώδη ερωτήματα ταλαιπωρούσαν την σκέψη μου. Πρώτα απ' όλα το τί νόημα μπορεί να έχει η τέχνη, και εν προκειμένω η ζωγραφική που με αφορούσε άμεσα, σε μιαν εποχή που εξαρτά την αξία από την ανανέωση. Σε μια κοινωνική συνθήκη όπου το νέο προσφέρεται και απαιτείται συνεχώς. Το αποκτούμε και πριν προλάβουμε καλά καλά να το οικειοποιηθούμε, να το παλιώσουμε, προσδοκούμε το επόμενο που θα το αντικαταστήσει. Η επιθυμία μας ξεπερνάει το νέο, λαχταράει το επόμενο νέο, το νεώτερο. Μέχρι πού; Και τι γίνεται με τον αχανή σκουπιδότοπο των αχρηστευμένων πρώην νέων; Πότε παλιώνει το νέο και κυρίως πότε παλιώνει το παλιό; Έχουν άραγε παλιώσει τα αριστουργήματα παρελθόντων εποχών; Παλιώνει η αγάπη, η δικαιοσύνη, η αρετή, η γενναιότητα, η πείνα, η δίψα, ο πόνος, η ηδονή, η επιθυμία, το διακαές αίτημα αθανασίας που κινητοποιεί επ’ αγαθώ τη ζωή μας; Το παιδί μέσα μας παλιώνει; Μια ζωγραφιά απαιτεί χρόνο, κόπο, ιδιαίτερη δεξιότητα και πνευματικήν εγρήγορση για να ολοκληρωθεί κι όταν επιτέλους τελειώσει και φανεί, δεν προσδοκά την ακύρωση και την αντικατάστασή της από μιαν επόμενη αλλά την μετοχή της στην αιωνιότητα. Στο Μουσείο. Στον χώρο των Μουσών οι οποίες εμπνέουν και προστατεύουν τις τέχνες του ανθρώπου. Ο μύθος κρύπτει νουν αληθείας όταν τις θέλει κόρες αρτιέπειες του Μεγάλου Διός, του πατέρα των θεών. Στην αρχή της Θεογονίας του ο Ησίοδος βάζει στα χείλη των Μουσών καποια εξαίσια λόγια: «ἴδμεν ψεύδεα πολλὰ λέγειν ἐτύμοισιν ὁμοῖα, ἴδμεν δ᾽, εὖτ᾽ ἐθέλωμεν, ἀληθέα γηρύσασθαι». «Ξέρουμε ψέμματα πολλά να λέμε ίδια με αλήθειες μα ξέρουμε όταν θέλουμε κι αλήθειες να ιστορούμε». Μητέρα των Μουσών η Μνημοσύνη. Δίχως μνήμη δεν γεννιούνται ούτε Μούσες ούτε έργα αντάξιά τους. Μνημεία άλλωστε τα αποκαλούμε τα σπουδαία έργα τέχνης, όπως και τους τάφους. Σήματα του αοράτου, εικόνες ορατές του μη πλέον όντος. Ή μήπως του όντως όντος;
Περιδιαβαίνοντας τα Μουσεία, τα σπουδαία κτίρια, τα δημόσια μνημεία, βλέποντας τα έργα της Μεγάλης Τέχνης, υποκλινόμουν στην αρτιότητα της τεχνικής, στο μεγαλείο της σύνθεσης, στο υποβλητικό τους κύρος. Δεν τα αισθανόμουν ωστόσο δικά μου, δεν ένιωθα να με περιέχουν, δεν αναγνώριζα κοινότητα με τους ωραίους και τις ωραίες, τους βασιλείς και τις πριγκήπισσες, τους ήρωες και τους επίσημους που παριστούσαν. Μεγαλωμένος στην επαρχία, σε λιβάδια και ρέμματα έπαιζα παιδί, χωρίς ιδιαίτερη καλλιτεχνική παιδεία κι έτσι αισθανόμουν αδαής απέναντι στην επισημότητα των σπουδαίων έργων. Πρώτη φορά που αισθάνθηκα οικειότητα με το νόημα της ζωγραφικής, ήταν όταν είδα τα Μακεδονικά πορτραίτα της Αιγύπτου, αυτά που λέμε πορτραίτα του Φαγιούμ. Πρόσωπα καθημερινών ανθρώπων, σαν τους δικούς μου ανθρώπους, να με κοιτούν ακίνητοι με μάτια ορθάνοιχτα. Το βλέμμα της αιωνιότητας ενώπιόν μου. Ήταν παλιά, αρχαία αλλά και αιώνια ταυτόχρονα. Και κυρίως ζωντανά παρότι προσωπεία θανάτου. Έδιναν πρόσωπο σε καλοτυλιγμένες μούμιες απελθόντων. Διεκδικούσαν τη μορφή τους στην αιωνιότητα. Ανέστρεφαν το μνήμα σε μνημείο. Εντυπωσιάστηκα από την συνείδηση αυτής της ανατροπής. Έσωζαν από τη λήθη στην α-λήθεια το πρόσωπό τους, το προς όψιν. Το προορισμένο δηλαδή να ιδωθεί και να αναγνωριστεί ες αεί. Αλλά από ποιούς και προς τι;
Εδώ ήταν το δεύτερο ερώτημα που με βασάνιζε όλα αυτά τα χρόνια. Σε ποιούς απευθύνεται το έργο τέχνης, όταν οι περισσότεροι άνθρωποι δηλώνουν χαριτωμένα ότι δεν ξέρουν από τέχνη; Όσο μοναχική κι αν είναι η διαδικασία της ζωγραφικής, το έργο δεν γίνεται μόνον γι αυτόν που το φτιάχνει. Απευθύνεται σε μια κοινότητα έστω κι αν είναι ιδανική. Να κοινωνήσει προσδοκά σε μια κοινήν αντίληψη. Η περίφημη ατομικότητα είναι μάλλον μια ανεπαρκής κατανόηση του ανθρώπου. Οι άνθρωποι καταγόμαστε από άλλους ανθρώπους και συμπεριφερόμαστε ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους. Μεταξύ άλλων συρρέουμε στα μουσεία, στα θέατρα, στα ωδεία, στις εκθέσεις. Στεκόμαστε με σεβασμό και προσήλωση, σαν σε ναό, απέναντι στα έργα, μιλάμε με θαυμασμό και κάποιες φορές τα ανακαλούμε σαν οδηγούς και λυτρωτές για να καθαρθούμε απ' της ζωής μας τα παθήματα. Δεν είναι όμως επικοινωνία η τέχνη. Δεν επικοινωνούμε με το έργο ή με τον δημιουργό του. Να κοινωνήσουμε επιθυμούμε στο ύψος που ανακαλεί η εικόνα. Η προσκύνηση επί το πρότυπον διαβαίνει. Στην αύρα της απόστασης που μας επιβάλει όσο κοντά του κι αν βρεθούμε. Τελευταία βέβαια προστρέχουμε περισσότερο στα σχόλια και τις συμβουλές των ειδικών, ελπίζοντας να μας ανοίξουν εκείνοι δρόμους κατανόησης που δεν τολμούμε να εμπιστευτούμε στη δική μας κρίση. Είναι άραγε άμοιρη κρίσης η αυτόματη αισθητική μας αντίληψη; Δεν δικαιούμαστε να κρίνουμε και να προκρίνουμε μόνοι μας το καλό, το ωραίο, το άξιο; Να μετέχουμε, ως αυτό που είμαστε, στο υψηλό και το κύριο; Είναι αποτέλεσμα διδασκαλίας και υποδείξεων η αισθητική αγωγή; ή μήπως προσωπική μας βάσανος αναγωγής εαυτού στην ομορφιά; Δεν είναι εν τέλει απώτατο στάδιο της αισθητικής μας ανάπτυξης η ηθική μας στάση στον κόσμο; Ποιά είναι η ομορφιά που θα σώσει τον κόσμο αν όχι η στάση μας εντός του; Ποιός θα αναλάβει αντί για 'μας αυτήν την επιμέλεια;
Αν τα έργα γίνονται για την συντεχνία των ειδικών, για τους μυημένους και τους φιλότεχνους, τι νόημα έχει τότε η αναγόρευση του τεχνίτη σε δημιουργό; Σ' αυτόν που κάνει έργα για τον Δήμο, για την κοινότητα; Μπορεί να παιδαγωγείται η κοινότητα με την προσωπική έκφραση του κάθε, αυτοκυρησσόμενου συνήθως, καλλιτέχνη; Τι κύρος αποδίδουν τα εκθέματα, και ποιά εκθέματα, στον δημόσιο χώρο; Τι προσδοκά η κοινότητα από τα έργα τέχνης; Τι αναγορεύει η πόλις ως έργο τέχνης ικανό να ανάγει τους πολίτες της στο ύψος που προσδοκά και τι αποδίδει ως ιδανικό της στον παγιωμένο χρόνο των δημόσιων εκθεμάτων. Αρκείται στην ιδιομορφία της οποιασδήποτε, ελεύθερης γαρ, έκφρασης του οποιουδήποτε αυτόκλητου ή ετερόκλητου καλλιτέχνη; Επανέρχεται αμείλικτο το ερώτημα: πως πολιτεύεται η πόλη; Τι δήμο παριστά ο δημόσιος χώρος; Σε τι ομονοεί η κοινότητα; Τι το καλόν; Και τίνος;
Βαδίζοντας σε τέτοια σκιερά μονοπάτια αναπάντητων ερωτημάτων, ελλοχεύει βέβαια πάντοτε ο κίνδυνος της απομόνωσης και της αποπομπής από την κυρίαρχη ιδεολογία της νεωτερικής συνθήκης που μονοπωλεί τις απαντήσεις. Επικρέμεται αποκλεισμός από τον κατακτητικό μηχανισμό της ασφυκτικής ενημέρωσης που απαιτεί πειθαναγκαστικά και πάσει θυσία αειφόρο ανάπτυξη και διασκέδαση μέχρις οριστικής εξαντλήσεως των αναλώσιμων αποθέματων ενέργειας. Καμμιά διακινδύνευση του ετοιμοπαράδοτου νοήματος της ζωής των καταναλωτών. Αλλά είμαστε εδώ για να καταναλώνουμε μόνον την ζωή που μας αντιστοιχεί δίχως διακινδύνευση αναγωγής στο ύψος; «Όπου ωστόσο κίνδυνος, εκεί κι η σωτηρία βλασταίνει», για να κλείσω με έναν ακόμη στίχο του ποιητή με τον οποίο άρχισα την ομιλία μου. Φρήντριχ Χαίλντερλιν, αρέσκεται να τον αναφέρει και ο κ. Ξηροπαίδης που μου έκανε την τιμή να με καλέσει εδώ απόψε να σας μιλήσω.
Ευχαριστώ πολύ που με ακούσατε.
 πηγή: Aντίφωνο



Ο ΚΟΙΝΟΣ ΤΟΠΟΣ ΤΟΥ ΤΡΟΠΟΥ ΜΑΣ
Ἀθηνιώτη-Παπαδάκη


Θά προσπαθήσουμε, ἀρχικά, νά προσδιορίσουμε τό πολιτισμικό κέντρο μέσα στήν ἱστορική πορεία τοῦ ἑλληνισμοῦ. Δίχως στεγανά ὅρια παρατηρεῖται μιά πολιτική μετάβαση ἡ ὁποῖα θά πρέπει νά ἀξιολογηθεῖ καί νά μᾶς προβληματίσει ὡς πρός τήν διαχρονικότητα τοῦ φωταγωγικοῦ μας χαρακτήρα.
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ:  ΑΡΕΤΗ ΚΑΙ ΜΕΤΡΟ - ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΗΣ -ΚΟΙΝΩΝΕΙΝ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΥΕΙΝ
ΒΥΖΑΝΤΙΟ:  ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΣΤΑΥΡΟΣ – ΑΓΙΟΣ ΚΑΙ ΑΣΚΗΤΗΣ – ΚΟΙΝΩΝΕΙΝ ΚΑΙ ΑΓΙΑΖΕΙΝ
ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ: ΧΡΕΟΣ ΚΑΙ ΤΙΜΗ – ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΚΑΙ ΗΡΩΑΣ – ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΓΕΝΟΥΣ
ΝΕΟΤΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ: ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΣΜΟΣ – ΑΤΟΜΟ – ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΣΜΟΣ
ΣΥΧΡΟΝΗ ΕΛΛΑΔΑ: ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΓΟΡΕΣ – ΦΟΡΟΛΟΓΟΥΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΑΝΕΡΓΟΣ – ΕΚΧΩΡΗΣΗ  ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΔΟΜΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ

Εἶναι γεγονός πώς τά πρότυπα τοῦ φιλοσόφου, τοῦ ἁγίου καί τοῦ ἥρωα ἔχουν ἀντικατασταθεῖ μέσω μιᾶς μεθοδευμένης χειραγώγησης τῶν συνειδήσεων, μέ τήν ἁδρή συνδρομή τῶν ΜΜΕ, μέ τά πρότυπα τοῦ πλούσιου, τοῦ δυνατοῦ, καί τοῦ ὄμορφου. Ἡ ἀγωγή ἔχει συρρυκνωθεῖ σέ παιδεία ἐπαγγελματισμοῦ καί τήν ψυχαγωγία ἔχει ἀντικαταστήσει ἡ διασκέδαση. Ὁ στοχασμός εἶναι ἄγνωστη λέξη καί ἔννοια, ἡ σκέψη ἐγκεφαλική διαδικασία. Τό ἀσκητικό πνεῦμα ἔχει ἁλωθεῖ ἀπό τήν ἡδονή καί ἡ ταυτότητα τοῦ  ἀνθρωπίνου ὄντος δέν εἶναι πιά ἡ ἄνω θρώσκουσα πραγματικότητα  ἀλλά ἡ «ἐπαυξημένη» ψευδαίσθηση πραγματικότητας τῆς ὀθόνης.

Ὡστόσο « ἡ κρίση εἶναι καθημερινή συνθήκη ἑνός σκεπτόμενου καί δρώντος ἀνθρώπου. Νά κρίνεται, νά κρίνει, νά διακρίνει καί νά προκρίνει τό οὐσιώδες...Αὐτό πού κρίνεται εἶναι ὁ ἄνθρωπος καί ὁ ἄνθρωπος κρίνεται ἀπό τή στάση του στόν κόσμο». (Χ.Μποκόρος).
Ἡ ἀπέκδυση ἀπό τό οὐσιώδες μπορεῖ ὡστόσο μέσω τῆς μνήμης νά  γίνει αἰτία ἐπιστροφῆς καί ἐπανεκτίμησης τῆς πορεῖας. Εἶναι ἡ δυναμική τῆς ρίζας πού στήν  ἀσφυξία τῆς ἐποχῆς  ἀποτελεῖ πεῖσμα ἀναπνοῆς.
«Τό νά χάσει ἕνας λαός τίς μορφές μέ τίς ὁποῖες ἐκφραζόνταν εἶναι λυπηρό, ἀλλά τό νά χάσει τόν τρόπο καί τόν δρόμο νά δημιουργεῖ ἀνάλογες ἰσόκυρες μορφές εἶναι τραγικό. Τότε δέν χάνει τήν περιουσία του, χάνει τήν οὐσία του» (Γ.Κόρδης)
Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἑτυμολογικά στήν ἑλληνική γλώσσα ἡ μνήμη συγκεφαλαιώνεται στήν ἀλήθεια, καθώς ἡ λέξη δομεῖται ἀπό  τό στερητικό α καί τή λήθη. Ἀληθές εἶναι αὐτό τό ὁποῖο ἔχει τόν χαρακτήρα τῆς αἰώνιας μνήμης.
Ὁ ἑλληνικός πολιτισμός ὑπῆρξε μνημειώδης πολιτισμός. «Κατάλαβα, λέγει ὁ Χ. Μποκόρος, τό νόημα τοῦ μνημείου ὡς ἀνατροπή τοῦ μνήματος». Ἄρα ἕνας μνημειώδης πολιτισμός ἀνατρέπει τή φθορά καί τόν θάνατο καί ἀναδεικνύει τήν  ἄφθαρτη οὐσία μας.


ΒΑΣΙΚΟΙ ΠΥΛΩΝΕΣ ΤΟΥ ΤΡΟΠΟΥ ΜΑΣ

«Ἕνα τοπίο δέν εἶναι ἕνα σύνολο φυτῶν καί ὑδάτων
ἀλλά ἡ προβολή τῆς ψυχῆς ἑνός λαοῦ πάνω στήν ὕλη» (Ο. Ἐλύτης)
Πρόκειται γιά τόν τρόπο πού μετουσιώνει τόν τόπο. Μές στήν ἄπειρη δυναμική τοῦ μυστηρίου ἔχουμε χάσει τή συνείδηση τοῦ θαύματος. Τήν παρουσία ὡς ἀναγωγή τῆς οὐσίας. Ὄχι τή μένουσα ὕπαρξη ἀλλά τή μέλλουσα δόξα της.
«Ἀνάταση ὄχι παράταση χρωστάμε στή ζωή μας» (Χ. Μποκόρος).
Σέ τρεῖς βασικούς διαχρονικούς πυλώνες μποροῦμε νά ἐντάξουμε τόν ἑλληνικό μύθο τοῦ ἤθους μας :

ΕΥ ΖΕΙΝ
Ἐδῶ ἔχουμε ὅτι συνιστᾶ καί οἰκοδομεῖ τήν κοινωνία. Δηλαδή:
Μνήμη καί παράδοση
Γλώσσα
Ἤθη, ἔθιμα, θεσμοί
Τοπικοί χοροί καί τραγούδια
Ἀγωγή καί παιδεία
Κοινότητα

ΕΥ ΑΓΩΝΙΖΕΣΘΕ
Ἐδῶ συμπεριλαμβάνεται ὅ,τι συνιστᾶ ἀγωγή. Δηλαδή:
Συνείδηση χρέους
Κοινωνική δομή: οἰκογένεια, ἐκκλησία, κοινότητα, πολιτεία
Δημιουργία

ΑΕΙ ΖΕΙΝ
Ἐδῶ ὑπάρχει ἄνοιγμα πρός τό μυστήριο τῆς ὕπαρξης. Ἀπόκριση στόν ἀποφατισμό τοῦ βίου βρίσκουμε :
στήν μυθολογία καί τούς λαϊκούς θρύλους
στήν φιλοσοφία καί στήν φιλοκαλία
στήν ὑμνογραφία καί τήν ποίηση
στόν δοξολογικό καί μεταφυσικό χαρακτήρα τῆς τέχνης
μέ λειτουργικό βιωματικό ἀποκορύφωμα τή συμμετοχή στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας.




Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ ΥΙΟΥ

Ἐργαστήρι Δημιουργικῆς Γραφῆς τοῦ Δήμου Ἱστιαίας-Αἰδηψοῦ
«ΔΙΑΠΟΡΘΜΕΥΩΝ ΛΟΓΟΣ»

 ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Σᾶς περιμένουμε στή στοχαστική συντροφιά μας τήν Παρασκευή 30 Μαρτίου στίς 18:30στό Πνευματικό Κέντρο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Ἱστιαίας.
 Ὁ κ. Καλέμης Εὐάγγελος θά παρουσιάσει τήν σημασιολογική ἀξία τῆς παραβολῆς τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ, συνδέοντάς την καί μέ τό ἐννοιολογικό βάθος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑμνογραφίας. 


Η παραβολή του Ασώτου Υιού
Αρχιμ. Βασιλείου Γοντικάκη
 

Η ανταρσία του νεώτερου υιού και η διαγωγή του πατέρα
Τον νεώτερο υιό της παραβολής τον σώζει η αίσθηση που έχει ότι είναι υιός του πατέρα. Αισθάνεται και εκφράζεται μ' αυτήν την ορολογία. Ζη σ' αυτόν τον οικογενειακό χώρο. Γι' αυτό λέει: «Πάτερ, δός μοι...»
Η αμαρτία, η αδυναμία του, είναι ότι οντάς ανώριμος δεν έχει φτάσει στο να ξέρη ότι η ουσία του Πα¬τρός είναι η ίδια με την ουσία του Υιού. Δεν ξέρει τούτη τη στιγμή αυτό πού λέει παρακάτω ο πατέρας στον πρεσβύτερο υιό, «τα εμά πάντα σα εστί», γι' αυ¬τό ζήτα από τον πατέρα του να του δώση «το επιβάλλον μέρος της ουσίας», το κομμάτι πού του ανήκει. Αυτός ο χωρισμός πού γίνεται μέσα του είναι η αμαρτία του.
Αυτός ο χωρισμός, ο τεμαχισμός είναι η αμαρτία, το κακό. «Όρος σύντομος του κάκου ότι ου κατά φύσιν άλλα κατά μερικήν έλλειψιν του αγαθού εστί» (Άγιος Μάξιμος, Ρ.Ο. 4, 301Α).
Ο πατέρας είναι άρχοντας αγάπης. Δεν ενδιαφέρεται για τον εαυτό του. Ενδιαφέρεται να σώση τον άλλο, το παιδί του. Αυτό βρίσκεται στον σκοπό της ζωής του, είναι καταξίωσι του είναι του. Δεν τον ενδιαφέρει τι θα πη ο κόσμος, αν θα χάση το κύρος του, αν παρουσιαστή ως πατέρας αποτυχημένος, με παιδί πού αφήνει το σπίτι και φεύγει μακριά. Η αγάπη του πατέρα πάει πιο μακριά απ' ό,τι μπορεί να πάη η κρίσι του κόσμου ή η ανταρσία του γιου του. Γι' αυτόν τον λόγο δεν θέλει να του κάμη διδασκαλία με λόγια. Ξέρει ότι δεν πρόκειται να βγή τίποτε. Δεν πρόκειται να νοιώση κάτι ο νεώτερος υιός του.
Τώρα πρέπει να τον αφήση να περιπλανηθή, να πάθη, να μάθη, να δη προσωπικά. Αυτό ξέρει ο πατέρας ότι είναι κάτι θανάσιμα επικίνδυνο, άλλα δεν βλέπει άλλη λύσι.
Θα τον συντροφεύη πάντοτε με την αγάπη του, πού μένει στο σπίτι, άλλα απλώνεται παντού. Γι' αυτό δεν αμύνεται στενόκαρδα, δεν πιέζει. Δίδει αγωγή στο παιδί του υποφέροντας μυστικά ολόκληρος, βγαίνοντας στον σταυρό της αναμονής.
Το θέμα δεν είναι ο πατέρας να κράτηση δια της βίας τον υιό κοντά του, αλλά να του δώση τη δυνατότητα, να του δημιουργήση τις προϋποθέσεις, ώστε ο ίδιος, μόνος του, να έλθη προς Αυτόν, την πηγή της Ζωής. Αυτή η κίνησι προς τον Πατέρα ορίζει τον υιό.
Η προσωπική κίνησι προς τον Πατέρα ορίζει το πρόσωπο του Υιού. Η φράσι «και ο Λόγος ην προς τον Θεόν» (και όχι «εν τω Θεώ») δεν θέλει άραγε να μας πή κάτι για το μυστήριο της υιότητος και της πατρότητος;
Να δώσης τη δυνατότητα στον άλλο να γυρίση στο σπίτι εν ελευθερία. Να το βρή. Να το νοιώση, να γίνη δικό του. Να μην μπορή να φυγή, γιατί οπουδήποτε και να βρίσκεται, τότε με τη σωστή τοποθέτησι και σχέσι υιού προς πατέρα θα είναι «εν παντί καιρώ και τόπω» στον πατρικό οίκο.
 
Και χωρίς να πή λόγο, «διείλεν αυτοίς τον βίον». Του μίλα και του συμπεριφέρεται με τον τρόπο πού ο υιός καταλαβαίνει, όχι με εκείνον πού ο πατέρας ξέρει.
 
Του έδωσε το κομμάτι πού ζητούσε. Άλλα το κομμάτι αυτό, αποκομμένο από το σύνολο της αληθείας της αμπέλου της ζωής, δεν μπορεί να ζήση, να καρποφορήση. Το κομμάτι αυτό, όταν το παίρνουμε δυναστικά, αντάρτικα -όπως και όταν θέλουμε- δεν μας οδηγεί, δεν μας φέρνει στη ζωή, στον Παράδεισο, αλλά στην απόγνωσι και καταστροφή. Αυτό πού συνάγομε με το επαναστατημένο θέλημα μας -«συναγαγών απαντά»- το σκορπίζαμε ασώτως -«διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού ζων ασώτως» (α-σωτηρία, α-σώον, μισερά, αμαρτωλά, εκτός Θεού, σε παρά φύσιν κατάστασι).
Μαραίνεται και ξηραίνεται σύντομα. Σκορπίζεται. Τελειώνει σε μια κατάστασι στείρα, οπού χωρίζεται η ζωή από την πνευματική ζωή. Σε μια κατάστασι πού δεν έχει φως, καρποφορία, συνέχεια για τον άνθρωπο. Όπου τα πάντα μυρίζουν φθορά και είναι θάνατος.
Το κομμάτι πού μας δίδει ο Θεός είναι από ένα σώμα θεανθρώπινο πού μερίζεται και δεν διαιρείται, πού εσθίεται και ουδέποτε δαπανάται. Είναι μικρό προζύμι με όλο τον δυναμισμό της βασιλείας, πού σώζει τα σύμπαντα και ζυμοί τα τρία σάτα της δημιουργίας ολόκληρης.
Το ψεύτικο χάνεται, μας εγκαταλείπει
Μέσα στο πυρ της πραγματικότητας φανερώθηκε το ψεύτικο, το απατηλό, που χάνεται και φεύγει. Μας αφήνει μόνους, έρημους και νηστικούς σε χώρα αλλοδαπή, οπού τα πάντα ξοδεύονται χωρίς να ανανεώνωνται -«δαπανήσαντος αυτού πάντα».
Δεν δαπανήθηκαν μόνο τα δικά του πάντα, άλλα έγινε επί πλέον λιμός ισχυρός «κατά την χωράν εκείνην». Στη μακρινή χώρα κανείς δεν ζή καλά για πάντα. Στο τέλος ισχυρός λιμός βασανίζει όλους. Κανείς δεν μπορεί να βοηθήση κανένα. Υπάρχει μια έκπτωσι, εξαθλίωσι, τελική απώλεια του ανθρώπου. Και όταν ζητάς βοήθεια, όταν πας να προσκολληθής «ενί των πολιτών της χώρας εκείνης», αυτός σε σπρώχνει πιο χαμηλά, σε στέλνει να βοσκής χοίρους, να ποιμαίνης πάθη. Σε κάνει χοιροβοσκό. Σε κάνει χοίρο. Αρνείται τη φύσι, την ευγένεια σου. Σε θεωρεί ζώο. Σου αρνείται την τροφή των χοίρων. Άλλα και όταν σου την δίδη, είναι σαν να μη σου δίδη τίποτε. Μένεις νηστικός, γιατί δεν τρώγεται η τροφή των χοίρων. Εσύ έχεις ανάγκη από άλλη τροφή.
Το αληθινό μένει, μας σώζει
Η δοκιμασία του νεώτερου γιου στη μακρινή χώρα φανέρωσε και το τι έκρυβε μέσα του, τι αντοχή είχε, τι έμεινε ανέπαφο, ποιος μπορούσε να τον βοηθήση, σε ποιόν να κολληθη -«εκολλήθη η ψυχή μου οπίσω σου, εμού δε αντελάβετο η δεξιά σου» (Ψαλμ. 62, 9)- σε ποιόν να καταφυγή, ποιος είναι «οικτίρμων και ελεήμων» (Ψαλμ. 102, 8), που υπάρχει τροφή, ζωή και ανάστασι για όλους.
Μπορεί να τα έχασα όλα. Μπορεί να χάθηκα και εγώ ο ίδιος -«απολωλώς ην»-, κυριολεκτικά να πέθανα -«νεκρός ην»-, αλλά κάτι υπάρχει πού δεν χάνεται, δεν πεθαίνει• είναι ο Πατέρας μου και η αγάπη Του. Αυτός είναι «δυνατός εν ελεεί και αγαθός εν ισχύϊ» (α' ευχή του Εσπερινού). Το ξέρω, το ζω.
Δεν σκέφτομαι τα παιδιά του -είμαι ανάξιος για κάτι τέτοιο- σκέφτομαι τους μισθωτούς του, πώς τους φέρεται, πώς τους χορταίνει. Είμαι μισθωτός χωρίς μισθό• δούλος χωρίς ψωμί.
Θα σηκωθώ και θα γυρίσω πίσω και θα πω στον πατέρα μου: Αμάρτησα στον ουρανό και σε σένα. Σε σένα πού είσαι πατέρας επουράνιος. Σε σένα πού έχεις τέτοια αγάπη, πού γεμίζει ουρανό και γη. Σε σένα πού ακόμη εδώ, στη μακρινή χώρα της στερήσεως, της ασωτείας, της κολάσεως, με παρακολουθείς, με συνοδεύεις.
Δεν είμαι άξιος να λέγομαι γιος σου. Ξέπεσα, έχασα την υιοθεσία. Αυτή είναι η αμαρτία, το έγκλημα μου το ένα. Δεν είναι η περιουσία σου που έφαγα. Δεν είναι κάτι μικρό, υλικό, πού μπορώ να επανορθώσω με τις δυνάμεις μου• δεν είναι κάτι πού μπορώ να κερδίσω με τη δουλειά μου, για να σου το επιστρέψω. Καθύβρισα τη μια σχέσι του υιού προς τον πατέρα. Δεν μπορώ τίποτε να κάμω, εφ' όσον με σεβάστηκες περισσότερο απ' ό,τι άξιζα. Με καταδικάζει η συμπεριφορά σου.
Αν δεν ήσουν τόσο άρχοντας της αγάπης, αν δεν μου είχες φερθή όπως μου φέρθηκες, αν δεν ήσουν τέλειος σε όλα, αν λίγο κάπου μου έφταιγες• ίσως να εύρισκα σαν δικαιολογία κάτι να πω. Τώρα δεν είναι έτσι. Τώρα με αφήνει αναπολόγητο, άναυδο και μουγκό, η ανείκαστή σου στοργή και ανοχή, πού μόλις συνειδητοποιώ.
Έπρεπε να πάω τόσο μακριά, για να το νοιώσω; Έπρεπε να φτάσω στην απώλεια και στον θάνατο, για να καταλάβω τι θα πή σωτηρία και ζωή; Δεν ξέρω τι να πω. Όλα όμως αποδεικνύουν ένα πράγμα: τη δική μου αφιλοτιμία, αφροσύνη. Και τη δική σου βασιλεία, αγάπη, πού με διαλύει.
Έρχομαι προς εσένα, τραβηγμένος από σένα• από την αγάπη σου, πού με έλκει έσωθεν και μου κάνει συντροφιά.
Κάνε με δούλο σου. Η ενοχή είναι δική μου. Η ανοχή, η ζωή, είσαι εσύ.
«Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον σου' ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου• ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου».
Συνάντησι νεώτερου υιού με τον πατέρα
Πριν φτάση στο σπίτι, ο πατέρας τον βλέπει και τρέχει. Χωρίς να του πει τίποτε, πέφτει ολόκληρος στον τράχηλο του, τον αγκαλιάζει και τον καταφιλεί.
Ήδη ο γιος κατάλαβε, πήρε την απάντησι: Ο πατέρας ακούσε την εξομολόγησι, την ξέρει πριν του την πή. Βλέπει τον γιο του πριν να γυρίση. Ήταν μαζί του, χωρίς να τον βλέπη ο γιος. Αυτός πού αγαπά με την τέλεια αγάπη «απών ως παρών συναναστρέφεται, μη δρώμενος υπό τίνος» (Αββάς Ισαάκ, λόγος κδ').
Ο γιος όμως αρχίζει την εξομολόγησι• λέγεται μόνη της, βγαίνει από την καρδιά του, πρέπει να εξωτερικευθή. Είναι μια ανάσα πού πρέπει να βγή από τα σπλάχνα του, για να ελευθερωθή. Την λέει όπως ακριβώς γεννήθηκε μέσα του, άλλα δεν την τελειώνει. Αναφέρει το αμάρτημα, το έγκλημα του, και σταματά. Δεν τολμά να συμπλήρωση τη φράσι να ζήτηση να γίνη δούλος του πατέρα. Τα χάνει με τον χείμαρρο της αγάπης πού τον παρασύρει, τον διαλύει• και δεν μπορεί να κάνει σ' Αυτήν υποδείξεις. Ομολογεί το έγκλημα του και σιωπά.
Τον λόγο παίρνει ο πατέρας, πού με τον ίδιο τρόπο μιλά ξεκάθαρα εν σιωπή: Δεν λέει τίποτε στο παιδί του για τον εαυτό του• ούτε αν πόνεσε ούτε πόσο πόνεσε, όταν έφυγε• ούτε πόσο χαίρεται ή αν χαίρεται, τώρα πού γύρισε. Αυτά δεν λέγονται• διαγράφονται όλα ως περιττά. Δεν μπορεί να μιλήση σ' αυτόν τον γιο πού είναι άξιος της σιγής, της άφατης πατρικής του αγάπης. Πώς να άρθρωση τα άρρητα ή πώς να μείωση την ενάργεια όσων λέγονται εν σιγή;
Στον γιο δεν λέει τίποτε. Η μυσταγωγία της σχέσεως τους ιερουργείτε σε χώρο βαθιάς σιωπής. Πυράκτωμα αγάπης πού παραλύει τη γλώσσα.
Μιλά, δίδει εντολές στους δούλους: «εξενέγκατε την στολήν ... ενδύσατε ... θύσατε τον μόσχον τον σιτευτόν», ας ευφρανθούμε, γιατί «ούτος ο υιός μου νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη».
Μόνο στους άλλους μπορεί να μιλήση για το θέμα του γιου του.
Το «νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη», πού ο πατέρας λέει στους δούλους, δείχνει το μεγάλο δράμα και τη χαρά πού έζησαν και πού ζουν οι δυο τους, πατέρας και γιος.
Δεν μίλησε ό πατέρας στην αρχή ούτε τώρα, όχι γιατί ήταν αδιάφορος ή δεν γνώριζε το μέγεθος του δράματος ή δεν είχε συνείδησι του κινδύνου πού επρόκειτο να πέραση το παιδί του. Δεν έχει κανένα στοιχείο απάθειας πού φανερώνει αδιαφορία ή έλλειψι αίσθήσεως. Όλα τα ζή. Όλα τα ξεπερνά με την άπειρη αγάπη του. Τον παρακολουθεί, τον συνοδεύει μέχρι την απώλεια, τον θάνατο. Συνθάπτεται μαζί του. Ξέρει, χωρίς να του πή ο γιος λεπτομέρειες, όλη την οδύσσεια πού πέρασε, ότι γεύτηκε όντως την κόλασι, τον χαμό, τον θάνατο.
Και βρέθηκε, σώθηκε, ανέζησε από άλλη δύναμι, πού υπήρχε μέσα του και τον παρακολουθούσε γύρω του διακριτικά. Υπάρχει η δύναμι της υιότητος και της πατρότητας. Ήταν αυτός γιος και είχε πή στην αρχή «πάτερ» (και όταν έφευγε και όταν γύρισε). Και αυτός ήταν πατέρας, δεν ήθελε να στραπατσάρη το παιδί του, έστω και αν υπήρχε ο κίνδυνος του χάμου, του θανάτου του ίδιου του παιδιού. Του έδωσε την επικίνδυνη και σωτήρια αγωγή της ελευθερίας καλύπτοντας τον με την άπειρη αγάπη του πάντοτε.
Και νίκησε η πατρική αγάπη τον θάνατο. Και άναψε τούτη η χαρά, το πανηγύρι, πού θύεται ο μόσχος ο σιτευτός. Αυτός ο μόσχος λένε οι Πατέρες ότι είναι ο Υιός του Θεού, και το πανηγύρι η θεία Λειτουργία, η σύναξι και η ζωή της Εκκλησίας.
Επιστροφή πού σε ελευθερώνει
Ο νεώτερος υιός σκεφτόταν να ζήτηση να μείνη στο σπίτι «ως εις των μισθίων». Αυτό αν του δινόταν, θα ήταν ήδη παράδεισος μέγας γι' αυτόν. Θα βρισκόταν σε δρόσο Αερμών. Όμως ο Θεός Πατέρας τον κάνει το κεντρικό πρόσωπο και την αφορμή του μεγάλου πανηγυριού. Και αυτό τον καταπλήττει και τον κα¬τακαίει. Ο Θεός καταδικάζει με το πλήθος της αγάπης Του. Και νοιώθεις ανάξιος γι' Αυτήν. Αποτραβιέσαι στη θέσι του δούλου, πού σου ταιριάζει, σου υπεραρκεί, σε αναπαύει. Δεν αναπαύει όμως τον Θεό, πού τόσο αγαπά, πού τόσο συγχωρεί, πού σε συνθλίβει, σε λιώνει με την αγάπη Του την άμετρη. Και κλαις από χαρά για το θαύμα τούτο. Και το κλάμα φανερώνει την πλησμονή της αγαλλιάσεως.
Γι' αυτό οι Άγιοι, τα παιδιά του Θεού, ονομάζουν τον εαυτό τους δούλο Χριστού. Και νοιώθουν ότι αυτό ξεπερνά την αξία τους και τους πλημμυρίζει με τιμή. Το άλλο, το να γίνεται παιδί κατά χάρι και το κεντρικό πρόσωπο του πανηγυριού, οπού θύεται ο μόσχος ο σιτευτός, αυτό ξεπερνά τις ανθρώπινες προσδοκίες• υπαγορεύεται και πραγματοποιείται μόνο από την απερινόητη και άφατη αγάπη του Θεού Πατρός.
Εξουθενώνει τον εαυτό του και δοξάζεται. Δεν βλέπει ανθρώπινα τη δόξα πού θα ακολουθήση. Μένει μόνο στην εξουθένωσι. Του αρκεί να είναι στο σπίτι του Πατρός. «Εξελεξάμην παραρριπτείσθαι εν τω οίκω του Θεού μου μάλλον ή οικείν με εν σκηνώμασιν αμαρτωλών» (Ψαλμ. 83, 11). Δεν ζήτα χαρίσματα -αυτό γίνεται εκ βαθέων- γι' αυτό του δίδονται όλα.
Όταν ζητάς κάτι μικρό, ένα ερίφιο, δεν παίρνεις τίποτε. Όταν δεν ζητάς τίποτε -ούτε να γίνης δούλος-τα παίρνεις όλα.
Επειδή είναι αληθινή η μετάνοια του, ήδη τον έβαλε στον Παράδεισο• διαιτάται σε χαρά που ακατάπαυστα αυξάνει. Αυτό το ξέρει ο πατέρας. Γι' αυτό θύει τον μόσχο τον σιτευτό. Ενδύει τη χαρά με τη χαρά. Τον υιό τον άξιο του πατέρα με τη στολή την πρώτη. Αυτό γίνεται αυθόρμητα. Όπως από τον τάφο της σκοτεινής γης, ο σπόρος πού πεθαίνει, προχωρεί φυσιολογικά και φτάνει στην ανθοφορία -«η γη αυτό¬ματη καρποφορεί» (Μάρκ. 4, 28)- έτσι από τη συντετριμμένη καρδιά του ταλαιπωρημένου, του χαμένου γιου, ανατέλλουν τα πάμφωτα χαρίσματα και τον ντύνουν. Τον περιβάλλει το φως ως ιμάτιον στολή πρώτη και ανέγγιχτη.
Αλλιώς -αν δεν είχε αυτή τη διαλυτική των πάντων συντριβή- δεν θα μπορούσε να ανθέξη και τα ελάχιστα χαρίσματα, θα του κάνανε κακό. θα τα πέταγε πέρα. Και ο ίδιος θα πεταγόταν έξω από τη μοναδική χαρά, την πανηγύρι της αγάπης• όπως έκαμε ο πρεσβύτερος υιός.
«Και την χαράν υμών ουδείς αίρει άφ' υμών» (Ίω. 16, 22). Κανείς δεν μπορεί να του πάρη τούτη τη χαρά, να του την αφαίρεση, να την απομακρύνη. Γιατί πηγάζει από μέσα του, από τον εαυτό του, είναι ό Χριστός πού ζη μέσα του. Δεν ζη πια αυτός.
Επιστροφή πού σε πνίγει
Μια διαφορετική επιστροφή, όχι θεϊκή εν ταπεινώσει και εξουθενώσει -πού είναι γεννητική της άφθαρτου δόξης- αλλά σύμφωνα με τη λογική και τη στάσι του πρεσβύτερου υιού, πού δεν είναι επιστροφή αλλά περιπλοκή χειρότερη των πραγμάτων, θα ήταν κάπως έτσι:
Λοιπόν, πατέρα, γυρίζω να τα συζητήσωμε, να δούμε τα πράγματα ψύχραιμα. Να δούμε σε τί φταις και σε τί φταίω. Να βρούμε έναν τρόπο συμβιώσεως.
Όχι ότι δεν μπορώ να ζήσω μακριά από σένα. Μπορώ κάλλιστα, αλλά είπα, μια και είσαι πατέρας μου, να γυρίσω. Τώρα όμως πρέπει να προσέξωμε, για να μην επαναληφθούν τα ίδια. Γιατί αν δεν έδινες αφορμή με τη συμπεριφορά σου, δεν είμαι ανόητος να σηκωνόμουνα να έφευγα στα καλά καθούμενα.
Λοιπόν, τί λες τώρα; Υπάρχει τρόπος συμβιώσεως, ναι ή όχι;
Και μην κράτησης κακία. Άλλα να τα ξεχάσης όλα. Και να μου βάλης την πρώτη στολή, για να μη νοιώθω μειωμένος απέναντι των άλλων.
Για πανηγύρι χαράς δεν του κάνει λόγο, γιατί αυτή η λογική δεν έχει σχέσι με καμιά χαρά. Αυτή είναι η αρρώστια, τα ράκη της πεπτωκυίας φύσεως, όχι η στολή της πρώτης καινής κτίσεως. Αυτή είναι η κόλασι της «δικαιοσύνης».
Υπάρχει παραμονή στο σπίτι που είναι περιπλάνησι σε χώρα μακρινή. Υπάρχει επιστροφή πού είναι μεγαλύτερη απομάκρυνσι από το σπίτι.
Το ανανεούμενο βάσανο του πατέρα. Συνάντησι με τον πρεσβύτερο υιό
Από τον μακρινό αγρό, οπού έβοσκε χοίρους, γύρισε συντετριμμένος ο νεώτερος υιός και μπήκε στον Παράδεισο. Από τον αγρό του πατέρα επέστρεψε οργισμένος ο πρεσβύτερος και φανέρωσε την κόλασι που κουβαλούσε μέσα του. «Ωργίσθη και ουκ ήθελεν εισελθείν», αφού πληροφορήθηκε από τους δούλους τι γινόταν στο σπίτι.
Είναι άνανεούμενο βάσανο η ζωή του πατέρα. Μόλις τελειώνει η μια δοκιμασία, αρχίζει η άλλη. Όταν ο νεώτερος επιστρέφη από την ασωτεία, ο πρεσβύτερος, πού μένει στο σπίτι, αρνείται να μπή μέσα.
Κάθε μεγάλη μέρα ο πειρασμός δημιουργεί προβλήματα, προκαλεί αφορμές θλίψεως. Θέλει να μολύνη τη χαρά, να θόλωση την καθαρότητα της γιορτής. Να μην αφήση καρδιά απλήγωτη. Άλλα ο πατέρας της παραβολής είναι ωκεανός αγάπης και ανοχής: «Εξελθών παρεκάλει αυτόν».
Ο πατέρας γνωρίζει την αρρώστια του μεγαλύτερου παιδιού του, ότι ζηλεύει και φθονεί. Γι' αυτό, από αγάπη κινούμενος, μετριάζει τις εκδηλώσεις της πατρικής του στοργής. Δεν τρέχει -«δραμών»- όπως στην περίπτωσι του νεωτέρου, αλλά εξέρχεται βαρύς από τον πόνο. Καί δεν τον «καταφιλεί» -αν έκανε κάτι τέτοιο, θα τον κατέκαιγε, θα τον τάραζε ολόκληρο-ούτε καν τον φιλεί. Μόνο του μίλα παρακλητικά. Και δέχεται καρτερικά όλα τα κύματα της οργής του πρεσβύτερου υιού.
Σαν να είχε έτοιμη την επίθεσι (όπως ο νεώτερος την εξομολόγησι). Λες και περίμενε την αφορμή για να ξεσπάση, να βγάλη έξω όσα μαζεύονταν και έβραζαν μέσα του ολόκληρη σειρά ετών.
«Τοσαύτα έτη δουλεύω σοι...»
Δεν τον ονομάζει καμιά φορά ούτε τον βλέπει ως πατέρα, άλλα σαν αφεντικό, και μάλιστα άδικο. Τον εαυτό του τον υποτιμά, τον βλέπει σαν μισθωτό δούλο.
Μέσα σ' όλην αυτή τη νομικίστικη σχέσι δικαιώνει εξ ολοκλήρου τον εαυτό του και καταδικάζει απόλυτα τον πατέρα του.
«Ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον». Είμαι εν τάξει πάντοτε. Είμαι άμεμπτος. Ποτέ δεν έσφαλα σε κάτι.
Εσύ αντίθετα είσαι ολοκληρωτική αποτυχία. «Ουδέποτε έδωκας έριφον ίνα μετά των φίλων μου ευφρανθώ».
Εγώ ουδέποτε έκαμα κάτι κακό. Εσύ ουδέποτε έκαμες κάτι καλό.
Τον αδελφό του δεν τον ονομάζει αδελφό, αλλά γιο του πατέρα του. Και το σφάλμα του νεωτέρου, πού δεν το έχει διορθώσει, δεν είναι ότι πρόσβαλε τον πατέρα του, αλλά ότι ξόδεψε χρήματα, κατέφαγε περιουσία. Και αυτός πρώτος και μόνος κατηγορεί τον αδελφό του ότι κατέφαγε την περιουσία «μετά πόρνων».
Η πρώτη διόρθωσι του πατέρα γίνεται με την προσφώνησι: «Τέκνον». Εσύ δεν με καλείς πατέρα, εγώ σε θεωρώ και σε ονομάζω παιδί μου. Αυτό είναι το πρώτο. Δεν είσαι δούλος μου, ούτε καταδυναστευόμενός μου.
Στο αρνητικό επίρρημα ουδέποτε του πρεσβύτερου υιού ο πατέρας αντιπαραθέτει το θετικό πάντοτε: «Συ πάντοτε μετ' εμού ει». Είσαι πάντοτε μαζί μου. Αυτός είναι ο παράδεισος, η ελευθερία, ο πλούτος του υιού, το ότι μένει εν τη οικία (Ίω. 8, 35), μένει με τον πατέρα μαζί. «Εγώ εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν εμοί εστί» (Ίω. 14, 10).
Και στην αίτησι του ελαχίστου και μικρού -εριφίου- απαντά με το πάντα. «Πάντα τα εμά σα εστί».
Στην οργή και στο μίσος πού τον κατατρώει («ωργίσθη και ουκ ήθελεν εισελθείν») αντιπαραθέτει το «ευφρανθήναι και χαρήναι έδει», γιατί ο αδελφός σου αναστήθηκε και σώθηκε.
Χαρακτηριστικά του νεώτερου υιού
Στον νεώτερο υιό εφαρμόζεται ο λόγος της Αποκαλύψεως: «Όφελον ψυχρός ης ή ζεστός» (Άποκ. 3, 15).
Όταν έφυγε, ήταν απόλυτος αντάρτης: «συναγαγών άπαντα ο νεώτερος υιός απεδήμησεν εις χωράν μακράν». Έπεσε με τα μούτρα στην αμαρτία. Τα έδωσε, τα έχασε όλα.
Όταν έφτασε στην εσχάτη ανάγκη, «εκολλήθη ενι των πολιτών της χώρας εκείνης». Το εκολλήθη δείχνει την ολόψυχη του προσπάθεια να πιαστή από κάποια σανίδα σωτηρίας.
Όταν επέστρεφε, ήταν το ίδιο θερμός και απόλυτος: ήρθε να ομολογήση απερίφραστα την ολική του αποτυχία και αμαρτία.
Τα χάνει όλα την πρώτη φορά. Προσφέρει τώρα όλο του τον εαυτό, έστω χαμένο και νεκρό –πάντως όλο- στον πατέρα του• χωρίς κανένα ενδοιασμό, χωρίς καμιά επιφύλαξι ή όρο.
Η φιλαυτία -η αρρωστημένη προσκόλλησι στο εγώ μας- είναι ξένη προς την Αγάπη που μας έπλασε, προς την πνοή που Αυτή μας φύσηξε στα σπλάχνα. Γι' αυτό κάνοντας το θέλημα του αντάρτικα ο νεώτερος γιος, χάνει τον άξονα της ζωής του, αθετεί τη φύσι του, καταστρέφει τον εαυτό του• βρίσκεται έκτος εαυτού. Μόλις «έρχεται εις εαυτόν», επιστρέφει στο σπίτι του. Βρίσκει τον πατέρα του, πού είναι αγάπη, πού δεν κλείνεται στον εαυτό του, άλλα «δι' υπερβολήν της ερωτικής αγαθότητας έξω εαυτού γίνεται ... και εν πάσι κατάγεται» (Άγιος Διονύσιος ο Αρεο¬παγίτης, Ρ.Ο. 3,712Α-Β). Τον πατέρα πού τρέχει έξω από το σπίτι, για να αγκαλιάση τον νεώτερο του γιο πού επιστρέφει, και βγαίνει έξω από το σπίτι του, από την ίδια αγάπη κινούμενος, για να παρακάλεση τον πρεσβύτερο.
Η εκστατική αγάπη -προσφορά στον Άλλον-μας οδηγεί στον εαυτό μας. Βρίσκομε το είναι μας και όλους τους άλλους. Αν αυτήν έχωμε -όσο μακριά κι αν βρισκώμαστε- θα μας φέρη στον Παράδεισο. Αν δεν την έχωμε -και στην πόρτα του Παραδείσου να είμαστε- η έλλειψι της αγάπης, το μίσος, δεν θα μας αφήση να μπούμε, αλλά θα μας πετάξη μακριά.
Χαρακτηριστικά του πρεσβύτερου υιού
Ο πρεσβύτερος νοσεί, έχει μέσα του κόλασι. Μόνο βάσανο και ταραχή του προκαλεί η αγάπη του πατέρα προς αυτόν, η αγάπη των ανθρώπων μεταξύ τους.
Δεν μπορεί να εφαρμοσθή εδώ η εντολή του μεγάλου Δειπνοκλήτορος: «ανάγκασον εισελθείν» (Λουκ. 14, 23). Μια τέτοια επιμονή για είσοδο στον Παράδεισο σε άνθρωπο πού ζηλοφθονεί, πολλαπλασιάζει τον δαιμονισμό. Τον βασανίζει περισσότερο. Του κάνει τη ζωή αβάσταχτη κόλασι.
Αυτός με σίγουρους συλλογισμούς και ατράνταχτα επιχειρήματα ανατρέπει όλα. Τα αποδεικνύει απαράδεκτα. Βρίσκει ενόχους και καταδικαστέους όσους συνέπραξαν για μια τέτοια γιορτή• για έναν παράδεισο, όπου ο άνθρωπος μπορεί να επιστρέψη, να σωθή, να ζήση• για ένα πασχάλιο δείπνο, όπου «ο μόσχος πολύς» και ακούγεται η κλήσι: «Πάντες απολαύσατε του συμποσίου της πίστεως ... του πλούτου της χρηστότητας». Δεν ανέχεται τέτοιες καινοτομίες. Δεν μπορεί να μπή σε τέτοιο κλίμα. Δεν υποφέρει «συμφωνίες και χορούς». Του είναι ξένο και απαράδεκτο το γεγονός, ο θεός να άγκαλιάζη τον άσωτο πού μετανοεί και να του χαρίζη «την στολήν την πρώτην». Δεν μπορεί να ανεχθή αυτή την αδικία, αυτή την προσβολή προς την «αλήθεια», τη «δικαιοσύνη».
Ο πατέρας μειλίχια τον προσκαλεί στη χαρά, στο ευχαριστιακό τραπέζι. Και είναι σαν να του ζήτα να μπή στην κόλασι. Φουντώνει μέσα του το μίσος• και ακούει τη στοργική πρόσκλησι του πατέρα σαν οργισμένη αποπομπή.
Μήπως όλα αυτά λένε κάτι για το πώς θα γίνη η τελική κρίσι στη δευτέρα Παρουσία;
Μήπως η οργή («ωργίσθη και ουκ ήθελεν εισελθείν») κάνει τη μοχθηρή καρδιά να βλέπη οργισμένο και βλοσυρό το ιλαρό πρόσωπο του ελεήμονος Θεού; Και το μίσος, πού δεν αφήνει τον άνθρωπο πού το έχει να μπη στο κοινό πανηγύρι της χαράς, παραποιεί γι' αυτόν τον ίδιο την πρόσκλησι για τον Παράδεισο σε αποπομπή προς το πυρ το εξώτερο; Μήπως το μίσος είναι κόλασι πού κατατρώει τα σωθικά μας; Και η θεία αγάπη παράδεισος πού μας αναζωογονεί; Μήπως η ίδια η αγάπη του Θεού είναι παράδεισος για τους σωσμένους, υγιείς, πού αγαπούν, πού μετανοούν και έχουν νουν Χρίστου; Και η ίδια η αγάπη είναι κόλασι για τους αρρώστους, δηλαδή για κείνους πού δεν αγαπούν, δεν μετανοούν, δεν έχουν νουν Χριστού;
Μήπως η μία κλήσι της αγάπης του Θεού, ο οποίος «θέλει πάντας σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν», θα ακουσθή από όσους δεν αγαπούν, λόγω της διαστροφής και της αμετανοησίας τους: «Πορεύεσθε απ' εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον»• και απ' αυτούς πού αγαπούν: «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου...»;
Μήπως από σήμερα δεν κρινόμαστε; Μήπως από σήμερα δεν ετοιμαζόμαστε για το ποια θέσι θα πάρωμε τότε μόνοι μας; Δεν ετοιμαζόμαστε για την κρίσι της αγάπης; Δηλαδή για το αν δεχώμαστε, αν ζούμε την αγάπη ως παράδεισο ή ως κόλασι;
Αντιπαραβολή των δύο υιών
Ο νεώτερος υιός υπόδειγμα επιστροφής και φανέρωσι του τί είναι εξομολόγησι: καρπός μετανοίας, ομολογία των ουσιαστικών μου σφαλμάτων, εγκλημάτων. Συντριβή και εκζήτησι ελέους.
Ο πρεσβύτερος υιός υπόδειγμα μη επιστροφής και φανέρωσι του τί δεν είναι εξομολόγησι: αναφορά των δικών μου κατορθωμάτων και των εγκλημάτων των άλλων. Σκληροκαρδία και κατάκρισι.
Με το πέρασμα του χρόνου και την οδυνηρή πείρα έφυγε από τον νεώτερο η ιδέα ότι κάτι μπορεί να βρή έξω από το σπίτι, χωρίς τον πατέρα. Γνώρισε την κουφότητα της ζωής μακριά από την πηγή της.
Αντίθετα, όσο περνά ο καιρός, ο πρεσβύτερος δεν ωριμάζει πνευματικά, αλλά σκληραίνει τη στάσι του. Συνεχώς και περισσότερο κατακρίνει τους άλλους και τον πατέρα του, μέσα σε μια ψευδαίσθησι ότι είναι «κάποιον τι».
Ο νεώτερος υιός με τη συμπεριφορά του λέει τον λόγο της μετανοίας: «Σοί μόνω ήμαρτον».
Ο πρεσβύτερος αντιθέτως λέει: Εσύ είσαι ο μόνος φταίχτης.
Το ότι ο νεώτερος επαναστάτησε στην αρχή, πριν περάσουν τα χρόνια, μπορεί κάπως να δικαιολογηθή.
Το να αντιδρά όμως ο πρεσβύτερος μετά «τοσαύτα έτη» και να μη θέλη να μπή στο σπίτι, την ώρα της μεγάλης χαράς, άλλα να ζήτα ερίφι -όχι αμνό-για να ευφρανθή με τους φίλους του (οι φίλοι του ήσαν μεταξύ των ερίφων, των εξ ευωνύμων, όχι μεταξύ των ευλογημένων, των εκ δεξιών), αυτό είναι βαρύ και δύσκολα θεραπεύεται.
Όταν έχης να κάμης με πατέρα ουράνιο, έχεις άλλες σχέσεις, μιλάς άλλη γλώσσα, αναφέρεις άλλες απώλειες και κέρδη. Δεν αμύνεσαι, αλλά αυτοεξουθενώνεσαι, γιατί βρίσκεις τον εαυτό σου ένοχο -τον μόνο ένοχο- μπροστά σ' έναν τέτοιο πατέρα, πού όχι μόνο αγαπά, αλλά είναι η Αγάπη.
Όταν δεν θεωρής τον Θεό πατέρα που αγαπά, τότε η εξομολόγησι καταργείται, χάνει το νόημα της, δεν γίνεται. Η όταν πάη να γίνη, ξεπέφτει σε μια νομική αντιδικία, οπού κατηγορείται ο αναίτιος, ο ευεργέτης. Όταν βλέπης μπροστά σου εργοδότη, πού υπολογίζει τα δούναι και λαβείν, ετοιμάζεσαι για διαμάχη και αναμέτρησι οικονομική, δικανική τακτοποίηση να δούμε ποιος θα επιβληθή σε ποιόν.
Αν μπορούμε να αγαπάμε, θα γνωρίσωμε την αλήθεια του Θεού. Χωρίς αγάπη, υψώνοντας τη φωνή μας, αποκαλύπταμε το ψέμα της ζωής μας.
Χαρακτηριστικά του πατέρα
Ο πατέρας της παραβολής ξέρει πότε μίλα και πότε όχι. Πότε μοιράζει την περιουσία ολόκληρη, χωρίς να πή λέξι. Και πότε δεν δίδει ούτε ένα ερίφιο και επεξηγεί το γιατί. Πότε και ποιόν γιο του ασπάζεται, χωρίς άλλα σχόλια. Πότε και ποιόν γιο του δεν ασπάζεται, αλλά τον παρακαλεί και τον συμβουλεύει, πατρικά και βραχύλογα.
Δεν χρειάζονται πολλά λόγια και επεξηγήσεις. Απαιτείται χρόνος, προσωπική αυτοπαρακολούθησι και δοκιμασία, για να καταλάβωμε -αν καταλάβωμε- περί τίνος πρόκειται.
Έχει σημασία λοιπόν να ξέρη κανείς πότε θα πή σε κάποιον κάτι. Και μέχρι που θα προχώρηση. Στη συνέχεια σταματά την επεξήγησι, χωρίς να προχωρή, ενώ το θέμα δεν λύθηκε, δεν τακτοποιήθηκε.
Δεν ρωτά τον νεώτερο γιο του τί σκέφτεται να κάμη και πότε. Γι' αυτό τον αφήνει ελεύθερο να μείνη στο σπίτι όσες μέρες θέλει μετά τη μοιρασιά της περιουσίας (αυτός φεύγει «μετ' ου πολλάς ημέρας»). Ούτε τον έρωτα που θα πάη• αν σκέφτεται να πάη κοντά ή μακριά («εις χωράν μακράν), ή αν θα πάρη όλα τα πράγματα του ή τα μισά («συναγαγών άπαντα ο νεώτερος υιός απεδήμησεν»).
Ούτε τον πρεσβύτερο υιό ρώτησε τί αποφασίζει, αφού άκουσε όσα του είπε η πατρική του αγάπη. Τον αφήνει ελεύθερο να αποφασίση όταν και όπως θέλει. Αφήνει το θέμα ανοιχτό. Απλώς περιορίζεται στο να του πή τι έπρεπε να κάμη: «Ευφρανθήναι και χαρήναι έδει, ότι ο αδελφός σου ούτος νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη».
Και η παράκλησι, η προτροπή του πατέρα, μένει αναπάντητη, το τέλος άγνωστο. Κόβεται η συζήτησι απότομα, σταματά, μένει ακέφαλη. Γιατί δεν τελειώνει; Γιατί δεν φτάνει σε τελεία και παύλα;
Έτσι γίνεται. Δεν βρίσκεται τέλος με συζητήσεις στα θέματα αυτά και με ανθρώπους πού βρίσκονται σ' αυτή την κατάστασι. Δεν υπάρχει τέλος σε συζητήσεις για θέματα που η φύσι τους ξεπερνά πάντα λόγον και αίσθησιν. Άλλωστε ούτε και το πρόβλημα, η αρρώστια του νεωτέρου, τακτοποιήθηκε με συζητήσεις, άλλα με μια φαινομενική εγκατάλειψι, άφεσι στο να μάθη δια του πάθους του. Έτσι είναι. Μόνον ο Θεός να κάμη το θαύμα Του.
Κουβέντες και προτροπές δεν φέρνουν κανένα αποτέλεσμα σε ανθρώπους πού έχουν καταπιή το μίσος, τη λογική της αυτοδικαιώσεως, της καταδίκης όλων των άλλων. Μπορούν να σου αραδιάσουν ατέλειωτα σε στιγμή χρόνου• να συσσωρεύουν αναρίθμητες δικές τους αρετές και εγκλήματα των άλλων. Όσα δεν ελέχθησαν -και δεν λέγονται- μπορούν να τα εκστομίσουν, για να εξοντώσουν τον αδελφό τους και να δικαιώσουν τον εαυτό τους. Άλλα δεν αλλάζουν γνώμη. Δεν μπορούν να μετανοήσουν. Δεν αγαπούν. Είναι ξένο προς τη φύσι τους. Αυτή είναι η κόλασί τους.
Πώς μπορείς ν' αγαπάς αυτούς πού δεν αγαπούν;
Αυτό είναι ένας μεγάλος σταυρός. Σου αρνούνται την αγάπη• είναι κόλασι γι' αυτούς. Υποφέρουν, βασανίζονται. Άλλα πώς μπορείς να τους συμπαρασταθής, να τους συνδράμης, χωρίς αγάπη; Αυτοί ζητούν όχι τη σωτηρία, αλλά την καταδίκη, την εξόντωσι πάντων. Έτσι καταδικάζουν και τον εαυτό τους. (Θεολογία και πολιτεία κολάσεως.)
Ο πατέρας παρατρέχει τα επιχειρήματα του πρεσβύτερου γιου. Δεν του κάνει καμιά κριτική: ούτε τον ψέγει για κάποιο λάθος του, ούτε του αναφέρει κάτι καλό πού έκαμε. Δεν χρειάζεται να καθυστέρηση καθόλου μέσα στη λογική αυτή, πού δεν οδηγεί πουθενά άλλου, εκτός από το αδιέξοδο της κολάσεως. Δεν μπορεί κανείς να του αρνηθή την κάποια καλή του προσπάθεια, αλλά το κακό ήταν ότι δεν είχε καταλάβει ότι και ο ίδιος ήταν άσωτος, δεν ήταν μόνον ο αδελφός του.
Η παραβολή και εμείς
Έχει άμεση σχέσι η παραβολή αυτή με τον Θεό Πατέρα και την ιστορία της ανθρωπότητας, πού χαρακτηριστικά χωρίζεται σε δύο μέρη, σε δύο γιους.
Εμείς που βρισκόμαστε; Ποιόν αντιπροσωπεύαμε;
Δεν είναι εύκολο να πούμε. Είναι επικίνδυνο βιαστικά να απαντήσωμε- αυτό μας διδάσκει η παραβολή.
Ο νεώτερος υιός από την αρχή, πού ζήτησε στανικά το επιβάλλον μέρος της ουσίας (και ποιος του ειπε ότι είχε δικαίωμα να κάμη κάτι τέτοιο;), μέχρις ότου δαπανήση τα πάντα, και γίνη ισχυρός λιμός σ' όλη τη μακρινή χώρα, και πεθάνη της πείνας αυτός και οι πολίτες της χώρας εκείνης... Μέχρις ότου γίνουν όλα αυτά, ήταν ζαλισμένος, δεν ήταν στα καλά του, ήταν εκτός εαυτού. Δεν μπορούσε να διακρίνη, να καταλάβη τί έκανε. Μόνο μετά από όλα αυτά «ήλθεν εις εαυτόν».
Άρα, αν βρισκώμαστε στην κατάστασι αύτη του νεώτερου γιου, πριν ελθη εις εαυτόν, σημαίνει ότι είμαστε στην πραγματικότητα εκτός εαυτών και δεν ξέρομε που βρισκόμαστε, τι μας γίνεται, τι αντιπροσωπεύαμε. Η και αν νομίζωμε ότι ξέρομε -πού συνήθως νομίζομε- πέφτομε έξω. Και μόνο αν έλθωμε εις εαυτούς κάποτε, με τη βοήθεια του Θεού, θα ανακαλύψωμε τη φτώχεια και τη γυμνότητα μας.
Άλλα και ο πρεσβύτερος υιός δεν είναι λιγότερο εκτός εαυτού. Η καλύτερα, αυτός δεν παρουσιάζεται ποτέ στην παραβολή να έρχεται εις εαυτόν, δηλαδή να έρχεται προς τον Πατέρα, να αισθάνεται και να ομόλογη με τη ζωή και τη συμπεριφορά του την ανθρώπινη αδυναμία. Άλλα ψεύδεται και αλλοφρονεί: Κάνει πεισματικά το θέλημα του -«ωργίσθη και ουκ ήθελεν είσελθείν»- και νομίζει ότι έχει όλο το δίκιο με το μέρος του. Ενώ κρίσις δικαία είναι εκείνου που δεν κάνει το δικό του θέλημα αλλά μόνο το θέλημα του ουρανίου Πατρός.
Αυτοδικαιώνεται με τα λόγια του και ταυτόχρονα αναιρείται με τη διαγωγή του, αποδεικνυόμενος κενός οιηματίας, ξένος προς το ήθος του ουρανίου Πατρός.
«Τοσαύτα έτη δουλεύω σοι»: Υπολογίζει τον χρόνο, την κτίσι όχι την αιωνιότητα, την άκτιστη χάρι, πού μια ροπή κάνει θεολόγο τον ληστή πού μετανοεί.
Κατηγορεί τον αδελφό του για ασωτεία και ανταρσία και ο ίδιος δεν υπακούει στον πατέρα του. Ενώ διαλαλεί τη διαρκώς άψογη στάσι του -«ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον»- την ίδια στιγμή όχι εντολή αυστηρή για δουλειά αρνείται, αλλά παράκλησι πατρική για συμμετοχή σε οικογενειακή χαρά καταπατεί.
Άρα, δεν είναι εύκολο μόνοι μας να πούμε που βρισκόμαστε, γιατί μπορεί να πέφτωμε έξω, μπορεί να είμαστε εκτός εαυτών και να μην το ξέρωμε, να μην το αντιλαμβανώμαστε.
Τί φοβερό να είσαι τόσο μακριά, ενώ βρίσκεσαι μέσα στο σπίτι! Και το ακόμη φοβερότερο, να εφαρμόζης τις εντολές και να μην καταλήγης στη γεύσι του μόσχου του σιτευτού, να μη γίνεσαι δαιτυμών λαμπρός του μεγάλου Συμποσίου πού προσφέρεται «υπέρ της Οικουμένης».
Εμείς ως πατέρες πνευματικοί
Υπάρχει μια ισορροπία στην όλη ιστορία, γιατί ο πατέρας όλα τα ρυθμίζει θείως, όλα τα υποφέρει. Σηκώνει γαλήνια τον σταυρό της όλης περιπέτειας του σπιτιού. Και τα δυο παιδιά του είχαν προβλήματα• βασανίστηκαν και τον βασάνισαν. Αυτός όμως έπραξε άψογα, θεϊκά. Ούτε τον νεώτερο υιό χαρακτήρισε άσωτο ούτε τον πρεσβύτερο επέπληξε, επειδή του μίλησε άπρεπα. Η συμπεριφορά του φανερώνει απέραντη αγάπη και φέρνει παρηγοριά.
Έφ' όσον έχομε έναν τέτοιο Πατέρα, μπορούμε να ελπίζωμε. Μπορούμε να βρούμε τον δρόμο για το σπίτι, μπορούμε να βρούμε τον εαυτό μας.
Στη ζωή μας ως άνθρωποι είμαστε πάντοτε παιδιά του Θεού' και υπόδειγμα για την επιστροφή προς τον ουράνιο Πατέρα είναι ο νεώτερος υιός. Βρισκόμαστε όμως και στη θέσι του πατρός ή του πνευματικού πατρός. Τότε πάλι το πώς πρέπει να συμπεριφερθούμε προς τα τέκνα ή πνευματικά μας τέκνα μας φανερώνει ή συμπεριφορά του «ανθρώπου» της παραβολής.
Αν βρισκώμαστε στην κατάστασι του νεωτέρου πού επέστρεψε ή επιστρέφει, τότε μπορούμε να ανεχώμαστε τον άλλο, το παιδί μας. Τότε μπορούμε να νοιώθουμε -καΐ να το ομολογούμε- ότι είμαστε αδύνατοι, πολύ αδύνατοι -«χωρίς αυτού ου δυνάμεθα ποιείν ουδέν» (βλ. Ίω. 15, 5)-, άλλα δεν πρέπει να απογοητευώμαστε, γιατί έχομε Πατέρα «δυνάμενον συμπαθήσαι ταις ασθενείαις ημών» (Έβρ. 4, 15).
Αν βρισκώμαστε είτε στην κατάστασι του νεώτερου υιού σε χώρα μακρινή ζώντες ασώτως, είτε στην κατάστασι του πρεσβύτερου υιού, πού δικαιώνει τον εαυτό του και καταδικάζει τους άλλους, τότε οπωσδήποτε θα παραποιούμε τη διαγωγή του αληθινού Πατρός. Παρ' όλη την πιθανώς καλή μας διάθεσι, θα βασανιζώμαστε και προ παντός θα βασανίζωμε.
Σύμφωνα μ' αυτά μπορούμε να διακρίνωμε δύο εκτροπές συμπεριφοράς πατρός ή πνευματικού πατρός:
Α'. Οι πρώτοι -κατά το παράδειγμα του νεωτέρου προ της επιστροφής- παρουσιάζονται ως πολύ φιλελεύθεροι, συγκαταβατικοί και ανεκτικοί. Δεν κάνουν παρατηρήσεις. Δικαιολογούν τους νέους. Δεν τους θεραπεύουν αρρώστιες (δεν έχουν τέτοια ικανότητα). Οτιδήποτε κάνουν τα παιδιά τους, τα θεωρούν φυσικά, δικαιολογημένα ή και τέλεια. Αυτό δεν είναι αποτέλεσμα αγάπης αλλά συνέπεια αδιαφορίας και επιπολαιότητας• προσπάθεια να αποκτήσουν την πρόσκαιρη φιλία των παιδιών. Αυτοί οι δάσκαλοι-πατέρες καλύπτουν την ανικανότητα και άγνοια τους με υποτιθέμενη φιλανθρωπία και κατανόησι, ενώ πρόκειται για πραγματική καταφρόνησι και εγκατάλειψι του ανθρώπου, ο όποιος έχει ανάγκη από τα μέγιστα και τίμια.
Αυτούς τους οδηγούς ακολουθούν οι νέοι για λίγο, ξεγελασμένοι από την επίφασι της τόλμης τους και τον παραπλανητικό φιλελευθερισμό τους. 'Αλλά γρήγορα τους εγκαταλείπουν, αν έχουν γνήσιες απαιτήσεις και δυνατή πνευματική κρασί, γιατί αντιλαμβάνονται την επικίνδυνη κουφότητα τους. Αυτοί είναι αλλότριοι, ξένοι προς τη ζωή, τη φύσι και βαθιά δίψα του ανθρώπου. «Και οι άνθρωποι αλλοτρίω ου μη ακολουθήσωσιν, αλλά φεύξονται απ' αυτού, δτι ουκ οίδασι των αλλότριων την φωνήν» (Ίω. 10, 5).
Β', Οι δεύτεροι μένουν φαινομενικά στο σπίτι του πατέρα -παράδειγμα ο πρεσβύτερος υιός- ενώ βρίσκονται μακριά από το πνεύμα και το μεγαλείο της αγάπης του.
Αύτοχειροτονοϋνται πνευματικοί πατέρες, επειδή «τοσαύτα έτη» δουλεύουν. Και ενεργούν ως βάναυσοι επιτιμητές των άλλων. Ο προσωπικός τους αγώνας για μετάνοια και ταπείνωσι, κατά τα λεγόμενα τους, έχει τελειώσει. Τώρα ασχολούνται με τα προβλήματα των άλλων (και συνήθως αυτόκλητοι). Ο,τι κάνουν, δεν υπαγορεύεται από άδολη πατρική αγάπη -τους είναι ξένη- αλλά από μια μοχθηρή καρδιά και αδικαιολόγητη για τα χρόνια τους ζηλοφθονία. Έτσι σύντομα γίνεται σ' όλους έκδηλη η εσωτερική τους ακαταστασία και εκδικητική μανία. Η φωνή και η συμπεριφορά τους είναι ξένη προς τη φωνή του γνήσιου ποιμένα, πού θυσιάζει την ψυχή του υπέρ των προβάτων και «τα ίδια πρόβατα καλεί κατ' όνομα και εξάγει αυτά» (Ίω. 10, 3).
Γι' αυτό οι άνθρωποι τους εγκαταλείπουν. Και όσο απομακρύνονται -και δικαιολογημένα- τόσο αυτοί δαιμονίζονται, εκσφενδονίζοντας απειλές και κατάρες γι' αυτούς πού δεν ζητούν τις συμβουλές τους.
Δεν μπορούμε, δεν μας είναι επιτρεπτό, να δείξωμε ούτε περισσότερη ούτε λιγότερη επιείκεια η αυστηρότητα απ' όση έδειξε ο ουράνιος Πατέρας. Η διαφορετικά να πούμε: και η επιείκεια και η αυστηρότητα μας είναι ανεπαρκείς και περιττές για τον άλλο. Αυτό πού χρειάζεται, είναι να παύσωμε, αν μπορούμε, να ζούμε τον κατά φαντασίαν βίο, και να ζούμε για τον υπέρ ημών αποθανόντα και Αναστάντα. Έτσι θα ζούμε και για όλους. Και δι' ημών θα φανερώνεται Εκείνος, ο Αρχηγός της ζωής, και όχι οι σχετικές και άνευ αξίας δικές μας απόψεις και ενέργειες.
Αυτός πού επέστρεψε η επιστρέφει βλέπει μόνο την αναξιότητά του («ουκ ειμί άξιος κληθήναι υιός σου»). Γι' αυτό διακρίνει και εκπλήσσεται από την αγάπη του Θεού. Βλέπει τον εαυτό του πρώτο των αμαρτωλών και τους άλλους καθαρούς. Αυτός ο άνθρωπος αγαπά «καθ' ομοιότητα του Θεού» (Αββάς Ισαάκ, λόγος πα'), αγαπά με την αγάπη του Θεού, πού σώζει και κρίνει. Δι' αυτού αγαπά και φανερώνεται μόνον ο Θεός. Αυτός γίνεται Θεός κατά χάριν και όχι θεολόγος κατά φαντασίαν. Το πρώτο είναι δύσκολο και δυσεύρετο, το δεύτερο ευτελές και καθημερινό.
Οι αγιαζόμενοι, οι Άγιοι, μας παρηγορούν, μας σώζουν. Αυτοί μπορούν να αναλάβουν το έργο του πατρός, γιατί λένε την αλήθεια με τον λόγο και τη ζωή τους. Παρουσιάζουν ότι ο αγώνας τους υπάρχει μέχρι τέλους. Μπορεί ν' αλλάζη, αλλά δεν τελειώνει, μέχρι να μπή ο άνθρωπος στον τάφο. Το έργο της μετανοίας ακολουθεί όσο ζούμε. Η ήμερα της ταφής μας είναι η ώρα του σαββατισμού.
Και μείς, πού είμαστε αδύνατοι, πού έχομε προβλήματα, τους ακούμε, τους εμπιστευόμαστε το είναι μας, τους πλησιάζαμε, θέλομε, όσο γίνεται περισσότερο, να μένωμε κοντά τους. Γιατί νοιώθουμε ότι μας νοιώθουν, μας ευεργετούν, μας θεραπεύουν, όσο σκληροί κι αν είναι -όταν είναι. Η φιλανθρωπία τους είναι δραστική, σωτήρια, και η αυστηρότητα τους φιλάνθρωπη.
Χωρίς την αγάπη του Θεού Πατρός και την παρουσία των Αγίων, που κάνουν αισθητή τη στοργή και το φως Του, η ζωή στη γη σκοτεινιάζει και κρυώνει σαν κόλασι. Οι πολίτες της «μακρινής χώρας» σε καταστρέφουν στέλνοντας σε να βοσκής χοίρους, πάθη σαρκός. Και οι «δίκαιοι» -τύπου πρεσβύτερου υιού- σε καταδικάζουν δεν δέχονται τη μετάνοια σου.
Υπάρχει όμως πάντοτε ο Πατέρας που σε γέννησε, σε πονά και σε σώζει.
Το σύμπαν είναι κατοικήσιμο, εφ' όσον έχομε τον Θεό πατέρα και τον συνάνθρωπο αδελφό μας.
 
πηγή:http://www.zoiforos.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=3449:η-παραβολή-του-ασώτου-υιού-αρχιμ-βασιλείου-γοντικάκη&Itemid=226