Τετάρτη 6 Ιουλίου 2016


Ο ΑΝΑΓΩΓΙΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ (ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ)

  •   Ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας. ( Ἀρχιμανδρίτου Βασιλείου (Γοντικάκη) Ἰβηρίτου)
  • «Τέτοιες λέξεις:τέτοιες ψυχές» (Γ.Θέμελης) (Ἀθηνιώτη-Παπαδάκη Κατερίνα)       
  •   H ποίηση τής Μεγάλης Εβδομάδας (Γεώργιος Μπαμπινιώτης)
  • Γλώσσα και μικρά existenzialia. (Ιωάννης Ε. Θεοδωρόπουλος .Ἐπιλεγμένα σημεία του πρώτου κεφαλαίου από το έργο: Το α-τόπημα: ερμηνευτική φιλοσοφία της ύπαρξης και γλώσσα. Πηγή: Αντίφωνο)
  • Γλώσσα του τόπου, τόπος της γλώσσας
    Γιάννης Κιουρτσάκης (απόσπασμα από το υπό έκδοση,  βιβλίο του ''Γυρεύοντας στην εξορία την πατρίδα σου'' εκδ. Πατάκη. Πηγή: Aντίφωνο)

    ·      Ἅγιο-Πατερικά  ἀντίδωρα

·         Ποιητικά Ἐρανίσματα

·         Φιλοσοφικοί στοχασμοί

·         Λαογραφικά ἀποθησαυρίσματα

·         Ἡ συμμετοχή σας
Σχόλια
Ἀνάρτηση κειμένου
Εἰκόνα
Ἄλλο


ΥΓ. Μέ μπλέ χρώμα εἶναι ὅσα δέν ἔχουν ἀκόμη συμπληρωθεῖ.


             --------------------------------------------------------------------



Ο ΑΝΑΓΩΓΙΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ
                                 


  Νυμφίος  κάλλει ὡραῖοςπαρὰ πάντας ἀνθρώπους,
 συγκαλέσας ἡμᾶςπρὸς ἑστίασιν πνευματικὴν
τοῦ νυμφῶνός σου, τὴν δυσείμονά μου μορφήν,
τῶν πταισμάτων ἀπαμφίασον, τῇ μεθέξει τῶν παθημάτων σου,
καὶ στολὴν δόξης κοσμήσας, τῆς σῆς ὡραιότητος,
δαιτυμόνα φαιδρὸν ἀνάδειξον, τῆς Βασιλείας σου
ὡς εὔσπλαγχνος.


Ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας. 
 Ἀρχιμανδρίτου Βασιλείου (Γοντικάκη) Ἰβηρίτου.
(Τό κείμενο ἔχει δημοσιευθεῑ  στό τεῦχος 66 ( ΑΠΡΙΛΙΟΣ-ΙΟΥΝΙΟΣ 1998) τοῦ περιοδικοῦ «ΣΥΝΑΞΗ»).

  Ἡ Ἐκκλησία μιλᾶ ὅλες τίς γλῶσσες καί μεταδίδει τό ἔνα Πνεῦμα, τήν ἀλήθεια καί παράκλησι, ὅπως συνέβη κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.
  Ὁ Λόγος ἔγινε σάρξ καί μίλησε μέ τήν παρουσία καί τήν διαγωγή Του. Διῆλθε ἰώμενος πᾶσαν νόσον καί εὐεργετῶν πάντα ἄνθρωπον. Μίλησε διά τῶν πραγμάτων τήν γλῶσσα τῆς ἀγάπης, τήν κατανοητή ἀπό κάθε ἄνθρωπο. Καί ἔφερε τό εὐαγγέλιο τῆς ἐλπίδος, τῆς ὑγείας, τῆς χαρᾶς καί τῆς σωτηρίας.
  Ἐνῶ ὅμως ὅλους ἐθεράπευσε καί εὐεργέτησε, δέν Τόν δέχθηκαν ὅλοι. Ἀλλά σ’αὐτούς πού Τόν δέχθηκαν ἔδωσε ἐξουσία νά γίνουν τέκνα Θεοῦ. Νά γίνουν Χριστοί κατά χάριν. Νά συνεχίσουν τό κήρυγμα, τό ἔργο καί τήν εὐεργεσία Του πρός ὅλους.
  Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία, ὅπως τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, συνεχίζει καί μιλᾶ διά τῶν τέκνων Της ὅλες τίς γλῶσσες, δίδοντας τό ἕνα μήνυμα τῆς σωτηρίας.
  Καί οἱ πιστεύοντες εἰς Αὐτόν «γλώσσαις λαλήσουσι καιναῖς». Θά μιλήσουν καινούργιες γλῶσσες. Καί οἱ καινούργιες γλῶσσες εἶναι οἱ προσωπικές. Καθένας πρέπει νά βρεῖ τό δικό του ρυθμό. Νά κινηθῆ ἐλεύθερα. Νά κάμη τά πάντα ὥστε νά ἀξιωθῆ συνειδητά νά βρῆ καί νά ζήση τό Χριστό ὡς σωτήρα, λυτρωτή καί εὐεργέτη. Τότε μιλᾶ τή δική του γλῶσσα, τήν προσωπική καί μοναδική. Καί συνεχίζεται ἡ Πεντηκοστή διά τῆς προσωπικῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου.Μέ τό νά ἀκούση ὁ καθένας τόν Καλό ποιμένα νά τόν καλῆ μέ τό ὄνομά του. Μέ τό νά παίρνη ὑπόστασι τό εἶναι του. Μέ τό νά βρῆ ἐν Χριστῷ τόν ἑαυτό του· καί νά βγῆ ἀπό μέσα του ἕνα «δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν». Τότε καταλαβαίνει ὁ ἄνθρωπος ὅτι καλά λίαν ἐποίησεν ὁ Θεός τά πάντα. Καλά λίαν γίνονται τῇ εὐλογίᾳ τοῦ Θεοῦ τά πάντα. Ὅλα μᾶς κάνουν καλό. «Τοῖς ἀγαπῶσι τόν Θεόν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν».
  Καί αὐτή τήν εὐεργεσία τῆς σωτηρίας τήν ἐκφράζει ὁ κάθε εὐεργετημένος καί σωσμένος προσωπικά, μέ χίλιους τρόπους: μέ τόν λόγο, τή σιωπή, τή διαγωγή, τήν παρουσία, τά ἔργα τῶν χειρῶν καί τοῦ νοός του.
  Ἔτσι ὅλα μιλοῦν στήν Ἐκκλησία καί μεταδίδουν τόν ἕνα Λόγο.
  Καί ἀληθινά μιλᾶ ὁ ἄνθρωπος πού σιωπᾶ καί δι’αὐτοῦ μιλᾶ ὁ Θεός. Ἐάν περιοριζόμαστε στό νά λέμε τίς δικές μας μόνον ἀπόψεις· ἄν ξεκινᾶμε ἀπό τόν ἑαυτό μας καί τήν προβολή τῆς ἐφήμερης ἐπιτυχίας μας, τότε δέν φανερώνομε τό πνεῦμα τῆς Πεντηκοστῆς, ὅσο θεολογικά καί ἄν φαίνεται ὅτι μιλᾶμε, ἀλλά ἐπεκτείνομε τήν σύγχυσι καί τήν ὀχλαγωγία τῆς Βαβέλ.
  Ὅταν μιλᾶ ὁ νεκρός ἑαυτός μας, κατά τό παράδειγμα τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, τότε εἴμαστε ζωντανοί. Μιλᾶ ὁ Θεός, μιλᾶ ὁ ἑαυτός μας ὁ ἀληθινός. Καί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πού ζητοῦν τήν ἀλήθεια ἀκοῦνε τό λόγο μας, γιατί δι’αὐτοῦ ἀκοῦνε τόν ἕνα Λόγο. Καί ὁ νεκρός γιά τόν ἑαυτό του ἄνθρωπος καί ζῶν ἐν τῷ Θεῷ ἀκούει καί σέβεται τό λόγο ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἀκούει τό λόγο τῶν ὄντων καί δι’αὐτῶν ἀκούει τόν ἕνα Λόγο, διά τοῦ ὁποίου ἐγένετο τά πάντα καί χωρίς Αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν ὅ γέγονε.
  Καταλαβαίνει, δέχεται, καί ταυτόχρονα διά τῆς αὐτῆς πράξεως κοινοποιεῖ τό λόγο γιά τόν ὁποῖο ἔγιναν τά πάντα. Καί αὐτός ὁ λόγος εἶναι νά συμμετάσχουν στόν παράδεισο τῆς λογικῆς λατρείας, τῆς μιᾶς συμπαντικῆς Λειτουργίας, ὅπου ὁ εἷς σαρκωθείς Θεός Λόγος, ὁ ἐκ σιγῆς προελθών, εἶναι ὁ προσφέρων καί προσφερόμενος καί προσδεχόμενος καί διαδιδόμενος.
  Τότε, ὅταν ὅλα Ἐκεῖνος τά πράττη, δίδει τήν δυνατότητα καί παρέχει τήν τιμή καί σέ μᾶς τούς μηδαμινούς νά μποῦμε στό συλλείτουργο καί νά λειτουργήσωμε προσφέροντας τήν ἐλάχιστη συμβολή μας μέ τό λόγο, τή σιωπή, τήν πρᾶξι καί τήν ἡσυχία μας.
  Ὁ Λόγος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τό συλλείτουργο ὅπου ἐναρμονίως συνάδουν ὅλοι οἱ λόγοι τῶν προσώπων καί τῶν ὄντων.
  Τίποτε δέν ὑπάρχει ἀληθινά ἔξω ἀπό αὐτό τό συλλείτουργο, τή μία Λειτουργία πού λογοποιεῖ τόν ἄνθρωπο, τόν καθιστᾶ λόγο Θεοῦ καί εὐλογία γιά ὅλη τή δημιουργία.
  Μέ αὐτό τόν τρόπο κάθε πιστός, ὁ πιό ἐλάχιστος καί μικρός, δέν εἶναι τμῆμα τοῦ ὅλου, ἀλλά ἀνακεφαλαιώνει τό ὅλον. Εἶναι ἐν σμικρῷ Ἐκκλησία. Εἶναι ἐν σμικρῷ ὁλόκληρος ὁ κόσμος.
  Συχνά λέγεται ὅτι πρέπει νά προσφέρωμε στόν κόσμο τόν θεολογικό λόγο τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά δέν πρέπει ποτέ νά ξεχνᾶμε ὅτι θεολογικός λόγος δέν εἶναι ἡ μεταπρατική χρῆσι τῶν πατερικῶν ρήσεων καί ἡ μηχανική ἐπανάληψη κάποιας θεολογικῆς ὁρολογίας.
  Θεολογία εἶναι ἡ σάρκωσι τῆς ἀλήθειας ἄθελά μας. Ἡ φανέρωσι τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ πού γίνεται χωρίς καμμιά προσπάθεια ἀπό τούς συντετριμμένους.
  Τό ἀληθινό γίνεται καί διατυπώνεται ἀκόπως. Ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ ἀκόπως βαστάσασα Χριστόν. Καί γιά νά φθάσης σ’αὐτό τό «ἀκόπως», τό ἀληθινό καί αὐθόρμητο, πού εἶναι δῶρο Θεοῦ καί ἄνωθεν προσφερόμενο χάρισμα, πρέπει πολύ νά κουρασθῆς, νά κλάψης, νά ἀσκηθῆς, νά ἀπαλλαγῆς ἀπό ὅλα. Νά ξεπεράσης τά πάθη σου μέ τή χάρι τοῦ Θεοῦ. Νά ξεπεράσης τίς ἀρετές σου, ὅπως θέλει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής. Νά μήν ἔχεις καμμιά ἰδέα γιά τίς ἀρετές, τίς ἱκανότητες ἤ τήν ἁγιότητά σου. Νά φθάσης στό μή ὄν. Τότε ὁ Θεός ἔρχεται καί χαρίζει δωρεάν τά ὑπέρ φύσιν καί αἴσθησιν. Καί τά χαρίζει στούς ταπεινούς, τά μωρά, τά ἀσθενῆ, τά ἀγενῆ, τά ἐξουθενημένα καί τά μή ὄντα. Γιατί τά μή ὄντα, ὡς μή ἔχοντα καμμιά ἰδέα γιά τόν ἑαυτό τους, δέν νοθεύουν τά ἅγια, ἄσπιλα καί τίμια.
  Ἐνῶ oἱ «ἐνάρετοι», αὐτοί πού παρ’ ὅλες τίς ἀρετές ἤ τίς γνώσεις τους ἤ ἐξ αἰτίας αὐτῶν καί τῆς μεγάλης ἰδέας πού ἔχουν γιά τόν ἑαυτό τους (καί ἡ οποία ὑπογραμμίζεται καί φαίνεται εὐκρινέστερα μέ τήν δῆθεν προσπάθεια νά τήν ἀποκρύψουν) γιά ὅλα αὐτά καί μέ ὅλα αὐτά μολύνουν καί νοθεύουν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ· τόν ἀνακατεύουν μέ τίς δικές τους τοξίνες καί τόν κάνουν ἀχώνευτο καί ἀπορριπτέο ἀπό τό στομάχι τοῦ πεινασμένου ἀνθρώπου.
  Ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ φανέρωσι τῆς ἀναπαύσεως καί τῆς παρακλήσεως τοῦ Πνεύματος, πού προσφέρεται δωρεάν ἀπό τούς ταπεινούς καί κεκαθαρμένους, πού δέν ὑπολήπτονται τόν ἑαυτό τους.
  Ἔτσι δωρεάν προσφέρουν τά τίμια, ἐπειδή τά ἔλαβαν. Καί τούς εἶναι ὁ κόσμος εὐγνώμων, ἐνῶ αὐτοί ἐλεεινολογοῦν ἔσωθεν τόν ἑαυτό τους. Τόν βλέπουν ὑπό κάτω πάσης κτίσεως, χειρότερο πάντων τῶν ἀνθρώπων καί κατώτερο ὅλων τῶν κτηνῶν καί τῶν ἑρπετῶν. Καί θαυμάζουν μόνο τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τή σοφία καί τήν ἄρρητή Του πρόνοια γιά ὅλη τή δημιουργία καί γι’ αὐτούς τούς ἴδιους καί ἄξιους πάσης καταδίκης.
  Τελικά φαίνεται ὅτι κάνουν θεολογία οἱ μή θεολόγοι, οἱ ἀληθινοί, οἱ ταπεινοί καί γνήσιοι ἄνθρωποι (πού ἐνίοτε μπορεῖ νά εἶναι καί θεολόγοι). Αὐτοί πού μέσα ἀπό ὅλα τά βάσανα, τούς κόπους καί τίς δοκιμασίες, φθάνουν σέ ἕνα ἐκ βαθέων «δόξα τῷ Θεῷ». Καί αὐτό ἀποτελεῖ τό περιεχόμενο τῆς ζωῆς τους καί τήν ἀνωστική δύναμι πού συνέχεια τούς φέρνει πρός τόν Θεό καί καθιστᾶ τό λόγο καί τήν παρουσία τους εὐλογία γιά τόν κόσμο καί τούς ἀδελφούς τους.


-------------------------




 «Τέτοιες λέξεις:τέτοιες ψυχές» (Γ.Θέμελης)
(Ἀθηνιώτη-Παπαδάκη Κατερίνα)

Ἡ γλώσσα  ὑποτάσσεται  στήν τρέχουσα παιδεία, στήν τρέχουσα λογική καί ἀντίληψη πού ἔχουμε γιά τή ζωή. Καταδεικνύει τή συνειδητότητά μας. Ὅταν  ἡ γλώσσα ἐκπίπτει  σέ ἕναν χρηστικό ἐργαλεῖο ἐπικοινωνίας καί παύει νά ὀνομάζει τά πράγματα, ὅταν δηλαδή παύει νά ἀποτελεῖ μύηση στό μυστήριο τῆς ζωῆς καί τῆς ὕπαρξης, ὅταν παύει νά ἀποτελεῖ μεθεκτικό  μυστήριο μέ ἀναγωγικό δυναμισμό, ὅταν ἐγκλοβίζεται στό εἴδωλο δηλαδή μόνο στό ὁρατό μέρος τῶν πραγμάτων καί ἀκόμα χειρότερα ὅταν καταντᾶ ὄργανο συναλλαγῶν καί ἐξυπηρέτησης συμφερόντων τότε χάνει τήν ἰκανότητα νά σημαίνει τήν ὀντολογική ποιότητα τῶν πραγμάτων καί σιγά σιγά ἀπό ὄργανο  ἀναγωγῆς γίνεται ἐργαλεῖο διάβρωσης γιά τή ἀντίληψή μας. Γίνεται αὐτό πού ὁ ψαλμωδός λέγει: «τάφος ἀνεωγμένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν».
 «Ὅμως ἡ γλώσσα τιμωράει (ὅπως καί ἡ ζωή) καί τήν κατάσταση τή βλέπουμε. Ξεσπάει κάθε μέρα, στή ράχη μας καί στή ράχη τῶν παιδιῶν μας. Ἔχουμε τίς θεωρίες μας...καί μόνο ἕνα δέν καταλαβαίνουμε ἤ δέ βλέπουμε: Πώς ἡ ψεύτικη ζωή μας ἔκανε ψεύτικη καί τή γλώσσα μας, καί πώς ἡ ἀλήθεια δέν ἐπιβάλλεται ἀπό τή γλώσσα στή ζωή, ἀλλά ἀπό τή ζωή στή γλώσσα. Μέ νομοθετικά διατάγματα δέν σώζεται ἡ λαλιά τῶν ἀνθρώπων. Θά πρέπει νά ξαναζήσουμε ἀληθινά γιά νά ξαναμιλήσουμε ἀληθινά»( Ζ. Λορεντζάτος)
 Στόν ἱερό χῶρο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τρόπου, ὁ λόγος ἐπειδή δέν ἀπώλεσαι τό ἐν ἀληθεία κέντρο  τῆς ἀναγωγῆς στόν Θεό Λόγο, διατηρεῖ τήν ἀναγωγική δροσιά καί τή
νηπτική καθοδήγηση γιά τόν συσκοτισμένο, ἀπό τις μέριμνες καί τού τρόπους τοῦ κόσμου, νοῦ μας. Εἶναι λόγος πού ἀγκαλιάζει ἐν ἀληθεία ,πού ἀποβλέπει ὄχι στή χρηστικότητα τῶν πραγμάτων ἀλλά στή χρηστότητά τους καί σηματοδοτεῖ τή θεία καθολικότητα πρός τήν ὁποία ἔχει κληθεί ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη.
Ἐντυπωσιακό εἶναι τό ὕψος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ λόγου τῆς Μεγάλης Ἐβδομάδας. Λόγος πού μεταγγίζει τήν καθαρτική ἀγάπη τοῦ Ἅγίου Πνεύματος καί νοηματοδοτεῖ ὑπέρ ἔννοια τό μυστήριο τῆς ζωῆς καί τῆς ὕπαρξης.
Στήν λειτουργική ποίηση τῆς Μεγάλης Ἐβδομάδας ὁ Χριστός τοποθετείται στό κέντρο τοῦ ναοῦ ὄχι ὡς θύμα ἥ ὡς  ἀδικημένος , ἀλλά ὡς Νυμφίος. Ἡ ἀναγωγική δυναμική αὐτοῦ τοῦ γεγονότος μᾶς ἀρπάζει  στό χῶρο καί τρόπο τῆς θείας ἀγάπης.
«Ἐσταυρώθης δι᾽ ἐμέ, ἵνα ἐμοί πηγάσης τήν ἄφεσιν· ἐκεντήθης τήν πλευράν, ἵνα κρουνούς ζωῆς ἀναβλύσῃς μοι· τοῖς ἥλοις προσήλωσαι, ἵνα ἐγώ, τῷ βάθει των παθημάτων σου τό ὕψος τοῦ κράτους σου πιστούμενος, κράζω σοι, ζωοδότα Χριστέ· Δόξα καί τῷ σταυρῷ, Σῶτερ, καί τῷ πάθει σου».
(Σταυρώθηκες γιά μένα, γιά νά γίνεις πηγή, ἀπό τήν ὁποία θά ἀναβλύσει ἡ ἄφεση· κεντήθηκες τήν πλευρά, γιά νά τρέξουν γιά μένα κρουνοί πνευματικῆς ζωῆς· ἔχεις καρφωθεῖ μέ καρφιά, ὥστε ἐγώ, βλέποντας τό βάθος τῶν παθημάτων σου, νά βεβαιωθῶ γιά τό ὕψος τοῦ κράτους σου, καί νά σοῦ φωνάζω: Χριστέ, σύ πού δίνεις ζωή, δόξα στό σταυρό καί τό πάθος σου.)
 Δυναμικές ἀντιθέσεις καί ὀξύμορα σχήματα στήν έκκλησιαστική ὑμνογραφία φωτίζουν τό μέγεθος τοῦ θείου δράματος καί καθαίρουν τή στενότητα τῆς ἀντίληψης μας, «ἀφυπνώσας ὑπερφυῶς ὕπνον φυσίζωον καί ζωήν ἐγείρας ἐξ ὕπνου καί τῆς φθορᾶς». Ἐνδεικτικά  ἀναφέρονται :
 «κρεμᾶται ἐπί ξύλου ὁ ἐν ὕδασι τήν γῆν κρεμάσας», «ἀνεδήσω γάρ στέφανον ὕβρεως ὁ τήν γῆν ζωγραφήσας τοῖς ἄνθεσι», «ψευδῆ πορφύραν περιβάλλεται ὁ περιβάλλων τόν οὐρανόν», «συνέχει τάφος τόν συνέχοντα παλάμη τήν κτίσιν», «καλύπτει λίθος τόν καλύψαντα ἀρετή τούς οὐρανούς», «ραπίζεται χειρί τοῦ πλάσματος ὁ Πλάστης», «πιλάτω παρίσταται ὧ τρόμω παρίστανται οὐρανῶν αἱ δυνάμεις», «ξύλω κατακρίνεται ὁ κρίνων ζώντας καί νεκρούς», «ὁ ἀναφής κρατεῖται», «δεσμεῖται ὁ λύων», «πωλῆσαι τόν ἀτίμητον», «ἔνοχον θανάτου τόν ἀθάνατον», " διὰ Σταυροῦ παθών, ... ἀπάθειαν ἐπήγασας".
.

 «Στόν προσεκτικό ἀκροατή τῶν Ὕμνων τῆς M. Εβδομάδος γίνεται αἰσθητή (χωρίς νά εἶναι πάντοτε συνειδητή) ἡ μουσικότητα πού παράγεται ἀπό τήν παρήχηση συγκεκριμένων φθόγγων. 
Εἶναι ἐμφανής λ.χ. ἡ παρήχηση σέ στίχους ὅπως: «Ἰούδας ὁ δούλος και δόλιος, ὁ μαθητής καί ἐπίβουλος, ὁ φίλος καί διάβολος» καί «Ἰούδας ὁ προδότης δόλιος ὦν, δολίω φιλήματι, παρέδωσε τόν Σωτήρα Κύριον, τόν Δεσπότην...» (M. Πέμπτη).
 Φαίνεται στόν Ἀκάθιστο Ὕμνο, σέ στίχους ὅπως «Γνῶσιν ἄγνωστον γνῶναι ἡ Παρθένος ζητοῦσα...», μέ τή μουσικότητα πού βγαίνει ἀπό τό στοιχείο τῆς ἐτυμολογικής ἐπανάληψης. 
Τό ἴδιο καί στά ἐγκώμια τῆς M. Παρασκευῆς: «θάνατον θανάτῳ θανατοῖς, Θεέ μου, θεία σου δυναστεία» ἤ σέ τροπάρια τῆς M. Πέμπτης: «Ἔστησαν τά τριάκοντα ἀργύρια τήν τιμήν τοῦ τετιμημένου, ὄν ἐτιμήσαντο ἀπό υἱών Ἰσραήλ».»(Γ. Μπαμπινιώτης).
 Τό θαυμαστό σέ αὐτή τήν  ἐπισήμανση εἶναι ὅτι ἡ παρήχηση ἑνός μόνο φθόγγου , ἡ ἐπανάληψη ενός μόνου ἐτυμολογικοῦ θέματος μπορεῖ νά ἀντηχήσει μέσα μας καί νά σημάνει τό μέγεθος τῆς θεῖας οἰκονομίας.

 Ποικιλία ἐμπνευσμένων  λογοτεχνικῶν σχημάτων καί λειτουργικῶν πράξεων ὑπηρετοῦν  τήν ἀπόδοση τοῦ Θείου δράματος καί  ἡ ζωή μας σέ «ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν» ἐνκεντρίζεται ὥστε ἀπό τό κατ’εἰκόνα μέ μυστικό τρόπο στό καθ’ὁμοίωση νά ἀναγώμεθα.

 «Δεῦτε οὖν καὶ ἡμεῖς, κεκαθαρμέναις διανοίαις, συμπορευθῶμεν αὐτῷ, καὶ  συσταυρωθῶμεν, καὶ νεκρωθῶμεν δι' αὐτόν, ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς»


H ποίηση τής Μεγάλης Εβδομάδας

(Γεώργιος Μπαμπινιώτης)

ΠΗΓΗ:http://www.tovima.gr/opinions/article/


* Τους ποιητικούς μηχανισμούς τους βιώσαμε με τον πιο έντονο τρόπο στην εκκλησιαστική/λειτουργική ποίηση των ύμνων των ημερών αυτών: τής M. Εβδομάδος, τού Παρακλητικού Κανόνος και τού Ακάθιστου Υμνου

Οι θεωρητικοί τού ποιητικού λόγου, από τον G. Hopkins μέχρι τον R. Jakobson, από τον Ρ. Valery μέχρι τον Τ.S. Eliot και από τον V. Sklovsky μέχρι τον R. Barthes, έχουν δείξει ότι η ποίηση (όπως και οι άλλες τέχνες, ιδίως η μουσική) γίνεται με πολύ απλά συστατικά τής γλώσσας, εντέχνως συνταιριασμένα: με ομοιότητες και διαφορές (αντιθέσεις), με παραλληλισμούς, όπως έχουν χαρακτηρισθεί από τον G. Hopkins. Με ομοιότητες κάθε μορφής: σε ήχους (παρ-ήχηση / συν-ήχηση / ομο-ηχία), σε γραμματικές δομές (ομοιοκαταληξία, ομοιοτέλευτο), σε συντακτικές δομές (συντακτική παραλληλία), σε σημασιολογικά στοιχεία (συνώνυμα), σε ετυμολογικά συστατικά (ομόρριζα), σε μετρικές δομές και σε πιο απαιτητικές ομοιότητες, όπως είναι όλα τα είδη τής μεταφοράς, τής παρομοίωσης και τής εξεικόνισης. Ολες οι μορφές ομοιότητας υπάγονται στον βασικό γλωσσο-επικοινωνιακό μηχανισμό τής επανάληψης, που αποτελεί καίριο μηχανισμό τής ποιητικής γλώσσας. Μέσα στον «παραλληλισμό» ανήκει και η ποιητική αξιοποίηση τωνδιαφορών, ιδίως των έντονων, εστιασμένων και αλληλοαποκλειoμένων διαφορών, δηλαδή των αντιθέσεων (αντωνύμων λέξεων, φράσεων κ.λπ.). Κι αυτών η ενεργοποίηση συνιστά βασικό μηχανισμό τού ποιητικού λόγου.
Αυτούς τους ποιητικούς μηχανισμούς τους βιώσαμε με τον πιο έντονο τρόπο στην εκκλησιαστική/λειτουργική ποίηση των ύμνων των ημερών αυτών: τής M. Εβδομάδος, τού Παρακλητικού Κανόνος και τού Ακάθιστου Υμνου. Αγνωστοι και γνωστοί υμνογράφοι τής Ορθόδοξης Εκκλησίας συνέθεσαν στους βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς αιώνες τους ύμνους που ακούσαμε τις μέρες αυτές. Θα επιχειρήσω μια σύντομη αναφορά στη γλώσσα αυτής τής υμνογραφικής ποίησης.
* Σημασιολογικές ομοιότητες
Στον προσεκτικό ακροατή των Υμνων τής M. Εβδομάδος γίνεται αισθητή (χωρίς να είναι πάντοτε συνειδητή) η μουσικότητα που παράγεται από την παρήχηση συγκεκριμένων φθόγγων. Είναι εμφανής λ.χ. η παρήχηση σε στίχους όπως: «Ιούδας ο δούλος και δόλιος,ο μαθητής και επίβουλος, ο φίλος και διάβολος» και «Ιούδας ο προδότης δόλιος ων, δολίω φιλήματι, παρέδωσε τον Σωτήρα Κύριον, τον Δεσπότην...» (M. Πέμπτη). Φαίνεται στον Ακάθιστο Υμνο, σε στίχους όπως «Γνώσιν άγνωστον γνώναι η Παρθένος ζητούσα...», με τη μουσικότητα που βγαίνει από το στοιχείο τής ετυμολογικής επανάληψης. Το ίδιο και στα εγκώμια τής M. Παρασκευής: «θάνατον θανάτω θανατοίς, Θεέ μου, θεία σου δυναστεία» ή σε τροπάρια τής M. Πέμπτης: «Εστησαν τα τριάκοντα αργύρια την τιμήν τούτετιμημένου, ον ετιμήσαντο από υιών Ισραήλ».
Σωρευτική παράθεση συνωνύμων, ήτοι σημασιολογικών ομοιοτήτων σε επίπεδο λέξεων, έχουμε στον Ακάθιστο Υμνο: στην προσφώνηση τής Παναγίας «άσπιλε, αμόλυντε, άφθορε, άχραντε, αγνή Παρθένε». Στον γεμάτο ταπείνωση αυτοχαρακτηρισμό τού προσευχομένου: «μη βδελύξης με τον αμαρτωλόν, τον εναγή, τον αισχροίς λογισμοίς και λόγοις και πράξεσι όλον εμαυτόν αχρειώσαντα». Στην παράκληση: «Και δώρησαι ημίν, ο Θεός, γρήγορον νουν, σώφρονα λογισμόν, καρδίαν νήφουσαν, ύπνον ελαφρόν και πάσης σατανικής φαντασίας απηλλαγμένον». H σωρευτική παράθεση συνωνύμων με διάφορου βαθμού σημασιολογικές αποχρώσεις όχι μόνο δεν επιβαρύνει τον λόγο, αλλά αυξάνει κλιμακωτά την ένταση των λεγομένων.
* Ομοιότητες και αντιθέσεις
Περισσότερο ίσως εκφραστικό, και επικοινωνιακά και ποιητικά περισσότερο αποτελεσματικό, μέσο είναι η χρήση αντιθέσεων: «Μικράν φωνήν αφήκε ο ληστής εν τω σταυρώ, μεγάλην πίστιν εύρε». (M. Πέμπτη) Μια σειρά αντιθέσεων συνιστά το ιδιόμελο τής M. Τρίτης: «Οτε η αμαρτωλός προσέφερε το μύρον, τότε ο μαθητής συνεφώνει τοις παρανόμοις/ η μεν έχαιρε κενούσα το πολύτιμον, ο δε έσπευδε πωλήσαι τον ατίμητον/ αύτη τον δεσπότην επεγίνωσκεν, ούτος τού δεσπότου εχωρίζετο/ αύτη ελευθερούτο και ο Ιούδας δούλος εγεγόνει τού εχθρού».
Συνήθως, όπως είναι άλλωστε αναμενόμενο, η ποιητική γραφή ακολουθεί πιο σύνθετους τρόπους, συνδυάζοντας ομοιότητες και αντιθέσεις μέσα σ' ένα εξεικονιστικό πλαίσιο με μεταφορές και παρομοιώσεις. Παράδειγμα το γνωστό αντίφωνο τής M. Πέμπτης κατά την περιφορά τού Εσταυρωμένου: «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου, ο εν ύδασι την γην κρεμάσας» (επανάληψη: κρεμάται - κρεμάσας, αντίθεση: επί ξύλου - εν ύδασι, εικόνα-παρομοίωση: ο εν ύδασι την γην κρεμάσας). Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται ο των αγγέλων βασιλεύς. Ψευδή πορφύραν περιβάλλεται ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις(αντίθεση - επανάληψη - εικόνα). Ράπισμα κατεδέξατο ο εν Ιορδάνη ελευθερώσας τον Αδάμ. Ηλοις προσηλώθη ο νυμφίος τής Εκκλησίας». Ανάλογος ποιητικός μηχανισμός λειτουργεί στον αίνο τής M. Παρασκευής: «Σήμερον συνέχει τάφος τον συνέχοντα παλάμη την κτίσιν/ καλύπτει λίθος τον καλύψαντα αρετή τους ουρανούς». Εδώ αξίζει να σημειωθεί ένας ιδιαίτερα σύνθετος όσο και συχνός παραλληλισμός στην εκκλησιαστική ποιητική μας υμνογραφία, όπως και στην κοσμική/«θύραθεν» ποίηση (στον Καβάφη λ.χ. ή στον Ελύτη). Αναφέρομαι στη δομική-λειτουργική επανάληψη παράλληλων συντακτικών δομών. Εν προκειμένω: τάφος συνέχει τον συνέχοντα την κτίσιν παλάμη (υποκείμενο - ρήμα - μετοχή - αντικείμενο - επιρρηματικό ουσιαστικό). Ιδια απολύτως δομή: λίθος καλύπτει τον καλύψαντα τους ουρανούς αρετή. Εδώ δεν είναι απλές λέξεις που επαναλαμβάνονται και συγκρίνονται, αλλά σύνθετα δομικά (συντακτικά) σχήματα. Ο,τι πιο απαιτητικό και λεπτό στην ποίηση, αφού η επανάληψη συντακτικών δομών είναι πλησμονή και συμμετρία νοημάτων και λογικών σχημάτων.
* H παράκληση του υμνογράφου
Αλήθεια, δεν είναι γνήσια ποίηση, που μπορεί να συγκριθεί επί ίσοις όροις με οποιοδήποτε λυρικό κοσμικό ποίημα, οι ακόλουθοι στίχοι τού απόστιχου ιδιόμελου τής M. Τρίτης: «Ο νυμφίος, ο κάλλει ωραίος παρά πάντας ανθρώπους [...], την δυσείμονά μου μορφήν των πταισμάτων απαμφίασον [...] και στολήν δόξης κοσμήσας τής σης ωραιότητος, δαιτυμόνα φαιδρόν ανάδειξον τής βασιλείας σου». Και δεν είναι ποίηση, έντονα φορτισμένη συναισθηματικά, η εξεικόνιση τού Χριστού (σε εγκώμιο τής M. Παρασκευής) με πληγωμένο πουλί: «Ωσπερ πελεκάν, τετρωμένος την πλευράν σου, Λόγε, σους θανόντας παίδας εζώωσας, επιστάξας ζωτικούς αυτοίς κρουνούς». Και η παράκληση τού υμνογράφου προς την Παναγία (Ακάθιστος Υμνος) να γίνει λιμάνι να αγκυροβολήσουμε και να λυτρωθούμε από τα βάσανα, δεν είναι γνήσια ποίηση: «λιμήν ημίν γενού θαλαττεύουσι και ορμητήριον εν τω πελάγει των θλίψεων και των σκανδάλων πάντων τού πολεμήτορος»;
H ποιητική συγκίνηση κορυφώνεται και δημιουργεί την επιθυμητή μέθεξη τού ακροατή, όταν ο υμνογράφος, με τον πιο ανθρώπινο τρόπο, παρουσιάζει τη μάνα τού Χριστού ως γυναίκα-μάνα να μιλάει στον γιο της, με θρηνητικά λόγια και προσφωνήσεις που θυμίζουν μοιρολόγια τής δημοτικής μας ποίησης: (οίκος τής M. Πέμπτης) «Tον ίδιον άρνα η αμνάς θεωρούσα προς σφαγήν ελκόμενον, ηκολούθει Μαρία [...] βοώσα. Πού πορεύει,τέκνον; Τίνος χάριν τον ταχύν δρόμον επιτελείς; Μη έτερος γάμος πάλιν εστίν εν Κανά κακεί νυν σπεύδεις [...]; Συνέλθω σοι, τέκνον, ή μείνω σοι μάλλον; Δος μοι λόγον, Λόγε, μη σιγών παρέλθης με ο αγνήν τηρήσας με».
Χρησιμοποιώντας το πιο δυναμικό στοιχείο επικοινωνίας, την ερώτηση και τον διάλογο, ο υμνογράφος δίνει τις κορυφαίες στιγμές τής ποίησης τής M. Εβδομάδος: (ιδιόμελο M. Πέμπτης) «Σήμερόν σε θεωρούσα η άμεμπτος Παρθένος εν σταυρώ, Λόγε, [...] στενάζουσα οδυνηρώς εκ βάθους ψυχής, παρειάς συν θριξί καταξαίνουσα, κατετρύχετο [...] Διό και το στήθος τύπτουσα, ανέκραζε γοερώς/ Οίμοι, θείον τέκνον! Οίμοι, το φως τού κόσμου! Τι έδυς εξ οφθαλμών μου, ο αμνός τού Θεού;». Και αμέσως μετά: «Υιέ μου, πού το κάλλος έδυ τής μορφής σου; Ου φέρω καθοράν σε αδίκως σταυρούμενον». Και ποιος δεν έχει συγκινηθεί με την ποιητικότητα των γνωστών στίχων τού επιταφίου θρήνου: «Ω γλυκύ μου έαρ,γλυκύτατόν μου τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;».
Από την επαφή με αυτή την ποίηση, γεννώνται εύλογα ερωτήματα. Πόσο είναι ευρύτερα γνωστή αυτή η ποίηση, η εκκλησιαστική μας ποίηση; Πόσο οι φιλόλογοι και το αναλυτικό πρόγραμμα διδασκαλίας και τα σχολικά βιβλία έχουν αξιοποιήσει -όχι θεολογικά, αλλά φιλολογικά, που θα πει λογοτεχνικά, γλωσσικά, αισθητικά- αυτή την ποίηση; Πόσο η ποίηση τόσων αιώνων ελληνικού ιστορικού βίου, εννοώ την εκκλησιαστική ποίηση τού Βυζαντίου, έχει αξιοποιηθεί σε επίπεδο λογοτεχνίας, γλώσσας, ιστορίας των κειμένων και αισθητικής από το Σχολείο, τη Γενική Εκπαίδευση και την εν γένει επαφή με την ελληνική λογοτεχνική παράδοση; Γιατί δεν πιστεύω να αμφιβάλλει κανείς ότι αυτή η δημιουργική γραφή στις καλές στιγμές της (όπως πάντα συμβαίνει) είναι κατ' εξοχήν κομμάτι και καύχημα τής μακραίωνης ποιητικής μας παράδοσης.
Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής Γλωσσολογίας, πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

---------------------------


 Γλώσσα και μικρά existenzialia
Ιωάννης Ε. Θεοδωρόπουλος (Ἐπιλεγμένα σημεία του πρώτου κεφαλαίου από το έργο: Το α-τόπημα: ερμηνευτική φιλοσοφία της ύπαρξης και γλώσσα. Πηγή: Αντίφωνο)


Απόλυτος δυνατότης του  Ανθρώπου είναι η τέχνη να κάνει τη ζωή του ύπαρξη και την ύπαρξή του γλώσσα.
Η γλώσσα εξορύσσει ύπαρξη...αφήνοντας παρασάγγες πίσω του το βιολογικό του Είναι και, ταυτόχρονα, ποντίζοντας  σημαδούρες  στον «τόπο» μεταξύ σώματος και πνεύματος. 

Η γλώσσα με τη σειρά της ξεκλειδώνει την πραγματικότητα,{4} γίνεται «νουνά» και στίλβουσα όψη των πραγμάτων, η «χώρα» του ήθους μας. «Με ενδιέφερε  το μυστήριο της γέννησης των πραγμάτων μέσ΄ απ’ το  βάφτισμά τους στο αναγάλλιασμα εκείνο της ψυχής που είναι ο φθόγγος. Η λέξη που λειαίνεται, όπως η πέτρα, στα χείλη του λαού’ στα χείλη και στα δόντια, κάτι ολόιδιο μ΄ αυτό που σε παρορμά να πολεμάς ΄ η να ερωτεύεσαι έτσι κι όχι αλλιώς. Εσύ κι ο άνθρωπος της ομάδας όπου ανήκεις. Όλοι. Πιστοί, θέλοντας και μη, σ΄ αυτά τα δένδρα, σ’ αυτά τα κύματα, σ΄ αυτό το φως, σ΄ αυτή την ιστορία.  Ω ναι, σε έσχατη ανάλυση, η γλώσσα είναι ήθος».(EΛΥΤΗΣ)

; Μυστήριο η γλώσσα, θα καλύψει και θα ανα-καλύψει  τα πράγματα της ύπαρξης, θα τα βαφτίσει. Ο συμβολισμός θα τα «φονεύσει», αλλά πρέπει να απολέσουν την πρώτη εποπτικότητά τους, για να μπορούν να  βρουν έναν «τόπο»  που θα τα γλιτώσει τόσο από την απροσδιοριστία, όσο και από τη λιπόσαρκη χρηστικότητά τους.

Bέβαια, η ύπαρξη είναι πέρα από  την κατανόηση που μας επιδαψιλεύει η γλώσσα. Δεν μπορούμε να την «συλλάβουμε», διολισθαίνει, αυτό-εγκαταλείπεται στο άγνωστο και πυροδοτεί φαντασία και υπονοούμενα. Το μόνο που μπορούμε είναι κάπου-κάπου να την επ-αν-ευρίσκουμε, όχι να την «εύρουμε». Ως  «ολική» μάλιστα ύπαρξη φαντάζει  εντελώς ανέφικτο. Γιατί μεγάλο είναι το χάσμα, πως να το κάνουμε, μεταξύ Είναι και ύπαρξης και πενιχρά τα μέσα μας. Όμως,  ναι, μέσα σε μικρά γλωσσικά existenzialia, σε  χαρακτηριστικέςλέξεις και φράσεις-διέξοδα δεν αποδίδονται απλώς και μόνο ορισμένα καθημερινά χρειώδη ή ανορθογραφίες της ύπαρξης, αλλά οντολογικές περιοχές, στις οποίες   επανευρίσκεις στο έπακρο κάποια τιμαλφή της ολικής ύπαρξης. Παίζεις, λοιπόν, ζωή και θάνατο στα ζάρια με την ανοικτίρμονα  γλώσσα. Θα τα καταφέρεις; Αγνοούμε το λόγο που  η γλώσσα  πρέπει να ακολουθεί την ανεξιχνίαστο σε τελευταία ανάλυση έμμεσο αμεσότητα της επικοινωνίας της γλώσσας με την ύπαρξη και να μας κρατάει  εσαεί εν εγρηγόρσει. Λανθάνει εδώ ίσως η αριστοτέλεια προμηθεϊκή επίνοια, εκείνο το πολυθρύλητο «ρολόι» του Αριστοτέλη που, τάχα, θα τον κρατούσε άυπνο, σε μια ουδέποτε υπνώτουσα συνείδηση, ήτοι 24 ώρες σε τροχιά θεϊκή!  Σήμερα μένει ξάγρυπνο όλο το 24ωρο το χρήμα με  κορυφαίο παράδειγμα την «Wall Street”.{7}  Βλέπεις όμως στη χώρα της ύπαρξης μαίνεται  και ηνιοχεύει ο «καιρός», που υπό όρους σε ανακαινίζει, όχι ο χρόνος.  Και η γλώσσα είναι καιρός.  

Μικρά γλωσσικά existenzialia, λοιπόν. Στον αγαπημένο του ποιητή Rilke  καταφεύγει ο O.F.Bollnow  για να ισχυρισθεί ότι «ο θάνατος είναι της ζωής συστατικό» {8}. Η γλώσσα δεν πράττει μόνον, αλλά παίζει κιόλας. Σε κάνει να παίζεις θρύψαλα την ύπαρξή σου, επειδή ο θρυμματισμός συνιστά «διολίσθηση» σε κάτι  που θα το επανεύρεις τώρα πλέον διαφορετικό. Λέγει ο  Rilke στο «Ορφέας και Ευρυδίκη» στο 13ο σονέτο «… ας είσαι ένα κελαριστό ποτήρι, που πάνω στον κελαρισμό γίνεται θρύψαλα ».{9} Δεν απέχει τούτο καν παρά ελάχιστα βήματα από του Heidegger την τόσο πολυχρονισμένη  «ηρωική στάση» και τη χρονικότητα, έτσι όπως αναδεικνύεται ως «αποτυχία» και ναυάγιο («Scheitern»): «Ό, τι πραγματικά υπάρχει, με άλμα εισέρχεται στον κόσμο και πραγματούμενο διαλύεται».{10}  Και να που στο έργο του William Pownall  ο Ελύτης ανακαλύπτει ένα μήνυμα: πίσω από τη θραυσματική όψη των φαινομένων υπάρχει μια διάρκεια σταθερή, που αντιστοιχεί στην ροή μιας άλλης αληθινής ζωής, όπου το βάρος  της σημασίας των πραγμάτων μετατοπίζεται και αποδεικνύεται το χυσάφι ευτελές και το χώμα πολύτιμο.{11} Οπόταν, κανένας νικητής  στην καθημερινότητα, ούτε η αυθεντικότητα, ούτε η αναυθεντικότητα. Η γλώσσα εν τέλει, δεν λέει, αλλά πράττει, αλλά δεν πράττει μόνο, παίζει κιόλας κορώνα-γράμμα την ύπαρξη. Η γλώσσα προηγείται της ύπαρξης. 

Η ύπαρξη δεν μετριέται, αλλά η γλώσσα μετράει.... Η γλώσσα απηχεί, αναπαριστά την διολίσθηση, την αμετρία, το απολολός, εκθέτει τοΟλίγιστο. «Ωλιγώθησαν αι αλήθειαι», λέγει ένας Ψαλμός(ΙΑ,2-6). Θα τις επανεύρει, άραγε, η γλώσσα; ...«Στόμα έχουσι και ου λαλήσουσιν» (ΡΛΔ, 16). Γιατί το βιολογικό όργανο έχει πάρει άλλη ρότα, φαρμακερή: «ηκόνισαν γλώσσαν αυτών ωσεί όφεως»(ΡΛΘ,4).Ποια είναι η συνέπεια: «ανήρ γλωσσώδης ου κατευθυνθήσεται επί της γης(ΡΛΘ,12). Και «…χείλη δόλια, ….εξολοθρεύσαι … Κύριος ..γλώσσαν μεγαλορρήμονα»(ΙΑ,2-6). Αλλά η επανεύρεση του απολολότος δεν είναι σε τόπο μακρινό. Και να που επαληθεύεται ο Hölderlin: «Εκεί που βυσσοδομεί ο κίνδυνος, θάλλει η σωτηρία». 

«Ημέρα τη ημέρα ερεύγεται(εν. ο ουρανός) ρήμα» (ΙΗ,3). Και πιο καθαρά: «ηγαλλιάσατο η γλώσσα μου (ΙΕ, 9). Επίσης: το στόμα μου λαλήσει σοφίαν (ΜΗ, 4) και «εξηρεύσατο η καρδία μου λόγον αγαθόν»(ΜΔ, 2). Και τέλος: «ότι ουκ έστι δόλος εν γλώσση μου»(ΡΛΘ,4). Εκεί, λοιπόν,  που φάνταζε δεδομένη η «εκτόπιση της αλήθειας» και η τιμωρία της γλωσσώδους αυθάδειας, εκεί ακριβώς, στην διολίσθηση, στην «χώρα» του απολολότος, εκεί και λόγος αγαθός, άδολος και αγαλλίαση. Εκεί επανευρίσκεις την ύπαρξη σε μια νέα «τοπική». 

Η γλώσσα, βλέπετε, από τη μια, με το πενάκι των φιλοσόφων, του μύθου, αλλά και των ποιητών και από την άλλη η γλώσσα του σώματος. Μια αυτονόητη περίπτωση, οι φιγούρες στους ελληνικούς χορούς, από το ζεϊμπέκικο μέχρι τον τσάμικο,  «τσακίσματα» τα λέει ο λαός μας.{12} Τι «σπάζει» τώρα πάλι, τι γίνεται θρύψαλα; Στιγμές πραγματικής «εκ-σπερμάτωσης» της ύπαρξης.... Άλλοτε τις συναντάς στο μορφασμό, στο κλείσιμο της ματιάς ή στη χειρονομία, στο σήμα της νίκης με τα δύο δάκτυλα και άλλοτε το «δείχνεις» με εύστοχες γλωσσικές διατυπώσεις. Σε όλα αυτά υποφώσκει ο υπαρξιακός «καιρός». Ο άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλιβίτης το έλεγε «τσακ». Ωσαύτως, στην ίδια κατεύθυνση κινούνται οι τόσο γνωστές φράσεις: «εν ριπή οφθαλμού», «…..εν κελεύσματι …αρπαγησόμεθα εν νεφέλαις», όπως και το «ακαρές»  του χρόνου του αγίου Γρηγορίου Νύσσης. 

Καιρός, από εκεί που δεν το περιμένεις, γι’ αυτό είναι καιρός. Η κλήση του ετοιμοθάνατου Goethe για «περισσότερο φως», λόγος έσχατος  ενός ανθρώπου που πεθαίνει, δεν θα ξανα-υπάρξει και γι’ αυτό θεωρείται τόσο σημαντικός. Και αυτός  χαρακτηρίζεται από τον Gadamer ως «καιρός». Ο θάνατος είναι «καιρός», οι έσχατοι λόγοι του ετοιμοθάνατου, γιατί όχι, γίνονται θρύλοι.  Μετά το θάνατο δε μιλάς, οριστικά πια κλείνει το στόμα. . Όρια ανυπέρβλητα  του ανθρώπου, μας βασανίζουν επειδή δεν έχουμε κατασταλαγμένη συνείδηση της περατότητας. Γι’ αυτό αδυνατούμε να αποδεχτούμε το θάνατο, η φύση μας  μας εμποδίζει. Δεν έχουμε συνειδητοποιήσει τι σημαίνει αρχή και τι τέλος, γι’ αυτό φοβούμαστε το θάνατο(Gadamer). Με ποια λέξη μπορείς να τον αντικαταστήσεις; Κοίμηση, μετάσταση, πέρας, φυγή, τέλος, έξοδος; Εν ζωή και μετά θάνατο, τι θα λέγατε για «απολολός»; 
Ακόμα-ακόμα και φράσεις του τύπου «για να με βρεις, έπρεπε να με χάσεις», που συλλαμβάνουν στον ύπνο τους ανυποψίαστους ή μονίμως ά -σχετους, εκεί είναι που συνωμοτεί ο καιρός εις βάρος του χρόνου.

Γιατί η φιλοσοφία της ύπαρξης  αναδείχτηκε ως φιλοσοφία του πόνου, παρά της γλώσσας και του σώματος; ...το σώμα πάντα παρόν...Η ερωτική γλώσσα το αναδεικνύει, όταν μάλιστα ο αυθεντικός έρωτας δεν ζητάει κατακτήσεις, αλλά «αποσύρεται»...Στην παιδαγωγική σφαίρα απογειώνεται, όταν αποσύρεται η αυθεντία: να ενθουσιάζεις, αντί να ελέγχεις «(Άγιος π. Πορφύριος καυσοκαλιβίτης)...Δεν νοείται η ύπαρξη του ερωτευμένου, του ασκητή, του κάθε αποσυρόμενου-ερημίτη ή μη- παρά ως «τοπική», τουτέστι ως πλήρης σωματικότητα, έτοιμη να δεξιωθεί τα πάντα. 

Εxistanzialia είναι, λοιπόν, λέξεις, φράσεις-νοήματα που σου ανοίγουν ξέφωτο στη «χώρα» της ύπαρξης, την ώρα που είσαι αποκλεισμένος στο πυκνό ορίζοντα της πλαγιάς του δάσους των σκέψεων. Γλώσσα φιλοσόφων (προσωκρατική ρήση, γνωμικό) και  ποιητών(κατεξοχήν είναι ποιητές οι καλλιτέχνες), γλώσσα του λαού (παροιμία), γλώσσα του σώματος, τόσες γλώσσες, αλλά  μία ύπαρξη...Δεν μεταφράζεις εύκολα τα existanzialia...Πως μεταγλωττίζεις «περικαθάρματα» (Απ.Παύλος), «καταρκυθμεύω», «άνθρυσκα», «μελίτωτος ανθεμώδης» (Ελύτης ), «ακαρές»(άγιος Γρηγόριος Νύσσης); Πως το «ωλιγώθησαν αι αλήθειαι» και πως τη φράση του Heidegger “Die Sprache spricht”; Τολμάς «η γλώσσα γλωσσεί; Τολμάς να πεις σε αντιστοίχιση «ηύπαρξη υπαρκτεί»; Γιατί, δηλαδή ο Ελύτης να «ευθειάζει»; {20} Νεολογισμοί αφόρητοι και ανεπίτρεπτοι, αλλά ικανοί να μας δείξουν όχι τόσο την ιδιαιτερότητα των γλωσσών- η ύπαρξη είναι μία, οι γλώσσες είναι πολλές-, αλλά πόσο η γλώσσα  και κόκκαλα έχει και  κόκκαλα τσακίζει. Τα νοήματα της ύπαρξης είναι εκείνα των πολλών γλωσσών.. Πως μεταφράζεις τη ρήση του Ηρακλείτου «τα δε πάντα οιακίζει κεραυνός»; Υιοθετείς τη δική του ερμηνεία: «κεραυνόν το πυρ  λέγων το αιώνιον… και φρόνιμον και το της διοικήσεως των όλων αίτιον»; Πυρ είναι ο Λόγος, ο υπέρτερος κάθε γλωσσικά αρθρωμένου νοήματος, η αιφνίδια λαμπερή δύναμη του κεραυνού, η plötzlich hellender Kraft (Gadamer).Μάλιστα ο Σικελιανός πάει ένα βήμα πιο πέρα και αναφωνεί: «Την αστραπιάν αντάμωσα πριν βγει απ’ το σύννεφο».{21}  Αλλά πυρ είναι και το πάθος, κεραυνός ο γεμάτος αντιφατικότητα  έρωτας . Θα πει η Σαπφώ: «Έρος δ’ ετείναξέ μοι/ φρένας,…./Έρως δηύτε μ΄ ο λυσιμελής δόνει,/ γλυκύπικρον αμάχανον αρπετόν»{22} Τρέλα, δόνηση, δυσχερής η μεταγλώττιση, πρέπει να ξεκολλήσεις τις λέξεις από το σώμα του ανθρώπου. Σε ένα  απαρχής έτσι τυπωμένο ορίζοντα, ώστε να μένει  διαρκές: πήγε δεν πήγε η Ελένη η ίδια στην Τροία -Όμηρος ή Πλάτων- μπαίνει σε δεύτερη μοίρα με το που ακούς τη φράση του Λαοκόοντα!  Και μιας περί Λόγου ο λόγος, «Παίζει γαρ λόγος αιπύς,{23} ήτοι «υψηλός» και «απότομος». Δεν υπάρχει γλώσσα που να μην είναι σύμβολο, και με την ωραία Παλαιοδιαθηκή έννοια που να μην είναι «σύσσημον»{24} της ύπαρξής μου. 

Σε ώρες αδιεξόδου, αμηχανίας, «καιρικοτήτων» μου λες μια λέξη, της οποίας  ο εκρηκτικός μηχανισμός πυροδοτεί επανάσταση και… όλα τελείωσαν!  Μια λέξη ή μια φράση λειτουργεί καταλυτικά ή λυτρωτικά. «Τετέλεσται» ή «σ΄ αγαπ(ά)ω». 

Και η  πιο μικρή φράση μπορεί να εκτοξεύει ριπές υπαρξιακές. Ιδού: «Μυριάδες λόγια μαραίνονται  στα  κόκκινα βιβλία, όταν ένα απλό κοριτσάκι πυροβολεί».{29} Η ανθρώπινη φύση μας το ορίζει να βρίσκουμε νόημα τόσο σε αγωνιώδεις (Kierkegaard, Heidegger), όσο και σε εξω-αγωνιώδεις περιοχές του Λόγου, αλλά καιπέραν των αισθημάτων μας. Φράσεις-existenzialia,  όπως «η λέξη είναι ο φόνος του πράγματος» (Lacan),  “η επιστήμη δεν σκέφτεται” (Heidegger), «η ύπαρξη δεν σκέφτεται»(υπαρξισμός), ή  η φράση «η δύναμη της θέλησης γίνεται θέληση για δύναμη» (αναφορά στον Schopenhauer), «νικούμε, όταν νικούν οι άλλοι»(Καβάσιλας), φράσεις –τιμαλφή, ρίχνουν τόνους νερό στο μύλο της ύπαρξης και στις μεταπτώσεις της.  Γιατί η ύπαρξη δεν είναι χωρική κατηγορία, ούτε συναισθηματική υπόθεση, είναι παντού, και στο κελί ενός ερημίτη μοναχού και στο εργαστήρι του επιστήμονα. Η ύπαρξη μπορεί να γίνει το πιο ευρύχωρο Ον! Δεν χωράει στη γλώσσα, αλλά χωράει  τα πάντα. Αλλά εάν δεν υπήρχε η γλώσσα δύσκολα θα την  εντοπίζαμε ως «τοπική» επανεύρεσης του απολολότος, ως ατόπημα, λοιπόν. 

Αλλά ας  θυμηθούμε και την πολυθρύλητη προσφώνηση, ελληνιστικής απόχρωσης, σε αυτόν, στον  Μακεδόνα  Μέγα Αλέξανδρο. Πως τον αποκάλεσαν, «παι-δι-ο(ς)»  ή παι-Διός; Καιρός, θα πείτε πάλι, και για στρεψοδικίες εγγαστρίμυθης σκέψης, που αρέσκεται να καμώνεται  βαθύνοια. Αμφισημίες και αμφιθυμίες. Αλλά αυτό είναι που αντικατοπτρίζει το διττό πρόσωπο  της αλήθειας, που την ιχνηλατείς σπέρνοντας   εκρηκτικές βομβίδες  της γλώσσας: να νικάς, λογουχάρη,  όταν νικούν οι άλλοι ή  να  διαθέτεις ευλογημένη άγνοια.  Τα υπόλοιπα αναλαμβάνει η γλώσσα της τέχνης και ιδιαίτερα  της ποίησης.  Μια έκλαμπρη άποψη του Goethe δοσμένη από τον Heidegger το πιστοποιεί: «Για τις  καθημερινές μας σχέσεις αρκεί η γλώσσα που έχουμε, για τις βαθύτερες όμως χρειάζεται μια άλλη γλώσσα, η ποιητική». Για να φανερωθεί η άλλη χροιά των πραγμάτων.  

Αναζητώ και έναν γλωσσολόγο που θα με διδάξει να χειρίζομαι «μη αποκρίσιμες προτάσεις» και στην αποκορύφωση της τέχνης του να μεταγγίζουν οι λέξεις του τη γεύση, την ακοή και την οσμή  των πραγμάτων στο σώμα μου, στην ύπαρξή μου...να πει όλη την αλήθεια. Υπάρχει άραγε κάτι που τι λέει όλη; ...ένα ρεύμα υψηλής τάσεως, που δεν περιέχει μόνο τυφλή βία, αλλά και δύναμη καταύγασης, σαν τον ηρακλείτιο κεραυνό-λόγο. Δηλαδή  εκείνη τη δυνατότητα να αποκαλύπτει η ίδια η γλώσσα, σε πείσμα του υπαρξιακού και ψυχαναλυτικού πεσιμισμού,  την  χαροποιό πλευρά του απολολότος στην τοπική του Πραγματικού. «Σπουδάζουμε» επισταμένως υπαρξιακή μέριμνα και αγωνία, όπως και την άβυσσο του ασυνειδήτου, αλλά σπάνια την ανθρώπινη ευτυχία. Παραφράζοντας ό,τι είπε ο Rilke για το Θεό{30}: «Για να γνωρίσεις τον άνθρωπο, πρέπει να είσαι ευτυχισμένος». 


                                                    
                                                             ---------------------------
                     

Γλώσσα του τόπου, τόπος της γλώσσας
Γιάννης Κιουρτσάκης (απόσπασμα από το υπό έκδοση,  βιβλίο του ''Γυρεύοντας στην εξορία την πατρίδα σου'' εκδ. Πατάκη. Πηγή: Aντίφωνο)

Θα µιλήσω για τη γλώσσα, αυτό το θεµέλιο κάθε κοινού ανθρώπινου βίου. Για εµάς τους Έλληνες –όπως και για κάθε λαό του κόσµου– η γλώσσα είναι ο τόπος της ψυχής µας (ναι, ό,τι κι αν λένε, πιστεύω ότι αυτό που ονοµάζουµε «ψυχή» είναι κάτι υπαρκτό). Αλλά µήπως και ο τόπος δεν είναι γλώσσα; Αυτός πρώτος δεν «µίλησε» στους ανθρώπους που τον κατοίκησαν και πρωτοµίλησαν ελληνικά; Από πού ξεφύτρωσε το πρώτο σπέρµα ελληνικού λόγου, αν όχι από τον πρωταρχικό, βουβό διάλογό τους µε τη φύση – την πρωτάκουστη µουσική µιας φύσης που την είπαν ύστερα «ελληνική»; (Γιατί –θα το δούµε και πιο κάτω– αν ετυµολογικά η λέξη λόγος αποτελεί τη ρίζα του δια-λόγου, στην ιστορική ζωή µόνο ο διάλογος µπόρεσε κάποτε να γεννήσει λόγο, εφόσον η ίδια η γλώσσα είναι κατ’ ανάγκην έργο όχι ενός ατόµου, αλλά µιας κοινωνίας ανθρώπων.) Από αυτή τη διαλογική σχέση πήγασαν, υποθέτω, όλοι οι θεοί και οι ηµίθεοι των αρχαίων, οι µύθοι, οι τελετουργίες κι ακόµα πιο πριν η γλώσσα, µε την οποία αρθρώθηκαν και πήραν µορφή όλα τούτα. Αυτή είναι η πιο βαθιά µας Ιστορία, κάτω από την επιφάνεια των κοσµοϊστορικών, καθώς λένε, γεγονότων που µας σηµάδεψαν ανά τους αιώνες –των εισβολών, των κατακτήσεων, των πολέµων, των πληθυσµιακών µετακινήσεων, των καθεστωτικών µεταβολών, των ανατροπών που δοκίµασαν τη θρησκευτική µας πίστη–, µια Ιστορία η οποία, ξεκινώντας από τα υπαρξιακά ερωτήµατα που οι άνθρωποι αυτού του τόπου βάλθηκαν να απευθύνουν στην αµίλητη, άφθαρτη, αιώνια παρουσία του φωτός, της θάλασσας, του ουρανού και των ορέων, κρυσταλλώθηκε λίγο λίγο σε τούτη τη συγκεκριµένη γλώσσα... Ξέρω, µιλάω «µυθικά» και σίγουρα όχι «επιστηµονικά». Όµως ποιος είπε ότι η µυθική σκέψη δεν έχει ακόµα να διδάξει κάτι θεµελιακό σε όλους µας; Διαφορετικά η ποίηση και η τέχνη, που βυθίζουν τις ρίζες τους στον µύθο, δεν θα είχαν τίποτε να µας δώσουν.
Μιλάµε αίφνης, εδώ και χιλιάδες χρόνια, για φως – από µια στιγµή και πέρα και για αιώνιο ή ανέσπερο φως. Άραγε ο πλατωνικός λόγος, αλλά και η ελληνική Καινή Διαθήκη θα µπορούσαν να συλλάβουν και να ονοµάσουν έτσι αυτή τη µεταφυσική έννοια, αν οι άνθρωποι που µίλησαν ελληνικά (και πρώτος ο Πλάτων, για τον οποίο το αισθητό φως δεν ήταν παρά µια αχνή εξεικόνιση του υπερβατικού κόσµου των Ιδεών και του Αγαθού) δεν είχαν από τα νηπιακά τους χρόνια αντικρίσει και χαρεί µε τις αισθήσεις τους το φυσικό φως αυτού του τόπου; «Αυτό το φως είναι ο ακατάπαυστος γάµος του πνεύµατος µε τον κόσµο», γράφει στο δοκίµιο Griechenland [Ελλάδα] ο Χούγκο φον Χόφµανν¬σταλ· και ακόµα: «Κάτω από αυτό το φως το πνευµατικό είναι πράγµατι πιο σωµατικό και το σωµατικό πιο πνευµατικό απ’ όσο οπουδήποτε στον κόσµο». Φως αληθινό, αν όντως αλήθεια σηµαίνει µη λήθη (τι άλλο είναι το φως, παρά το δώρο που σε κάνει ικανό να διαπεράσεις το σκοτάδι της άγνοιας και της λησµονιάς και να δεις αυτό που υπάρχει στον χώρο και στον χρόνο;), άρα και θεϊκό, αφού ο Θεός είναι επίσης –για τους πιστούς– η αλήθεια. (Θυµηθείτε: «Εἴδοµεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν», ψάλλει το εκκλησίασµα µετά τη µετάληψη· και το χριστιανικό «Πιστεύω» βεβαιώνει: «Φῶς ἐκ φωτός, Θεὸν ἀληθινὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ».) Φως άφθαρτο και αιώνιο, αφού, τουλάχιστον για εµάς τους φθαρτούς και θνητούς ανθρώπους, άφθαρτη, αιώνια και αθάνατη µπορεί να είναι µόνο η υπερβατική θεότητα (ή εκείνη που ενοικεί στη Φύση). «Φῶς ποὺ πατεῖ χαρούµενο τὸν Ἅδη καὶ τὸ Χάρο», γράφει ο Σολωµός. Αλλά και φως πάντα νέο, κάθε φορά που ξηµερώνει και κάθε στιγµή της µέρας, καθώς εισδύει ως τις πιο λεπτές ίνες του µατιού και του κορµιού µας, διδάσκοντας αχώριστα την ακατάπαυστη ανανέωση και τη γήινη,εγκόσµια αθανασία µιας υπερατοµικής ζωής, της οποίας δεν είµαστε παρά οι πρόσκαιροι φορείς. «Ἥλιος νέος ἐφ’ ἡµέρῃ», λέει ο Ηράκλειτος.
Ιδού πώς η γλώσσα –ο τόπος της γλώσσας– µπορεί να συνδέει σε µία λέξη διαφορετικές ή και αντίθετες φιλοσοφικές και θεολογικές παραδόσεις. Όταν, για παράδειγµα, ο Πλάτων αναρωτιέται «τίνα τρόπον οἱ τοιοῦ τοι [οἳ περὶ τούτων φρονιµώτατοι δι’ ὧν ἄριστα ἡ πόλις οἰκεῖται] ἐγγενήσονται, καὶ πῶς τις ἀνάξει αὐτοὺς εἰς φῶς, ὥσπερ ἐξ Ἄϊδου λέγονται δή τινες εἰς θεοὺς ἀνελθεῖν;»
 (Πολιτεία, 521, c 1-3· υπογραµµίζω), εγώ τουλάχιστον έχω την αίσθηση ότι µας χαρίζει µια προεικόνιση της ανάστασης ή της ανάληψης του Χριστού. Τι άλλο είναι τούτη η ανάβασις «εἰς φῶς» (που αντιστρέφει εκ προοιµίου την «εἰς Ἅδου κάθοδον»): φως νοητό, µα που προϋποθέτει αναγκαία το αισθητό· φως πάντα νέο, που θρέφει την ελληνική γλώσσα µε εγκόσµιες και υπερκόσµιες ιδέες, όπως το ψυχανεµίζονται αυθόρµητα οι απλοί χριστιανοί του τόπου µας όταν γιορτάζουν, µαζί µε την ανάσταση του Χριστού, την ανάσταση της φύσης, της ζωής ή και του γένους των Ελλήνων. Μια υπόθεση ρίχνω στο χαρτί· ας την κρίνουν οι επαΐοντες.

1  «... µὲ ποιὸν τρόπο θὰ ἀποκτήσουµε τέτοιους ἀνθρώπους [ἐκείνους ποὺ ἔχουν στοχαστεῖ ὅσο κανένας ἄλλος µὲ ποιὰ µέτρα κυβερνιέται καλύτερα ἡ πολιτεία] καὶ πῶς θὰ τοὺς ἀνεβάσει κανεὶς στὸ φῶς,  ἀκριβῶς ὅπως λέγεται γιὰ κάποιους ὅτι ἀνέβηκαν ἀπὸ τὸν Ἅδη στοὺς θεούς;» (µτφρ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλος).
                    


---------------------------------
  



 Ποιητικά Ἐρανίσματα

·        Mέ τήν κληρονομιά τῆς Ἑλλάδας στίς φλέβες μας 
καί τή δίψα μιᾶς ζωῆς καθολικότερης μές στήν ψυχή,
 δέν ἤτανε δυνατόν παρά ν’ ἀτενίζουμε κατά κεῖ
 πού ὁ ἄνθρωπος ἔδειχνε νά φλέγεται 
περισσότερο ἀπό τήν καθημερινή του δοκιμασία. (Ὀ. Ἐλύτης)

·        Ἤ θά περπατήσουμε στόν οὐρανό
               ἤ κάντε μας τή χάρη
       Δέν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό μικρές ζωές.( Κ. Μόντης)

·       Τό δίκαιο μειώνει τό μέγεθος τοῦ κόσμου πού ζητῶ νά ἀγκαλιάσω. (Ν.Γ. Πεντζίκης)  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου