Τετάρτη 6 Ιουλίου 2016

ΝΟΗΜΑ


ΝΟΗΜΑ(ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ)


  • Εἰσαγωγικὰ στὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα (Παντελὴς Πᾶσχος)
  •  λυρική Θεολογία τοῦ π. Ἀλέξανδρου Σμέμαν (Δημήτρης Γ. Ἰωάννου)
  • Ἡ ἐκλέπτυνση τοῦ νοήματος (Τῆς Κατερίνας Ἀθηνιώτη-Παπαδάκη)

  • Υπάρχει το ασύντριφτο. (Κώστας Ζουράρις. Αρχική δημοσίευση: Περιοδικό «Εποπτεία», Δεκέμβριος 1984, και μετά στο βιβλίο «Γελάς Ελλάς αποφράς», εκδ. Αρμός. Πηγή: Αντίφωνο)

Ἅγιο-Πατερικά  ἀντίδωρα

Ποιητικά Ἐρανίσματα

Φιλοσοφικοί στοχασμοί

Λαογραφικά ἀποθησαυρίσματα

Ἡ συμμετοχή σας
Σχόλια
Ἀνάρτηση κειμένου
Εἰκόνα
Ἄλλο


ΥΓ. Μέ μπλέ χρώμα εἶναι ὅσα δέν ἔχουν ἀκόμη συμπληρωθεῖ.


             --------------------------------------------------------------------


                                ΝΟΗΜΑ


                      «Τά πάθει σου, Χριστέ, παθῶν ἡλευθερώθημεν»

 Εἰσαγωγικὰ στὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα(Παντελὴς Πᾶσχος)


Ὁ ὀρθόδοξος χριστιανός, ὅλη τὴν Ἑβδομάδα ἔχει ἕνα μεγάλο δρόμο νὰ ὁδοιπορήσει. Μεγάλο, ὄχι μὲ τὶς ἐξωτερικές, ἀλλὰ μὲ τὶς ἐσωτερικὲς διαστάσεις. Ἕνα δρόμο, ποὺ περπάτησε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ναί, κι ἂς μὴ φανεῖ σὲ κανέναν αὐτὸ τὸ πράγμα παράδοξο. Ἂν δὲν «συμπορευθῶμεν αὐτῷ καὶ συσταυρωθῶμεν», δὲν θὰ μπορέσουμε οὔτε τὴ Μεγαλοβδομάδα νὰ νιώσουμε, οὔτε καὶ στὴν Ἀνάσταση νὰ φτάσουμε μαζί του. Σ᾿ αὐτὸ τὸ δρόμο, ποὺ βρίσκεται πάντα κάτω ἀπ᾿ τὴ σκιὰ τοῦ Σταυροῦ, καὶ ἀντικρύζει στὸ βάθος τὸ φωτεινὸ λόφο τῆς Ἀναστάσεως, οἱ ἅγιοι Πατέρες ἔβαλαν μερικὰ σημάδια σὰν ὁρόσημα, ποὺ μᾶς βοηθοῦν κι αὐτὰ μ᾿ ἕναν εἰδικὸ τὸ καθένα τρόπο, γιὰ νὰ πετύχουμε τὸ σκοπό μας. 
 Τὴ Μεγάλη Δευτέρα, μετὰ τὸ Κοντάκιο καὶ τὸν Οἶκο τῆς ἡμέρας, θ᾿ ἀκούσουμε μαζὶ μὲ τὸ σύντομο συναξάρι, αὐτὸ τὸ ὑπόμνημα: «τῇ Ἁγίᾳ καὶ Μεγάλῃ Δευτέρᾳ, μνείαν ποιούμεθα τοῦ μακαρίου Ἰωσὴφ τοῦ παγκάλου καὶ τῆς ὑπὸ τοῦ Κυρίου καταρασθείσης συκῆς». Δοξάζεται καὶ τιμᾶται ὁ πάγκαλος Ἰωσήφ, γιατί «τῆς Αἰγυπτίας τότε ταῖς ἡδοναῖς μὴ δουλεύσας», ἐσκλαβώθηκε μὲν κατὰ τὸ σῶμα, ἀλλὰ κατὰ τὴν ψυχὴ ἔμεινε ἀδούλωτος, ὁ ἀοίδιμος καὶ σώφρων, καὶ ἔτσι ἀξιώθηκε νὰ γίνει κυρίαρχος ὅλης τῆς Αἰγύπτου. «Ὁ Θεὸς γὰρ παρέχει τοῖς δούλοις αὐτοῦ στέφος ἄφθαρτον». Ἡ κατάρα ἔπειτα τῆς ἄκαρπης συκιᾶς, μᾶς λέει ν᾿ ἀποφεύγουμε τὸ πάθος καὶ νὰ κάνουμε ἔργα καὶ καρποὺς πνευματικούς, γιὰ νὰ μὴ μᾶς εὕρῃ ὁ Χριστὸς μὲ φύλλα μοναχὰ σὰν ἔρθει, καὶ μᾶς δείξει τὴ φωτιά, σὰν μοίρα ἀναπόφυγη τῶν ἀκάρπων μας δέντρων.
Τὴ Μεγάλη Τρίτη θ᾿ ἀκούσουμε: «τῆς τῶν δέκα παρθένων παραβολῆς μνείαν ποιούμεθα», δηλ. τῶν πέντε φρονίμων καὶ τῶν πέντε μωρῶν παρθένων, μὲ τὶς διδακτικὲς λαμπάδες τους. Μᾶς συμβουλεύει κ᾿ ἐδῶ μὲ ὕμνους ἐξαίσιους ἡ Ἐκκλησία μας, «νὰ σπουδάσωμεν νὰ ἀνάψωμεν τὰς νοητὰς λαμπάδας τῶν ψυχῶν μας, ὡς αἱ φρόνιμοι ἐκεῖναι παρθένοι. Διατί; Ἵνα μὲ τὸ λαμπρὸν φῶς τῶν λαμπάδων μας καὶ μὲ ὕμνους πνευματικούς, συναπαντήσωμεν τὸν ἀθάνατον νυμφίον τῶν ψυχῶν, δηλαδὴ τὸν Δεσπότην μας Ἰησοῦν Χριστόν, ὅστις θὰ ἔλθει ἐν τῇ συντελείᾳ τοῦ κόσμου, διὰ νὰ ἐμβάσει τὰς δρονίμους ψυχὰς μέσα εἰς τὸν οὐράνιον νυμφώνα τῆς ἀϊδίου τρυφῆς τεσ καὶ βασιλείας».
Τὴ Μεγάλη Τετάρτη: «τῆς ἀλειψάσης τὸν Κύριον μύρῳ πόρνης γυναικὸς μνείαν ποιεῖσθαι οἱ θειότατοι Πατέρες ἐθέσπισαν, ὅτι πρὸ τοῦ σωτηρίου Πάθους μικρὸν τοῦτο γέγονεν». Ποιὸς δὲν δακρύζει, ὅταν σκεφθεῖ ὅτι, ἐνῶ ὅλοι ἁμαρτάνουμε (καὶ πολλὲς φορὲς βαρύτερα ἀπὸ τὴν πόρνη) ὡστόσο δὲν ἀκολουθοῦμε τὸ παράδειγμά της, γιὰ νὰ σβήσουμε μὲ δάκρυα μετανοίας τὸ χειρόγραφο, ποὺ εἶναι φορτωμένο μὲ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν μας.
Τὴ Μεγάλη Πέμπτη «ἑορτάζομεν τὸν Ἱερὸν Νιπτῆρα, τὸν Μυστικὸν Δεῖπνον, τὴν ὑπερφυᾶ προσευχὴν καὶ τὴν Προδοσίαν». Ἡ κυριαρχοῦσα μορφὴ – αἰώνιο σύμβολο σκότους συνειδήσεως καὶ παράδειγμα πρὸς ἀποφυγὴν – εἶναι ἡ προδοτικὴ ὄψη τοῦ Ἰούδα.
Τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ «τὰ Ἅγια καὶ Σωτήρια καὶ Φρικτὰ Πάθη τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπιτελοῦμεν».
Καὶ τὸ Μέγα Σάββατον «τὴν Θεόσωμον Ταφὴν καὶ τὴν εἰς ᾍδου κάθοδον τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἑορτάζομεν».
Εἴπαμε, ὅτι πίσω ἀπὸ τὰ μαρτύριο καὶ τὸ Πάθος τῆς Σταυρώσεως, ὁ ὀρθόδοξος χριστιανὸς βλέπει πάντοτε τὸ γλυκὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως. Εἶναι αὐτὸ ποὺ τὸν ἐμποδίζει νὰ ἰδεῖ τὰ Πάθη μέσα σ᾿ ἕνα ζοφερὸ καὶ καταλυτικὸ σκοτάδι. Ὁ ὀρθόδοξος – καὶ ὁ Ἕλληνας ἰδιαίτερα, ποὺ πέρασε τόσα καὶ τόσα πάθη μέσα στὴ μακραίωνη πορεία τῆς ἱστορίας του – εἶναι ντυμένος μὲ τὸ ζεστὸ ἔνδυμα τῆς χαρμολύπης. Πάσχει καὶ ὑποφέρει, ἀλλὰ ὄχι μὲ ἀσυγκράτητο σαρκικὸ πόνο. Ἡ πνευματικὴ φιλοσοφία τοῦ Σταυροῦ, αὐτὲς τὶς ἡμέρες εἰδικώτερα, πρέπει νὰ εἶναι ὁ ἐπιούσιος ἄρτος μας, ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς μας. Ἰδοὺ πῶς βλέπουν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρας τὸ Σταυρὸ καὶ τὸ μυστήριο τῆς Σταυρώσεως.
Ὁ ἀκάνθινος στέφανος φανέρωσε ὅτι ὁ Κύριος ἐξάλειψε τὴν κατάρα ποὺ ἔλαβε ἡ γῆ, νὰ βλαστάνει ἀγκάθια καὶ τριβόλια καὶ ὅτι ὁ Χριστὸς ἀφάνισε τὶς μέριμνες καὶ τὶς ὀδύνες τῆς παρούσης ζωῆς.
«Ἐξεδύθη τὰ ἱμάτια καὶ ἐνεδύθη τὴν πορφύραν, διὰ νὰ ἐκδύσει τοὺς δερματίνους χιτῶνας τῆς νεκρώσεως, ὁποῦ ἐφόρεσεν ὁ Ἀδὰμ μετὰ τὴν παράβασιν. Κάλαμον ἔλαβεν ὁ Κύριος εἰς τὴν δεξιάν, ὡς σκῆπτρον, διὰ νὰ θανατώσει τὸν ἀρχαῖον ὄφιν καὶ δράκοντα· ἔλαβε κάλαμον, διὰ νὰ σβήσει τὸ χειρόγραφον τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἔλαβε τὸν κάλαμον διὰ νὰ ὑπογράψει βασιλικῶς, μὲ τὸ κόκκινον αἷμα του, τὸ γράμμα τῆς συγχωρήσεως τῶν ἁμαρτιῶν μας, καθότι καὶ οἱ βασιλεῖς μὲ κόκκινον κιννάβαρι ὑπογράφουσιν».
»Εἰς τὸ ξύλον ἐσταυρώθη, διὰ τὸ ξύλον τῆς γνώσεως. Ἔλαβε τὴν γεῦσιν τῆς χολῆς καὶ τοῦ ὄξους, διὰ τὴν γλυκείαν γεῦσιν τοῦ καρποῦ τοῦ ἀπηγορευμένου. Ἔλαβε τὰ καρφία διὰ νὰ καρφώσει τὴν ἁμαρτίαν. Ἅπλωσε τὰς χεῖρας εἰς τὸν Σταυρόν, διὰ νὰ ἰατρεύσει τὸ ἅπλωμα τῶν χειρῶν τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας, ὁποῦ ἐποίησαν εἰς τὸ ἀπηγορευμένον ξύλον, καὶ διὰ νὰ ἑνώσει τὰ μακρὰν διεστῶτα, ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους, οὐράνια καὶ ἐπίγεια. Ἔλαβε τὸν θάνατον, διὰ νὰ θανατώσει τὸν θάνατον. Ἐτάφη, διὰ νὰ μὴ στρεφώμεθα πλέον ἡμεῖς εἰς τὴν γῆν, ὡς τὸ πρότερον...».
»Ἐσκοτίσθησαν οἱ φωστῆρες, διὰ νὰ φανερώσουν ὅτι πενθοῦσι τὸν Σταυρωθέντα. Αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν, διότι ἔπασχεν ἡ πέτρα τῆς ζωῆς. Εἰς τὸ ὕψος τοῦ Σταυροῦ ἀνέβη, διὰ τὸ πτῶμα ὁποῦ ἔπαθεν ὁ Ἀδάμ. Καὶ τελευταῖον ἀνέστη, διὰ τὴν ἰδικήν μας ἀνάστασιν!».
Ὤ! Εὐτυχισμένοι καὶ τρισμακάριοι, ὅσοι μπορέσουν ν᾿ ἀφήσουν τὶς βιοτικές τους μέριμνες αὐτὲς τὶς μέρες, κι ἀρχίσουν ἀπὸ τώρα, ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὥρα κιόλας, τὴν εὐλογημένη πορεία δίπλα στὸν πορευόμενο πρὸς τὸ Πάθος Χριστό! «Δεῦτε οὖν καὶ ἡμεῖς, συμπορευθῶμεν αὐτῷ καὶ συσταυρωθῶμεν, καὶ νεκρωθῶμεν δι᾿ αὐτόν, ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς», «ἵνα μὴ μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ».
 «Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι᾽ ἡμᾶς ὑπέμεινε· τάς ἀκάνθας ἡ κεφαλή· ἡ ὄψις τά ἐμπτύσματα· αἱ σιαγόνες τά ῥαπίσματα· τό στόμα τήν ἐν ὄξει κερασθεῖσαν χολήν τῇ γεύσει· τά ὦτα τάς δυσσεβεῖς βλασφημίας· ὁ νῶτος τήν φραγγέλωσιν καί ἡ χείρ τόν κάλαμον· αἱ τοῦ ὅλου σώματος ἐκτάσεις ἐν τῷ σταυρῷ· τά ἄρθρα τούς ἥλους· καί ἡ πλευρά τήν λόγχην. Ὁ παθών ὑπέρ ἡμῶν καί παθῶν ἐλευθερώσας ἡμᾶς, ὁ συγκαταβάς ἡμῖν φιλανθρωπίᾳ καί ἀνυψώσας ἡμᾶς, παντοδύναμε Σωτήρ, ἐλέησον ἡμᾶς».
(Κάθε μέλος τῆς ἅγιας σάρκας σου, Κύριε, ὑπέστη γιά μᾶς ἀτίμωση· ἡ κεφαλή μέ τόν ἀκάνθινο στέφανο, τό πρόσωπο μέ τά ἐμπτύσματα, οἱ σιαγόνες μέ τά ραπίσματα, τό στόμα μέ τή χολή, πού ἀναμίχτηκε μέ ξύδι καί σοῦ ἔδωσαν νά γευτεῖς, τά ἀφτιά μέ τίς δυσσεβεῖς βλασφημίες, ἡ πλάτη μέ τό μαστίγωμα καί τό χέρι μέ τόν κάλαμο· ἡ ἔκταση τοῦ ὅλου σώματος μέ τό ν᾽ ἁπλωθεῖ ἐπάνω στό σταυρό· οἱ ἀρθρώσεις μέ τά καρφιά καί ἡ πλευρά μέ τή λόγχη. Παντοδύναμε Σωτήρα, ἐσύ πού ἔπαθες γιά μᾶς καί διά τοῦ πάθους σου μᾶς ἐλευθέρωσες ἀπό τά πάθη, ἐσύ πού σάν φιλάνθρωπος, κατέβηκες σέ μᾶς καί μᾶς ἀνύψωσες στόν οὐρανό, ἐλέησέ μας.)

.
                  ----------------------------


 Η λυρική Θεολογία του π. Αλέξανδρου Σμέμαν
(Δημήτρης Γ. Ιωάννου) πηγή: Αντίφωνο

Η ρωσική διασπορά έδωσε στην Ορθόδοξη Εκκλησία του 20ου αιώνα μερικούς από τους καλύτερους θεολόγους της, οι οποίοι βρίσκονται μάλιστα πίσω από την λεγόμενη «νεοπατερική» αναγέννηση. Ένας από αυτούς τους θεολόγους, που δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας, είναι ο π. Σμέμαν, πολύ γνωστός στην Ελλάδα από τις πολυάριθμες μεταφράσεις έργων του στα ελληνικά, εδώ μάλιστα και κάποιες δεκαετίες. Η θεολογία του είναι ένας ύμνος στην χαρά, το πασχάλιο πνεύμα, αλλά και το κάλλος της ορθόδοξης Λειτουργίας, γι’ αυτό και δίκαια θα μπορούσε να ονομαστεί «λυρική». Σκοπεύουμε τώρα να αποτυπώσουμε σε αδρότατες γραμμές το πνεύμα που διέπει τη σκέψη του.

Καταρχάς, λοιπόν, ο π. Σμέμαν γνωρίζει πολύ καλά τι θα πει να πεινά κανείς και να διψά για το Θεό, για το Απόλυτο. Ο μεγαλύτερος εχθρός γι’ αυτόν είναι το πνεύμα της εκκοσμίκευσης των μοντέρνων καιρών, που μάλιστα χαρακτηρίζει και μεγάλο μέρος της σύγχρονης θρησκείας: υπάρχουν αρκετοί «θρησκευόμενοι» οι οποίοι είναι τελείως προσαρμοσμένοι στον γήινο κόσμο, αισθάνονται άνετα μέσα στην επίγεια ζωή, τον «νυν» αιώνα, και απλά ζητούν από την θρησκεία μια «τακτοποίηση», που θα τους απαλλάξει από τα όποια αισθήματα ενοχής και θα τους καθησυχάσει σχετικά με την τιμωρία του μέλλοντος αιώνος. Χρειάζονται  δηλαδή την «θρησκεία» ως ένα βοηθητικό εργαλείο, εξάρτημα αυτής εδώ της εγκόσμιας ζωής, και τίποτε περισσότερο. 
Ωστόσο, κατά τον π. Σμέμαν,  αυτό είναι το μεγάλο «υπαρξιακό» λάθος πολλών ανθρώπων του καιρού μας. Θα πρέπει, γράφει, να πεινάμε για το «αλλού», για την Βασιλεία δηλαδή του Θεού, να νιώθουμε αυτήν εδώ την ζωή απλά ως «εξορία». Από αυτήν την βασική αίσθηση, και όχι απλά συναίσθημα -μια αίσθηση που είναι άκρως ποιητική, υπαρξιακή και «καρδιακή» μαζί - πηγάζει ολόκληρο το ορθόδοξο βίωμα. Είναι αυτή που  δημιουργεί μια άλλη σπουδαία, εξίσου σημαντική από θεολογική αλλά και από φιλοσοφική άποψη έννοια, αυτήν της «πορείας». Αντίθετα από τον στατικό, όμορφο πιθανόν και αρμονικό, αλλά μη εσχατολογικό, χρόνο που περιγράφουν πολλοί σύγχρονοι φιλόσοφοι, η ορθόδοξη λειτουργία βοηθά τους πιστούς να αντιληφθούν το σήμερα ακριβώς ως μια οδοιπορία, παρόμοια με αυτήν των  Εβραίων κάποτε επί σαράντα χρόνια στην πικρή, άνυδρη έρημο. Όπως οι Εβραίοι, λοιπόν, αντίθετα από οποιονδήποτε άλλον στον αρχαίο κόσμο, έζησαν στο «πουθενά» της καυτής ερήμου επί μισό σχεδόν αιώνα, και εξακολούθησε η ζωή τους να έχει «νόημα» παρά την παντελή έλλειψη πατρώας «γης», δηλαδή ένυλου, σάρκινου υποστηρίγματος, έτσι και μεις, ως χριστιανοί, πορευόμαστε στον «ου τόπο» της «αγάπης για τον εχθρό», δηλαδή της πλήρους απαρνήσεως της φυσικής ιδιοτέλειας, προς τον θυσιαστικό αμνό της Ευχαριστίας.
Δεν υπάρχει κατά τον ρώσο θεολόγο, και μαζί ποιητή, τίποτε καλύτερο στην ορθόδοξη λειτουργική ζωή που να αισθητοποιεί, να σαρκώνει δηλαδή, αυτήν την πραγματικότητα και να την μεταδίδει ολοζώντανη στους πιστούς, πέρα από την περίοδο που είναι γνωστή ως «Μεγάλη Σαρακοστή». Το ομώνυμο βιβλίο του π. Σμέμαν είναι ένα ποιητικό αριστούργημα. Επιμένει στο γεγονός ότι η Εκκλησία,  γνωρίζοντας άριστα την ανθρώπινη φύση, που ζητά προετοιμασία -θα προσθέταμε όμως και «εξημέρωση», σύμφωνα με το γνωστό παραμύθι του μικρού Πρίγκιπα- προετοιμάζει όντως τους πιστούς για την χαρά του γαμήλιου γλεντιού της Πασχάλια Νύχτας, με την μεγάλη αυτή περίοδο νηστείας, που είναι βέβαια «διαβαθμισμένη» (δηλαδή γίνεται προοδευτικά αυστηρότερη). Προηγούνται κάποια ευαγγελικά αναγνώσματα, που δίνουν όλα τους έμφαση όχι απλά σε κάποιες αρετές, αλλά στην υπαρξιακή και βιωματική στάση που πρέπει να διαθέτει ο νηστεύων πιστός, ώστε να μπορέσει να κριθεί άξιος του αναστάσιμου νυμφώνος (γιατί δεν είναι ίδιον του καθενός να εορτάζει). 
Ο Ζακχαίος λοιπόν είναι αυτός που πάνω απ’ όλα επιθυμούσε σφοδρά να δει τον Μεσσία, και μας διδάσκει ότι χωρίς μέγιστη λαχτάρα για ζωή, δεν γίνεται να φτάσουμε στο τέρμα της Βασιλείας. Ο Ζακχαίος «είχε κοντύνει» τον εαυτό του όσο χρειαζόταν, γι’ αυτό και ανέβηκε στον υψηλό τόπο της συκομορέας, από όπου ατένισε τον Λυτρωτή. Ο Τελώνης με την σειρά του είχε το μέγα προσόν, που λείπει τόσο από την εποχή μας, να μην είναι καθόλου ευχαριστημένος από τον εαυτό του, να μην νιώθει βολεμένος  μέσα στο είναι του. Δεν ήταν βέβαιος για το εγώ του, γι’ αυτό και δεν είχε ίχνος αυτοδικαίωσης- η ταπείνωση είναι τελικά εσχατολογία. Πρέπει να καταλάβουμε, εξηγεί επ’ αυτού ο π. Σμέμαν, ότι ο Θεός ο ίδιος είναι ταπεινός, ακριβώς γιατί είναι πλήρης, τέλειος. Ό,τι είναι αληθινά ζωντανό, είναι και ταπεινό, και ως εκ της φύσεώς του αποκλείεται να αυτοθαυμάζεται. Ο άσωτος είχε επίσης το μέγα προτέρημα να συνειδητοποιεί την εκπεπτωκυία κατάστασή του, και μπόρεσε έτσι να γυρίσει από την εξορία της βοσκής των «χοίρων». Είχε καταλάβει πως είχε απολέσει την ομορφιά του, πράγμα που είναι άλλωστε και το μέγα κακό. Η ασχήμια είναι που μας κατατυραννεί. Στην λειτουργική ζωή της περιόδου κυριαρχούν κατόπιν κάποιοι ωραίοι ύμνοι, τροπάρια του «Τριωδίου» που αναφέρονται στην ανάγκη του να «αγωνίζεται» ο χριστιανός στην ζωή του. Επί τη ευκαιρία, πρέπει  να υπογραμμίσουμε ότι στον σύγχρονο κόσμο, με ευθύνη κυρίως της ψυχανάλυσης, έχει εκλείψει η αντίληψη της ζωής ως ενός σταδίου «αθλήσεως». Αυτή κυρίως, για πολλούς και διαφόρους λόγους, δίδαξε τους ανθρώπους του 20ο αιώνα, να δικαιολογούν τον εαυτό τους, ναρκισσιστικά,  για όλα τους τα πεπραγμένα, μεταθέτοντας εξ ορισμού την ευθύνη σε αυτά ή εκείνα τα απωθημένα βιώματα της παιδικής μας ηλικίας, και σε άλλα παρεμφερή πράγματα (σημαντικά είναι βέβαια και αυτά, αλλά τούτο δεν αναιρεί γενικά την έννοια της ελευθερίας και της προσωπικής ευθύνης). Το βασικό της σύνθημα ήταν δυστυχώς «άσε τον πραγματικό σου κόσμο να εκφραστεί και νιώσε καλά με αυτό που είσαι». Ο πραγματικά όμως ώριμος άνθρωπος είναι αυτός που μπορεί όντως να αισθανθεί το σφάλμα του, την αμαρτία του, και να αρχίσει να μετανοεί –όπου όμως η συντριβή για το κακό που κάναμε δεν έχει τίποτε το ψυχοπαθολογικό, το «ενοχικό», με την  αρνητική έννοια του όρου. Και έπεται το Ευαγγέλιο της Κρίσης, που διαφοροποιεί πλήρως την χριστιανική αγάπη από το αφηρημένο αίσθημα «ανθρωπισμού», ιδεολογικοποιημένου ενδιαφέροντος για το γενικό καλό. Η χριστιανική αγάπη είναι πάντα συγκεκριμένη, και στοχεύει τον διπλανό αδελφό, που υποφέρει. Στον πατέρα Σμέμαν διάβασα μάλιστα τον πιο ωραίο ορισμό της αγάπης που έχω συναντήσει ποτέ: αγάπη είναι αυτή η δύναμη που ξεπερνά το τυχαίο, το εξωτερικό στον «άλλο», και  φτάνει κατευθείαν στην ψυχή του, στην ρίζα της προσωπικής του ύπαρξης, σε αυτό που τον κάνει να είναι πρόσωπο. Και επειδή μόνο ο Θεός μπορεί να μας γνωρίσει όντως ως πρόσωπα, έπεται ότι η χριστιανική αγάπη είναι μετοχή στην θεϊκή γνώση! 
Ακολουθεί η Κυριακή της Τυροφάγου, γνωστή και ως «της εξορίας του Αδάμ από τον Παράδεισο», που μας καλεί να αποδεχτούμε, χωρίς καμιά μεταμοντέρνα ψευδοταπείνωση, ότι είμαστε όντως πλασμένοι για την Βασιλεία του Θεού, ότι είμαστε προορισμένοι για συγκληρονόμοι του Υιού. Απαιτείται γενναιοφροσύνη για να αποδεχθεί κανείς αυτήν την αρχοντική «μοίρα» του, και πρέπει να εξοβελιστεί η κυριολεκτικά ανορθόλογη δουλεία, που κηρύττει ο σύγχρονος ψευδοστοχασμός. Την επομένη μάλιστα θα αρχίσει η «νηστεία», που εξισώνεται με την άρνηση να δεχτούμε ως ομαλή τις ανάγκες της ξεπεσμένης μας φύσης, ενώ η συγγνώμη, που επίσης προβάλλεται ιδιαίτερα αυτήν την ημέρα καταδεικνύει ότι η «συγχώρεση» έχει ένα εσχατολογικό νόημα, καθώς επαναφέρει την ενότητα (εκκλησία άλλωστε είναι η συναγωγή των πάντων εις εν). Για άλλη μια φορά ο π. Σμέμαν δίνει τον πιο ωραίο ορισμό που έχω διαβάσει ποτέ για αυτή την έννοια: συγγνώμη είναι να βάζω ανάμεσα σε μένα και τον εχθρό μου την ακτινοβόλα συγχώρεση του ίδιου του Θεού, να αναφέρω το υπαρξιακό αδιέξοδο στον Χριστό. Να γιατί η συγχώρεση δεν είναι απλός ηθικισμός, αλλά ζωή.
                                                    ---------------
Η Σαρακοστή αυτή καθαυτή ξεκινά με τον 34ο ψαλμό, που είναι γεμάτος από ένα   μίγμα ελπίδας και απογοήτευσης, φωτός και σκότους μαζί. Αυτός είναι ολόκληρος ο τόνος της Μ. Σαρακοστής, αλλά μάλλον και της Ορθοδοξίας: η περίφημη χαρμολύπη. Τι ακριβώς όμως είναι αυτή; Υπάρχει λοιπόν όντως «θλίψη» αυτήν την περίοδο, που γεννιέται αρχικά από την μονοτονία των ακουσμάτων των ακολουθιών, πράγμα που στην αρχή μας κάνει να νιώθουμε αυτό που στην μοναστηριακή γλώσσα είναι γνωστό ως «στενοχωρία». Σύντομα όμως ανακαλύπτουμε ότι με την φαινομενική αυτή «ανία» ελευθερωνόμαστε από τον θόρυβο αυτής εδώ της εκκοσμικευμένης πραγματικότητας, και επέρχεται μέσα μας κάτι πολύ βασικό, κάτι που επίσης λείπει πολύ από τον σύγχρονο άνθρωπο: η εσωτερική σταθερότητα. Η απαλλαγή από την χωρίς νόημα βουή του ανώφελου μεταμορφώνει τον άνθρωπο σε ανάλαφρο και εσωτερικά όμορφο- πιστεύω ότι το μεγάλο πλεονέκτημα του π. Σμέμαν, που κάνει την λειτουργιολογία του τόσο θελκτική, είναι ακριβώς η ανθρωπολογική του «επιστήμη», ότι έχει δηλαδή βαθιά γνώση για πώς ενεργούν στον άνθρωπο τα πάθη, οι διάφορες ψυχικές καταστάσεις, αλλά και η πνευματικότητα των εκκλησιαστικών διατάξεων. Η γνώση αυτή προσιδιάζει κυρίως στους ασκητές, ωστόσο εδώ, πράγμα που βέβαια δεν είναι παράξενο, την διαθέτει και ένας ιερέας που έζησε και συναναστράφηκε μέσα στην καρδιά του «άστεως» του μοντέρνου κόσμου- πιστεύω ότι η αγάπη του για την θεία Λειτουργία τον προίκισε στο τέλος με αυτήν την  ανθρωπολογική πείρα.  
Και βέβαια το πνευματικό περιεχόμενο της Σαρακοστής αποκαλύπτεται πλήρως στην περίφημη προσευχή του οσίου Εφραίμ του Σύρου, που διαβάζεται συνήθως προς το τέλος των διαφόρων ακολουθιών. Σ’ αυτήν ζητάμε από τον Θεό να μας απαλλάξει προπαντός από το πνεύμα της «αργίας», την παράξενη δηλαδή εκείνη υπαρξιακή οκνηρία και τεμπελιά, που καθηλώνει τον εαυτό μας στην αποτελμάτωση, που μας σπρώχνει πάντα προς τα «κάτω», που δεν μας αφήνει να πιστέψουμε ότι μπορούμε, χάρη στην τρομερή δύναμη της ελευθερίας μας να αλλάξουμε όχι απλά ζωή, αλλά ολόκληρο το είναι μας. Ένας βαθιά ριζωμένος κυνισμός καταδυναστεύει πράγματι συχνά ολάκερο το είναι μας, η απιστία, μαζί με την έλλειψη αγάπης, γίνονται ένα παράξενο σάρκινο, σχεδόν «υλικό» μίγμα, ώστε ασυνείδητα ελκυόμαστε από οτιδήποτε συκοφαντεί την αλήθεια, από την ψευτιά. Η ψευτιά είναι κυρίως ηθική στάση, μας ψιθυρίζει με κάποια κακεντρέχεια, ότι παγιωθήκαμε οριστικά ως προσωπικότητες, εκκοσμικευμένα άχρωμες και πλαδαρές, και θα μείνουμε για πάντα έτσι.  Η «αργία» αυτή γεννά με την σειρά της την λιποψυχία (αυτή η γενεαλογία των παθών στον π. Σμέμαν θυμίζει πολύ παλαιά, σεβάσμια ασκητικά κείμενα), την δειλία δηλαδή εκείνη που συνίσταται στον στείρο αρνητισμό. Νομίζω άλλωστε ότι τα περισσότερα μεταμοντέρνα φιλοσοφικά δόγματα εδράζονται ακριβώς σ’ αυτό το πνεύμα, όπως είπαμε, δειλίας και απεγνωσμένου κυνισμού, στην σφαλερή απαισιοδοξία για το νόημα του κόσμου, στην ανικανότητα να δούμε γύρω μας οτιδήποτε καλό ή θετικό. Και όλα αυτά ενδύονται τον φανταχτερό μανδύα της «σκέψης». 
Δεν θέλει ανδρεία λοιπόν μόνο να πράξεις το αγαθό, θέλει «αρετήν και τόλμην» και να το διακρίνεις, να το παρατηρήσεις, να το ατενίσεις κατάματα. Το να δεις το καλό, είναι ο μισός δρόμος στην πραγματικότητα της αρετής, και αυτή η αρετή του «βλέμματος» συνιστά μέγιστη πνευματική αριστοκρατία, πλατωνική υψηλότητα και αριστοτελική φρόνηση.  Η δειλία εισάγει το ψεύδος στη ζωή μας, πατέρας του οποίου δεν είναι κανένα συλλογιστικό λάθος, αλλά, πολύ απλά, ο διάβολος. Η ουσία του σύγχρονου ψεύδους είναι αυτό που θα ονόμαζα  «ψευτιά», η οποία γνωρίζει ως κύριο έργο της να συκοφαντεί την αλήθεια, να λέγει ότι δεν υπάρχει, φθάνοντας μάλιστα στο σημείο (σήμερα) να γράφει ολόκληρες πραγματείες για την «μυθική», τάχα, γενεαλογία της. 
Πράγμα παράδοξο, ωστόσο, η δειλία, κατά τον σπουδαίο θεολόγο, γεννά την φιλαρχία. Πώς μπορεί όμως να συμβαίνει αυτό; Ο λιπόψυχος, λοιπόν, ο θρασύδειλος, για να ξεπεράσει τον βαθύτερο φόβο του, γίνεται εγωκεντρικός, και φθάνει στο σημείο να θέλει να διατάζει τους άλλους. Ένας τρόπος για να ακυρώσεις τους συνανθρώπους σου, φαίνεται ότι είναι το να γίνεις αρχηγός τους. Υπάρχει όμως και χειρότερη μορφή φιλαρχίας: είναι το να τους περιφρονείς. Η περιφρόνηση έχει μέσα της κάτι το δαιμονικό, γιατί δεν προκύπτει απλώς ως ηθικό αποτέλεσμα κάποιας προσωπικής πικρίας ή παραμερισμού, αλλά επιγεννάται από τον ντοστογιεφσκικής υφής εκείνον φθόνο, που στην ουσία αποτελεί μηδενισμό. Μην αντέχοντας ο λιπόψυχος να παραδεχτεί ότι ο άλλος μπορεί να έχει περίσσεια ζωής μέσα του, συκοφαντεί την αρετή του άλλου, πχ λέγοντας (σήμερα) ότι το έλεος του άλλου οφείλεται στην «κοινωνιοβιολογία». Περιφρονεί κάνεις τον αγαθό άνθρωπο, κλείνοντας τα μάτια του μπροστά στο μεγαλείο του. Και τέλος, άλλος ένας φοβερός εχθρός της πνευματικής ζωής είναι η αργολογία, που δεν εξισώνεται απλώς με την φλυαρία, αλλά αποτελεί κατά βάθος τον δηλητηριασμό του υπέρτατου εκείνου δώρου του «λόγου», με το όποιο μας προίκισε ο Θεός. «Αργολογία σημαίνει να αποσπάς τον λόγο από την θεία του καταγωγή», διαβάζουμε όχι σε μια αράδα θεολογικής πραγματείας, αλλά σε έναν στίχο υψηλής ποίησης! Και πρέπει να εννοήσουμε εδώ ότι κατά τον π. Σμέμαν ο λόγος δεν έχει καμία σχέση με αυτό που είναι γνωστό ως «τυπική λογική», ως δυτική «ratio», ως ορθολογιστική αποδεικτική συλλογιστική. Όχι. Ο «λόγος» ταυτίζεται  με εκείνη την δυναμική προσωπική αρχή, που βοηθά τον άνθρωπο να βγαίνει από το «μηδέν» του μη νοήματος, να απονέμει «όνομα» στα όντα, και να προβαίνει στην καθίδρυση σχεσιακής, θα λέγαμε, κοινωνίας μαζί τους.
                                                 …………………………
Πώς θα θεραπευτούν όλα αυτά; Ο πρωτοπρεσβύτερος εξηγεί ορισμένα πράγματα (χρειάζεται η σωφροσύνη, δηλαδή το να εκτιμάμε και να αγαπάμε τον πολύτιμο θησαυρό που έχει η ιδιότητα της «προσωπικής αρχής» μέσα μας, η ταπεινοφροσύνη, που μεταβάλλει την στείρα λογική σε αληθή «λόγο», η υπομονή, φάρμακο και για την δειλία, και φυσικά η αγάπη). Και είναι η αγάπη ακριβώς που γεννά την χαρά! Το πασχαλινό μυστήριο είναι η απάντηση του χριστιανισμού στην πιο τρομερή κατηγορία που εκτοξεύτηκε ποτέ εναντίον του, από τον Νίτσε: ότι οι χριστιανοί δεν έχουν χαρά. Ο ορθόδοξος πολιτισμός – χωρίς εδώ να μας απασχολεί καμία ομολογιακή δικαίωση - επί δυο χιλιάδες χρόνια τώρα ζυμώθηκε με την χαρά, και είναι σημαντικό να σκεφθεί κανείς ότι η έννοια αυτή, που ασφαλώς και υπήρχε στον αρχαίο κόσμο, μόνο στην Εκκλησία έλαβε τόσο προνομιακό καθεστώς, και υποσκέλισε άλλες παρεμφερείς («τέρψις», «ηδονή», «ευφροσύνη», κλπ). Όλα αυτά προανήγγειλαν απλώς, «σπερματικώ τω λόγω», την τρομερή προνομία της χαράς στον χριστιανικό κόσμο, αυτό το mysterium tremendum τούτης της λέξης, που υποτίθεται ότι αποδίδει απλά ένα «συναίσθημα». Αυτή είναι που και ευθύνεται εν πολλοίς για τον λυρισμό της θεολογίας του π. Σμέμαν, για τον οποίο και θέλησα να μιλήσω, αξιοποιώντας, όπως είπα, κατά βάσιν, το ποιητικό στοιχείο στο έργο του. Όχι μόνο η θεολογία, αλλά και η φιλολογία, οφείλει να μάθει από αυτό, και καμία συντεχνιακή μικροέπαρση και στενομυαλιά  δεν πρέπει να σταθεί εμπόδιο. 
Και είναι το mysterium tremendum της χαράς που θα μας βοηθήσει να περάσουμε στο κυρίως μυστήριο, αυτό της Λειτουργίας της Ευχαριστίας του Θεού, για το οποίο θα μιλήσουμε στο 2ο μέρος.




----------------------------

 Ἡ ἐκλέπτυνση τοῦ νοήματος
(Τῆς Κατερίνας Ἀθηνιώτη-Παπαδάκη)


“Δός μοι λόγον, Λόγε, μὴ σιγῶν παρέλθῃς με”

Ξύπνησαν ἀναποδιασμένα τὰ φυτὰ καὶ ἀπόφαση πῆραν νὰ πάψουν πιὰ νὰ ἀσχολοῦνται μὲ τὸν ἥλιο.
«Πάντα ἀπόμακρος, ἀκατάληπτος ἀπ’ τὴν ἀγάπη μας, μιὰ λάμπει γιὰ μᾶς καὶ μιὰ μᾶς κρύβεται. Καὶ κάθε ποὺ βαθαίνει σὰν ἔρωτας ξυπνώντας ὅλες τὶς φλέβες τ’ οὐρανοῦ, ἐξαφανίζεται.»
Ἔτσι μίλησαν τὰ φυτὰ καὶ ἀπόφαση πῆραν νὰ πάψουν νὰ φωτοσυνθέτουν.
Καὶ συνήθισαν σιγὰ-σιγὰ σὲ μιὰ ζωὴ ὑποτονικὴ μὲ χαμηλὴ σύνθεση γλυκόζης ποὺ δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ ὑποστηρίξει οὔτε τὴ δική τους ζωή, οὔτε κανένα ἄλλο εἶδος ζωῆς στὸν πλανήτη.
«Ἡ κρίση ὀφείλεται σὲ λαθεμένη διαχείρηση» εἶπαν. Ἀλλὰ εἶχαν ἄδικο. Ἡ κρίση εἶχε αἰτία τὴ λαθεμένη ἀναπνοή τους. Μιὰ ἀναπνοὴ χωρὶς γλυκασμὸ πού ἀποτελοῦσε ἐστία πικρίας γιά ὅλο τόν  κόσμο.
 Γίνονται αὐτά; Θὰ ἀναρωτηθεῖ κανείς. Γίνονται, ἀλλὰ ὄχι μὲ τὰ φυτά. Δὲν εἶναι ὅτι δὲν δημιουργήθηκαν ἐν ἐλευθερίᾳ, ἀλλὰ μᾶλλον τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ δική τους ἐλευθερία δὲν ἐξέπεσε ποτὲ τοῦ Παραδείσου. Πῶς θὰ μποροῦσε ἄλλωστε νὰ δημιουργήσει κάτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δίχως ἐλευθερία;
Αὐτὰ συμβαίνουν μὲ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀλλάζει τὴν ἐλευθερία τῆς χάριτος μὲ τὴν ἐλευθερία τῆς χρήσεως. Ἀποφάσισε λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος νὰ πάψει ν’ ἀσχολεῖται μὲ τὸ φῶς. Καὶ ἔγιναν θνητοὶ οἱ χρόνοι του γιατὶ δὲν φωτοσυνθέτει. Καὶ ἔχει χαθεῖ ἀπὸ τότε μέσα σὲ ἔννοιες ἑνὸς νοῦ παχύσαρκου ποὺ ἔχει ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὴ λεπτὴ φύση τοῦ θείου φωτισμοῦ.
Κι ἐνῶ ἀναζητᾶ πάντα  ἕνα νόημα ἀστοχεῖ συνεχῶς, γιατὶ γατζώνεται  σ’ἕνα νόημα ποὺ εἶναι κι αὐτό παχύσαρκο, ἐπειδή πηγάζει ἀπὸ τὴ σκέψη καὶ τὴ σπουδή του καὶ ὄχι ἀπὸ τὸν ἡσυχασμὸ καὶ τὴν παράδοσή του. 
Ἀξιώθηκε ὁ προφήτης Ἠλίας νά δεῖ τόν Θεό.  Kαί δὲν ἦταν ὁ Θεὸς οὔτε στόν βίαιο ἄνεμο,  οὔτε στὸ σεισμό, οὔτε στὴ φωτιὰ ἀλλὰ στὴν αὔρα. «Αὔρα πραεῖα ὑπέδειξε, καὶ λεπτοτάτη Κύριον σοὶ Ἠλιού». Αὐτὴ τὴ λεπτοτάτη αὔρα ἀδυνατεῖ νὰ συλλάβει ὁ ἄνθρωπος. Ἀδυνατεῖ νὰ συλλάβει τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ στὴν ἀναπνοή του. Καὶ γίνεται εἰδωλική ἡ ἀντιληψή του καί παγιδεύεται στά χρησιμοθηρικά καί χρηματοθηρικά ξόανα τοῦ ὀρθολογισμοῦ του. Καὶ μὴ νοώντας τί κάνει καταλήγει νὰ συντάσσεται, τελικά, μὲ τοὺς σταυρωτὲς τῆς θείας φύσης του.
 Χαμένοι σὲ πολυδαίδαλους λαβύρινθους ὀρθολογισμοῦ, πιασμένοι στὸ ἀγκίστρι τῆς λογικῆς, στὴν καλύτερη περίπτωση,  σπαρταρᾶμε ἀποζητώντας ἕνα νόημα ὡς διέξοδο ἀπὸ τὴν τραγικότητα τοῦ βίου. Ὡστόσο ἡ τραγικότητα ἐνεδρεύει στὸ βίο ἐξ αἰτίας τοῦ λαθεμένου τρόπου τῆς ἀναπνοῆς μας. «Ὡς ἀναπνοὴ θὰ πρέπει νὰ ἐννοήσετε τὴν πνευματικότητα» μᾶς λέγει ὁ Ν.Γ. Πεντζίκης. Ψάχνουμε τὸ νόημα ἔξω μὲ τὴ λογικὴ καὶ ὄχι μέσα μὲ τὴ χάρη: Δὲν τὸ ἀναζητοῦμε στὰ ἐνδότερα τῆς κατὰ Θεόν κλήσης μας. Και γινόμαστε τραγικοὶ, γιατὶ ἀδυνατοῦμε νὰ συντονιστοῦμε μὲ αὐτὸ ποὺ μᾶς ἔχει δοθεῖ ἐξ ἀρχῆς καὶ ἀποτελεῖ τὸ καθοριστικὸ στοιχεῖο τῆς φύσεώς μας: Τὴ ζῶσα πνοὴ τοῦ Θεοῦ στὴν πνοή μας.
Ἴσως μὲ τὸν  ἀπινυδωτή τοῦ νοήματος νὰ ξαναπάρει μπροστὰ ἡ καρδιά, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀναπνεύσουμε ξανὰ χρειάζεται νὰ νιώσουμε τὴν εὐωδία τῶν ἐσχάτων  στὰ σπλάχνα μας. Τὴν θεία πνοὴ ποὺ μᾶς ἐνοικεῖ ὡς ὕλη λεπτὴ καὶ ζέει στὸ νοῦ ὡς νόημα τὴν παρρησία τῆς  Ἁγίας Τριάδος στὴν παρουσία μας.


------------------------

 Υπάρχει το ασύντριφτο
Κώστας Ζουράρις (Αρχική δημοσίευση: Περιοδικό «Εποπτεία», Δεκέμβριος 1984, και μετά στο βιβλίο «Γελάς Ελλάς αποφράς», εκδ. Αρμός. 
Πηγή: Αντίφωνο)

... ίσως πάλι η μέθη μας να μας επέβαλε 
την πειθώ του ακατόρθωτου.
Γ. Ρίτσος, Αγαμέμνων

Κάθε φορά που πρωτοαντικρίζω το Άγιον Όρος, ψηλαφητά προπονούμαι στο πολίτευμα της φρόνιμης μέθης. Όταν μπαίνω εκεί, αγκαλιά με τη σωματοψυχή του Ρίτσου καθώς θεολογεί, συνομολογώ ότι υπάρχει το ασύντριφτο. Μόλις όμως μου γνέφει ο γνόφος της ξενιτείας – γιατί όλοι είμαστε οι παρεπίδημοι του Όρους – τότε επιβάλλει την πειθώ του, επειδή η μέθη είναι συντεταγμένη. Το πολίτευμα της σώφρονος μανίας είναι συνταγματικό.
Κανείς δεν είδε ποτέ το Όρος θεοβάδιστο. Όλοι όμως ζούμε σε τόπο υλικό και σαρκωμένο, όλοι λιαζόμαστε στο περιβόλι της Παναγίας. Περιβόλι μας περιβάλλει κι αμέσως γνωρίζουμε το απέραντο πέρας, που μας ανακουφίζει: δεν είναι μετά τα φυσικά η πολιτεία τούτη της φιλοκαλίας. Είναι προσφυής η φύση που μας προσφέρεται σε έντευξη καθολική, δεν περιμένουμε στην αναμονή, μένουμε σε Μονή.
Μένουμε σε Μονή, τω καιρώ εκείνω. Εδώ. Πάντα μέσα στον καιρό. Πάντα συγκεκριμένοι, χοϊκοί, όπως η ανέσπερη ύλη του θυμιατού, πάντα υπαρκτοί μέσα στον χειροπιαστό μας τον καιρό, τον εκείνον, τον τωρινό και τον αυριανό μας θεληματικό καιρό. Εδώ, βίος κοινός, τω καιρώ εκείνω, ψηλαφεί την καθημερινή ύπαρξη των πραγμάτων και των όλων. Από δω, κι από κει, κι από τώρα. Μονοί, αλλά έθελουσίως κοινωνοί. Στη Μονή.
Το κοινόβιο είναι μεθοδολογία σύμπραξης, άρα στο περιβόλι της Παναγίας, κάθε μοναστήρι ασκεί ημερήσια και ολονύχτια πολιτειακή πραγματογνωμοσύνη.
Με το Άγιον Όρος, το Σον πολίτευμα εκγυμνάζει τα πολιτεύματα.
Οι θύραθεν πολιτείες δείχνουν ακυβέρνητες πολιτείες; Το Όρος ψιθυρίζει Κυβερνήτη. Έξω, το καθεστώς είναι μοναχικό κέρμα; Από μέσα, το Περιβόλι προτείνει συμπαντικό έρμα. Ολόγυρα, η μια τάξη παλεύει με  την άλλη τάξη και με αιχμή το μίσος κάθε τάξη επιδιώκει απεγνωσμένα κάποια τάξη; Κέντρο - απόκεντρο, το Όρος είναι τάξη. Άτακτη τάξη, αφού δεν έρχεται από καμμιά τάξη. Αταξία αγάπης.
Γι’ αυτό και τόσο απλά, ο Άθως, είναι η μόνη παραγωγική τάξη μέσα στη μακροπερίοδο της πτώσης. Όταν οι απέξω κοινωνίες παράγουν κατά προσέγγισιν επιτυχίες και κατά συρροήν αποτυχίες, η αθωνική πολιτεία χτίζει αδιάλειπτα με αταξίες, την ποθητή έκπτωση της πτώσης.
Σιγά και ταπεινά, γιατί η ευχή προς τον πέλας, η προσευχή που γίνεται προσπέλαση, δεν έχει πέρας.
Με επιμονή, η Μονή τείνει και μας συντείνει προς την ατέλεστη τελειότητα και αυτό, που μας κερματίζει γίνεται το άλλο, που μας εγκεντρίζει.
Η Μονή είναι η μόνη βατή, εδώ και τώρα, πολιτική πρόταση, γιατί ξεφεύγει με την πράξη της από το άβατο της άσαρκης ουτοπίας. Το μοναστήρι είναι τόπος, που κείται ενθάδε, και δοκιμάζει εν θερμώ μέσα σε πυρίκαυστη νηνεμία τα όρια, που περιορίζουν τους κατά χάριν απεριόριστους.
Το περιβόλι της Παναγίας είναι ένσαρκη σχέση πολιτεύματος, και επειδή προσφέρει κάθε στιγμή την επιούσια παρουσία κοινωνίας, μπορεί να είναι μελέτη ζωής και προσκομιδή αρωγής, εκεί, εδώ, όπου σωριάζονται περιτρίμματα εξάρσεων και λείψανα επαναστάσεων.

Οι πλούσιοι της πτωχείας
Το κοινόβιο είναι πλησμονή κενώσεως. Η Μονή, με υπομονή αποπληθωρίζει την πληθώρα των πραγμάτων και των σχέσεων των εμπραγμάτων. Το ένδον πολίτευμα του Όρους τείνει να είναι άσχετο προς πράγμα, γιατί θέλει να είναι σχετικό προς όψιν. Το Περιβόλι μου είναι ένα προσόψι, που πασχίζει να γίνει πρόσωπο. Βλέμμα μέσα στο μειδίαμα του πέλας, προσπέλαση της λύπης μου μέσα στην χαρά σου. Κράμα κοινόβιας χαρμολύπης, εις μισγάγκειαν συμβολή των θελήσεων και της ανημποριάς μας.
Κι έτσι, μέσα στη Μονή, μόνοι μας και νηφάλιοι παραμερίζουμε τα προσκόμματα που κομματιάζουν την ερωτική μέθεξη στο κοινό μας περιούσιον. Περιουσία δεν μας χρειάζεται, χρειαζόμαστε τον Υπερούσιον, όλοι μαζί και καθένας ξεχωριστά. Γι’ αυτό κάθε καλόγερος ομνύει πτωχείαν. Κι ο καθένας, μοναχός, κοινωνώντας την ευχαριστία, αποφασίζει να γίνει ο πλούτος: διαλέγει την ακτημοσύνη.
Τα πράγματα, το πλήθος τους, οι σχέσεις με τα πράγματα κι ο πολλαπλασιασμός τους, δαιμονίζουν την παρθενία μου. Πρέπει να μένω στεγανός στον πλούτο, που με γονατίζει, ώστε να παραμένω διάτρητος πόρος για τον παντοκράτορα μανικό Έρωτα, που γονατίζει μπροστά μου. Ο καλόγερος προσπαθεί να γνωρίζει, όχι  να νομίζει. Και διαπιστώνει νήφων, ότι όσοι σκοντάφτουν, νομίζουν ότι το νόμισμα υπάρχει. Το νόμισμα εμποδίζει το άγγιγμα. Κι αν δεν σ’ αγγίξω κι αν δεν αγγίξεις το άγγιγμά μου, αν δεν πιαστούμε χέρι-χέρι στον ευχαριστήριο τον χορό, θα σιγοσβήσω, φερέοικο φέρετρο, σε εξορίας ξενιτεία. Γι’ αυτό εξορίζουμε το νόμισμα.
Η νηφάλιος μέθη παραμερίζει το πρόσκομμα του ατομικού πλούτου, για να συνθέσει, απρόσκοπτη, την συλλογική περιουσία. Γνωρίζει ότι το κεφάλαιο, νεκροφόρο πλέγμα οδυρμών και δαιμόνων, αποκεφαλίζει τη σωματοψυχή και στήνει ακεφάλων κοινωνία. Ο μοναχός είδε, όπως και οι Καππαδόκες τρισήλιοι, ότι το κεφάλαιο τερατουργεί κυνηγούς κεφαλών, ενώ η αγάπη ψάχνει με ερωτική ταπείνωση την Κεφαλή της.
Η πτωχεία είναι η προγύμναση για τον καθημερινό εμπλουτισμό, ο τρόπος που επιτρέπει στην πτώση να ανιχνεύση την ανάσταση.
Η πτωχεία όμως είναι επανασυστατική και επαναστατική, μόνον όταν επιδιώκει ακτημοσύνη.
Ο καλόγερος έμαθε σιγά-σιγά μέσα στην άσκησή του και με το φως του πένθους του, ότι η επαφή με τον άλλον και η τριαδική κοινότητα, υποφέρουν ακόμη και μέσα στην κοινή συσσώρευση των πραγμάτων. Εμπόδια καταντούν τα αγαθά. Τα αγαθά δυσκολεύουν τους αγαθούς και εμποδίζουν την συνάντηση με τον Αγαθό.
Κι αν ακόμη ήν αυτοίς πάντα κοινά, και ο βίος και η τράπεζα και η αθλιότητα, ο μοναχός ψάχνει την οδό της κοινής απεμπλοκής από τα κοινά αγαθά. Η κοινοκτημοσύνη είναι ενδιάμεσος σταθμός, προς την ακτημοσύνη, που είναι κι αυτή ενδιάμεσος αναβαθμός. Διότι η στάση η μανική και η κίνηση η ακίνητη, είναι παραπέρα, πέρα από τα ενδιάμεσα, εκεί στα άμεσα.
Το μοναστήρι διαρκεί με την ακτημοσύνη των μοναχών του. Αρκεί τούτο το έμπρακτο μεροδούλι-μεροφάι για να μαθαίνουμε μέσα κι έξω, ότι η ακτημοσύνη είναι συνταγή πολιτειακή. Οι ακτήμονες δεν έχουν μεταξύ τους πολλαπλά σημεία τριβής, προσχήματα συρράξεων και προσκόμματα συγκλίσεων. Όταν δεν διεκδικώ κτήμα, το μόνο κτήμα που μπορώ να ελπίζω είναι ο άλλος. Αν τον κερδίσω. Κι αν με κερδίσει, γεύομαι κτήμα του. Οι μοναχοί ακτήμονες είναι απράγμονες, απαλλαγμένοι από τα πράγματα, για να πραγματώνουν τα κατά κόσμον απραγματοποίητα: να αδειάζουν, όλο να αδειάζουν από τα περιττά και να ασκούνται στην καθημερινή έντευξη των ταπεινών ανθρώπων, πρόγευση στην συμπαντική συνέντευξη.
Όχι ιδρωμένοι από την πολυπραγμοσύνη, αλλά χαρούμενα εντατικοί εν ιδρώτι καρδίας, οι ακτήμονες μοναχοί αποφεύγουν την νεύρωση του πλούτου και ασχολούνται με τα καίρια. Πολίται, χρη λέγειν τα καίρια...
Η ακτημοσύνη είναι το άριστο μέγεθος της πολιτικής.
Ο μοναχός είναι ακτήμων. Ο μοναχός είναι πολιτικής οδηγητής.

Παγγενηά: η διακριτική ορθοπραξία
Οι ακτήμονες πραγματοποιούν την διάλυση των πραγμάτων με την πρακτική επιμονή και με την μεθεκτική υπομονή.
Η κοινόβια Μονή προσπαθεί μέσα στην κάθε μέρα και σε όλες τις στιγμές να γίνει σαρκωμένο εργοτάξιο απραξίας. Με την πράξη, την ολόσωμη συμμετοχή του κοινού βίου στο πάγκοινο ξέφτισμα της πράξης, οι ακτήμονες κτίτορες της κοινής συντεχνίας, χτίζουν την αναπνοή τους μέσα στο Άχτιστο.
Με την πράξη, με την μοιρασιά της πράξης, με τη διαίρεση των αδιαιρέτων χαρισμάτων η Μονή προσπαθεί να μονιάσει τους μοναχούς προς Μόνον. 
Εσύ θα μπογιατίσεις, εγώ θα μαγειρέψω, ο άλλος θα ποτίσει, ο παραπέρα θα χαζεύει, κι όποιος πρέπει ας δουλεύει. Όλοι οι καλόγεροι μαζί κάνουν το κοινόβιο, όλοι οι ακτήμονες ξεχωριστά διαιρέσεις χαρισμάτων εισί. Το Μοναστήρι όμως είναι ένα, το δε αυτό Πνεύμα.
Το διακόνημα είναι η εκλογικευμένη αγγαρεία, όπου όλα τα μοναχικά χαρίσματα διαιρούν το αυτό πνεύμα της δουλειάς, της παγγενηάς, ώστε όλοι να εντρυφήσουν στην αδιαίρετη τρυφή. Αμέσως και αδιαλείπτως.
Όλοι οι καλόγηροι είναι συνδαιτημόνες στα διακονήματα, γιατί όλοι τους αγαπούν τα προεόρτια. Η κοινή μοιρασιά της δουλειάς στολίζει τον νάρθηκα της Ευχαριστίας, οι διακονίες είναι πρόγευση ευωχίας.
Άγαρμποι και ταλαντούχοι, οι ακτήμονες συνεισφέρουν το κατά δύναμιν κτήμα τους: εσύ την εργατικότητά σου, κι εγώ την τεμπελιά μου, ο αδελφός την εξυπνάδα του κι ο αδελφός την κουταμάρα του.
Διαιρέσεις προεορτίων είναι όλα αυτά και, από όλες αυτές τις αγγαρείες προΐεται αχωρίστως η αχώριστη χαρά της παγγενηάς. Οι μοναχοί μονιάζουν με την μετοχή: και διαιρέσεις διακονιών εισί και ο αυτός Κύριος.
Ο αυτός Κύριος, η αυτή κυριότης μας πάνω στις κοινές μας πράξεις. Τα διακονήματα επιμερίζουν την ευθύνη της κοινής μετοχής στην μεθεκτή συνουσία. Όλοι, υπεύθυνοι, διακονούμε από λίγο, ώστε κανείς μας να μην είναι εντελώς διακονιάρης των άλλων. Όλοι μαζί, υπεύθυνοι, γινόμαστε διακονιάρηδες, ώστε όλοι μαζί κι ο καθένας χώρια, να απαλλαγούμε από τη διακονία. Υπεύθυνοι για λίγο τώρα στην αγγαρεία, αΐδιοι ανεύθυνοι εκεί στην φιλοκαλία.
Όλοι πρέπει να είμαστε για λίγο σκουπιδιάρηδες, για να μην είναι κανείς συνέχεια σκουπιδιάρης: έτσι έψελνε ο Μάης του ’68 την ανοιξιάτική του επανάσταση.
Ο Μάης προσπαθούσε να μοιράσει τον χρόνο της πίκρας για να μετριάσει τουλάχιστον την πικρία του ενός.
Η Μονή μοιράζει μέσα στον χρόνο την πίκρα, ως προίκα για την απαλλαγή μας από τον χρόνο.
Περί απαλλαγής του πολέμου εκκλησιάζειν: του πολέμου με τα πράγματα, τα προσκόμματα, τα ολισθήματα.
Ο τρυφερός Μάης του ’68 ήταν αμυντικός. Η κοινοβιακή μονή είναι επιθετική. 
Δεν μετριάζει την επιτόπια αδικία. Πυρπολεί την πρόσκαιρη ανθρωποδικία, ερωτοτροπώντας υπεράχρονα με το εν ου εστί χρεία.
Η διακονία εδώ και τώρα, μέσα από την Μονή αρχίζει να είναι αχρείαστη.
Η παγγενηά είναι η επιθετική μέθοδος που μας οδηγεί στην άμεση δημοκρατία της τρυφής, η παγγενηά κι οι διακονίες της είναι τελετουργίες της άμεσης αναψυχής.

Παγκοινιά: η ιεραρχική απραξία
. . . δείχνοντας την τρομερή της δύναμη για παραίτηση, την ανυπακοή της στα συμφέροντα των άλλων, στους κρίκους των χειλιών της, στην ανάγκη των δοντιών της. . .
Γ. Ρίτσος, Η σονάτα του σεληνόφωτος

Η Μονή των ακτημόνων δείχνει ήρεμα την τρομερή της δύναμη για παραίτηση.
Οι μοναχοί είναι μοναχικοί κρίκοι χειλιών που ψέλνουν την παραίτησή τους, γίνονται διακριτικοί αντάρτες και δείχνουν αδιάκριτα την ανυπακοή τους στα συμφέροντα των άλλων και στα συμφέροντα των δοντιών τους.
Το κοινόβιο τείνει να ξεδοντιάσει στα συμφέροντα της ανάγκης.
Όλη η γενηά των μοναχών συμμετέχει στην αντάρτικη παγγενηά της ανυπακοής. Πάγκοινη είναι η τρομερή της δύναμη για παραίτηση. Όλοι τούτοι οι ρέμπελοι, οι άτακτοι συνομολογούν όμως αδιαλείπτως την ίση μετοχή τους στην κοινόβια αταξία τους. Οι άτακτοι της φιλοκαλικής ανυπακοής είναι τακτικοί καλόγεροι. Το κοινόβιο των ακτημόνων θεσπίζει αενάως μια τάξη αταξίας η παραίτηση είναι συντεταγένη.
Παραιτούμαι από τι;
Παραιτούμαι από την ανάγκη που έχω να τροχίσω τα δόντια μου πάνω στην ανημποριά ή την μακαριότητα του διπλανού μου.
Παραιτούμαι πώς;
Παραιτούμαι δίνοντας δίκιο στο άδικο του άλλου, του ομογάλακτου πέλας.
Οι κοινοβιάτες υποβάλλουν την παραίτηση του εγώ τους μέσα σ’ ένα πάγκοινο εμείς, που πλάθει πρόσωπα μονάκριβα.
Τον μοναχό δεν τον κάμει το σχήμα του. Τον γεννάει κάθε στιγμή η προπόνησή του, μόνο όταν τον κάνει ου νίκη ζητούντα αλλά αδελφών διόρθωσιν.
Καλόγερος στο κοινόβιο είναι μόνον αυτός που πετυχαίνει την ανυπακοή στην ανάγκη της νίκης.
Μόνον η αδιάλειπτη νίκη εις βάρος της νίκης μετατρέπει την άτακτη Σύναξη σε ευχαριστιακή κοινότητα.
Οι μοναχοί, για να πετυχαίνουν το κοινόβιό τους, πρέπει μέρα-νύχτα να νικούν σε παγκοινιά, να κατανικούν ο καθείς κι από κοινού τον πειρασμό της νίκης.
Η υπεροχή μου κινδυνεύει να με κάνει να νικήσω τον πλησίον ταλαίπωρο; Αποσύρομαι εθελουσίως. Εγώ, είμαι πιο δυνατός από την αδυναμία του διπλανού φτυστού μου; Εγώ παραιτούμαι. Ο ομογάλακτος φτυστός μου, δίπλα μου αναπνέει την παραίτησή μου. Ανακουφίζεται. Πετύχαμε την παγκοινιά, την κοινή νίκη κατά της νίκης.
Στο κοινόβιο των ακτημόνων λειτουργεί μέσα σε νηφάλιο πυρετό, ένα πολυκλαδικό φροντιστήριο πολιτικής αγωγής.
Μόνον που οι μοναχοί έχουν περάσει προ πολλού σε ανώτερες μορφές πάλης. Διότι το αποτέλεσμα της συμβολής των αντιθέσεων δεν είναι η σύνθεση, αλλά η παραίτηση.
Δεν υπάρχει πάλη των αντιθέτων λείπει η θέση, απουσιάζει η άρνηση, δεν τελειώνουν νομοτελειακά τα γεγονότα, με το άλμα από την παλιά ποσότητα της πάλης στην νέα ποιότητα της βιοπάλης.
Στην Μονή της εθελουσίας εξόδου, οι αντάρτες της είναι όλοι αρχηγοί των ομαδικών τους θελήσεων και πρωτοπαλίκαρα των ατομικών τους παραιτήσεων.
Εδώ, για τους εθελοντές της ελεύθερης γύμνιας, όλη η συμβίωση είναι η αυτόβουλη βουλή μου, που σιγοσβήνει γιορτινά μέσα στην αυτόβουλη συμβουλή σου. Κι επειδή δεν μας χωρίζει καμμιά τάξη υπεροχής, η πάλη μας είναι η ελεύθερη αταξία των θελήσεών μας.
Εδώ, οι πρωτοπόροι της θεόφτωχης ισότητας δεν καταντούν την πάλη τους σε καμμιά άρνηση της άρνησης. Οι αθλοφόροι της νήψης δεν ζητούν νέα σύνθεση που περατώνει την πάλη των αντιθέτων, γιατί δεν ζήτησαν ποτέ νίκη ενός των αντιθέτων.
Επιδιώκουν μέσα από την ατέρμονη πάλη τους την κοινή ισοπαλία, που κατηγορεί την πάλη για την υπεροπλία. 
Ξέρει καλά η αυτόβουλη σύναξη των πολλαπλών ελευθεριών, ότι η πολιτειακή σύνθεση πάντοτε συνθέτει νεκρά ρινίσματα που περιφέρονται μέσα από τη σύγκρουση των δύο φόβων.
Στην κατά κόσμον σύμπραξη, ο φόβος φυλάει τα έρημα, και το μόνον πιστόν εις συμμαχίαν είναι το αντίπαλον, το ισόπαλον δέος. Γι’ αυτό, η παλιά σύνεση του φόβου συμβουλεύει: ο προεπιβουλεύειν χρη ή αντεπιβουλεύειν. Καλύτερα να χτυπήσω πρώτος, παρά να αμυνθώ δεύτερος.
Μέσα σε τούτη την ισομοιρία του φόβου, η επαφή γίνεται εν φόβω κοινωνίας. Η κοινωνία είναι επίφοβη και μοιραία, η επικοινωνία καταντά φοβερή. Κι έτσι η πάλη των κοινωνιών, αιχμηρή ή άοπλη, παίρνει ένα νικημένο ερείπιο και δίνει ένα νικητή λείψανο. Ο φόβος του πλησίον και η ανάγκη των δοντιών μας, μας φτιάχνουν κοινωνούς ακοινώνητους. Κι ό,τι προκύψει είναι η περίτρομη σύνθεση, ψήγματα συγκροτημάτων φόβων, που αναμοχλεύουν τον αέναο φόβο τους. Ό,τι προκύψει από τις πληγές είναι η σύνθεση της νέκρας.
Η νέα, η πάντοτε κενή σύνθεση της φοβισμένης ανάγκης, πάντοτε μένει ακένωτη πληγή, πάντοτε δημιουργεί τω καιρώ εκείνω, νέα επίφοβη ανισορροπία του αμοιβαίου φόβου.
Ενώ, εδώ, τω καιρώ εκείνω, οι αδιάλλακτοι γυμνίτες του κοινοβίου φιλοκαλούν την παντοτινή συνδιαλλαγή, γιατί η πάλη τους, είναι αγώνισμα μεταξύ αφόβων.
Τί να φοβούνται οι απέριττοι; Να μην μου αρπάζει ο διπλανός τα περιττά; Αφού, θέλων, τα έχω απολακτίσει. Γιατί να φοβούνται οι κοινωνοί τον φόβο του αντικρινού; Τον φόβο τον γεννάει η επικαρπία του παραπανίσιου. Το μόνο παραπανίσιο στο μοναστήρι είναι ο συναγωνισμός στην παραίτηση. Το μόνο κέρδος που μπορούν να προσδοκούν οι θεοφόροι απράγμονες είναι η ανυπακοή τους στα συμφέροντα του φόβου τους. Το μόνο έπαθλο του μοναχού είναι να νικήσει την ανάγκη των δοντιών του.
Γι’ αυτό, εδώ, πάντα μέσα στον έμπρακτο καιρό της επικοινωνίας, οι μοναχοί ξεπερνούν νωχελικά την θνησιγενή σύνθεση, για να ακουμπήσουν στην ζωηφόρο παραίτηση.
Γι’ αυτό, εδώ, στον σαρκωμένο τόπο της έμπρακτης απραξίας, οι κοινοβιάτες σπουδάζουν και κατασκευάζουν το πολιτικό κατοικητήριο, όπου το πολίτευμα παίζεται και διακυβεύεται πάντοτε από τις ελεύθερες θελήσεις.
Κατ’ εικόνα του θέλοντος εθελουσίως.
Καθ’ ομοίωσιν της αγάπης, που είναι ελευθερία για τον άλλον.
Εδώ, και μέσα στον χρόνο, η κινητήρια ενέργεια για την πάλη παύει να είναι ο φόβος.
Στον τόπο του κοινοβίου και στον καιρό των προστριβών του κοινοβίου, η σύγκρουση είναι μίμηση αγάπης, η αντίθεση, αποτύπωμα μανικού έρωτα του μόνου προς μόνον, μέσα στην κοινή περιπέτεια του πολιτεύματος.
Η παραίτηση ιδρύει ες αεί την ελευθερία των πολιτών.
Η παραίτηση είναι η πολιτική δράση των τολμηρών.
Η παραίτηση αχρηστεύει την αγωνία.
Η παραίτηση διαιωνίζει την φιλία.  

Υπακοή: ευλόγησον, ευλογημένε!
. . . την τελική της ανυπακοή στο θάνατο με τη συνέχεια και τη γνώση της ζωής που ανηφοράει με γνώση και με πράξη πάνω απ’ τη σκλαβιά της.
Γ. Ρίτσος, Η σονάτα του σεληνόφωτος

Ποιος, όταν υπακούει, υπακούει σωστά;
Πώς, ο μόνος προς μόνον μπορεί και αλλοιώνει την υπακοή σε αβίαστη βία;
Η θύραθεν πολιτεία απανταχού της γης ποτέ δεν λύνει το αίνιγμα. Το δένει με την βία, με την βάναυση χρήση ή την ήπια κατάχρηση του Κράτους.
Η πρόσκαιρη ειρήνη της εκκλησίας του Δήμου είναι πάντοτε ενδημική υπονόμευση της ειρήνης, διότι τα μέτρα ειρηνεύσεως είναι πάντοτε εκεί, μια ισορροπία άμετρου τρόμου. Η συνταγή της πολιτικής είναι δειλή και δεινή: υπάρχει κάποια ευταξία μόνο όταν φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό τον Γιάννη. Το αντίπαλον δέος μόνον πιστόν εις συμμαχίαν. Κι αυτή η αμοιβαία έντρομη ισοπαλία μας φρονιμεύει, αμοιβαία νικημένους από την ισομοιρία του φόβου μας. Για πόσο καιρό; Για τόσο μόνον, όσο πιστεύουμε ότι ισχύει ακόμη η περίτρομη αμοιβαία ισορροπία του τρόμου. Μόλις νομίσουμε ή γελαστούμε ότι η απληστία μας είναι πιο δυνατή από τον φόβο μας, ξαναρχίζουμε έντρομοι να τυραννούμε τον πανικό του πλησίον. Και επιδεινώνουμε με μια νέα προσωρινή εκεχειρία, τα ενδημικά δεινά. 
Εξ ίσου γαρ δεδιότες προμηθία επ’ αλλήλους ερχόμεθα. Μέσα στην πολιτική, παντού εκεί στην αγοραία εκκλησία του Δήμου, κοινωνούμε πάντοτε εξ ίσου δεδιότες. Η μόνη ισότητα στην πολιτική κοινωνία είναι η ισότητα στο δέος.
Εδώ όμως μέσα στο κοινόβιο της αδιάλλακτης πτωχείας, πρυτανεύει η δέηση, που αποτάσσει το δέος. Εδώ, οι αθλοφόροι της ακτημοσύνης είναι εκρηκτικοί πρωτοπόροι ελευθερίας, διότι προπονούνται στην υπακοή.
Η υπακοή είναι η ανώτερη μορφή πάλης για την κατάκτηση της ανυπακοής. Ο εθελοντής υπάκουος είναι ο ελεύθερος αντάρτης.
Γιατί όμως η μοναστική πολιτεία πετυχαίνει εδώ και υλικά την ευρυθμία, ενώ η έξω κοινωνία κατακυλάει παντού και ιδεολογικά μέσα στη βία;
Γιατί στην έξω κοινωνία ακόμη και η συναίνεση, δεν είναι παρά μελλοντική διχοστασία, ενώ μέσα στη Μονή οι μοναχοί μονιάζουν με την υπακοή;
Η πολιτική συνταγή του μοναστηριού είναι απλή. Η υπακοή είναι μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας. Η υπακοή δεν αναγκάζει εμένα να υπακούω σ’ εσένα, δεν υποδουλώνει τον πλησίον στη δεσποτική νεύρωση του διπλανού του, διότι η υπακοή είναι απλός μιμητικός ομφάλιος λώρος.
Η υπακοή είναι ο τύπος, που μας δένει εμένα κι εσένα προς το ενοποιό μας πρότυπο.
Η υπακοή είναι σχέση αλληλοπεριχωρητική, που μας εξισώνει και μας προχωρεί προς.
Η υπακοή: τύπος προς Αρχέτυπον.
Τον εδώ μας τον καημό και την κοινή μας λάβρα, ο Αρχέτυπος άκουσε κι αμέσως υπάκουσε, λιώνοντας όλος μέσα στον ολοκληρωτικό του έρωτα. Έτσι κι ο παραλίγο πρότυπος, ο μοναχός, που όλο σκοντάφτει κι όλο τολμητίας των θόλων ορθώνεται και ξαναπέφτει: μιμείται ο κοινοβίτης την τέλεια απόπειρα, πάντοτε αυτός ατελής. Το κομποσκοίνι του είναι ο ομφάλιος λώρος, που τον τρέφει προς Αρχέτυπον και τον τρέπει προς τον πλησίον του φτυστό του αντίγραφο.
Γι’ αυτό λοιπόν μέσα στο κοινόβιο, η εξουσία δεν εξουσιάζει, η συνοίκηση μέσα σε ιεραρχία καθηκόντων και προσώπων δεν συνθλίβει τους ενοίκους. Γι’ αυτό και η υπακοή δεν υποδουλώνει τον υπάκουο.
Τί άλλωστε έκανε ο Πρωτομάστορας του κοινοβίου λόγου; Όλος ο ίδιος Δεσπότης, έγινε ερωτοχτυπημένος όλος δούλος των δούλων του. Έγινε υπάκουος δούλος της αγάπης του προς τους δούλους του, έγινε όλος δούλος, ολοκληρωτική υπακοή μανικού έρωτος. Και οι πριν δούλοι, μέσα σε ξέχειλη ερωτική απαρτία, πήραν τον Άπαρτο της εθελούσιας προσφοράς. Οι πριν δούλοι, τώρα δεσπόζουν γιατί ο Ανυπάκουος θέλησε να είναι υπάκουος εραστής.
Έτσι εξηγείται το μυστήριο της κοινοβιακής ισοπολιτείας μέσα στη Μονή, γι’ αυτό το λόγο, που παραπέμπει στον Λόγο, η υπακοή είναι εμπέδωση ισότητας μέσα σε ιεραρχία.
Το κοινόβιο είναι ένα ες αεί ρευστό τριαδικό σχήμα, όπου οι μεγαλόσχημοι στην Σύναξή τους κι ο ηγούμενος που ηγείται μέσα στην ιεραρχημένη ισότητα, αδιάλειπτα προσδένονται και προσδέονται στον πρώτο Λόγο του τριγώνου τους, στον Πρώτο Μόνο της τριάδας τους.
Η τριάδα είναι ρευστή, τείνει τεντωμένη μέσα στο ζώπυρο ερωτικό ρευστό της, προς την άκρατη σύγκραση των μερών της. Καλόγεροι, ηγούμενος, Αρχέτυπος ορίζουν το μανικό κράμα του φαύλου, του μέσου και του πάνυ ακριβούς.
Γι’ αυτό, εδώ στο κοινοβιακό πολίτευμα της υπεροπτικής πτωχείας, οι ξεπεσμένοι άγγελοι συναγωνίζονται στη μεταξύ τους υπακοή.
Η υπακοή είναι ένας ανένδοτος αγώνας. Ανένδοτος και ιεραρχημένος. Η υπακοή καταντά ένας ανένδοτος συναγωνισμός παραιτήσεων μεταξύ των ιεραρχημένων κοινωνών του κοινοβίου. Παραιτήσεων, όχι διεκδικήσεων. Υπακοή για να σβήσουμε το μη κοινό. Και είναι η υπακοή νοητή, όπως η απερινόητη τριάδα, που συνέχει την Μονή: έξω, η υπακοή είναι ο τρόπος, που εξασφαλίζει το προνόμιό μου απέναντι στην κατωτερότητά του. Τρόπος πολιτεύματος αλλά και τόπος της θύραθεν πολιτείας, γιατί η ανισότητα, που βασίζεται στην υπακοή του ανήμπορου προς το δυνατό, καταντά ο μόνιμος τόπος της ενθάδε παρεπιδημίας μας. Τόπος δουλικής υπακοής, τόπος Τυραννίας.
Μέσα στη Μονή, προσπαθούμε να περιορίσουμε τα διάκενα που μας χωρίζουν, εμάς μεταξύ μας και όλους μαζί ως Προς. Η υπακοή είναι ανένδοτη κατασκευή αλυσίδας παραιτήσεως. Παρατάμε τις προστριβές και αλυσοδεμένοι χορευτικά, προσερχόμαστε για να τρίψει την ψύξη μας ο Τρυφερός εν θερμασία.
Η υπακοή λοιπόν δεν είναι επιβολή, αλλά αρμογή Προς. Και τότε η υπακοή φανερώνεται σιγά-σιγά σαν ευχή Προς, προς την αρμονική Αρμογή.
Η υπακοή, στη Μονή, είναι μόνο Προσευχή.
Και τα επιτίμια;
Και οι εντολές του Πνευματικού; Η πρώτου ανδρός αρχή;
Βέβαια και υπάρχουν. Στο μοναστήρι, η μοναστική ισοπολιτεία τσακώνεται συχνά. Η αγγελική κοινωνία των παραλίγο αγαθών καβγαδίζει. Όλοι τους, εδώ, τρεκλίζουν, πέφτουν και τσακίζονται μέσα στις έριδες και στην οργή. Αλλά ο ομφάλιος λώρος της απρόσιτης τριάδας, τους βοηθά να ξανασηκωθούν. Ευλόγησον, ευλογημένε.
Στη σύγκρουση θα νικήσει όποιος πει πρώτος το ευλόγησον, που καταργεί τη σύγκρουση.
Το επιτίμιο δεν είναι κύρωση που επιβάλλει ένας απρόσωπος θεσμικός άρχων, για κάποιο παράπτωμα. Το επιτίμιο είναι η πράξη, που πιστοποιεί τον ελεύθερο διάλογο μεταξύ ελευθέρων εθελοντών της κοινόβιας αρμογής, της πάγκοινης ευχής Προς. Το επιτίμιο δεν ανήκει στο ποινικό δίκαιο της κατά κόσμον καταστολής. Δεν τιμωρεί, πιστοποιεί. Πιστοποιητικό είναι το επιτίμιο και το ζητά, θέλων, ο ίδιος ο μοναχός από τον καθηγούμενο Πνευματικό του, για να τους δέσει, υλικά και έμπρακτα η κοινή σύγκλιση προς την κοινή προσευχή. Το επιτίμιο είναι ο δεσμός των αδεσμεύτων.
Διότι και ο ηγούμενος, ο Πνευματικός, υπακούει. Ο πρώτος του κοινοβίου δεν συγκεντρώνει στα δόντια και στο βλέμμα του, την υλική ή άυλη βία.
Δεν είναι ο ρυθμιστής του πολιτεύματος. Ο ηγούμενος υπακούει στην κοινή υποχρέωση για παραίτηση.
Δεν αποφασίζει και δεν δοκιμάζει. Συνομολογεί και συντρίβεται μέσα στην κοινή τριβή, που αίρει την ατομική υπακοή προς την πάγκοινη Τρυφή.
Ο Πνευματικός δεν εκδίδει διαταγή εκτελεστή, σιγοψάλλει ευχή παρακλητική. Παράκλητος προς εθελουσίως θέλοντα.
Κι αν ο εθελοντής κοινοβιάτης δεν θέλει να προσέξει την ευχή: αν η ευχή του πνευματικού μου μείνει έξω από την ακοή μου;
Τότε, η κοινή αλυσίδα, που μας πηγαίνει Προς, εξοβελίζοντας τα διάκενα, πάλι θα έχει σπάσει, και πάλι θα πρέπει να την κολλήσουμε ή να την ξαναφτιάξουμε. Τότε, η ανυπακοή δείχνει την κοινή μας πτώση, ηγουμένου και μοναχού. Ο ένας ξέπεσε γιατί δεν έπεισε παρακλητικά κι ο άλλος παράπεσε γιατί δεν υπάκουσε απελευθερωτικά.
Και μαζί πρέπει, με επιτίμιο ή απολυτίκιο της φιλονικίας να ξαναενώσουμε τα πριν διεστώτα. Να τα ξανακάνουμε καθεστώτα προσευχής Προς.
Γι’ αυτό και η ανώτερη μορφή πάλης μέσα στην υπακοή είναι η αγαπητική ανυπακοή. Μόνον: εάν δε ου δύνασαι, ερώτησον τον δυνάμενον διακρίναι.
Αν δύνασαι, λέει η Φιλοκαλία της μοναστικής ισοπολιτείας, αν δύνασαι, δεν έχεις ανάγκη υποταγής σε άνθρωπο.
Το άρτιο τρίγωνο της τριαδικής απαρτίας, θα το ψάλουν σε ερωτική μέθη, οι αβίαστοι πυρφόροι της Ελευθερίας, οι ελεύθεροι κοινόβιοι μοναχοί.
Ινατί γαρ η ελευθερία μου κρίνεται υπό άλλης συνειδήσεως;
Η υπακοή μου διαπιστώνει μέσα μου τον θάνατο της απληστίας, η υπακοή σου θανατώνει μέσα σου την νέκρωση του έρωτα.
Η υπακοή μου υπακούει στην υπακοή σου, γίνεται πανηγύρι ερωτικό και πέρα από την υπακοή καταργώντας κάθε βίαιη αρχή, ιερουργούμε μανικοί, την τρυφηλή μας αναρχία.

Νους ανόητος, σε τόπο αορασίας
«Παίρνω ένα καρφί και το βαρώ και μπαίνει εις τον τοίχο• τότε το βγάζω, τον λέγω: Αυτό λέγεται, λογιότατε, έργον, ότι χάλασε τον τοίχον».
Μακρυγιάννη: Οράματα και Θάματα

Τι είν’ αυτό, που το λένε αγάπη; τι είν’ αυτό; Τι είν’ αυτό;
Αυτό που το λένε αγάπη, αυτό, που πάει συνέχεια να γίνει αγάπη είναι η κοινωνική κακουχία, η γαρ κοινωνία φιλικόν. Η κατά κόσμον κοινωνία πασχίζει με μύρια όσα καλά και δεινά να εντρυφήσει στον μέσα θησαυρό της: να ενώσει τα χωρισμένα, να αγαπήσουν τα κακιωμένα, να γειάνουν τα χτικιασμένα, Ίνα ώσιν έν. Εν, μεθυστικής ομορφιάς.
Σ’ αυτήν την εντατική πορεία προς την εσχατιά, η κοινοβιακή μονή είναι η οργανωμένη πρωτοπορία.
Το κοινωνικό πλήρωμα είναι μοιραία χλιαρό, το διατρέχουν πλαδαροί συμβιβασμοί: και τούτο ποιείν κακείνο μη αφιέναι. Το κοινόβιο είναι καυτά, ριζοσπαστικό: Πολίται, χρη λέγειν τα καίρια. Κι επειδή εν αρχή ην ο Λόγος και ο άνθρωπος είναι ζώον Λόγον έχον, ο καίριος Λόγος είναι εγκαιροφλεγής, το κοινόβιο είναι πρωτοπορία κοινωνικής ορθοπραξίας.
Πώς;
Η μοναστική ακτημοσύνη της υπακοής είναι το πανεπιστήμιο, που κατασκευάζει ουσία, καταργώντας την περιουσία. Σπουδάζει στο καίριο, εγκαταλείποντας το περιττό. Αλλα τι είναι το περιττό;
Κανείς δεν μπορεί να ορίσει το περιττό. Όλοι είμαστε οι διακριτικοί της αδυναμίας μας και στον καθένα μέσα στην μικροκοινότητά του, του πρέπει ίσως κάποιο παραπανίσιο περιττό. Θνητοί είμαστε, δηλαδή ένα άθροισμα παραλείψεων, πάντα μπερδευόμαστε όταν ψάχνουμε αυτό που μας λείπει.
Όλοι όμως μπορούμε να ελπίζουμε το απέριττο, να είμαστε ευχή προς Καίριον, πρόσκαιρη προσευχή αθανασίας. Ο άνθρωπος πλησιάζει την καίρια Πείρα, μόνον όταν προσπαθεί να γίνεται απόπειρα.
Η κοινοβιακή μονή είναι απόπειρα ζωής.
Ζωής, όχι επιβίωσης.
Ζωής, εικοσιπέντε ώρες το εικοσιτετράωρο. Οι κοινοβίτες επιδιώκουν αγρυπνία, όχι υπνηλία. Επειδή οργανώνουν πανδαισία,  γι’ αυτό απορρίπτουν την διαιτησία των πραγμάτων.
Αυτό, τι μας χρειάζεται; Το πετάμε, αχρείαστο. Το άλλο, τι χρειάζεται; Ξέχασέ το, αχρείαστο. Κρατάμε μόνον το καίριο, το λιτό, το απέριττο, αυτό το χρειαζούμενο μέσα από τα αχρείαστα, αυτό που μας ενώνει ασυγχύτως και μας διακρίνει αδιαιρέτως με το Εν ού εστί χρεία: την περιπολία.
Το κοινοβιακό πολίτευμα είναι η διαρκής περίπολος της οργανωμένης πρωτοπορίας.
Εδώ και πάντοτε, οι Αθωνίτες, το κατάλαβαν γρήγορα. Την εδώ παρεπιδημία μας, την ορίζουν δύο θάνατοι, ο ένας στην αρχή της και ο άλλος στο τέλος της, αφού μόλις γεννηθούμε είμαστε, την επομένη κι ολας στιγμή, πιο κοντά στο θάνατο.
Επομένως, τι δέον ειδέναι κατά τον ορθόν λόγον; Τι είναι το κύριο και πώς γινόμαστε καίριοι μέσα στο άκυρο της ζωής μας και το πρόσκαιρο της διαβατάρικης πνοής μας;
Εδώ και υλικά γινόμαστε καίριοι μόλις με την πράξη μας αναγορευτούμε κύριοι της κοινής πορείας που μας αναβοσβήνει: μέσα στην ισόβια κάθειρξη, όπου μας καθηλώνει ο εναρκτήριος θάνατος κι ο άλλος ο ακροτελεύτιος, δεν έχουμε παρά να εργαστοϋμε την τελική μας ανυπακοή στο θάνατο. Και να γίνει ο καθένας μας με τη συμμετοχή του στην κοινότητα –, όχι σκορποχώρι, όχι ο καθένας και το μπαϊράκι του, όχι έκαστος και η μοναχική του νεύρωση –, ναι, να γίνει ο καθένας μας μέσα στο κοινόβιο, αυτό που αβίαστα μπορεί να είναι μέσα στην ειρκτή των δύο θανάτων: νικητής, παραγωγός χαριτωμένης αθανασίας. Ο καθένας, εν σαρκί περιπολών θεός.
Η περιπολία λοιπόν είναι καίρια μέθοδος. Όταν περιπολούμε ξέρουμε ότι είμαστε κύριοι της πρόσκαιρης ατυχίας μας, θεώνουμε ενδημικά τούς παρεπίδημους θανάτους.
Και η περίπολος, ξέρουμε εμείς του κοινοβίου, πρέπει νά ’ναι ανάλαφρη, γοργή, ακούραστη.
Πέτα στον δρόμο τη σαβούρα, μας βαραίνει. Πτωχεία. Μην κρατάς τίποτα επάνω σου, θα βρεις ό,τι μας χρειάζεται στο τέρμα. Ακτημοσύνη.
Κι όλα τ’ αλλά τα παρακατιανά, σκόρπισέ τα, μας κουράζουν. Όλα. Και γρήγορα, για να είμαστε γρήγοροι.
Στοιχείοις και συλλαβαίς και λέξεσι και γραφαίς και λόγοις χρώμεθα διά τας αισθήσεις. Μόλις όμως η σωματοψυχή μας, κοινοτικά, ταις νοεραίς ενεργείαις επί τα νοητά κινείται, περιτταί μετά των αισθητών αι αισθήσεις. Ναι και γρήγορα, εμείς εδώ γινόμαστε αναίσθητοι, αφού πάμε για τα σπουδαία. Αναίσθητοι για τα παρακατιανά αισθητά, νοεροί για τα υπεραισθητά νοητά.
Το κοινοβιακό πολίτευμα είναι το καλλιτεχνικό εργαστήρι όπου αδιαλείπτως σπουδάζουμε τις καλές τέχνες: Της απραξίας περί τα περιττά και της αγγαρείας περί τα απέριττα. Έξω είμαστε αδιάκριτα αδηφάγοι, εδώ μέσα μένουμε διακριτικά νηστικοί.
Η μοναστική πολιτεία είναι εφαρμοσμένη τεχνολογία λιτότητας και ισιότητας, δρομολογεί καθημερινά ενα υπερίδρυμα του ΙΚΑ, αποτελεί έμπρακτο υπερεγώ του ΕΣΥ.
Και δεν τελειώνει εκεί.
Οι μοναχοί διακονούν εδώ, παραμυθία εντοπία για τους μετεξεταστέους της ουτοπίας. Όλοι εκείνοι οι αλαφροΐσκιωτοι, που ονειρεύονται ισότητα και δρέπουν βαναυσότητα, που τους αποκοιμίζει η θεωρία και ξυπνούν μέσα στη θηριωδία, όλοι οι πτωχοί τω πολιτεύματι, μπορούν να μαθαίνουν στο Σχολείο του Όρους.
Εδώ μαθαίνουν το πρώτο και τελευταίο μάθημα της πολιτικής: να εμπιστεύονται μόνο στα χειροπιαστά, στα βρώσιμα, στα πόσιμα. Όχι στα εκτοπλάσματα της θεωρίας, όχι στα έπεα πτερόεντα της ιδεολογίας.
Θες ενότητα; Έλα να φάμε ψωμί. Θες συντροφικότητα; Πιες τώρα μαζί κρασί. Θες επανάσταση; Φάε και πιες, τώρα αμέσως από το κοινό το δισκοπότηρο, να δεις ανάσταση.
Το κοινόβιο είναι προπόνηση στο χειροπιαστό. Είναι συγκεκριμένη διάλυση της συγκεκριμένης πραγματικότητας, της καταπιεστικής πραγματικότητας, μέσα στην κοινή πράξη όλων των ίσων, φτυστών συντρόφων, μέσα σε παγγενηά ελευθερίας, με την παγκοινιά της υπάκουης αυτοθυσίας. Όλοι μαζί, χωρίς διακρίσεις, με μόνη διάκριση το μονάκριβο θησαυρό των προσώπων μας, που οφείλουν αβίαστα και μέσα στην κοινή χορωδία, να χορέψουν την ηδονή του Ζαλόγγου.
Μην χαζεύεις τα όνειρά σου. Σκύβε εδώ και μην μπερδεύεσαι. Καν ίδης τον νουν... ελκόμενον υπό τινος αοράτου δυνάμεως, μη πιστεύσης αυτώ, μηδέ αφής αυτόν έλκεσθαι, αλλά άγξον ευθύς αυτόν εις το έργο αυτού. Μη σε παραμυθιάζουν τα αόρατα, τα άσαρκα. Εδώ εσύ κι εγώ, εμείς, με τα χειροπιαστά μας. Άγξον ευθύς εις το έργον. Άσε την υπνοθεραπεία της θεωρίας. Πιάσε το έργο της κινησιοθεραπείας. Κι έλα να μεταλάβουμε μαζί, ψωμί, κρασί και λευτεριά. Εσύ κι εγώ, άμεσοι και τω καιρώ εκείνω τωρινοί. Όχι απρόσωποι, μέσα από αντιπροσώπους.
Το κοινόβιο είναι ενσαρκωμένη επιδημία άμεσης λαοκρατίας.
Και ψυχραιμία, παιδιά! Είμαστε σύντροφοι κι αδελφοί, δεν είμαστε χαζοχαρούμενοι νοσταλγοί.
Μη πόθει αγγέλους ιδείν ή δυνάμεις ή Χριστόν αισθητώς ίνα μη τέλειον φρενιτικός γένη.
Άσε τους αγγέλους νε ευαγγελίζονται χαρά μεγάλη και κύτταξε να γίνουμε εδώ εμείς άγγελοι, ο ένας για τονάλλο. Με την υπάκουη μίμηση. Με την ατέρμονη απογύμνωση. Με την κοινή ευχή Προς. Με την μετά νοός άνοια των περιττών. Προς.
Κι όλα τα φθαρτά ορατά, που μας γλυκοκυττάζουν, μη τα κυττάζεις. Εμείς μένουμε εδώ και σιγοσβήνουμε γύρω και μέσα μας όλα τα ορατά περιττά. Εδώ μένουμε σε τόπο υλικό και γειομένο, συνεχώς το περιβόλι μας το κάνουμε τόπο αορασίας, μέσα στην κοινή μας τριβή, με την ομόφωνή μας συντριβή, συντρίβουμε τα άτοπα απτά. Χειροπιαστά.
Τι κάνεις πάτερ; Εδώ μένω.
Σαν ταξιδιώτης που δεν έχει γυρισμό. Κακό μη πάθεις να προσέχω και να νοιάζομαι. Σε χρειάζομαι.
Εμμονή σε νοητή χρεία.
Διαμονή σε ανόητη αορασία. Σε χρειάζομαι.

Πολιτικής αρχέτυπο: νηπιάζοντι φρονήματι
Ο μοναχός μένει στη Μονή του κοινού βίου. Μέσα στη Μονή, με την τέτοια εμμονή, κάτι συμβαίνει. Σιγά-σιγάαναφαίνεται εδώ το ένδον πολίτευμα της μοναστικής πολιτείας: υπάρχει εδώ, μέσα στην μαύρη φανότητα του ράσου, ένα σύνταγμα χαράς.
Φαεινή αγαλλίαση συνέχει την αεικίνητη απραξία του κοινοβίου. Ο καλόγερος εδώ είναι ένα μαύρο θαυμαστικό που περιφέρεται άσκοπα και άοκνα, διακονώντας τον φτυστό του διπλανό, ψάλλοντας σε παγγενηά την αγγαρεία. Κι όλοι μαζί θαυμάζουν προκαταβολικά το κέφι της ερωτικής μετοχής στον Εφετό.
Είναι ανάλαφροι, εδώ στο κοινόβιο, απαλλαγμένοι από τα περιττά, ανάεροι παίζουν επί τέλους το μεγάλο παιχνίδι.
Τι κάνουν τα παιδιά απ' το πρωί ώς το βράδυ; Τα παιδιά παίζουν. Παίζουν το παιχνίδι τους πάντοτε σοβαρά και αδιάλειπτα. Το παιχνίδι τους είναι η μόνη τους αλήθεια. Η σοβαρή. Γιατί δεν ξέρουν ότι παίζουν, μέχρι την στιγμή, που το βράδυ έρχεται η μητέρα και σταματάει το παιχνίδι μέσα στον ύπνο.
Οι κοινοβίτες παίζουν εν ου παικτοίς. Παίζουν ξέροντας, χαρούμενοι τα σοβαρά παιχνίδια της κατά χάριν μετοχής, παιχνιδίζουν με την θέωση, μέσα στη νηφάλια μέθη του ορθού Λόγου, που τους έκανε τόσο ξύπνιους, ώστε να μείνουν ακτήμονες, ίσοι και ελεύθεροι.
Γιατί να μην είναι χαρούμενα ελεύθεροι κι ωραίοι; Αφού μέρα-νύχτα ξέρουν ότι γλίτωσαν από τα οχληρά, αφού και την νύχτα την κάνουν μέρα με την αγρύπνια, για να δοξολογούν την απαλλαγή τους από τα περιττά.
Το πολίτευμα του Αγίου Όρους είναι η συντεταγμένη παιδική χαρά του ορθού Λόγου.
Γιατί να μην είναι κεφάτοι οι καλόγεροι, αφού γνωρίζουν ότι ή συλλογική τους ευφυΐα, τους οδήγησε στην μεγάλη Μίμηση πράξεως σπουδαίας και τελείας;
Γιατί να μην παιδιαρίζουν φεγγοβολώντας χαρά οι μοναχοί, όταν γνωρίζουν – και όλοι μαζί το γνωρίζουν – ότι ξύπνιοι, με την υπερπροπόνησή τους, θα παίζουν επί τέλους εδώ, τον μεγάλο τελικό;
Πώς έφτασαν στον τελικό;
Μετά από σκληρά παιχνίδια. Απέκλεισαν τον έναν μετά τον άλλο, επίφοβους αντιπάλους. Την απληστία, τον φόβο, την δόξα. Πολλές φορές μάλιστα, στην ολονύχτια παράταση της συντριβής. Αλλά δεν λύγισαν κι όταν ακόμη λύγισαν. Τόλμησαν ακόμη κι όταν τους έλλειψε η τόλμη. Και προχώρησαν πέρα από τη φρόνιμη γνώμη του ορθού λογισμού, που καταδικάζει τέτοια αποκοτιά. Διεκδίκησαν τον ορθό λόγο, που είναι παρά γνώμην αλλόκοτος.
Και παρά δύναμιν Τολμηταί, και παρά γνώμην Κινδυνευταί, και επί τοις δεινοίς Ευέλπιδες. Οι μοναχοί μπορούν πια και παίζουν αδιάλειπτα τον μεγάλο τελικό.
Άφετε τα παιδία ελθείν πρός με.
Γιατί;
Διότι από παιδί κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια. Η μοναστική πολιτεία είναι ακριβώς γι’ αυτό, το χαριτωμένο περιβόλι της συνολικής λήθης και της συλλογικής Αλήθειας.
Διότι παίζοντας το αδιάλειπτο παιχνίδι της ζωής, μαθαίνουμε εδώ να είμαστε καίριοι, εκκωφαντικά αποτελεσματικοί μέχρι το τελικό παιχνίδι. Και να ξεχνούμε τα ενδιάμεσα παιχνίδια.
Διότι επιδιώκοντας το νικητήριο αποτέλεσμα, παίζουμε ένα παιχνίδι σκληρό, αλλά καθαρό. Καθαρίζουμε γύρω-γύρω ό,τι μας παρενοχλεί. Και καθαρίζουμε.
Κι επειδή γινόμαστε δια Χριστόν Σαλοί, κερδίζουμε ξεσαλωμένοι την νηφάλια νίκη του παιχνιδιού.
Το πρωτάθλημα δεν το κερδίζεις αλλιώς. Αν δεν βάλεις όλη την ψυχή σου, παίζοντας και την τελευταία πνοή σου. Μόνο ξεψυχώντας μπορείς να ελπίζεις ότι θα παίξεις στον Τελικό.
Γι’ αυτό το φρόνημα μέσα στην Κοινότητα, πρέπει να νηπιάζει και να είναι ξεσαλωμένο. Η κοινοκτημοσύνη της ζωής απαιτεί να γίνεσαι πανάκριβο, ανεπανάληπτο αστέρι, που τα δίνει όλα για την ομάδα, όλα για το παιχνίδι. Και γίνεσαι μεγάλο αστέρι, μόνον όταν σε ξετρελαίνει το παιχνίδι και ξαναμωραίνεσαι με την ηδονή, ότι θα παίξεις στον τελικό.
Και τότε πια κερδίζεις την ηπιότητα. Τα οχληρά, δεν πειράζει κι αν τόσο είναι οχληρά, αφού εσύ σκοπείς τα καίρια. Τα άτομα δεν ενοχλούν αρκεί να υπερέχει η ομάδα.
Εσύ την ομάδα σκέφτεσαι, εμείς το μυαλό μας μόνο στο παιχνίδι. Στον μεγάλο Τελικό. Γι’ αυτό και κλεινόμαστε από νωρίς, και προπόνηση στην προπόνηση μέσα στην χαρά, όλα τα παιδιά ετοιμάζουν το παιχνίδι.
Κι έτσι τα παιδιά, επειδή δεν αγαπάνε ούτε το χρήμα, ούτε την εξουσία, ούτε την δόξα, αλλά ποθούνε να παίξουν στον Τελικό, όλα τα παιδιά της ομάδας, με την άσκηση γίνονται Άσσοι.
Ημίθεοι του Τελικού, θεοί μετά το ωραίο παιχνίδι, όλα τα παιχνιδιάρικα αστέρια, έτσι παίζοντας, παιδιάς χάριν, παίζουν με την χάρη.

Στον μόνο προς Μόνον, στον Κωστή Μοσκώφ.


---------






Ἁγιοπατερικά  Ἀντίδωρα


 Κάθε λόγος, συγκρούεται με κάποιον άλλο λόγο.
 Ποιος λόγος όμως μπορεί να συγκρουστεί με την ίδια τη Ζωή;
                                                         (Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς)




-------------------------



       Ποιητικά Ἐρανίσματα

 •      Εὐδόκιμοι σάν τόν Χριστό (Κ. Μόντης)

       Τί ἀξίζει ἕνας ἄνθρωπος τί θέλει καί πῶς θά δικαιολογήσει τήν ὕπαρξή του στή Δευτέρα Παρουσία; ( Γ.Σεφέρης)

     Δέν ἔχει ὅρια ἡ εὐφράδεια τῆς Σταύρωσης (Ν.Καρούζος) 



-------------------------



 Λαογραφικά ἀποθησαυρίσματα


«Ὁ Λάζαρος (κοινώς Φτωχολάζαρος) εἶναι μορφή συμπαθητική στό λαό. Εἶχε βέβαια τήν ἐξαιρετική τύχη νά εἶναι φίλος τοῦ Ἰησοῦ καί πεθαίνοντας ν’ ἀναστηθεῖ ἀπό τόν Κύριο, ἀλλά ἡ ἀνάμνηση ὅσων εἶδε καί γνώρισε στήν κατοικία τῶν νεκρῶν πρέπει νά χάραξε ἀνεξίτηλα στήνψυχή του τό φόβο καί τόν τρόμο. Γι’αὐτό ὁ λαός φαντάστηκε τόν Λάζαρο, μετά τήν ἀναστασή του, «ἀγέλαστο».
Σύμφωνα μέ μιά παράδοση, σ’ὅλη τή δεύτερη ζωή του δέ γέλασε ποτέ καί μόνο μιά φορά χαμογέλασε, σάν εἶδε στό παζάρι ἕνα χωρικό νά κλέβη μέ τρόπο μιά στάμνα ἀπ’τό σταμνά κ’ ὕστερα νά τό κόβη λάσπη.

-Βρέ τόν ταλαίπωρο,λέει χαμογελώντας ὁ Λάζαρος. Γιά ᾿ιδές τον πώς φεύγει μέ τό κλεμμένο σταμνί. Ξεχνάει ὅτι καί αὐτός εἶναι ἕνα κομμάτι χῶμα, ὅπως καί τό σταμνί. Τό’να χῶμα κλέβει τ’ ἄλλο. Μά δέν εἶναι νά γελοῦν κ’ οἱ πικραμένοι;» (Γ. Α. Μέγας «ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ»)


-------------------------



         

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου