Παρασκευή 12 Απριλίου 2019


«Πῶς νά εἰσέλθω στήν καρδιά;»

Δημοσιεύθηκε : Πέμπτη, 01 Οκτώβριος 2015 / Γράφτηκε ἀπό τήν K. Ἀθηνιώτη - Παπαδάκη 


Mέ ἀφορμή τό πολύτιμο  πόνημα «Πῶς νά εἰσέλθω στήν καρδιά;  /ΜΥΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΒΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ»  τοῦ Μητροπολίτου Διοκλείας  Κάλλιστου Ware, μᾶς δίνετε ἡ εὐκαιρία νά ἀναστοχαστοῦμε γιά τόν οὐσιαστικό ἐπαναπροσανατολισμό τῆς παιδείας μας.
Ἄν σύμφωνα μέ τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ «βαθεῖα καρδία» σηματοδοτεῖ τό ἀνθρώπινο πρόσωπο σέ ὅλο τό πνευματικό του βάθος,

ἄν ἀποφασίζει γιά τόν αἰώνιο προορισμό μας
ἄν εἶναι τό ἠθικό κέντρο, τό καθοριστικό στοιχεῖο τῶν ἐνεργειῶν μας
ἄν εἶναι ἡ ἔδρα τῆς βαθιᾶς αὐτοσυνειδησίας καί αὐτογνωσίας,
ἄν εἶναι τό ὄργανο τῆς ἐσωτερικῆς ὅρασης, ὁ χῶρος τῆς διαίσθησης καί τῆς γνώσης,
ἄν εἶναι ὁ πραγματικός τόπος ὅπου σκεπτόμαστε καί στοχαζόμαστε
ἄν εἶναι ὁ θεῖος σπινθήρας μέσα μας, τό ἐνδότατο θυσιαστήριο τῆς Ἁγιάς Τριάδος, τό σημεῖο συνάντησης χρόνου καί αἰωνιότητος, χώρου καί ἀπείρου,  κτιστοῦ καί Ἀκτίστου
ἄν ἐκεῖ ἐδρεύει ὁ νοῦς
ἄν ἡ καρδιά εἶναι ἡ δυνατότητα διά τῆς ὁποίας ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τό Θεό
ἄν ἀπό τήν καρδιά διέρχεται ἡ θεία  χάρη σέ ὅλα τά μέλη τοῦ σώματος
ἄν εἶναι τό ἀπόλυτο κέντρο συνειδήσεως καί ἀσυνειδήτου, ψυχῆς καί πνεύματος, πνεύματος καί σώματος, καταληπτοῦ καί ἀκαταλήπτου
ἄν εἶναι τό «παρθένο σημεῖο» καί ἡ «καθαρή δόξα» ἐντός μας
ἄν εἶναι ὁ τόπος  τῆς ἐσωτερικῆς ἡσυχίας καί τῆς θεῖας ἐπιγνώσεως

γιά ποιό ἐπίπεδο κοινωνίας καί πολιτισμοῦ μιλάμε ὅταν ἡ παιδεία μας ὄχι ἁπλῶς περιφρονεῖ  ἀλλά συστηματικά εὐνουχίζει τό ὀντολογικό ἀντιληπτικό αὐτό κέντρο τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης;
Ἐνῶ ἡ παιδεία ἔπρεπε νά’ναι ἡ βαθεία χαρά τῆς ἀνακάλυψης καί τῆς συνειδητοποίησης τῆς κοσμολογικῆς σημασίας τοῦ ὑπαρξιακοῦ βάθους καί τῆς μοναδικότητας τοῦ λόγου πού πρεσβεύει τό ἀνθρώπινο πρόσωπο, ἐνῶ θά ἔπρεπε νά ’ναι ὄχι καταναγκαστική πιέση, ἀλλά ἄφατη γοητεία δημιουργικῆς ἐνδοσκόπησης καί ἐσωτερικῆς γνώσης, πού ἐπενδύει σέ ὅσα ἀποθησαυρίστηκαν  ἀνά τούς αἰώνες, γιά νά τά φωτίσει ὄχι γνωσιολογικά ἀλλά βιωματικά καί σωτηριολογικά, προκειμένου νά ὑπάρξει τόπος γιά τόν ἄνθρωπο στίς κοινωνίες μας ,
ἀντί αὐτοῦ ἀντιμετωπίζει τό ἀνθρώπινο πρόσωπο ὥς ὑπολογιστή, καταχωρώντας του γνώσεις καί πληροφορίες, καθώς καί τό πρόγραμμα μέ τό ὁποῖο θά χρησιμοποιήσει καί θά ἐπεξεργαστεῖ αὐτά τά δεδομένα στό μέλλον, καταστρατηγώντας τήν οὐσία τῆς ἐλευθερίας του,  συμπιέζοντάς τον τόσο πολύ ὑπαρξιακά, ὥστε μετά νά τοῦ χορηγεῖ ὥς ἐκτόνωση τόν διασκορπισμό ὥς διασκέδαση, γιά νά ναρκωθεῖ μέ πάθη καί ἀλογίες καί ποτέ νά μήν πάρει στά ἀλήθεια μυρωδιά τό ὕψος τῆς δόξας γιά τήν ὁποία   τό ἀνθρώπινο πρόσωπο ἔχει πλαστεῖ.

Παιδεία πού δέν σέβεται τό ἀνθρώπινο πρόσωπο δέν εἶναι παιδεία. Εὐνουχισμός τῆς καρδιᾶς σημαίνει εὐνουχισμό καί τοῦ νοῦ πού κατοικεῖ στήν καρδιά ( τοῦ ἐν τῇ καρδία νοῡ) μέ συνέπεια τήν ὀντολογική μας στειρότητα. Ἡ ἀληθινή γνώση δέν εἶναι μιά δική μας κατάκτηση,  ἀλλά κίνηση τοῦ Θεοῦ μέσα μας.
Παιδεία πού δέν ἀναγνωρίζει τό ὀντολογικό μας βάθος εἶναι βαρβαρότητα  ὑπαρξιακῆς ἀγνωσίας.



ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Ἐργαστήρι Δημιουργικῆς Γραφῆς

«ΔΙΑΠΟΡΘΜΕΥΩΝ ΛΟΓΟΣ»





Μέ χαρά σᾶς περιμένουμε στό Πνευματικό Κέντρο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Ἱστιαίας γιά τίς δύο ἐπόμενες συναντήσεις τῆς στοχαστικῆς συντροφιᾶς μας: 

Τό Σαββάτο 6 Ἀπριλίου 2019 στίς 18:30

μέ θέμα «Ἡ ἐπί τοῦ Ὄρους  ὁμιλία»
καί εἰσηγητή καί τόν κ. Δημήτρη Κουτσούγερα.
καί
Τήν Τρίτη 9 Ἀπριλίου 2019 στίς 18:30
μέ θέμα «Πῶς νά εἰσέλθω στήν καρδιά;»
καί εἰσηγητή καί τόν κ. Δημήτρη Ἰωάννου.





Πέμπτη 4 Απριλίου 2019


Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΩΣ ΟΔΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΓΝΩΣΗ


ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ


Μέ θέμα «Ἡ προσευχή ὡς ὁδός πρός τή γνώση»
καί εἰσηγητές τήν κ. Κατερίνα Ἀθηνιώτη-Παπαδάκη
καί τόν κ. Δημήτρη Ἰωάννου
σᾶς περιμένουμε  τήν Τρίτη 2 Ἀπριλίου 2019 στίς 18:00
στό Πνευματικό Κέντρο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Ἱστιαίας.


Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΩΣ ΟΔΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΓΝΩΣΗ

Ἀθηνιώτη-Παπαδάκη Κατερίνα

Ὁ στόχος τῆς συγκεκριμένης παρουσιάσεως εἶναι νά δείξει ὅτι αὐτό τό ὁποῖο ἔχουμε συνηθίσει νά ἐννοοῦμε ὡς γνώση στήν πραγματικότητα ἀφορᾶ μόνο τό κατώτερο ἐπίπεδο τῆς γνωστικῆς ἀντιλήψεως τοῦ ἀνθρωπίνου ὄντος. Ἔχουμε συνηθίσει νά κατανοοῦμε καί νά ὁρίζουμε ὡς γνώση μόνο αὐτό πού μπορεῖ νά συλλάβει ἡ ἀνθρώπινη διάνοια καί ἔχουμε περιέλθει σέ λήθη σχετικά μέ τό ὄργανο πού ὄχι μόνο εἶναι ἀνώτερο τῆς διάνοιας, ἀλλά εἶναι και τό μόνο πού μπορεῖ νά συλλάβει τήν ὀντολογική μας πραγματικότητα, δηλαδή τή φύση καί τόν προοορισμό τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Τό ὄργανο αὐτό εἶναι ὀ πνευματικός νοῦς. Μέσω τῆς διάνοιας γνωρίζουμε λογικά, ἀντικειμενικά τόν κόσμο, ἐνῶ μέσω τοῦ πνευματικοῦ νοῦ γνωρίζουμε ὀντολογικά τόν ἑαυτό μας, τόν ἄλλον, τή Δημιουργία καί τόν Θεό. Ὁ πνευματικός νοῦς παρέχει ὄχι τήν ἐν σπουδῇ ἀντικειμενική γνώση, ἀλλά τήν ἐν ἀληθείᾳ μεθεκτική βίωση τοῦ κόσμου, δηλαδή ἕνα ἀνώτερο ἐπίπεδο κατανόησης καί γνωστικῆς -ὄχι ἀντίληψης- ἀλλά πρόσληψης τοῦ κόσμου, δηλαδή τόν πληρέστερο τρόπο μέ τό ὁποῖο γινόμαστε ἱκανοί νά  συμμετέχουμε στή ζωή τοῦ κόσμου, νά συλλειτουργοῦμε τό θαῦμα του καί νά ἐναρμονιζόμαστε μέ τόν ὑπέρλογο Λόγο. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ πνευματικός νοῦς ἀποτελεῖ τόν νοῦ τῆς προσευχῆς καί αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού θά ἔπρεπε νά συνειδητοποιοῦμε τήν  προσευχή ὡς τήν καθολικότερη ὁδό γνώσεως γιά τά νῦν καί τά ἔσχατα. «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» ( Ιω. 14,6) λέγει  ὁ Ἰησοῦς, ἀλλά ἀτυχῶς καί δυστυχῶς ἡ ἐπιστημονική ἀντίληψη τῆς γνώσης ἐξισώθηκε μέ τήν καθολικότητα τῆς γνώσης, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη μεριά ἡ θρησκευτική ἀντίληψη δέν κατάφερε νά καταστήσει στήν προσευχητική στάση συνειδητό  τό ὀντολογικό πεδίο τῆς γνώσης. Φυσικά ἡ ὅλη προσπάθεια δέν ἀποβλέπει στό νά μειώσει τήν ἀξία τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσεως - «οὐκ ἦλθον καταλῦσαι ἀλλὰ πληρῶσαι»- ἀλλά στό νά κάνει ἐμφανῆ τά ὅρια της καί νά μᾶς βοηθήσει νά ἐπανακτήσουμε τόν  πνευματικό νοῦ ὡς  λειτουργική συνείδηση ἐξόδου ἀπό τά ἀξιέξοδα τῆς ἀνθρωπιστικῆς κρίσης πού ὑποβίβασε τόν ἄνθρωπο σέ βιολογική καί οἰκονομική μονάδα ἀποκόβοντάς τον ὄχι μόνο ἀπό τή γνώση ἀλλά καί ἀπό τή θεία χάρη.
 Τά κείμενα πού ἀκολουθοῦν ἔχουν ἐπιλεγεῖ γιά νά καταδείξουν ἀφενός τή γνωστική ἀστοχία μας-«λησμονιά» θά τή βρεῖτε στό κείμενο ἀπό τόν Φαίδρο τοῦ Πλάτωνα-  καί ἀφετέρου νά ὑπενθυμίσουν καί νά ἀναδείξουν τήν ἐν ἀληθείᾳ γνωστική  ὁδό πού ὁδηγεῖ στήν αἴσθηση τῆς χάριτος.

   ---------------------------------------------------------------------
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

 1. XOΡIKA AΠO TO BΡAXO  Τ.S. ELIOT
2. ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΦΑΙΔΡΟΣ  (απόσπασμα)
3. Ο ΑΠΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ. ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΣΕΡΡΑΡΝΤ  (Επιλεγμένα αποσπάσματα  Πηγή: Αντίφωνο) 
4.ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΣΩΦΡΟΝΙΟ
Κεφ.4ο α. Ἡ προσευχή ὡς ὁδός πρός τή γνώση
Κεφ.5ο  γ. Ἄκτιστο Φῶς καί λόγος Θεοῦ
5. ΔΥΤΙΚΟΣ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΦΩΤΙΣΜΟΣ. (ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ : Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων)
6. ΔΥΟ ΕΙΔΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ. (ΓΕΡΩΝ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΣΑΧΑΡΩΦ)
7. ΤΟ ΕΓΩ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΓΩ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ Κατάσταση  περιορισμένης πραγματικότητας  (ΠΑΡΟΥΣΊΑΣΗ ΤΟΥ ΠΟΝΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΖΗΣΙΜΟΥ ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΥ: «ΔΙΟΣΚΟΥΡΟΙ - Γ.ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ»)
8. Η ΥΠΑΚΟΗ ΩΣ ΟΔΟΣ ΘΕΟΓΝΩΣΙΑΣ. ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΝΑΦΕΙΑ ΥΠΑΚΟΗΣ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ / ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ Η ΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΥΠΑΚΟΗΣ (ἀποσπάσματα ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἱερομονάχου ΠΕΤΡΟΥ: ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΣΩΦΡΟΝΙΟ. Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΩΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ . ΚΕΦ. 7 Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΩΣ ΓΝΩΣΗ ΤΩΝ ΟΔΩΝ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ α.Τό χάρισμα τῆς θεολογίας ὡς καρπός τοῦ μυστηρίου τῆς ὑπακοῆς / Ἱερά Μονή Τιμἰου Προδρόμου Ἔσσεξ Ἀγγλίας 2019.)


---------------------------------------------------------------------------

XOΡIKA AΠO TO BΡAXO
Τ.S. ELIOT

« Ὤ αἰώνιο στροβίλισμα ἀλυσοδεμένων ἀστεριῶν
ὤ αἰώνια ἐπανάληψη  καθορισμένων ἐποχῶν
ὤ κόσμε ἄνοιξης, φθινοπώρου, γέννησης καί θανάτου!
Ὁ ἀτελείωτοςὁ κύκλος ἰδεῶν καί δράσης
ἡ ἀτελείωτη ἐφευρετικότητα, τό ἀτελείωτο πείραμα,
φέρνουν γνώση τῆς κίνησης, ἀλλά ὄχι τῆς ἀκινησίας
γνώση τῆς ὁμιλίας, ἀλλά ὄχι τῆς σιωπῆς.
Ὅλες οἱ γνώσεις μας μᾶς φέρνουν πιό κοντά
στήν ἄγνοιά μας
ὅλη μας ἡ ἄγνοια πιό κοντά στό θάνατο
μα τοῦ θανάτου ἡ κοντινότητα, ὄχι  πιό κοντά στό Θεό.
Ποῦ εἶναι ἡ ζωή πού χάσαμε ἐνῶ ζούσαμε;
Ποῦ εἶναι ἠ σοφία πού χάσαμε στή γνώση;
Ποῦ ἠ γνώση πού θυσιάσαμε στήν ἐνημέρωση;
Οἰ κύκλοι τοῦ Οὐρανοῦ μέσα σ’ εἴκοσι αἰῶνες
Μᾶς φέρνουν πιό μακριά ἀπό τόν Θεό
Καί πιό κοντά στό χῶμα»


--------------------------------------------------------------------------

Πλάτωνος Φαίδρος

Μτφρ. Ι.Ν. Θεοδωρακόπουλος. [1948] 2000.  Εισαγωγή, αρχαίο και νέο κείμενο με σχόλια, μετάφραση. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

ΣΩ. Έχω να ειπώ ό,τι άκουσα από τους παλιούς, κι αν είναι αλήθεια, αυτοί το ξέρουν. Αν όμως ευρίσκαμε μόνοι μας την αλήθεια, άραγε θα μας έμελε καθόλου πια για τις ανθρώπινες δοξασίες;
ΦΑΙ. Γελοίο πράγμα ρώτησες. Μα πες αυτά που λες πως έχεις ακουστά.
ΣΩ. Άκουσα λοιπόν, πως γύρω εκεί στη Ναύκρατιν, στην Αίγυπτο, υπάρχει ένας από τους παλιούς θεούς του τόπου• αυτού είναι και το ιερό πουλί που το λένε Ίβι. Και του ίδιου του θεού το όνομα είναι Θεύθ. Κι αυτός πρώτος βρήκε και τον αριθμό και την αρίθμηση και τη γεωμετρία και την αστρονομία, ακόμα και το παιχνίδι με τους πεσσούς και το παιχνίδι με τους κύβους και ακόμα και τα γράμματα. Και τον καιρό εκείνο ήτανε βασιλιάς σ' όλη την Αίγυπτο ο Θαμούς κι έμενε στη μεγάλη πόλη του επάνω τόπου, που οι Έλληνες την ονομάζουν Αιγυπτιακές Θήβες, και το θεό τον ονομάζουν Άμμωνα•σ' αυτόν ήλθε ο Θεύθ κι έδειξε τις τέχνες του και είπε, ότι πρέπει να διαδοθούν στους άλλους Αιγύπτιους. Κι ο βασιλιάς ρώτησε, ποια ωφέλεια έχει κανείς από την καθεμιά. Κι ενώ εκείνος τα εξηγούσε, ο βασιλιάς ό,τι νόμιζε πως το έλεγε καλά, ό,τι νόμιζε πως το έλεγε άσχημα, το ένα το έψεγε, το άλλο το επαινούσε. Πολλά λοιπόν για την κάθε τέχνη χωριστά καλά και κακά λένε πως ο Θαμούς είπε στο Θεύθ, και θα πολυλογούσαμε, αν τα λέγαμε ένα–ένα. Και όταν ήρθανε στα γράμματα: «Τούτο δα το μάθημα βασιλιά μου», είπεν ο Θεύθ, «θα κάμη τους Αιγύπτιους πιο σοφούς, και το μνημονικό τους πιο καλό, γιατί για τη μνήμη και για τη σοφία βρέθηκε το φάρμακο». Ο βασιλιάς όμως είπε: «Πολύτεχνε Θεύθ, άλλος έχει τη δύναμη να γεννάη τις τέχνες, κι άλλος πάλι να κρίνη πόσο θε να βλάψουν και θε να ωφελήσουν εκείνους που μέλλουν να τις μεταχειρισθούν. Και συ τώρα, σαν πατέρας των γραμμάτων, από εύνοια είπες το αντίθετο απ' εκείνο που αυτά μπορούν. Γιατί τα γράμματα στις ψυχές εκείνων που θα τα μάθουν, θα φέρουν λησμονιά, μια και αυτοί θα παραμελήσουν τη μνήμη τους, γιατί από εμπιστοσύνη στη γραφή θα φέρνουν τα πράγματα στη μνήμη τους απ' έξω με ξένα σημάδια, όχι από μέσα από τον εαυτό τους τον ίδιο. Ώστε δεν ευρήκες το φάρμακο για τη μνήμη την ίδια, αλλά για το να ξαναφέρνης κάτι στη θύμηση. Κι από τη σοφία δίνεις στους μαθητές σου μια δόκηση, κι όχι την αλήθεια∙ γιατί έχοντας πολλά ακούσει χωρίς να τα διδαχθούνε θάχουν τη γνώμη πως ξέρουνε πολλά, ενώ είναι ανίδεοι στα πιο πολλά και φορτικοί στη συντροφιά τους, και θα έχουν γίνει αντίς σοφοί δοκησίσοφοι.



Ο απανθρωπισμός του ανθρώπου

Φίλιππος Sherrard  ( Πηγή: Αντίφωνο. Δύο κείμενα περί επιστήμης, SHERRARD PHILLIP, ΓΟΥΝΕΛΑΣ ΣΩΤΗΡΗΣ, εκδ. ΣΥΝΑΞΗ, 1986.
Μετάφραση από τα αγγλικά Απόστολος Αποστολίδης 

...Πρέπει να θυμόμαστε ότι οι «σαφείς» και «διακεκριμένες» έννοιες που αποτελούν τη βάση της σύγχρονης επιστήμης δεν είναι σαφείς και διακεκριμένες από μόνες τους, αλλά μόνο μέσα στο πλαίσιο μιας κάποιας σειράς αρχών και αξιωμάτων. Άνθρωποι σαν το Γαλιλαίο και τον Καρτέσιο δεν ήταν μόνο αναγκασμένοι ν’ αντικαταστήσουν μια σειρά από θεωρίες, με άλλες καλύτερες. Έπρεπε να καταστρέψουν ένα κόσμο για να βάλουν στη θέση του έναν άλλο. Ήταν αναγκασμένοι να γκρεμίσουν ένα διανοητικό πλαίσιο και να το αντικαταστήσουν μ’ ένα άλλο.
Η σύγχρονη επιστήμη προϋποθέτει ριζική αναδιαμόρφωση της διανοητικής μας αντίληψης. Συνεπάγεται νέα προσέγγιση της ύπαρξης, νέα προσέγγιση της φύσης, με λίγα λόγια μια νέα φιλοσοφία...
 Η Δύση αναπτύχθηκε τεχνολογικά, σε άμεση σχέση με την παρακμή της χριστιανικής συνείδησης, για τον απλό λόγο πως η «κοσμικοποίηση ή βεβήλωση» της φύσης, που επιτρέπει να θεωρείται αυτή η φύση αντικείμενο, άρα και να την εκμεταλλεύονται τεχνικά, βρίσκεται σε απόλυτη αντίθεση με το μυσταγωγικό πνεύμα του Χριστιανισμού...
Η νέα ανόργανη επιστημονική τάξη είναι ανθρώπινης κατασκευής, δεν είναι θεϊκή. Είναι τάξη πραγμάτων που στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύει μια προβολή του ανθρώπινου μυαλού που είναι κομμένο από τους δεσμούς του με τη θεότητα και με τη γη...

Μια κοσμοθεωρία θεμελιωμένη στο μοντέλο μιας μηχανής εισάγει ένα μηχανιστικό κόσμο. Ήδη από το πρώτο ήμισυ του δέκατου ένατου αιώνα, αν όχι νωρίτερα, οι επιστήμονες –και ειδικότερα οι επιστήμονες που θα εφάρμοζαν τις γνώσεις τους– άρχισαν να μετακινούνται προς το κέντρο της κοινωνικής και οικονομικής σκηνής. Βοηθούμενοι και υποκινούμενοι από βιομηχάνους και τραπεζίτες με πρακτικό μυαλό, που κατέχονταν από μια μοναδική αφοσίωση στην απόκτηση χρημάτων, ανεξάρτητα από την καταστροφή που προκαλούσαν, οι επιστήμονες άρχισαν να στρέφουν την πραγματογνωμοσύνη τους προς την πρακτική εκμετάλλευση των φυσικών πόρων του κόσμου...
Οι επιστήμονες άρχισαν να παίρνουν τη θέση των ιερέων, όχι βέβαια για να μυήσουν στη βασιλεία των ουρανών, αλλά στον υπέροχο καινούργιο κόσμο των περισσότερων καταναλωτικών αγαθών και της απεριόριστης οικονομικής ανάπτυξης... Το μόνο που πρέπει να λεχθεί εδώ είναι ότι, σαν αποτέλεσμα της δραστηριότητάς τους, προέκυψε ένας νέος τύπος κοινωνίας: η κοινωνία του σύγχρονου αστικοβιομηχανικού και τεχνολογικού κόσμου...

Η συνθηκολόγηση της κοινωνίας μας στην κοσμοθεωρία της σύγχρονης επιστήμης, επέτρεψε στο τεχνικό πνεύμα να βεβηλώσει ολόκληρο το κοινωνικό πλαίσιο, ολόκληρο τον πλανήτη, και ν’ αποστείλει ατέλειωτες στατειές από επιστημονικοτεχνικούς εμπειρογνώμονες να χαρτογραφήσουν και να κατατεμαχίσουν, να διαλύσουν και να λεηλατήσουν, να παραμορφώσουν και να ερημώσουν... όλον τον ιστό της ανθρώπινης και κοσμικής ζωής – τον εξωτερικό περίγυρο και την εσωτερική διαπάλη, την τέχνη και την ιστορία, την κοινή γνώμη και την ατομική ενοχή, την παιδεία και την υγεία... Όλα σύρονται μέσα στη δίνη της εξειδίκευσης και υποβάλλονται στις διαδικασίες της. Τίποτε δεν είναι ιερό και απαραβίαστο... Ούτε ο πυθμένας του ωκεανού ούτε τα άστρα μπορούν να ξεφύγουν...

Υπάρχει, παρ’ όλα αυτά, ένα τίμημα που πρέπει να πληρωθεί για τη χάλκευση γύρω μας μιας κοινωνίας τόσο μηχανοποιημένης, όπως η δική μας κι αυτό είναι το ότι μπορούμε να υπάρξουμε μέσα της, μόνο με την προϋπόθεση ότι θα προσαρμοστούμε σ’ αυτήν. Αυτή είναι η τιμωρία μας. Η κοινωνική μορφή που υιοθετήσαμε κόβει τη συνείδησή μας στα μέτρα των αναγκών της, και οι επιταγές της καλουπώνουν στα μέτρα τους την πείρα μας... Όλα είναι αποτέλεσμα ορθολογικού προγραμματισμού και σχεδιασμού, τεχνικής επιδεξιότητας κι αποτελεσματικότητας, και τα παράγουμε –εξαναγκαζόμαστε να τα παράγουμε– με τον ελάχιστο δυνατό προσωπικό αγώνα και την ελάχιστη δυνατή προσωπική αφοσίωση, ενώ μέσ’ από την παραγωγή τους, μπαίνουμε και στον αντικειμενικό σκοπό τους και γινόμαστε θύματα της απρόσωπης κι ανελέητης φύσης τους.

Δεν υπάρχει αμφιβολία... πως πολλοί επιστήμονες, ενήμεροι για την απανθρωπία των κλάδων τους που συντρίβει, ψάχνουν απελπισμένα να βρουν κάτι που θα μπορούσε να φανεί ότι επιτρέπει στο ανθρώπινο, κι ακόμη και στο θρησκευτικό στοιχείο, να επιβεβαιωθεί μέσα σ’ αυτούς... Πράγματι, μερικοί επιστήμονες –κι ανάμεσά τους ο Fritjof Capra είναι ίσως ο πιο δημοφιλής εκπρόσωπος –ισχυρίζονται ότι αυτό που ονομάζουν νέα φυσική έχει εντελώς χειραφετηθεί από τη μηχανιστική κοσμοθεωρία της Καρτεσιανής και Νευτώνειας φυσικής, και στην πράξη έχει πρωχωρήσει κοντά στην κοσμοθεωρία του Ανατολικού μυστικισμού. Οι δύο βασικές θεωρίες της μοντέρνας φυσικής –η κβαντική θεωρία και η θεωρία της σχετικότητας– έχουν να επιδείξουν, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, όλα τα κύρια χαρακτηριστικά της Ανατολικής κοσμοθεωρίας. Η κβαντική θεωρία κατήργησε την παλιά θεωρία των θεμελιακά διακεκριμένων αντικειμένων, εισήγαγε την ιδέα του συμμέτοχου στο φαινόμενο, σε αντικατάσταση της έννοιας του παρατηρητή, και κατέληξε να βλέπει το σύμπαν σαν ένα διασυνδεδεμένο πλέγμα σχέσεων, που τα μέρη του καθορίζονται μόνο μέσ’ από τους δεσμούς τους προς το σύνολο. Η σχετικότητα έκανε το κοσμικό πλέγμα ν’ αποκτήσει ζωή, αποκαλύπτοντας τον εσωτερικό, δυναμικό χαρακτήρα του, αποδεικνύοντας ότι η δραστηριότητά του είναι η ίδια η ουσία της ύπαρξής του...
Στην πραγματικότητα, βέβαια, τίποτε από τα παραπάνω δεν αντιπροσωπεύει μια απομάκρυνση από το βασικό εννοιολογικό πλαίσιο, που αποτελεί τη βάση της σύγχρονης επιστήμης... Πρόσθετα, με τον δικό της τρόπο, η «νέα φυσική» δεν είναι λιγότερο ντετερμινιστική και μηχανιστική από την παλιά φυσική: δεν μπορεί κανείς να ξεφύγει από τον ντετερμινισμό και την μηχανικότητα, αλλάζοντας απλά τον τρόπο με τον οποίο αυτός αντιλαμβάνεται τη σχέση ανάμεσα στα μέρη του φυσικού κόσμου, εκτός αν αναγνωρίσει ταυτόχρονα μια μη καθορισμένη και μη καθοριζόμενη αρχή σχέσεων, η οποία να υπερβαίνει συνολικά και τον κόσμο και a fortiori το ίδιο το βασίλειο της επιστημονικής έρευνας. Και φυσικά, στην περίπτωση της «νέας φυσικής», δεν αναγνωρίστηκε τέτοια αρχή, ενώ υποτίθεται ακόμη ότι όσα συμβαίνουν...καθορίζονται από τους νόμους της στατιστικής, που μπορούν να εκφραστούν με μαθηματικούς όρους. Το μόνο που συνέβη ήταν, πως η αρχή της αιτιότητας της παλιάς φυσικής, που εφαρμοζόταν σε μεμονωμένα αντικείμενα και συμβάντα, αντικαταστάθηκε τώρα από μια αρχή στατιστικής αιτιότητας, στην οποία οι πιθανότητες για τα ατομικά συμβάντα καθορίζονται από τη δυναμική τού όλου συστήματος: βρισκόμαστε μέσα σ’ ένα μεγαλύτερο κλουβί...
Σε τελευταία ανάλυση η προσπάθειά τους να εξηγήσουν πολλά φαινόμενα με τη διευρεύνηση που κάνουν σε λίγα, είναι μια καθαρά αυθαίρετη μέθοδος, και δεν έχει καμμιά σχέση με τη γνώση, με τη σωστή έννοια της λέξης... Ίσως τίποτε δεν δείχνει τόσο το αδιέξοδο στο οποίο σύρθηκε η σύγχρονη επιστήμη, όσο το ότι... αποδέχονται ότι η συνείδηση του παρατηρητή (ή του συμμέτοχου) αποτελεί ουσιαστική πλευρά του συμπεράσματος... Γιατί, αν η ανθρώπινη συνείδηση παίζει ένα κρίσιμο ρόλο στη διαδικασία της παρατήρησης, σε τέτοιο βαθμό, ώστε η απόφασή μου για το πώς παρατηρώ ένα ηλεκτρόνιο, για παράδειγμα, να καθορίζει τις ιδιότητες που στην πραγματικότητα του αποδίδω, τότε πρέπει να βγει το συμπέρασμα, πως μέχρι να γνωρίσω τί είναι η συνείδηση και ποια είναι τα χαρακτηριστικά και τα όρια τής συνείδησης με την οποία παρατηρώ, δεν έχω τη δυνατότητα να εκτιμήσω... σε ποιο βαθμό, ό,τι παρατηρώ, μπορεί βέβαια ν’ αντανακλά απλώς τη δική μου συνείδηση, αλλά...δεν έχει παρά λίγα πράγματα ή τίποτε να κάνει με ό,τι μπορεί κανείς να ονομάσει πραγματικότητα. Πραγματικά, εάν –όπως παραδέχονται οι νέοι φυσικοί– κάθε μεταβολή της συνείδησης αλλοιώνει το παρατηρούμενο, ο σύγχρονος επιστήμονας...«αντικειμενικοποιεί» απλά, στη συμβατική γλώσσα του κλάδου του, τις οριοθετήσεις της δικής του ατομικής συνείδησης. Αν κατείχε έναν υψηλότερο βαθμό συνείδησης... θα έβλεπε τα πράγματα κάτω από ένα εντελώς διαφορετικό φως, κι επομένως θα συμπέραινε έχοντας μια τελείως διαφορετική κατανόηση γι’ αυτά...
Οι σύγχρονοι επιστήμονες ίσως αναγνωρίσουν ότι.. .σε κάθε διατύπωση θεωρίας υπεισέρχονται παράγοντες –κληρονομικοί, πολιτιστικοί, υποκειμενικοί-...Αλλά δεν μπορούν ν’ απορρίψουν αυτές καθεαυτές τις αρχικές υποθέσεις της ίδιας της σύγχρονης επιστημονικής σκέψης, εκτός εάν πρόκειται να ομολογήσουν μια πραγματική εσωτερική μεταβολή. Κι αυτές οι υποθέσεις, αυτές οι βαθύτερες αρχικές υποθέσεις, είναι σήμερα οι ίδιες μ’ εκείνες των επιστημόνων του 17ου αιώνα. Και η αιτία για την οποία οι επιστήμονες, χωρίς να υποστούν την εσωτερική μεταλλαγή για την οποία μίλησα, δεν μπορούν να εξανθρωπίσουν την επιστήμη, οφείλεται στο ότι ο απανθρωπισμός εδράζεται σ’ αυτές τις ίδιες τις αρχικές υποθέσεις στις οποίες βασίζεται η σύγχρονη επιστήμη.
Εδώ φτάνουμε στο κεντρικό σημείο του ζητήματος:
... Εδώ θα μπορούσα ν’ αναφερθώ σε μια διάκριση ανάμεσα στα δύο όργανα της γνώσης στον άνθρωπο, τον πνευματικό νου και τη λογική διάνοια. Και θα μπορούσα να προσδιορίσω ότι το όργανο από το οποίο καθορίζεται η σύγχρονη επιστήμη, δεν είναι ο πνευματικός νους, με τη δύναμη που έχει να συλλαμβάνει και να κάνει βίωμά του μεταφυσικές και αιώνιες πραγματικότητες, αλλά η λογική διάνοια, η οποία, αυτή καθεαυτή, είναι ανίκανη να αντιληφθεί και να βιώσει τέτοιες πραγματικότητες. Επομένως, το ζήτημα στην προκειμένη περίπτωση είναι να αναγνωρισθούν τα χαρακτηριστικά της λογικής διάνοιας κι ακόμη να γίνει αντιληπτή η φύση των κανόνων στους οποίους αυτή αναφέρεται για να εκπληρώσει το ρόλο που της ανέθεσαν οι σύγχρονοι επιστήμονες...Η διάνοια είναι αυτή η ικανότητα να τμηματοποιεί, να αναλύει και να ταξινομεί υλικό, καθώς και να βγάζει συμπεράσματα με τη βοήθεια της αναλυτικής ή της αναλογικής λογικής, της μέτρησης και της μηχανικής σύνδεσης. Αλλά τα συμπεράσματα που βγάζει, σαν αποτέλεσμα της δραστηριότητάς της δεν είναι μόνο αυθαίρετα. Εξαρτώνται από το εννοιολογικό πλαίσιο ή πλαίσιο των προϋποθέσεων μέσα στο οποίο λειτουργεί η διάνοια... Η διάνοια γνωρίζει αυτό το υλικό, μόνο σύμφωνα με το πώς αυτό εμφανίζεται στη διάνοια κι όχι όπως είναι καθεαυτό. Με τον ίδιο τρόπο η διάνοια γνωρίζει τις υποθέσεις μόνο σαν λογικές δυνατότητες, κι όχι σαν πραγματικότητες καθεαυτές...
 Γιατί η σύγχρονη επιστήμη έχει την αφετηρία της σε μια επανάσταση της συνείδησης, ή ανταρσία προς τα επουράνια, που είχε σαν αποτέλεσμα η ίδια η διάνοια στην αρχή να παραβλέπει έπειτα να αρνηθεί τις πνευματικές πηγές γνώσεις και τέλος να αποκλεισθεί από αυτές. Κι αυτό σήμαινε ότι υποχρεώθηκε να υιοθετήσει αρχικές υποθέσεις μη-πνευματικού και καθαρά ατομικιστικού τύπου, και να εφαρμόσει κριτήρια που εξυπακούονται από αυτές τις υποθέσεις... αυτό που η διάνοια διακρίνει σ’ ένα αντικείμενο, αντανακλά απλά και μόνο αυτό που το δικό της εννοιολογικό πλαίσιο κι ο δικός της έμφυτος χαρακτήρας τής επιτρέπουν να διακρίνει.
Αυτή είναι η κατάσταση στην οποία καταδικάστηκε η σύγχρονη επιστήμη και στην οποία εξακολουθεί να βρίσκεται παγιδευμένη. Εξαναγκάζεται, από τις ίδιες τις αρχικές υποθέσεις ν’ αγνοεί ότι υπάρχουν στα πράγματα εκείνες οι ιδιότητες που ξεπερνούν την πεπερασμένη εμφάνιση αυτών των πραγμάτων, όπως ξεπερνούν την ικανότητα της διάνοιας για ανάλυση κι επαγωγή. Κι όμως, είναι κυρίως αυτές οι ιδιότητες που κάνουν ένα ανθρώπινο πλάσμα να είναι αυτός ή αυτή που είναι: ουσιαστικά η ανθρωπιά του ανθρώπινου πλάσματος εξαρτάται από τη συμμετοχή του ή τη συμμετοχή της στο θεϊκό. Επομένως, το να βασίζει κανείς μια αποτίμηση του ανθρώπου στην παραδοχή ότι αυτός πρέπει να νοείται χωριστά από αυτές τις έμφυτες θεϊκές ή πνευματικές ιδιότητες που αποτελούν την ουσιαστική του φύση και τον κάνουν ανθρώπινο ον, θα καταλήξει σε αντιλήψεις που υποβιβάζουν τον άνθρωπο σε μια υπάνθρωπη ή ακόμη απάνθρωπη κατάσταση. Το αποτέλεσμα είναι ο απανθρωπισμός του ανθρώπου.. Γι’ αυτό μπορεί να λεχθεί ότι η απανθρωπία οικοδομείται σ’ αυτές ακριβώς τις προϋποθέσεις, πάνω στις οποίες βασίζεται η ίδια η σύγχρονη επιστήμη...
Είτε μας αρέσει είτε όχι, η επιστημονική στάση ουσιαστικά διαπότισε κι επηρέασε ζωτικά κάθε πλευρά της δημόσιας και ιδιωτικής σκέψης και δράσης μας. Δεν πρόκειται μόνο για το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις μας σπαταλούν τεράστια χρηματικά ποσά κάθε χρόνο για σχολεία, πανεπιστήμια, ερευνητικά προγράμματα και πολυάριθμους άλλους στόχους, με σκοπό την προώθηση και τη διάδοση αυτής της στάσης. Η κατάσταση είναι πολύ πιο σοβαρή. Η επιστημονική αντίληψη της γνώσης ουσιαστικά εξισώθηκε με το μόνο τρόπο που υπάρχει για ν’ αποκτήσει κανείς γνώσεις.
...Πολύ σοβαρότερη, ωστόσο, είναι η συνθηκολόγηση της θεολογίας, εκείνου δηλαδή του κλάδου που θα έπρεπε, από την αρχή, να είχε καταδείξει ποια είναι τα όρια της σύγχρονης επιστημονικής νοοτροπίας... Το αποτέλεσμα είναι πως οι θεολόγοι έχουν αποτύχει, σε μεγάλη έκταση, στο να κάνουν κάποια ριζική ή αποτελεσματική κριτική της επιστημονικής επιστημολογίας, ν’ αποσαφηνίσουν τις συνέπειες του γεγονότος ότι η διάνοια γίνεται το υπέρτατο και μοναδικό όργανο γνώσης, και να εξηγήσουν γιατί αυτό το γεγονός σημαίνει μια προοδευτική διαστρέβλωση της κατανόησής μας, ταυτόχρονα για τους εαυτούς μας και για τον κόσμο γύρω μας. ...Όλοι έχουμε χάσει την ικανότητα να μετρήσουμε πόσο πέσαμε, στην πραγματικότητα, κάτω από τη στάθμη του ανθρώπινου και του φυσικού κανόνα.
Γιατί η σύγχρονη επιστήμη έχει αφετηρία της μια απώλεια μνήμης, μια λησμοσύνη, από το μέρος του ανθρώπου, τού ποιος είναι. ...κάθε βήμα της σημαδεύεται από μια μεγαλύτερη πτώση του... Σταδιακά διαζευγμένος από τις ρίζες της ύπαρξής του, εξ αιτίας αυτής της άγνοιας, ο άνθρωπος, όσο εμμένει στην τροχιά αυτή, είναι καταδικασμένος να προχωρεί τυφλά, και με ολοένα πιο γρήγορο βήμα, προς την ολοκληρωτική απώλεια της ταυτότητά του, την ολοκληρωτική απώλεια του αυτοελέγχου του, κι ενδεχόμενα την ολοκληρωτική αυτοκαταστροφή του. Τίποτε δεν μπορεί να σταματήσει αυτή τη διαδικασία, μ’ εξαίρεση μια πλήρη αντιστροφή κατεύθυνσης. Και τίποτε δεν μπορεί να εγκαινιάσει μια αντιστροφή κατεύθυνσης, μ’ εξαίρεση την ανάκτηση από τον άνθρωπο της συνείδησης τού ποιος είναι: η θεραπεία πρέπει να γυρίσει πίσω, εκεί που άρχισε η αρρώστεια.


----------------------------------------------------------------------------------

Δυτικός Διαφωτισμός και Ορθόδοξος Φωτισμός

Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Τριάδες. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων.

Άγευστος πράγματι και άπειρος ο Βαρλαάμ της αγιοπνευματικής εμπειρίας, που μεταμορφώνει και μεταβάλλει τον άνθρωπο σε καινή ύπαρξη, και επηρεασμένος από τον δυτικό Σχολατικισμό και την «Αναγέννηση», της οποίας άλλωστε υπήρξε σημαντικός πρωτεργάτης, θέλησε να γίνει διδάσκαλος της απάθειας και της τελειότητος προτρέποντας τους μοναχούς να εγκαταλείψουν την άσκηση και την νοερά εργασία της προσευχής και να επιδοθούν στη σπουδή και στη γνώση της φιλοσοφίας και μάλιστα της ελληνικής, γιατί δήθεν μόνον αυτή οδηγεί στην τελειότητα. Ανησύχησαν με τις θέσεις αυτές μοναχικοί κύκλοι της Θεσσαλονίκης και εζήτησαν την γνώμη και βοήθεια του αγίου Γρηγορίου, προς τον οποίο κάποιος μοναχός διεβίβασε ως εξής τις απόψεις του Βαρλαάμ και των οπαδών του: «Επειδή τοίνυν ήκουσα λεγόντων δειν μεταδιώκειν την έξω σοφίαν και τους μονάζοντας ως άνευ ταύτης ουκ ενόν αγνοίας και ψευδών απαλλαγήναι δοξασμάτων, καν εις απάθειαν αφίκηταί τις άκραν, ουδέ τελειότητας τε και αγιότητος επιλαβέσθαι, ει μή πανταχόθεν το ειδέναι συλλέξει, μάλιστα δε της καθ' Έλληνας παιδείας, Θεού γαρ και αύτη δώρον, των προφήταις και αποστόλοις δεδομένων ομοίως»[19].

Ο άγιος Γρηγόριος βεβαιώνει τον ανησυχήσαντα μοναχό ότι μόνον η Χάρις του Θεού δημιουργεί στις καρδιές ασφάλεια και βεβαιότητα. Με τον λόγο δεν μπορεί κανείς να εντοπίσει, να συλλάβει τα υπέρ λόγον αγαθά. Του συνιστά να απαντήσει στους συνηγόρους των φιλοσόφων ότι με τις φιλοσοφικές τους αναζητήσεις αυτό που κατακτούν δεν είναι η γνώση αλλά η αγωνία- «ου μάλλον γνώσιν ή αγωνίαν εκ τούτων υμίν αυτοίς περιποιείσθαι, ω βέλτιστοι». Δεν υπάρχει φιλοσοφική άποψη στην οποία να μπορεί κανείς με σιγουριά να στηριχθεί, γιατί σίγουρα κάποιος άλλος φιλόσοφος θα την έχει ανατρέψει, όπως έδειξαν οι Έλληνες φιλόσοφοι «διηνεκώς αλλήλους ανατρέποντες και υπ' αλλήλων ανατρεπόμενοι»[20]. Δεν πρέπει να επιτραπεί να εισχωρήσει στην Εκκλησία, όπου υπάρχει άλλη φιλοσοφία, η κατά Χριστόν, η άποψη πως τάχα είναι άναγνοι και ατελείς όσοι δεν γνωρίζουν φιλοσοφία και επιστήμες. Ο Χριστός, το πρότυπο της χριστιανικής τελειότητος, ήτο εντελώς άπειρος στην ανθρώπινη φιλοσοφία και γνώση. Αν η θύραθεν παιδεία συμβάλλει όντως στην τελειότητα, τότε οι Έλληνες σοφοί θα έπρεπε να είναι θεοπτικώτεροι και τελειότεροι των προφητών, οι οποίοι εκλήθησαν από το Θεό στο αξίωμα αυτό «εξ αγροικικού βίου». Ο κορυφαίος των προφητών, ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, εξ απαλών ονύχων ζούσε στην έρημο, όπου δεν υπάρχουν βέβαια σχολεία και πανεπιστήμια. Ασφαλώς, αν ήταν απαραίτητο στοιχείο της τελειότητος η ανθρώπινη σοφία, ο Χριστός δεν θα έλεγε στον πλούσιο νεανία «ει θέλεις τέλειος είναι, τα υπάρχοντα πώλησον, διάδος πτωχοίς, τον σταυρόν άρον, ακολουθείν εμοί προθυμήθητι» αλλά θα έλεγε «της έξω σοφίας επιλαβού, σπεύσον προς την των μαθημάτων ανάληψιν, περιποίησαι σεαυτώ την επιστήμην των όντων». Θα εδίδασκε γεωμετρία και αστρονομία και τις άλλες επιστήμες, για να διώξει το σκοτάδι της αγνοίας. Δεν θα διάλεγε αγράμματους ψαράδες ως μαθητάς, αλλά σοφούς, ούτε θα εδίδασκε διά του Αποστόλου Παύλου ότι η ανθρώπινη σοφία είναι μωρία. Ο άνθρωπος, κατά τον άγιο Γρηγόριο, έχασε την αρχέγονη μακαριότητα, γιατί υπέκυψε στον πειρασμό της γνώσεως και δεν αρκέσθηκε στην φυλακή της καρδίας, στην φρούρηση, δηλαδή, και καλλιέργεια του συναισθηματικού του κόσμου[21].
Όπως τότε έτσι και τώρα και σε κάθε εποχή ο άνθρωπος στρέφεται, με υποκίνηση του πονηρού, στην συνεχή καθ' όλην την διάρκεια της ζωής του ενασχόληση με τη γνώση, και δεν μένει έτσι καιρός να ασχοληθεί με την αληθινή παιδεία, που καθαρίζει την ψυχή από τα πάθη. Θεμέλιο και αρχή αυτής της κατά Χριστόν φιλοσοφίας είναι ο φόβος του Θεού, εκ του οποίου γεννάται η συνεχής, η αδιάλειπτη δέηση προς τον Θεό και η τήρηση των ευαγγελικών εντολών. Μετά δε την συμφιλίωση και την καταλλαγή προς τον Θεό, ο αρχικός παιδαγωγικός φόβος μεταβάλλεται σε αγάπη, και ο κόπος της προσευχής, αφού μεταβληθεί σε τερπνότητα και ευχαρίστηση, παράγει το άνθος του φωτισμού. Αυτή είναι η αληθινή παιδεία, ο αληθινός ορθόδοξος φωτισμός, του οποίου ούτε την αρχή, τον φόβο δηλαδή του Θεού, δεν μπορεί να καταλάβει αυτός που έχει παραδοθή στην αγάπη της ματαίας ανθρωπίνης φιλοσοφίας, του ανθρωπίνου «Διαφωτισμού». Ο νους του ανθρώπου εύκολα σκοτίζεται από τα πάθη και οδηγείται κατόπιν στο ψεύδος[22]. Η μόνη οδός για να βρει κανείς την αλήθεια και να διατηρήσει την ανθρώπινη αξία, το κατ' εικόνα, είναι η αποφυγή της αμαρτίας, η τήρηση των εντολών, η καλλιέργεια της αρετής, και η επάνοδος προς τον Θεό διά της ευχής και της αληθινής θεωρίας. Διότι, όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί «καθαρότητος άνευ, καν μάθης την από του Αδάμ μέχρι συντελείας φυσικήν φιλοσοφίαν, μωρός ουδέν ήττον, ότι μη και μάλλον, έση ή σοφός».


ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΣΩΦΡΟΝΙΟ
Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΩΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΠΕΤΡΟΥ 
 ΕΚΔΟΣΗ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΕΣΣΕΞ ΑΓΓΛΙΑΣ

ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

Κεφ.4ο α. Ἡ προσευχή ὡς ὁδός πρός τή γνώση
Ἐρμηνεύοντας τίς Γραφές τοῦ ὁσίου Σιλουανοῦ ὁ γέροντας Σωφρόνιος κάνει λόγο γιά δύο τρόπους γνώσεως. Σύμφωνα μέ τόν πρῶτο τρόπο, τό κύριο μέσο γνώσεως εἶναι ὀ ἀνθρώπινος νοῦς. Στή συνηθισμένη πορεία τῆς ἐπιστήμης καί τῆς διανοήσεως, ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου στρέφεται πρός τά ἔξω μέ σκοπό νά αὐξήσει τίς γνώσεις του. Ἔτσι ἔρχεται ἀναπόφευκτα ἀντιμέτωπος μέ ἀναρίθμητη πολυμορφία φαινομένων καί πληροφοριῶν. Στήν προσπάθειά του νά δημιουργήσει κάποια, ἔστω τεχνητή, ἑνότητα ὅλων τῶν πληροφοριῶν, ὁ νοῦς καταφεύγει σέ μία σύνθεση πού τελικά δέν ἀνταποκρίνεται πλήρως στήν ἀντικειμενική καί ὀντολογική πραγματικότητα.
Ἡ γοητεία πού ἀσκεῖ στόν ἄνθρωπο ἡ δύναμη τῆς λογικῆς τόν ὁδηγεῖ στό νά θέλει νά συλλάβει καί νά διερευνήσει μέ τόν νοῦ του ἀκόμη καί τόν Θεῖο κόσμο, ἐπιστρατεύοντας κατά κύριο λόγο τή λειτουργία τῆς φαντασίας του. Μιά τέτοια προσπάθεια, πού μερικοί θά ἀποκαλοῦσαν ἴσως καί «θεολογική δημιουργία», μπορεῖ νά καταλήξει σέ ἀνατροπή καί παραμόρφωση τῆς ἀλήθειας, δηλαδή στό νά δημιουργεῖ ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό κατά τή δική του εἰκόνα καί ὁμοίωση.
Ὁ δεύτερος τρόπος γνώσεως εἶναι ὁ πνευματικός. Αὐτός διαφέρει οὐσιωδῶς ἀπό τόν διανοητικό τρόπο, γιατί κατανοεῖ τήν γνώση ὡς ὑπαρξιακή κοινωνία, ὡς ἕνωση «ἐν αὐτῷ τῷ εἶναι». Γιά τόν Γέροντα Σωφρόνιο ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ βιώνεται ὡς «κοινωνία ἐν τῇ ὑπάρξει». Αὐτός πού γνωρίζει εἰσέρχεται σέ ὑπαρκτική κοινωνία μέ Αὐτόν πού γνωρίζεται. Στήν πράξη αὐτή, ὁ ἄνθρωπος μετέχει μέ ὅλο τό πλήρωμα τῆς φύσεώς του καί ὄχι μόνο μέ τήν διάνοια, γι’ αὐτό καί ἀποκαθίσταται ἡ ἀκεραιότητά του. Μέ ἄλλα λόγια, αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἠ θεογνωσία διαφέρει ποιοτικά ἀπό τή γνώση πού ἀποκτᾶ ὁ ἄνθρωπος μέ τή φιλοσοφική διανόηση, γιατί μαζί μέ τήν πνευματική γνώση μεταδίδεται σέ αυτόν μιά ἄλλη μορφή ζωῆς.
Μέ τόν νοῦ του ὀ ἄνθρωπος μπορεῖ ἴσως νά κατανοήσει κάποια ἀπό τά φαινόμενα αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ἡ πρόσληψη ὅμως τῆς Θείας ἀποκάλυψης εἶναι δυνατή μόνο «ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ...
 Ἐδῶ ὁ  Γέροντας τονίζει ὅτι ἡ γνώση τῆς ἀλήθειας συνδέεται ἄμεσα μέ τήν αἴσθηση τῆς χάριτος, παραπέμποντας σέ σχετικό χωρίο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦΣιναΐτου ὀ ὁποῖος λέει χαρακτηριστικά: «Γνώσιν ἀληθείας, τήν τῆς χάριτος αἴσθησιν εἶναι κυρίως νόμισον• τάς δέ λοιπάς, νοήσεων ἐμφάσεις καί πραγμάτων ἀποδείξεις ἀποκαλεῖν δεῖ» (ὑποσημείωση 30)...
Παρόμοια διδασκαλία γιά διαφορετικούς τρόπους γνώσεως βρίσκουμε καί στούς ἀσκητικούς λόγους τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, ὅπου ὁ δεύτερος τρόπος γνώσεως, γιά τόν ὁποῖο κάνει λόγο καί ὁ Γέροντας. Διακρίνεται σέ δύο «τάξεις». Ἔτσι συνολικά ὀ ἀββᾶς Ἰσαάκ κάνει λόγο γιά τρεῖς «τάξεις γνώσεως»: Στήν πρώτη ὁ ἄνθρωπος ἀκολουθεῖ  «τήν ἐπιθυμία τῆς σαρκός». Πού εἶναι ἐνάντια στήν πίστη, γιατί βασίζεται στή σοφία τῆς διανοητικῆς λογικῆς καί οὔτε κάν λογίζεται ὅτι ὑπάρχει κάτι μεγαλύτερο, δηλαδή ὅτι ὑπάρχει Θεός πού κυβερνᾶ τόν κόσμο καί τά τοῦ ἀνθρώπου. Στή δεύτερη τάξη ὁ ἄνθρωπος ἀναλαμβάνει μέν διά τῆς πίστεως τούς τρόπους τῆς ἀρετῆς, δηλαδή νηστεία, ἐλεημοσύνη, προσευχή, ἀνάγνωση τῶν Θείων Γραφῶν, ἀλλά ἡ γνώση πού ἀποκτᾶ παραμένει «σωματική καί σύνθετος». Ἡ Τρίτη καί τελειότερη τάξη γνώσεως συνδέεται μέ τήν πίστη τῆς θεωρίας, δηλαδή, μέ τήν πίστη πού ἀνατέλλει στήν ψυχή μέ τή θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός τῆς χάριτος. Στήν κατάσταση αὐτή ἡ πίστις καταπίνει τήν αὐτήν γνώσιν, καί στρέφεται καί τίκτει αὐτήν ἐξ ἀρχῆς, ὡς γενέσθαι αὐτήν ὅλην ἐξ ὅλου πνεῦμα.
Κατά τόν Γέροντα Σωφρόνιο, ἠ καθαρά προσευχή εἶναι ἡ ἀσφαλέστερη  ὁδός πρός τή γνώση τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός γνωρίζεται πάντοτε «ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς ἀγάπης», στήν κατάσταση τῆς καθαρᾶς προσευχῆς, ὅταν ὁ νοῦς «ἵσταται ἐν τῇ καρδίᾳ ἐν εὐκτικῇ προσοχῇ», ἀπό ὅπου στρέφεται πρός τόν Θεό «δι’ ἀνειδέου εὐχῆς». Μέ τήν καθαρά –νοερά προσευχή ὀ ἀνθρώπινος νοῦς εἰσέρχεται σιγά  σιγά στή σάρκινη-σωματική καρδιά, σταδιακά ὅμως διεισδύει σέ κεῖνα τά βάθη τῆς καρδιᾶς πού παύουν πλέον νά εἶναι «σάρξ». Ἀνακαλύπτει τήν βαθιά καρδιά τήν πνευματική...
Ἡ γνώση πού ἀποκτᾶται μά τήν καθαρά προσευχή καί τή θεωρία τοῦ ἀκτίστου φωτός εἶναι καρπός  τῆς Ἐνανθρώπησης, τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ, καί ἔχει ἀφετηρία τήν πίστη ὅτι ὁ Θεός δημοούργησε ἐμᾶς καί ὄχι ἐμεῖς Ἐκεῖνον.

Κεφ.5ο  γ. Ἄκτιστο Φῶς καί λόγος Θεοῦ
 Ἡ κοινωνία Θεοῦ καί ἀνθρώπου μέ τή θεωρία τοῦ Φωτός εἶναι κοινωνία «προσωπική», κατά τήν ὁποῖα ἡ ψυχή ἀποκτᾶ ὑπαρξιακή γνώση τοῦ Θεοῦ, καί ἡ γνώση αὐτή κατά τήν ποιότητά της εἶναι τελείως διαφορετική ἀπό τήν ἀφηρημένη διανοητική ἐκμάθηση. Ὁ Γέροντας παραθέτει μιά σειρά ἀντινομιῶν ἀνάμεσα στήν ἐπιστημονική-διανοητική γνώση καί τήν ὑπαρξιακή γνώση πού μεταδίδει τό Φῶς. Ἡ πρώτη ἀνήκει στό «ἐν χρόνῳ ἐμπειρικό γίγνεσθαι», παρέχει γνώσεις διανοητικές μέσα σέ ἕναν κατακερματισμό πληροφοριῶν καί μιά ἀτελεύτητη πολυμορφία. Ἡ πείρα πού  μεταδίδει εἶναι περιορισμένη, ἀφοῦ ὁ ἀνθρώπινος νοῦς εἶναι ἐκ τῶν πραγμάτων περιορισμένος. Ἡ δεύτερη ὅμως, δηλαδή ἡ γνώση πού κατανοεῖται ὡς «κοινωνία ἐν τῇ ὑπάρξει», εἶναι      καρπός τῆς ἄρρητης ἕνωσης Θεοῦ καί ἀνθρώπου, παρέχει πείρα αἰωνιότητος καί συνοδεύεται ἀπό μιά διπλή ἀποκάλυψη• τῆς «θεοομοιότητας» τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ ὁμοουσίου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Μέ τή θεωρία τοῦ Φωτός οἱ ἐντολές τοῦ Χριστοῦ χαράζονται στήν καρδιά καί στόν νοῦ, καταργώντας κάθε ἄλλο γήινο νόμο. Σέ αὐτό τό ἐπίπεδο, ὀ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἀποκαλύπτει στόν ἄνθρωπο τίς αἰώνιες σφαῑρες τοῦ «ἄναρχου Πνεύματος».  Τό ἄναρχο Φῶς γεννᾶ στήν καρδιά λόγους πού εἶναι «ὅμοιοι πρός τήν  διδαχήν τοῦ Χριστοῦ». Τό Φῶς ἐναποθέτει τούς λόγους τοῦ Χριστοῦ «στά ἐνδότερα βάθη τοῦ ἀνθρωπίνου εἶναι»...Καθετί πού ἀντιστέκεται στόν Θεῖο λόγο ὁ ἄνθρωπος τό ζεῖ σάν παρουσία τοῦ θανάτου μέσα του...
Μαζί   μέ τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Φωτός ἡ ἐνήχηση τοῦ Θείου λόγου μεταδίδει γνώση πού ξεπερνᾶ τά συνηθισμένα μέτρα.... Ὁ Θεῖος Σπορέας ρίχνει τόν ἀγαθό σπόρο του στό ἔδαφος τῆς καρδιᾶς καί ὀ λόγος Του γίνεται ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου.

--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Τα δύο είδη θεολογίας 

Γέρων Σωφρόνιος Σαχάρωφ


«Υπάρχουν δύο είδη θεολογίας: το έν -ευρέως γνωστόν κατά τους παρελθόντας αιώνας- είναι η επαγγελματική καθέδρα του πολυμαθούς, το άλλο η συσταύρωσις μετά του Χριστού, η γνώσις Αυτού εν τοις ενδομύχοις της καρδίας.

Το πρώτον είδος είναι προσιτόν εις το πλήθος των διανοητικώς πεπροικισμένων ανθρώπων, των προτιμώντων την φιλοσοφικήν προσέγγισιν της θεολογίας.
Η πραγματική δε πίστις εις την Θεότητα του Χριστού, ήτις εκφράζεται δια ζωής συμφώνου προς το πνεύμα των εντολών Αυτού, δεν είναι απαραίτητος δι’ αυτούς.

Το δεύτερον είδος είναι θεολογία ομολογίας, ήτις γεννάται δια του βαθέος φόβου του Θεού εν τω πυρί της φλογεράς μετανοίας, ήτις εισάγει εις την οντολογικήν πραγματικότητα δια της εμφανίσεως του Ακτίστου Φωτός.

Η ακαδημαϊκή θεολογία εν συνδυασμώ μετά της ζώσης πίστεως δίδει αγαθά αποτελέσματα. Ευκόλως όμως «εκφυλίζεται», αποβαίνει αφηρημένη θεωρία, παύει να είναι εκείνο, όπερ παρατηρείται εν τη ζωή των Αποστόλων, των Προφητών και των Πατέρων ημών, τουτέστιν άμεσος ενέργεια του Θεού εν ημίν …

Η Αγία Τριάς είναι Θεός Αγάπης.
Η αγάπη, περί της οποίας γίνεται λόγος εν τω Ευαγγελίω, είναι άκτιστος ζώσα ενέργεια της ανάρχου Θεότητος. Ίδιον αυτής είναι να ενοί ημάς εν αυτώ τούτω τω είναι. ….. φυσική αύξησις εν τω Πνεύματι μέσω της διαμονής εν τω Θείω χώρω δια της τηρήσεως των εντολών του Χριστού.

Ο νους αίφνης αποκτά γνώσιν και εκφράζει αυτήν δι’ ανθρωπίνων όρων. Τούτο έρχεται ως λάμψις αστραπής, όταν η καρδία πυρούται δια της αγάπης. Τούτο είναι το “θαυμαστόν φως” της αιωνιότητος, εις το οποίον πάντες ημείς εκλήθημεν.

Η συσσώρευσις τοιούτων στιγμών ελλάμψεως της συνειδήσεως ημών εν τη πείρα της Εκκλησίας ωδήγησεν οργανικώς εις την σύνθεσιν αυτών εις έν όλον. Ούτως εμφανίζεται η πρώτη απόπειρα συστηματοποιήσεως της ζώσης θεολογίας, ήτις εγένετο υπό του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, ανδρός ωσαύτως πλουσίου και κατά την προσωπικήν αυτού πείραν.

Η ματαίωσις της θαυμαστής αυτής αναβάσεως προς τον Θεόν … προέκυψεν εις εποχάς παρακμής της ζώσης πείραςδια της τάσεως υποβολής των δεδομένων της Αποκαλύψεως εις την κριτικήν του λογικού ημών, δια της στροφής προς την “φιλοσοφίαν της θρησκείας”.
Έπακόλουθον τούτου είναι τα σχολαστικά συστήματα θεολογίας, εν τοις οποίοις επικρατεί η φιλοσοφία και ουχί το πνεύμα της ζωής.

------------------------------------------------------

ΤΟ ΕΓΩ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΓΩ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ
Κατάσταση  περιορισμένης πραγματικότητας
 (ΠΑΡΟΥΣΊΑΣΗ ΤΟΥ ΠΟΝΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΖΗΣΙΜΟΥ ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΥ: «ΔΙΟΣΚΟΥΡΟΙ - Γ.ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ»)


 «Ἀναμεσά μας πάντοτε ἕνας
Ἐκεῖνος πού μαθαίνει τά νιάτα τοῦ οὐρανοῦ».
                                               Γ. Σαραντάρης

Μά στόν ἀντίποδα «ὁ νεότερος κόσμος, ἀπό τήν Ἀναγέννηση καί ἐδῶθε, ζεῖ ἀκριβῶς μέσα στήν κατάσταση αὐτή τοῦ περιορισμοῦ τῆς συνολικῆς πραγματικότητας ἀπό τήν πραγματικότητα τῆς γνώσης, πού μποροῦμε νά τήν ὀνομάσουμε κατάσταση ἀναγκαστικοῦ περιορισμοῦ ἤ κατάσταση τῆς περιορισμένης πραγματικότητας ... Αὐτή ἡ ἀφύσικη τοποθέτηση στούς ἀντίποδες μᾶς κάνει, λόγου χάρη, ἀντίθετα ἀκριβῶς μέ τά ὅσα διδάσκει ὁ Πλάτωνας στό εὐπρεπείας γραφῆς πέρι καί ἀπρεπείας ( Φαίδρος 274b), νά διατηροῦμε ὁρισμένες καταστάσεις πού μᾶς ἔχουν κάνει ἔξωθεν -ὅπως ἡ γραφή- οὐκ ἔσωθεν ἀναμιμνησκόμενους, καί μᾶς πορίζουν ὄχι ἀληθινή σοφία, ἀλλά τό ὀμοίωμά της, σοφίας δόξαν, οὐκ ἀλήθειαν».
Ζ. Λορεντζάτος

Στήν παρούσα μελέτη παρουσιάζονται ἐπιλεγμένα ἀπόσπάσματα ἀπό τό πόνημα τοῦ Ζήσιμου Λορεντζάτου «ΔΙΟΣΚΟΥΡΟΙ - Γ.ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ» καί πιό συγκεκριμένα  ἕνα μέρος ἀπό τά σχόλια πού ἀφοροῦν τό «φιλοσοφικό» δοκίμιο τοῦ Σαραντάρη «Συμβολή σέ μιά φιλοσοφία τῆς ὕπαρξης», προκειμένου νά προσεγγίσουμε τά αἴτια τοῦ ὀντολογικοῦ ἀποπροσανατολισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἐποχῆς μας. Ἐνῶ γνωρίζουμε τό ποιητικό ἔργο τοῦ  Γ. Σαραντάρη, ἀγνοοῦμε τό δοκιμιακό του ἔργο, γεγονός τό ὁποῖο ὁ Ζήσιμος, ἰδιαίτερως γιά τό κείμενο τῆς Συμβολῆς, τό ἀποδίδει σέ δύο παράγοντες. Ὁ πρῶτος ἔχει νά κάνει μέ τήν ἀπιστία μας. «Τό κείμενο τοῦ Σαραντάρη τούς ξέφυγε. Μιλοῦσε γιά πολλά τῶν θείων. Ἀπιστίῃ τούς ξέφυγε». Ὁ δεύτερος ἔχει νά κάνει μέ τούς κριτικούς στήν Ἑλλάδα, οἱ ὁποῖοι «στάθηκαν ἀνίκανοι νά καταλάβουν» καθώς «ποτέ δέν βάζουν μέ τό νοῦ τους τήν περίπτωση πώς μπορεῖ αὐτοί νά ὑπολείπονται ἀπό ἕνα κείμενο». Ἀπό τόν Ζήσιμο Λορεντζάτο ὄχι μόνο δέν «ξέφυγε» -δόξα τῷ Θεῷ- τό κείμενο, ἀλλά τό ἀνάστησε  γιά ὅλους ἐμᾶς  ἡ βαθυστόχαστη προσωπικότητα του. Διαβάζουμε λοιπόν:
«Ἡ «Συμβολή σέ μιά φιλοσοφία τῆς ὕπαρξης» δημοσιεύτηκε τό 1937 καί ἀποτελεῖται ἀπό τόν πρόλογο καί τρία κεφάλαια: Κεφ.Α «Τό ἐγώ τῆς γνώσης καί τό ἐγώ τῆς ὕπαρξης», Κεφ. Β «Ἡ πίστη» καί Κεφ. Γ «Ἡδονή καί πίστη». Σύνολο σελίδων τριάντα μία. Γιά ποιόν ὅμως λόγο ἀξίζει νά ἐνσκύψουμε στό δοκίμιο αὐτό;
«Νομίζω πώς ἡ σημερινή Ἑλλάδα μπορεῖ νά κρίνει τό λεγόμενο δυτικό πολιτισμό» διαβάζουμε σάν προμετωπίδα στόν πρόλογο τῆς Συμβολῆς. Ἡ σημερινή Ἑλλάδα «μπορεῖ καί πρέπει νά κρίνει τόν τέτοιο πολιτισμό»-τό δυτικό πολιτισμό-«ἄν θέλει νά σωθεῖ ἀπό τήν ἐπιρροή πού ἡ ἴδια ἡ Εὐρώπη ἐξάσκησε πάνω μας ἕναν ὁλάκερο αἰώνα» καί πρέπει νά προχωρήσει «μέ τήν ἀποκάλυψη τῶν σκοτεινῶν σημείων τῶν γηρασμένων Εὐρωπαίων. Προπάντων τίς ἀρρώστιες τους ἐκεῖνες πού μήτε οἱ ἴδιοι ὑποψιάζονται καί σχεδόν ποτέ δέν ἀναφέρουνε, χρειάζεται ἐμεῖς νά προσέξουμε». Καί μάλιστα, σέ ἕνα γράμμα σχετικό μέ τήν Συμβολή ὐπερτονίζει τήν ἀνάγκη αὐτή λέγοντας: «ἡ ἐποχή μας ἔχει ἱερή ὑποχρέωση νά κρίνει τό παρελθόν (καί, φυσικά, προπάντων τό εὐρωπαϊκό παρελθόν) καί ... ἄλλωστε δέ μπορεῖ νά ἀποφύγει τούτην τήν ὑποχρέωση, γιατί νιώθει πώς διαφορετικά ἔρχεται ὁ θάνατος...Ἔργο τῆς γενεᾶς μας εἶναι νά ἐξηγήσει ποιός εἶναι αὐτός ὁ θάνατος».
Σημειώνει ὁ Ζήσιμος «πώς λέει: νά κρίνει, δέ λέει νά κατακρίνει»  καί ἐξακολουθεῖ σχολιάζοντας: «Αὐτή εἶναι μιά πρώτη γενική ἀρχή, ἀλλά καί στάση ἀνεξάρτητου ἀνθρώπου, συνδεμένη...μέ τήν προσπάθεια νά βροῦμε –σωστότερα νά μή χάσομε- τό πνευματικό ἐμεῖς μας, καταπῶς ὀρμήνευε ὁ Μακρυγιάννης στά Ἀπομνημονεύματά του...Ἡ κρίση πρέπει νά γίνει τή φορά τούτη, ὄχι μονάχα μέ τή «φαντασία» (Περικλῆς Γιαννόπουλος) ἤ μέ τή «σκέψη» (Ἴων Δραγούμης), ἀλλά μέ τήν πνευματική «ὅσο πιό συγκεκριμένη (καί ἥσυχη) συνείδηση τῆς ἀνωτερότητάς μας», ὄχι τῆς ἀνωτερότητας  ἐμᾶς τῶν σημερινῶν Ἑλλήνων, γιατί ἀπό κανένα δέν μποροῦμε νά εἴμαστε ἀνώτεροι, ἀλλά  τῆς ἀνωτερότητας τοῦ πνεύματος ἤ τῆς πνευματικῆς παράδοσης πού ἀκολουθήσαμε ἐμεῖς ἀπέναντι στό μή πνεῦμα, πολλές φορές, ἤ στίς δυτικές σχισματικές διακλαδώσεις (τοῦ Χριστιανισμοῦ, φυσικά, ἀφοῦ ἄλλη πνευματική παράδοση δέν ἀνάφανε, στίς περιοχές ὅπου ἀναφερόμαστε, ὕστερα ἀπό τό πέσιμο τοῦ ἀρχαίου κόσμου)...
Ὁ Σαραντάρης ὀνομάζει ἀκόμα τό 1937 φιλοσοφία-«ἡ φιλοσοφία μας»- ἐκεῖνο πού ἐμεῖς θά λέγαμε ὁδό (tao) ...δηλαδή ἕνα τρόπο ζωῆς (πνευματικῆς), καί ὄχι φιλοσοφία μέ τή σημασία ἑνός φιλοσοφικοῦ συστήματος πού τό κατασκευάζει ἤ τό ἐπεξεργάζεται συστηματικά ὁποιοδήποτε ἄτομο, ὅπως ἔχουμε τή φιλοσοφία τοῦ Σπινόζα ἤ τή φιλοσοφία τοῦ Κάντ. Τό ἕνα εἶναι διανοητικό σύστημα τοῦ λογικοῦ μας, τό ἄλλο εἶναι ἀγρύπνια ἤ ξάνοιγμα τῶν ματιῶν μας –«τά μάτια τῆς ψυχῆς» (Σολωμός)- στόν προορισμό τῆς ζωῆς...
Ἡ Συμβολή, λοιπόν, σέ μιά φιλοσοφία τῆς ὕπαρξης σημαίνει συμβολή ἤ βοήθημα στό δρόμο πού ὁδηγάει στήν ἀλήθεια,... ἐκείνη πού μᾶς ἀπευθύνεται στό πρῶτο πρόσωπο μέσα ἀπό τίς παραβολές τῆς παράδοσης: Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια, τίποτα λιγότερο καί τίποτα περισσότερο.
Μονάχα ἡ πραγματικότητα αὐτή ὑπάρχει. Τά ἄλλα ὅλα -ὅσα ἐμεῖς νομίζουμε ἤ συνήθως ὀνομάζουμε πραγματικότητα- ὑφίστανται, εἶναι, ἀλλά δέν ὑπάρχουν.
 Σταθερά ἔχομε, λοιπόν, ἀπό τή μιά μεριά ὕπαρξη καί ἀπό τήν ἄλλη ὑπόσταση ἤ εἶναι (esse). Ὑπόσταση, εἶναι ἤ ἀνυπαρξία εἶναι τό ἴδιο• (θά παρακαλοῦσα νά συγκρατήσουμε τίς διακρίσεις). Ὕπαρξη εἶναι ἄλλο.
-ὕπαρξη ἐδῶ σέ ἀντίθεση μέ τήν ὑπόσταση (ὑφίσταμαι), τό εἶναι (εἶμαι), ἤ τήν ἀνυπαρξία ( δέν ὑπάρχω)-
Ἀναμεσά τους γέφυρα ὀ ἄνθρωπος: «Μονάχα στόν ἄνθρωπο», λέει ὁ Σαραντάρης, «δίνουμε τή δυνατότητα τῆς ὕπαρξης, καί τό ἄλλο σύμπαν βλέπουμε μέ τήν κατηγορία τῆς ἀνυπαρξίας» 12.
 (Καλό εἶναι νά θυμόμαστε,  στό σημεῖο αὐτό, πώς γιά τή χριστιανική παράδοση ( τῆς Ὀρθοδοξίας) τό σύμπαν ἤ ἡ κτίσις δέν ἔχουν στή φύση τους ἄλλη δυνατότητα νά ξεπεράσουν τή φυσική κατάστασή τους καί νά φτάσουν στόν Κτίσαντα (στό ὑπέρ φύσιν) παρά μονάχα τόν ἄνθρωπο, πού μέ τήν ἐλευθερία του μπορεῖ νά παρασύρει ὁλάκερη τή χτίση σέ μιά ὑπέρβαση τῆς χτίσης ἤ σέ μιά ἑνότητα μέ τό Θεό: ἀπό τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τήν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ (Πρός Ρωμαίους Η΄, 21). Μοναδική γέφυρα, ἀλλά καί μοναδικός ὑπεύθυνος γιά μιά τέτοια ὑπέρβαση καί σύνδεση ὁλάκερου τοῦ σύμπαντος μέ τό Θεό –τοῦ σύμπαντος πού μέ τόση ἀπερισκεψία (ἔπαρση ἀλογίας- ἐπιτρέψτε μου τήν προσθήκη-) σήμερα τό καταστρέφουμε- ἀπομένει ὀ ἄνθρωπος. Τό μέγεθος τῆς ὑπέρβασης αὐτῆς καί τῆς ἑνότητας τοῦ σύμπαντος κόσμου καθορίζει καί τό μέγεθος τῆς πνευματικῆς εὐθύνης τοῦ ἀνθρώπου, γιά τήν παράδοση τῆς χριστιανικῆς Ἀνατολῆς).
Ἔχομε, ἄν θέλετε, δυό διαφορετικές πραγματικότητες, τήν πραγματικότητα τῆς ὕπαρξης (στήν ὁποία μπορεῖ νά φτάσει ὁ ἄνθρωπος) καί τήν πραγματικότητα τῆς ἀνυπαρξίας (τό ὑπόλοιπο σύμπαν). «Κάθε ἄνθρωπος ἔχει τή δυνατότητα νά ὑπάρξει τόσο ἀληθινά, ὥστε νά μήν τοῦ παραμείνει μήτε σάν ἄλλη δυνατότητα ἡ περασμένη του πραγματικότητα τῆς ἀνυπαρξίας» (πάντα ὁ Σαραντάρης ὑπογραμμίζει). Αὐτή εἶναι τότε ἡ κατάσταση πού παλαιότερα ὀνομαζόταν θέωσις.
...ἄς συγκρατήσουμε καί ἐμεῖς μιά γιά πάντα, πώς ἔχομαι ἀπέναντί μας τήν πραγματικότητα τῆς ὕπαρξης (ὁ στόχος) καί τήν πραγματικότητα τῆς ἀνυπαρξίας (σά νά λέμε τό κοντάρι πού ρίχνομε ἤ πού δέ ρίχνομε καταπάνω στό στόχο). Ὅπως ἔχομε δύο πραγματικότητες, ἔτσι ἔχομε καί δυό ἐγώ. Πρῶτα τό ἐγώ τῆς ὕπαρξης (στήν ὁποία μποροῦμε νά φτάσομε),... «Ὁ χρόνος τῆς ζωῆς ἑνός ἀνθρώπου εἶναι ἡ αἰωνιότητα, ἀλλά μονάχα σάν ἀγκαλιαστεῖ ἀπό τό ἐγώ τῆς ὕπαρξης, ἀπό τόν Ἄνθρωπο. Ἄν τό ἄτομο σάν ἄτομο νομίζει πώς πέτυχε ἕνα τέτοιο ἀποτέλεσμα, αὐταπατᾶται» 15... Τό ἐγώ τῆς ὕπαρξης δέ χρειάζεται δια-βεβαιώσεις γιά νά λάβει αὐτοσυνείδηση, μήτε γνωρίζει ἀμφιβολίες: Ἁπλά ἀπό τήν ἀρχή εἶναι (est), δίχως νά χρειάζεται ἄλλο τίποτα, ὅπως ὁ καιρός στό βαρόμετρο ἤ ὅπως τό μεδούλι στό κόκκαλο• στό ἐγώ τῆς ὕπαρξης βασιλεύει ἡ σχέση τούτη: «δέν μοῦ λείπει ἠ αὐτοσυνείδηση, ἀλλά δέν εἶναι αὐτή πού μοῦ χρειάζεται γιά νά πῶ πώς εἶμαι» 14. Αὐτό εἶναι τό ἐγώ τῆς ὕπαρξης.
Ὁλότελα διαφορετικό εἶναι τό ἐγώ τῆς γνώσης. «Τό ἐγώ τῆς γνώσης καταλήγει στήν αὐτοσυνείδηση» 13(ergo sum). «Τό ἐγώ πού δυσπιστεῖ πρός τήν ἑνότητά του, ἐκεῖνο τό ἐγώ γνωρίζει» 12...
Μέ τό διχασμό ὑποκείμενο-ἀντικείμενο, ἤ μέ τή γνώση, «ἡ συνείδηση βεβαιώνει τόν ἑαυτό της πώς κάτι, ἄσχετο πρός αὐτήν...ὑφίσταται» 10. Ἀλλά αὐτό (ἀντικείμενο ἤ ὑποκείμενο) συμβαίνει ἔξω. Τό ἔξω ὑφίσταται (δέν ὑπάρχει, «γιά τόν ἄνθρωπο πού ἀπόλυτη πραγματικότητα θεωρεῖ τήν ὕπαρξη» 10). Μονάχα τό μέσα  ὑπάρχει. Τό μέσα, λοιπόν, ἤ ὁ ἀληθινός ἑαυτός μας, ἡ «ὕπαρξη»τοῦ Σαραντάρη, δέ βρίσκεται μέ τή γνώση...
Καί-ἐπαναλαμβάνουμε- ὁ νεότερος κόσμος, ἀπό τήν Ἀναγέννηση καί ἐδῶθε, ζεῖ ἀκριβῶς μέσα στήν κατάσταση αὐτή τοῦ περιορισμοῦ τῆς συνολικῆς πραγματικότητας ἀπό τήν πραγματικότητα τῆς γνώσης, πού μποροῦμε νά τήν ὀνομάσουμε κατάσταση ἀναγκαστικοῦ περιορισμοῦ ἤ κατάσταση τῆς περιορισμένης πραγματικότητας.

Ἄν μέ τή γνώση (ἐγώ τῆς γνώσης) χρειάζεται ἡ ἀμφιβολία, μέ τήν ὕπαρξη (ἐγώ τῆς ὕπαρξης) χρειάζεται ἡ πίστη. Μέχρι τώρα ἀναφέραμε τό ρῆμα δυσπιστεῖ καί τή λέξη πίστη (ὑπογραμμισμένα ἀπό τόν Σαραντάρη) στίς δύό ἀκόλουθες φράσεις: «Τό ἐγώ πού δυσπιστεῖ πρός τήν ἑνότητά του, ἐκεῖνο τό ἐγώ γνωρίζει» 12 καί: «...[ἡ ὕπαρξη] τρέφει μιά πηγαία πρωταρχική πίστη στό ἐγώ [της], κι ὄχι μιάν ἀμφιβολία» 13. Συμπληρώνομαι τώρα τόν πίνακα γιά τό ἐγώ τῆς γνώσης: «...ἀλλά τούτη ἡ γνώση (τόσο τοῦ κόσμου ὅσο καί τοῦ ἑαυτοῦ μου) γεννιέται ψυχολογικά ἀπό μιάν ἀμφιβολία, ὄχι μονάχα γύρω ἀπό τή γνώση γενικά, ἀλλά προπάντων γύρω ἀπό τό εἶναι μου. Εἶμαι ἤ δέν εἶμαι; Σ’ ἕνα τέτοιο ἐρώτημα ἡ συνείδηση ἀποκρίνεται θέτοντας τό ἐγώ τῆς γνώσης• εἶμαι, ἐφ’ ὅσο γνωρίζω κάτι, γιατί γνωρίζοντας κάτι, θά γνωρίσω τόν ἑαυτό μου.
»Τό ἐγώ τῆς ὕπαρξης εἶναι ἄλλο»14. Καθώς εἴπαμε, ἡ ὕπαρξη δέ χρειάζεται τήν αὐτοσυνείδηση (τῆς γνώσης) ἤ ἄλλες διαβεβαιώσεις, μήτε γνωρίζει ἀμφιβολίες: «Εἶμαι, γιά τοῦτο δέν ἀμφιβάλλω...ἡ ὑποστασή μου καθαυτή ὑπερέχει τήν αὐτοσυνείδηση, ἀλλά δέν εἶναι αὐτή πού μοῦ  χρειάζεται γιά νά πῶ πώς εἶμαι...ἡ ὑπόστασή μου δέ φοβᾶται ἀμφιβολία ἤ ἀφαίρεση...» 14.
Εἴπαμε λίγο πρίν, πώς «ὀφείλουμε νά ξεφύγουμε» ἀπό τό δυισμό τῆς γνώσης, «ἄν θέλουμε ἡ συνείδηση ν’ ἀποκτήσει τήν πραγματικότητα-ὕπαρξη, ἄν θέλουμε ἁπλῶς ὁ ἄνθρωπος κατά τό βίο του νά γυρέψει χωρίς δισταγμούς μοναχά τόν ἑαυτό του» 10. Νά γυρέψει (ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν, Ἡράκλειτος fr. 16) –καί νά βρεῖ- τόν ἑαυτό του (γνῶθι σαυτόν) σημαίνει νά ἀποχτήσει τελικά ὁ ἄνθρωπος τήν «πραγματικότητα-ὕπαρξη, μόνην πραγματικότητα» 9. Καί αὐτή ἡ πραγματικότητα, ἡ μόνη, εἶναι ἡ «ἄλλη κατεύθυνση» πρός τήν ὁποῖα  «στρέφεται» τό ἐγώ τῆς ὕπαρξης. Στήν «πραγματικότητα-ὕπαρξη» ἤ «ἀλήθεια τοῦ ἐγώ τῆς ὕπαρξης» ὑποκείμενο καί ἀντικείμενο εἶναι τελικά ἕνα, ἔχουν πραγματοποιήσει «ἐκείνην τήν ἑνότητα πού ὅταν τήν ἐπιτύχεις σέ δεσμεύει, καί σ’ ἐμποδίζει νά ἐπιστρέψεις στήν ἀνάλυση, στό χωρισμό, στή διαίρεση ὑποκειμένου καί ἀντικειμένου» 23, καί πρός τήν ἑνότητα αὐτή δυσπιστεῖ ἀκριβῶς «τό ἐγώ πού γνωρίζει» 12. Ἐνῶ ἀντίθετα: «Ἡ ὕπαρξη εἶναι ἡ μόνη ἀπόλυτη ἑνότητα» 31. Σέ διαφορετική γλώσσα –φτάνει νά μήν κακομεταχειριζόμαστε τά σύμβολα- θά μποροῦσαμε νά μιλήσομε παράλληλα γιά τό Δέντρο τῆς Ζωῆς καί τό Δέντρο τῆς Γνώσης.
Ὅταν ἡ συνείδηση ἀποχτήσει τήν πραγματικότητα-ὕπαρξη, τότε ὁ ἄνθρωπος παύει νά εἶναι ἄτομο καί ἀρχίζει νά γίνεται Ἄνθρωπος...καί ὁ χρόνος τοῦ «βίου» του, «τοῦ θνητοῦ ἑαυτοῦ του, τῆς μεταβαλλόμενης φύσης του» («τό ἄτομο βλέπει ἕναν ἀόριστο χρόνο, μιά ἀριθμητική σειρά στιγμῶν πού ἡ τύχη μεταβάλλει κατά βούληση» 15), ἀλλά συνορεύει μέ τήν αἰωνιότητα: «Τά σύνορα τοῦ Ἀνθρώπου εἶναι ἡ αἰωνιότητα» (ibid.)... «...ἡ αἰωνιότητα...δέν εἶναι παρά “ὁ χρόνος τῆς ζωῆς ἐκείνου τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι ὁ ἑαυτός μας”» 16.   Στήν κατάσταση αὐτή ζοῦμε τότε τήν «ἀλήθεια τοῦ ἐγώ τῆς ὕπαρξης», ὅπου ἀντικείμενο τοῦ ἐγώ τῆς ὕπαρξης εἶναι ἠ αἰωνιότητα καί ὑποκείμενο τῆς αἰωνιότητας εἶναι  τό ἐγώ τῆς ὕπαρξης. Τό ἕνα μέσα στό ἄλλο...Τέτοιο παρουσιάζεται τό ἐγώ τῆς ὕπαρξης σέ ἀντίθεση μέ τό ἐγώ τῆς γνώσης. «Τό ἐγώ τῆς ὕπαρξης δέ γνωρίζει ἁπλῶς τό ἀπόλυτο ἀντικείμενό του...ἀλλά πράττει κάτι τό ἀσύγκριτα γονιμότερο, ζεῖ τό ἀπόλυτο ἀντικείμενό του, τήν αἰωνιότητα» 16.
Ἀπό τήν κατάσταση αὐτή τῆς «ζωῆς» ( ὄχι τοῦ «βίου»μας) ἔχομε φύγει -καί ἐδῶ πάλι ὁ παραλληλισμός μέ τούς ἀπόβλητους ἀπό τόν Παράδεισο θά μποροῦσε πάλι νά βοηθήσει- ἔχομε φύγει φαινομενικά ἤ ἀπατηλά (αὐτή εἶναι ἡ ἀνυπακοή τῶν πρωτοπλάστων• ἡ ἐλευθερία μας... ἔχομε φύγει φαινομενικά, λέμε, γιατί στήν πραγματικότητα εἴμαστε πάντα ἐκεῖ, ... «δέν μᾶς χωρίζει... τίποτε τό πραγματικό, μήτε μιά ἄλλη αἰώνια ἀλήθεια ἀκατάλυπτη ἀπό τό νοῦ μας, ἀπό τήν ἀνθρώπινη οὐσία μας, μήτε ἕνα αἰώνιο ψέμα...Γιά ὅποιον πιστεύει δέν ὑφίσταται ψέμα, γιατί δέν ὑφίσταται ἄλλος ρυθμός ἀπό τόν ρυθμό τῆς ἀλήθειας. Γιά ὅποιον πιστεύει δέν ὑφίσταται ἄλλη ἀλήθεια ἀπό τή δική του, γιατί δέν ὑπάρχουν δύο ἀλήθειες» (ibid.)....
«Χρειάζεται νά μή μπορεῖ νά χωρέσει ἠ ἀμφιβολία μέσα στήν ζωή σου,» -συνεχίζει παραινετικά ἡ Συμβολή- «γιά νά μήν ἐπεκταθεῖ ἀπό ἐκεῖ στή σκέψη σου, στήν ἀφηρημένη λογική σου, στήν κοσμοθεωρία σου, καί διαστρέψει ἔτσι τούς ἄλλους ἀνθρώπους» (ibid.). Tέτοιος τοῦ παιχνιδιοῦ ὀ νόμος: «Δέ μποροῦμε νά φτάσομε στήν ὕπαρξη παρά διαρκῶς πιστεύοντες, πιστεύοντες χωρίς χάσμα, χωρίς ἀφαίρεση• καί συνεπῶς καί προπάντων χωρίς ἀμφιβολία γιά τήν πίστη μας» 21. Ἀπό τό παραμικρότερο χάσμα μπαίνει μέσα ὀ ἀντίπαλος ἤ τό κενό. Γιά τό λόγο αὐτόν καί γιά νά μή «φοβᾶται ἀμφιβολία ἤ ἀφαίρεση» πρέπει πάντα ἡ ὑπόστασή μας νά εἶναι «πληρωμένη ἀπό προσοχή» 14. «Ἡ ἀμφιβολία θά γεννηθεῖ πάντοτε, θ’ ἀνοίξει δίοδο μέσα στούς συλλογισμούς σου, ἄν δέν προσηλωθεῖς καί σχεδόν ἀκινητήσεις σέ μιά πραγματικότητα πού τό ἐλαχιστό της μόριο φέρνει ὁλάκερη τήν αἰωνιότητα, τή δική σου, ἐκείνη τήν ἀπόλυτη κατάφασή σου πού τίποτε μέσα στό σύμπαν δέν ἀφήνει κενό, δέν ἐγκαταλείπει ἀβέβαιο. Ἄν κάτι ἀπό τό σύμπαν διαφύγει τήν προσοχή σου θά παραμείνει μετέωρο στήν ἀνυπαρξία, καί θά ἔρθει καιρός πού ἡ τέτοια ἀνυπαρξία θά σοῦ ἐπιτεθεῖ, καί ἄν σέ βρεῖ ἀπροετοίμαστο θά σέ καταστρέψει» 17. Ἔχομε μπροστά μας μέ μιά μονοκοντυλιά τό ὁλάκερο τό δράμα τοῦ σύγχρονου κόσμου...
«Ἡ ἀμφιβολία εἶναι τό ἄνθος τῆς τύχης... κι ἔτσι ὅλα μποροῦν νά γίνονται ἀμφίβολα• ἀκόμα καί ἠ γνώση εἶναι μιά ἀμφιβολία πού τήν τέτοια ὑπόστασή της δέ θά συνειδητοποιήσει ποτέ» (ibid.). «Τό μόνο χρέος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά μήν ὑποχωρεῖ ποτέ, διαρκῶς νά στερεώνει τό δεσμό του μέ τήν πραγματικότητα• νά μήν ἀφήνει στήν τύχη τίποτε» 18. Καί ἐδῶ ἀκούγεται πρώτη φορά, ὁ μεγάλος σαρανταρικός λόγος: «ἔξω ἀπό τήν πίστη ὅλα εἶναι τύχη» 17 –πού βρίσκει τό πνευματικό του παραπλήσιο στά ἑλληνικά τοῦ Παύλου ( ἀποκαλύπτοντας ταυτόχρονα καί ὅλο τό βαθύτερο νόημα τοῦ ἐπιστολικοῦ χωρίου): πᾶν δέ ὁ οὐκ ἐκ πίστεως, ἁμαρτία ἐστίν (Πρός Ρωμ. ΙΔ΄, 23).
... «Ἄλλωστε ἡ πορεία πρός τήν ὕπαρξη εἶναι πορεία πρός τήν ἀλήθεια» 20. Ὅμως, γιά νά γυρίσουμε στά λόγια μας, ἡ πορεία αὐτή χρειάζεται τήν πίστη –«οὐσία τῆς πορείας, γόνιμη ὁρατή ροή, ἡ πίστη» (ibid.). Ἡ πίστη «ὑπονοεῖται», δηλαδή (προ- καί ἐν-) ὑπάρχει στήν ἀνθρώπινη κατάσταση δυνητικά καί χρειάζεται νά πραγματοποιηθεῖ ἐνεργητικά. Ἡ πίστη ὀφείλει νά γίνει συνείδηση καί ὕστερα βίωση» (ibid.) ἤ πράξη...ὅποιος τή ζήσει ἤ τήν πραγματοποιήσει τήν πίστη του «ὑπερβαίνει τό ἄτομο» καί ἀδελφώνεται μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, στή γλώσσα τῆς Συμβολῆς: «ὑπάρχει ἄνθρωπος μέ τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν καιρῶν»• « Ἡ πίστη πού στόν ἄνθρωπο, στόν κάθε ἄνθρωπο, ὑπονοεῖται, δέ δεσμεύει τόν ἴδιο [τό ἄτομο], ἀλλά τήν ἀνθρώπινη κατάστασή του• ἄν ὁ ἄνθρωπος δέ νιώσει δικό του τό χρέος τῆς κατάστασής του, τότε χάνει τόν ἴδιο τό λόγο του, χάνεται ὁ ἴδιος, δέν ὑπάρχει• γιατί ἡ πίστη τοῦ κάθε ἀνθρώπου μαρτυρεῖ μιάν ἀνάγκη, πού, ναί μέν πότε ὑπερβαίνει καί πότε δέν ὑπερβαίνει τό ἄτομο..., πάντως προδιαγράφει τόν ἴδιο δρόμο πρός τήν ὕπαρξη ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἐκείνων πού θά τόν ἀκολουθήσουν [τόν δρόμο ἤ τήν ὁδό (tao)] κι ἐκείνων πού θ’ ἀφαιρεθοῦν πίσω ἀπ’ τήν ἀπάτη»19-20. «...ὅπου ὁ ἄνθρωπος παύει τό συλλογισμό του ἐμφιλοχωρεῖ μέσα στό αἴσθημά του μιά ἐμπιστοσύνη τοῦ ἴδιου πρός τό σύμπαν καί πρός τόν ἑαυτό του, ἐμπιστοσύνη πού, εἴτε σιωπηλά, εἴτε συνειδητά, τόν πείθει νά θελήσει τή ζωή σάν ἕνα ἀπόλυτο» 18 ( ἤ «μέγα καλό καί πρῶτο», στή διατύπωση τοῦ Σολωμοῦ). «Ἀλλά στήν ἀθώα ἔμφυτη πίστη πού τήν ἀνθρωπότητα τρέφει, δέν μποροῦμε νά σταματήσουμε• γιατί ἄν κανείς δέν προχωρήσει πέρα μά τοὐναντίο πιστέψει μονάχα στή ζωή, τελικά δέν θά πιστέψει σέ τίποτε» (ibid.).
...Ἔχομε, λοιπόν, δυό λογιῶν πίστη, τή φυσική πίστη πού ἀγκαλιάζει συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα μονάχα τή ζωή, καί τήν πνευματική πίστη (τοῦ ἐγώ τῆς ὕπαρξης) ἤ τήν πίστη-πράξη «πού ἀγκαλιάζει τή δυνατότητα τῆς συνολικῆς πραγματικότητας»18. Δέν ἀγκαλιάζει δηλαδή μοναχά τήν περιορισμένη πραγματικότητα (τοῦ ἐγώ τῆς γνώσης). Καί ἐπεξηγεῖ ὁ Σαραντάρης πώς «...χωρίς τήν πίστη θεωρία καί πράξη ἀφορᾶνε μιά ἴδια πραγματικότητα, τήν ἀφηρημένη πραγματικότητα τῆς γνώσης• τοὐναντίον ἡ πίστη-πράξη γεννάει τή συνολική πραγματικότητα, τήν ὕπαρξη» 20. «Ποιά εἶναι ἡ πράξη τοῦ ἐγώ πού ἀγκαλιάζει τή δυνατότητα τῆς συνολικῆς πραγματικότητας; [...] Τούτην τήν πράξη ὀνομάζω πίστη»18-19... «Ἡ πίστη», λοιπόν, «μονάχα σάν πράξη ἀνταποκρίνεται στόν ὅλον ἄνθρωπο» 18, μοναχά σάν πίστη-πράξη τόν πηγαίνει «ἀπό τό εἶναι στήν ὕπαρξη» 21, καί τέλος: «Ἡ πίστη ὀδηγεῖ ἄμεσα στήν πραγματικότητα» 22. (Τό ἄμεσα λέγεται ἀδῶ μέ τρόπο ἀπόλυτο, ζωντανά, σέ ἀντίθεση μέ κάθε μεσολάβηση ἤ ἀφαίρεση, μέ τή σημασία πού ὁ W. B. Yeats ἀρματώνει τήν ἀκόλουθη φράση του: «Neither Christ nor Buddha nor Socrates wrote a book, for to do that is to exchange life for a logical process» -Autobiographies, «Estrangement», London 1955)... Ἡ πίστη χρειάζεται νά εἶναι «ἰσάξια τῆς συνολικῆς πραγματικότητας...ἰσάξια δηλαδή ἑνός συνολικοῦ ἀνθρώπου, ἑνός ἀνθρώπου μέ αὐτάρκεια» 21, ...  «Ἕνας συνολικός ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος πού δέ φοβᾶται τήν ἐμβρίθεια τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου πρῶτα καί ὕστερα ἀπ’ αὐτόν• γνωρίζει τό χῶρο καί τό χρόνο, ἀλλά ἀγαπάει καί πιστεύει μονάχα σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, πού σημαίνει τό ἴδιο σά νά ἀγαπάει καί νά πιστεύει μονάχα στόν ἑαυτό του» (ibid.). Ἀπό ἐδῶ μποροῦμε νά καταλάβομε, γιά τήν πνευματική παράδοσή μας, πώς τό τυπικά διμέτωπο ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν κρύβει οὐσιαστικά μιά ταυτότητα, καί πώς ἀκόμα καί τό ἀντιφατικό ἤ ἀκατανόητο (γιά τό ἄτομο) ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν χαράζει ἕνα ὅριο ἀπό τό ὁποῖο δέν μποροῦμε στήν πραγματικότητα νά ξεφύγουμε... «Ἡ ἀγάπη πρός τό διπλανό, πού μᾶς ἔμαθε ὁ Χριστός, βρίσκεται κιόλας πιό σιμά στήν ἀλήθεια ἀπ’ ὅποια δυνατή γνώση, γιατί σπάει τά δεσμά τοῦ ἀνθρώπου -ἀτόμου, φανερώνει μιά βίωση πού δέν εἶναι πιά ἐκείνη τοῦ ἀτόμου, πού μονάχα συγκεχυμένα ἐρωτεύεται καί συγκεχυμένα πεθαίνει. Ἅλλο ζήτημα τώρα ἄν ἡ ἀγάπη πρός τό διπλανό μας, ὄταν τή σχετίσουμε, τή συγκρίνουμε μέ τή γνώση, εἶναι κιόλας πίστη (ἔστω μή ἀκέραια) στόν ἄνθρωπο».

Θά μποροῦσε νά κλείσει ἐδῶ ἠ συγκεκριμένη παρουσίαση τῆς Συμβολῆς διότι μᾶς ἔχει ἤδη θέσει ἐνώπιον τοῦ σημαντικότερου προβλήματος τῆς ἐποχῆς μας: τόν ἐκτωπισμό τῆς συνολικῆς πραγματικότητας ἀπό τήν περιορισμένη πραγματικότητα τῆς γνώσης καί πιό συγκεκριμένα τήν ἀφαίρεση τοῦ ἐγώ ἀπό τό ὀντολογικό πεδίο τῆς ὕπαρξης. Πρόκειται γιά μιά βάρβαρη ἐκγύμνωση ἀπό τήν ἐσωτερική μας οὐσία πού ὁδηγεῖ σέ «χυδαῖο θάνατο» ἄνθρωπο καί κτίση. ‘Υπενθυμίζω τήν προτροπή τοῦ Σαραντάρη: «Ἔργο τῆς γενεᾶς μας εἶναι νά ἐξηγήσει ποιός εἶναι αὐτός ὀ θάνατος». Καί στό σημεῖο αὐτό ὀφείλω νά ἀναφέρω τά σχετικά πονήματα τοῦ Φίλιππου Σέρραρντ «Ὁ βιασμός τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς κτίσεως / Διερεύνηση τῶν ἀρχῶν καί τῶν συνεπειῶν τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης» καί «Θάνατος καί Ἀνάσταση τῆς ἱερῆς κοσμολογίας», πού ἀναφέρονται στήν ἀποιεροποίηση καί χρησιμοθηρική ἐκμετάλευση τῆς φύσης καί στήν ἀπανθρωποποίηση τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς κοινωνίας του, ἐξαιτίας τοῦ ἐπιστημονικοῦ κοσμοειδώλου πού ἐκτώπισε τίς βιωματικές ἀρχές τῆς ἱερῆς ἀνθρωπολογίας καί κοσμολογίας, ἤ πιό ποιητικά δοσμένο: τόν ἀνοιχτό τρόπο σεβασμοῦ πρός τό μυστήριο.

Ὡστόσο παρά τήν κρισιμότητα τοῦ θέματος καί τήν ἀνάγκη νά σταθοῦμε σέ αὐτό μέχρι νά συνειδητοποιήσουμε τήν ἀπάτη καί τήν καθημερινή  ἀποσύνθεση τῆς ὕπαρξης πού ἀπώλεσε τήν ἀλήθεια της διά τῆς γνώσεως, πρέπει νά προχωρήσω στό τρίτο καί τελευταῖο μέρος τῆς Συμβολῆς τό ὁποῖο ἀπότελεῖ τό πρακτικό καί ἐμπειρικό μέρος τῆς μελέτης του Σαραντάρη.
Ἐδῶ, λοιπόν , «θά βροῦμε τήν «ἡδονή», ὄχι ὄμως ἐκείνη τήν ἡδονή πού συνήθως «εἶναι πάντοτε ἀνάμεικτη  μέ ἄλλα στοιχεῖα, μέ ἀδυναμίες τοῦ ἀτόμου πού ἀφοροῦν μιάν ἀνυπαρξία ἄσχετη ὁλότελα πρός τήν ὕπαρξη» 29... «Ὅμως ὀφείλει ὁ φιλόσοφος νά διαβάσει τήν πηγαία ἡδονή στήν ὅποια ἀνθρώπινη ἐκδήλωση βρίσκεται κρυμμένη. Ὅ,τι δέν ἔγινε ὕπαρξη κι ὅμως εἶναι πραγματικότητα, καί προφτάνει ἀκόμα νά μετουσιωθεῖ σέ ὕπαρξη ἄν ἕνα ἐγώ τό θελήσει ἀπό τήν ἀρχή ἴσαμε τό τέλος μιᾶς προσπάθειας δημιουργίας, ἐκεῖνο εἶναι ἡδονή•...» 29 ...Ἡ ζωή τοῦ  συνολικοῦ ἀνθρώπου εἶναι «εἴτε ἡδονή , εἴτε θυσία τῆς ἡδονῆς» 30. Τί ἐννοοῦμε; Ἐννοοῦμε πώς ἡ «ἀληθινή ἡδονή»...πρέπει νά ξεπεραστεῖ, πρέπει ἀπό πραγματικότητα (πού τώρα εἶναι) νά γίνει πραγματικότητα-ὕπαρξη (πού ἀκόμα δέν εἶναι), μέ ἄλλα λόγια, εἶναι «χρέος νά γίνει θυσία τέτοιας γεμάτης ἡδονῆς, γιά νά ὑπάρξει ὁ συνολικός ἄνθρωπος, καί νά ὑπάρξει ἡ συνολική πραγματικότητα ὅλων τῶν ἀνθρώπων» 30. Ἡ τέτοια γεμάτη ἤ ἀληθινή ἡδονή ἔχει προορισμό νά ὁδηγήσει-μέ τή θυσία της- στή συνολική ἀλήθεια ἀπό μόνη  «τήν μερική ἔστω ἀλήθεια τῆς ἡδονῆς» 29.
... ἡ ἡδονή ,λοιπόν, εἴδαμε πώς ἀποτελεῖ «ἀπαραίτητη προϋπόθεση τῆς ὕπαρξης». Ναί. Ἀλλά γιά νά προχωρήσομε στήν ὕπαρξη (ἀπό τό εἶναι).
 ... «Ἡ θυσία τοῦ ἀνθρώπου θα κατευθύνεται λοιπόν πρός μιά τέτοια ἡδονή...γιά νά ἔχει ἀκριβῶς τή δύναμη νά τήν ἀπαρνηθεῖ ὅταν θά μποροῦσε ἀκόμα νά ἐξακολουθήσει τή νωθρή ἐπανάληψη τῆς ἐμπειρίας του•...» 30. Ἄν ἐπιμείνουμε «ἴσαμε τό τέλος στήν ἡδονή» τότε «ἡ ἡδονή, ἡ ἁγνή ἡδονή ἀποκαλύπτεται μέθη τοῦ πεπερασμένου» καί ὁ ἄνθρωπος «γιά νά μήν ἐξοικειωθεῖ ἀπόλυτα μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, προτιμάει τήν πιό τρελή διέξοδο, τό θάνατο» 30. Αὐτό κάνουν μέ τή συνειδητή ἐγκατάλειψή τους στή «νωθρή ἐπανάληψη τῆς ἐμπειρίας» τους οἱ αὐτοαποκαλούμενοι εὐφημιστικά –γιά τό Σαραντάρη- «ἀνδρεῖοι τῆς ἡδονῆς» (Καβάφης). «Ὁ συνολικός ἄνθρωπος πού ἐπιμένει ἴσαμε τό τέλος στήν ἡδονή, ἀντιφάσκει ἀναγκαῖα μέ τόν ἑαυτό του, μέ τή δική του αὐτάρκεια» 30... «...ἡ πράξη ἀντίθετη τῆς ἡδονῆς, εἶναι ἐκεῖνο πού οἱ περισσότεροι ὀνομάζουνε ‘‘πνευματική ζωή’’• εἶναι ἡ πορεία πρός τήν ὕπαρξη» 30. Κακῶς, λοιπόν, ἐμεῖς σήμερα ὀνομάζουμε πνεῦμα τή διανόηση ἤ τά γράμματα (lettres). Ὅλες οἱ πρόσφατες θεωρίες μᾶς καλοναρχᾶν πώς ἀπό τήν ἡδονή καί τό θάνατο δέν ὑπάρχει διέξοδο καί πώς ὁ ἄνθρωπος ἀπαράβατα ἕνα μονάχα μπορεῖ νά κάνει: «νά ἐξακολουθήσει τή νωθρή ἐπανάληψη τῆς ἐμπειρίας του». Ἡ ζωή τοῦ πνεύματος δέ βρίσκεται στή «σκέψη» (φιλοσοφία) καί στή «φαντασία» (τέχνη) τῆς ἐποχῆς πού, ἀπό τήν ἄποψη αὐτή, μποροῦν νά χαραχτηριστοῦν πέρα γιά πέρα ἀντιπνευματικές, ἤγουν ἡδονιστικές καί πεισιθάνατες. Καί τό πνεῦμα καθώς ξέρομε, δέν εἶναι μήτε ἡδονή, μήτε θάνατος. Ἀλλά ζωή ἀτελεύτητος.
...Ἀγνοώντας, ὄμως, «τί λέγεται ἀθανασία, αἰωνιότητα» ὁ ἔρωτας «εἶναι ἡ ὕψιστη αὐταπάτη• ἡ ἀπόλυτη ἀφοσίωση πρός τή θνητή μας ὀντότητα...» 25 ... «Ὁ ἔρωτας εἶναι ὁ θνητός ἐαυτός μας, ὄλος ὁ θνητός ἑαυτός μας, ἀλλά σά θέση» 27• ὄχι σάν ἄρνηση νά ὑπάρξομε...Θέση εἶναι ὀ θνητός ἑαυτός μας, ὄταν ἀρνούμενος τήν αἰωνιότητα ἀρνεῖται, κατά μείζονα λόγο τό θάνατο. Ἀπό τή σκοπιά τῆς ὕπαρξης τό νά μήν πιστεύει στήν αἰωνιότητα, εἶναι τό σφάλμα τοῦ ἐρωτευμένου• τό νά μήν πιστεύει ὀ ἐρωτευμένος στό θάνατο, τοῦτο δέν ἀποτελεῖ σφάλμα. Γιατί ὁ θάνατος εἶναι πραγματικότητα τοῦ εἶναι, ὄχι τῆς ὕπαρξης» (ibid.).
... «Ἀλλά ὀφείλουμε νά μιλήσουμε γιά τό θάνατο ἀπό τή σκοπιά τῆς ὕπαρξης» 28. Ἔχομε θανάτους δύο εἰδῶν: τό «χυδαῖο» καί τό  «συνολικό» θάνατο. «Ὁ συνολικός θάνατος (πού συμπίπτει μέ τό φυσιολογικό) εἶναι ἐκείνη ἡ ἀφαίρεση ἀπ’ ὅπου δέ μποροῦμε νά ἐπιστρέψουμε στόν ἑαυτό μας» (ibid.). Μπροστά σέ μιά τέτοια πιθανότητα δέν μποροῦμε νά ἀδιαφορήσουμε: «Τό ἐγώ δέν μπορεῖ νά ἀδιαφορήσει μπροστά στό συνολικό θάνατο» (ibid.)• καί γιά τοῦτο χρειάζεται νά ἔχομε προηγουμένως ἀδιάκοπη ἄσκηση καί ἐξάσκηση, αὐτό πού στά ἀρχαῖα ἑλληνικά λεγόταν μελέτη, καί στόν Πλάτωνα μελέτη θανάτου, ...( Φαίδων 81). «Ἄλλωστε ὁ συνολικός θάνατος ὁδηγεῖ τό ἐγώ στή φωτισμένη κατάσταση τοῦ ἄλλου θανάτου πού άναφέραμε, τοῦ χυδαίου θανάτου, ἐκείνου πού σκοτώνει τίς δυνατότητές μας, ὄταν αὐτές διψᾶνε ζωή καί δικαιοῦνται ζωή, ἀγνάντια σ’ ἔναν ἑαυτό μας πού ροπή του ἔχει τό πλήρωμα τῆς ὕπαρξης» (ibid.). Γιά τό λόγο αὐτό, πάλι στόν Πλάτωνα –πού δέν ἔκανε φιλοσοφία ἤ δέ φιλοσοφοῦσε μέ τή σημερινή ἔννοια, ἀλλά ἀναζητοῦσε καί ἐκεῖνος ἕνα τρόπο ζωῆς (πνευματικῆς), ὅπως ὁ Σαραντάρης- μαθαίνομε πώς οἱ ὀρθῶς φιλοσοφοῦντες (καί ὄχι οἱ ὑπόλοιποι) ἀποθνήσκειν μελετῶσι (Φαίδων 67e). Σκόπιμο μοιάζει νά ἀναφέρομε σχετικά τή χριστιανική μνήμη θανάτου καί τό πνευματικό πρότυπο τοῦ Χριστιανοῦ ἀσκητῆ πού ἐτεθνήκει τῷ κόσμῳ.

Ἀλλά τό πράγμα δέν τελειώνει ἐδῶ. Στήν ἐποχή μας διάφορες «θεωρίες», πού τίς χαρακτηρίσαμε ἀντιπνευματικές καί πέρα γιά πέρα ἡδονιστικές καί πεισιθάνατες, πᾶν νά ἀντικαταστήσουν τίς παραδόσεις ἐκεῖνες πού καλύπτουν, μέ τό πνευματικό περιεχόμενό τους, ὄχι μονάχα τό μυαλό ἤ τίς αἰσθήσεις μας, τή «fisica», ἀλλά καί τό πνεῦμα ἤ τή  «metafisica» τοῦ Σολωμοῦ («Στοχασμοί τοῦ ποιητή»), δηλαδή ὁλόκληρο τό πεδίο ἤ «τή συνολική πραγματικότητα ἑνός ἀνθρώπου»•...Καί, χωρίς νά ὑπερβάλλομε, μποροῦμε νά παρατηρήσομε σήμερα πώς οἱ «θεωρίες» αὐτές, ἄν ὄχι τίποτα ἄλλο, ἔχουν γιά τόν περισσότερο κόσμο γράψει μιά προσημείωση, νά τό ποῦμε ἔτσι, ἀπάνω στήν πνευματική κληρονομιά τῶν πατέρων μας. «Ὑφίσταται ἕνας θάνατος» -λέει ὁ Σαραντάρης- «πού εἰσέρχεται στή θεωρία μας τοῦ κόσμου, καί μέ τήν παρουσία του μπορεῖ νά γεμίσει τή συνολική πραγματικότητα ἑνός ἀνθρώπου• αὐτός ὁ θάνατος διευθύνει στό θάνατο ὄχι ἕναν μόνον ἄνθρωπο, ἀλλά μιά κοινότητα ἀνθρώπων• καί γιά τοῦτο εἶναι ὁ πιό ἐπικίνδυνος» 29. Δίχως νά τό καταλαβαίνουν, ἀπό τή φύση τους ἤ ἀπό τήν ἐφήμερη καταβολή τους, οἱ «θεωρίες» αὐτές «εἶναι θεωρίες πού θυσιάζουν τόν ἄνθρωπο στό θάνατο, καί δέν τό γνωρίζουν• εἶναι διαστροφές πού γεννήθηκαν άπό ἕναν ἀχαλίνωτο ἡδονισμό•...ἡ ἡδονή τοῦ θανάτου, τοῦ θανάτου ὅλου τοῦ κόσμου τίς διατρέχει. Γι’ αὐτό ἡ πίστη μας στήν ὕπαρξη ὀφείλει νά γίνει κοσμοθεωρία -κοσμοθεωρία ἐδῶ ὄχι μέ τή δυτική σημασία τοῦ Weltanschauung, ἀλλά μέ τήν εὐαγγελική τοῦ πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη (Κατά Ματθ.ΚΗ΄,19)-• γιατί δέν ἀρκεῖ ν’ ἀναγκάσεις τούς ἀνθρώπους προορισμένους στό θάνατο, ἀλλά καί τίς θεωρίες τους, τίς τόσο φλύαρες, πρέπει νά ἐξουδετερώσεις καί ὕστερα ν’ ἀντικαταστήσεις» (ibid.).».

Κλείνοντας τήν παρουσίαση τῆς Συμβολῆς τοῦ Σαραντάρη ἀπό τόν Ζήσιμο Λορεντζάτο ὁ ὁποῖος στό «Χαμένο κέντρο» ὑπογραμμίζει τήν τραγική ἀποκοπή ἀπό τήν οὐράνια ρίζα μας, καί προσπαθεῖ νά μᾶς παρακινήσει νά ἀφουγκραστοῦμε τήν ἱερή παράδοσή μας ὥστε «νά βροῦμε πρῶτα τρόπους ζωῆς καί ὕστερα τρόπους τέχνης», βρίσκουμε τώρα στήν πλώρη μας (στόν ἐν τῇ καρδίᾳ νοῦ) τό εἶναι μιᾶς πυξίδας (συμβολῆς) πού σταθερά δείχνει ὕπαρξη, καί αὐτή ἡ πυξίδα δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τήν πνοή τοῦ Θεοῦ πού φωτίζει καί κεχαριτωμένα καλεῖ τό κατ’εἰκόνα στό καθ’ ὁμοίωση ἀποστέλνοντας «ἐκείνους πού μαθαίνουν τά νιάτα τοῦ οὐρανοῦ» κοντά μας.

-------------------------------------------------

ΣΧΕΔΙΑΣΤΙΚΟ ΒΟΗΘΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ


ΥΓ. Οἱ ἀριθμοί, πού παραθέτει ὁ Λορεντζάτος, δείχνουν τόν ἀριθμό τῆς σελίδας ἀπ’ ὅπου προέρχονται οἱ λόγοι στό δοκίμιο τοῦ Σαραντάρη: Συμβολή σέ μιά φιλοσοφία τῆς ὕπαρξης.

Ἀθηνιώτη-Παπαδάκη Κατερίνα
Μονοκαρυά Δεκαπενταύγουστο 2019


--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------


Η ΥΠΑΚΟΗ ΩΣ ΟΔΟΣ ΘΕΟΓΝΩΣΙΑΣ. ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΝΑΦΕΙΑ ΥΠΑΚΟΗΣ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ Η ΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΥΠΑΚΟΗΣ
(Ἀποσπάσματα ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἱερομονάχου ΠΕΤΡΟΥ: ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΣΩΦΡΟΝΙΟ). 

Γινόμαστε καθημερινά μάρτυρες σκληρῶν παιδιῶν, παιδιῶν μέ καρδιά κλειστή στό "ἴδιον θέλημα" καί γιά αὐτό ἀνυπάκουων, διότι  παράλληλα  κι ἐμεῖς δέν συνειδητοποιοῦμε τήν ὑπακοή ὡς τόν θεῖο μίτο  καί παραμένουμε ὀντολογικά κεκλεισμένοι, δηλαδή ἀνυπάκουοι στόν Θεό Πατέρα. Ὑπακούω σημαίνει ἀγαπῶ, δηλαδή κάνω τόπο στήν καρδιά μου γιά τήν καρδιά τοῦ ἄλλου, ἀναλαμβάνω νά σηκώσω σταυρό, προκειμένου νά γίνω "διδακτός Θεοῦ". Ἡ ὑπακοή λοιπόν εἶναι γεγονός ὀντολογικῆς φύσεως καί λειτουργεῖ μέ μυστικό τρόπο τόν "πλατυσμό τῆς καρδίας" καθιστώντας τόν ἄνθρωπο φορέα ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας.
Γιά τήν κατανόηση τῆς σπουδαιότητας ἀλλά καί τῆς ὀντολογικῆς ἀναγκαιότητας πού χαρακτηρίζει τήν ἀγωγή τῆς ὑπακοῆς παρουσιάζονται ἀποσπάσματα ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἱερομονάχου ΠΕΤΡΟΥ: ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΣΩΦΡΟΝΙΟ. Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΩΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ . ΚΕΦ. 7 Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΩΣ ΓΝΩΣΗ ΤΩΝ ΟΔΩΝ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ α.Τό χάρισμα τῆς θεολογίας ὡς καρπός τοῦ μυστηρίου τῆς ὑπακοῆς / Ἱερά Μονή Τιμἰου Προδρόμου Ἔσσεξ Ἀγγλίας 2019.



«...Ἡ ὁδός  τῆς ὑπακοῆς πηγάζει ἀπό τό μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος καί φανερώθηκε στόν κόσμο μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ  «ἠγαπημένου Υἱοῦ» ...Ὅλη ἡ ἐπίγεια παρουσία τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρξε ἕνα ὑπόδειγμα ὑπακοῆς... «...καταβέβηκα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ οὐχ ἵνα ποιῶ τό θέλημα τό ἐμόν, ἀλλά τό θέλημα τοῦ πέψαντός με». Ὁ Χριστός ἐργάστηκε τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων μέ τήν ὑπακοή του στόν Πατέρα, «... γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ».


...Ὁ σκοπός τῆς ὑπακοῆς περικλείεται στήν ἀναζήτηση «τῶν ὁδῶν τοῦ Θείου Θελήματος», ὥστε νά γίνει τελικά ὁ Θεός «τά πάντα ἐν πᾶσι».

«Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτούς ἐν τῷ ὀνόματί σου ὧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἕν καθώς ἡμεῖς...ἵνα πάντες ἕν ὦσι, καθώς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν σοί, ἵνα καί αὐτοί ἐν ἡμῖν ἕν ὦσιν...καθώς ἡμεῖς ἕν ἐσμέν, ἐγώ ἐν αὐτοῖς καί σύ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἕν».
Στήν προοπτική αὐτή, ἡ ὑπακοή εἶναι ἕνα μυστήριο πού κατέχει μέγιστη σπουδαιότητα, ὄχι μόνο γιά τή ζωή κάθε χριστιανοῦ καί μοναχοῦ, ἀλλά καί γιά τή ζωή ὅλου τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.
...Για τόν Γέροντα Σωφρόνιο ἡ ὑπακοή εἶναι «ἱερόν ἀπόρρητον»τό ὁποῖο ἀποκαλύπτεται μόνο διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀποτελεῖ πικρή διαπίστωση τό γεγονός ὅτι ἀπό τά πολλά μέλη τῆς Ἐκκλησίας λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι πού γνωρίζουν τά κρυμμένα πλούτη τῶν θεσμῶν της. Κατά κανόνα τό κυριότερο πρόσκομμα εἶναι ὁ πειρασμός τῆς «ἰδίας κρίσεως» καί τῆς αὐτάρκειας, πού πηγάζουν ἀπό τό πάθος τοῦ ἐγωισμοῦ.
 Ἔπειτα ἀπό τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ στήν πλάνη τῆς αὐτονομίας, ὁ ἄνθρωπος ζεῖ πλέον μέ τόν νοῦ του κατακερματισμένο καί τήν καρδιά του ὑποδουλωμένη σέ πλῆθος φθαρτῶν θελημάτων. Τά νοήματά του ὑπέστησαν μεγάλη φθορά, καί ὁ ἴδιος ἔγινε ὄχι ἁπλῶς «δίψυχος», ἀλλά «πολύψυχος» καί ὄντως «ἀκατάστατος ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ». Ὁ σκοπός τῆς ὑπακοῆς εἶναι νά ἀντιστρέψει τίς συνέπειες τῆς πτώσης καί νά χαρίσει στόν ἄνθρωπο «τήν εἰς Χριστόν ἁπλότητα», κάνοντάς τον «μονόψυχο», σταθερό καί ἀσάλευτα στερεωμένο στήν πέτρα τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ ὑπακοή εἶναι τό πιό δυνατό καί τό πλέον ἀποτελεσματικό ὅπλο πού χάρισε ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο γιά νά ἐξαγνίσει τόν νοῦ καί τήν καρδιά του ἀπό κάθε κίνηση ἐγωισμοῦ καί νά μάθει σταδιακά νά «αἰχμαλωτίζει πᾶν νόημα εἰς τήν ὑπακοήν τοῦ Χριστοῦ». Ὁ γενικότερος κανόνας ὡς πρός τή στάση κάθε πιστοῦ, ἀρχάριου καί μή, εἶναι τό  «μή ἐμπιστεύου εἰς ἑαυτόν».
...Ὁ Θεός δέν ἔπλασε ἀφεντικά καί δούλους, ἀλλά πατέρες καί υἱούς, καί οἱ υἱοί μέ τή σειρά τους, ὅταν μαθαίνουν νά ἀνοίγουν τήν καρδιά τους στόν λόγο τοῦ Γέροντός τους, γίνονται κληρονόμοι τῆς πνευματικῆς παρακαταθήκης τῶν πνευματικῶν προγόνων τους. Ἡ ὑπακοή κατ’ ἀκρίβεια εἶναι πολύ μεγάλο προνόμιο, γιατί εἶναι ὁ πιό σύντομος δρόμος γιά νά βρεῖ ὁ ἄνθρωπος «πλοῦτον χάριτος» καί «περισσόν ζωῆς». Ὁ Γέροντας σφραγίζει τήν ἀλήθεια αὐτή μέ λόγους πού πιθανόν νά φαίνονται «σκληροί», ἀλλά ὄχι γιά ἐκείνους πού ἔχουν γευθεῖ τούς καρπούς τοῦ μυστήριου τῆς ὑπακοῆς:
«Ἐν τῷ ὠκεανῷ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἡ γνήσια καί ἀμίαντος παράδοσις τοῦ Πνεύματος ρέει ὡς λεπτόν ρεῦμα καί ὅστις θέλει νά ἐμποτισθῇ ἐκ τούτου τοῦ λεπτοῦ ρεύματος ὀφείλει νά ἀποκοπῇ ἐκ τῆς ‘ἰδίας αὐτοῦ κρίσεως’...Οἱ ἔχοντες ἴδιον θέλημα καί ἴδιον νοῦν, ὅσον καί ἄν εἶναι πολυμαθεῖς καί εὐφυεῖς, καί ἐάν εἰσέτι φονεύσουν ἑαυτούς διά τῶν πλέον αὐστηρῶν ἀσκήσεων ἤ ἐργασιῶν πολυμαθείας θεολογικῆς, δέν θά ἐπιτύχουν νά περισυλλέξουν εἰ μή ψυχία πίπτοντα ἐκ τοῦ Θρόνου τοῦ Ἐλέους».
...Ἡ ἄσκηση τῆς ὑπακοῆς δέν ἀποσκοπεῖ στό νά «συντρίψει» τή φυσική θέληση κάθε χριστιανοῦ. Ὁ ἀληθινός σκοπός της εἶναι νά βοηθήσει τόν ἄνθρωπο νά ἀποβάλει τό ‘ἴδιον θέλημα’, τό ἐγωιστικό καί φίλαυτο φρόνημα, ὥστε νά οἰκειοποιηθεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κάθε θυσία στόν ἀγώνα τῆς τηρήσεως τοῦ Θείου θελήματος ἐξομοιώνει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Χριστό...
Πολλοί περιγράφουν τήν ὑπακοή ὡς τήν πλέον θεάρεστη θυσία, γιατί ὁ ἄνθρωπος θυσιάζει τό θέλημά του, πού εἶναι ὅ,τι πολύτιμο ἔχει στή ζωή του. Κατ’ οὐσίαν ὅμως ἡ ὑπακοή εἶναι μεγάλο δῶρο, ἀφοῦ τό μόνο πού θυσιάζει ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό ἐμπαθές καί ἐγωκεντρικό θέλημά του μαζί μέ τόν ἀσθενῆ καί πεπερασμένο νοῦ του. Μέ τήν πράξη αὐτή ἀνέρχεται στόν χῶρο τοῦ Θείου θελήματος καί ἔτσι γίνεται κοινωνός τῆς θείας ζωῆς. Ἡ πείρα τῆς ὑπακοῆς γίνεται τελικά πείρα «τῆς αὐθεντικῆς ἐν τῷ Θεῷ ἐλευθερίας». Ἐφόσον ὅμως ἡ ἀληθινή ἐλευθερία ὑπάρχει ἐκεῖ, «οὗ τό Πνεῦμα Κυρίου», ἕπεται  ὅτι καί ὁ σκοπός τῆς ὑπακοῆς, ὅπως καί τῆς χριστιανικῆς ζωῆς γενικότερα, εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐπομένως, δέν πρόκειται γιά θυσία ἀλλά γιά μεγάλη εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο.
Ὅλο τό πλήρωμα τῆς Θεογνωσίας εἶναι ἀποθησαυρισμένο στή χρυσή ἀλυσίδα τῆς πνευματικῆς παραδόσεως, πού συνεχίζεται ἀδιάκοπα στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ ἔως σήμερα. Ὁ μόνος τρόπος γιά νά δεχθεῖ κάποιος τόν πλοῦτο τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι νά γίνει καί ὁ ἴδιος ἕνας ζωντανός κρίκος αὐτῆς τῆς ἀλυσίδας τῆς Ἱερῆς Παραδόσεως. Γι’ αὐτόν τόν σκοπό ὅμως, πρέπει νά προσέλθει στό μυστήριο τῆς ὑπακοῆς μέ συναίσθηση τῆς πνευματικῆς του πτωχείας καί τῆς ἀνάγκης του γιά θεραπεία, ἀφοῦ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ «ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται». Ἀντιθέτως, ὅταν γίνεται «φρόνιμος παρ’ ἑαυτῷ», τότε ἀδυνατεῖ νά εἰσέλθει στό «μυστικό θησαυροφυλάκιο»τῆς χάριτος καί τῆς γνώσεως τῶν ὁδῶν τοῦ Κυρίου. Ἡ καθαρότητα τῆς παραδόσεως χάνεται ὅταν ὀ ἄνθρωπος παραμένει προσκολλημένος στήν «ἰδίαν κρίσιν»του, γιατί τότε, στήν ἀποκεκαλυμμένη θεία σοφία καί δικαιοσύνη, ἀντιτίθεται ἡ ἀνθρώπινη «σοφία»καί «δικαιοσύνη».
...Ἡ ὑπακοή εἶναι ὄντως ἕνα μεγάλο μυστήριο πού συνδέεται πολύ στενά μέ τό χάρισμα τῆς θεολογίας, δηλαδή τῆς θεολογίας μέ τήν  ἔννοια τῆς πνευματικῆς κατάστασης καί ὄχι τῆς διανοητικῆς πολυμάθειας, γιατί κατά τόν Γέροντα ἡ τελευταῖα μπορεῖ νά ἀπέχει ἀπό τήν πραγματική ζωή ὅσο ἀπέχει ἡ γῆ ἀπό τόν οὐρανό...Στά συγγράμματά του τεκμηριώνει θεολογικά τή συνάφεια ὑπακοῆς καί θεολογίας, στηριζόμενος στό γεγονός τῆς Ὑποστατικῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου καί στή δυνατότητα πραγματώσεως τῆς ὑποστατικῆς ἀρχῆς στόν ἄνθρωπο διά τῆς ὑπακοῆς.
Ἡ ἀληθινή θεολογία ἀποτελεῖ καρπό τῆς θέωσης...κατά τή θέωση ἡ ζωή τοῦ Θεοῦ «ὑποστασιάζεται» στόν ἄνθρωπο...Ἑφόσον ὅμως ἡ ζωή τοῦ Θεοῦ φανερώθηκε στόν κόσμο μέ τήν ἄφατη καί «μέχρι θανάτου» ὑπακοή τοῦ Χριστοῦ, ἄρα καί γιά τόν ἄνθρωπο ἡ ὑπακοή εἶναι ἡ μόνη ὁδός, γιά νά μπορέσει κατά χάριν νά ὑποστασιάσει μέσα του τή θεία ζωή καί νά φτάσει στή θέωση...Ἀφοῦ λοιπόν ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ φανερώθηκε μέ «ὑποστατικό τρόπο», δηλαδή μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ, ἄρα καί ἡ πρόσληψη αὐτῆς τῆς ἀλήθειας συνδέεται μέ τήν ἀνάπτυξη τῆς ὑποστατικῆς ἀρχῆς στόν ἄνθρωπο...ἡ ὑπακοή εἶναι ἡ τελειότερη καί περιεκτικότερη ἔκφραση τῆς διπλῆς ἐντολῆς τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο.  
...Ἀπό τά παραπάνω ἕπεται ὅτι ἡ συνάφεια θεολογίας καί ὑπακοῆς εἶναι ὀντολογικῆς φύσεως, ἐπειδή ἡ ὑπακοή εἶναι ἡ μόνη ὁδός γιά τήν τελείωση τῆς ὑποστατικῆς ἀρχῆς. Ὀ ἄνθρωπος πού ἀγνοεῖ τήν ὁδό τῆς ὑπακοῆς, ἀδυνατεῖ νά ἀφομοιώσει τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τό μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπομένως ἀδυνατεῖ νά προσλάβει καί τό πλήρωμα τῆς Θεογνωσίας καί τῆς ἐμπειρικῆς θεολογίας. 
...Ἡ ὑπακοή στήν τελειότερη μορφή της εἶναι ἡ ἐνεργητική κίνηση τοῦ πνεύματος τοῦ ἀνθρώπου πού ἄγεται ἀπό τή μείζονα ἐντολή τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἔμπειρος ὑποτακτικός...σταδιακά μαθαίνει νά αἰσθάνεται καί νά ψηλαφεῖ τήν «ὑπόσταση» τοῦ ἄλλου προσώπου. Αὐτό ἀποτελεῖ σημεῖο ὅτι καί σέ αὐτόν τόν ἴδιο ἀναδεικνύεται ἡ ὑποστατική ἀρχή.
Ἡ πνευματική γνώση πού ἀποκτᾶται μέ τήν ταπεινή μαθητεία τῆς ὐπακοῆς, εἶναι εὐρύτερη ἀπό τή μελέτη καί τήν ἐξ ἀκοῆς διδασκαλία. Ὅσο μορφωμένος καί ἄν εἶναι ὁ ἄνθρωπος, χωρίς τήν καλλιέργεια τῆς εὐαγγελικῆς ὑπακοῆς δέν θά γνωρίσει ποτέ «τήν ὑπερβάλλουσαν τῆς γνώσεως ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ», γιατί ἡ θύρα τοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου θά παραμένει πάντοτε «ἑρμητικῶς κεκλεισμένη». Ἑάν τό χάρισμα τῆς θεολογίας προϋποθέτει τόσο τήν «ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» πρόσληψη καί ἀφομοίωση τῆς Ἀποκάλυψης τοῦ Λόγου, ὅσο καί τή μετάδοση αὐτῆς τῆς γνώσεως, τότε τό μυστήριο τῆς ὑπακοῆς ἅπτεται καί τῶν δύο αὐτῶν πλευρῶν τῆς θεολογίας, γιατί διευρύνει ἀπροσμέτρητα τίς γνωστικές δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου.
...Ἀπό ὅλες τίς «γνωστικές» ὁδούς καμία δέν παρέχει τέτοιο βάθος ἀνθρωπολογικῆς γνώσεως, ὅσο ἡ ὁδός τῆς ὑπακοῆς, γιατί μόνο αὐτή μπορεῖ νά φανερώσει τόν ἀληθινό ἄνθρωπο, ὅπως τόν συνέλαβε ὁ δημιουργικός Νοῦς τοῦ Θεοῦ «πρό καταβολῆς κόσμου».Ὅσο ὀ ἄνθρωπος παραμένει «ἀδόκιμος» τοῦ μυστηρίου τῆς ὑπακοῆς, τόσο ἀπομονώνεται στά δεσμά τῆς ἐγωϊστικῆς ἀτομικότητάς του, ἀδυνατώντας νά δεχθεῖ τήν Ἀποκάλυψη Ἐκείνου πού ἔγινε «ὑπήκοος μέχρι θανάτου».Ἡ ἀρχή τῆς ὑποστάσεως τελειώνεται μέ τήν ὑπάκοή σέ ἕνα ἄλλο ἀληθινό πρόσωπο• αὐτό τοῦ πνευματικοῦ καί κατ’ ἐπέκτασιν πρός τό πρόσωπο κάθε ἀδελφοῦ.  Ἐκεῖνος πού ὑποτάσσεται μαθαίνει νά δέχεται μέσα του τή ζωή τοῦ ἄλλου, ἕως ὅτου γίνει ἱκανός νά δεχθεῖ κατά χάριν καί τό πλήρωμα τῆς ζωῆς του «κατ’  ἔξοχήν Ἄλλου» πού εἶναι ὁ Χριστός.
Ὁ ἀληθινός ὑποτακτικός γνωρίζει ὑπαρξιακά τό μυστήριο τοῦ «πλατυσμοῦ τῆς καρδιᾶς». Δεχόμενος μέσα του τίς σκέψεις καί τό θέλημα τῶν ἄλλων προσώπων, μαθαίνει ταυτόχρονα νά θεωρεῖ καί τά προσωπικά του βιώματα ὡς ἀποκάλυψη τοῦ τί συμβαίνει σέ κάθε ἄνθρωπο στόν κόσμο. Ἔτσι, ἡ ὑπακοή ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο σέ ἕναν «ὑποστατικό τρόπο ὑπάρξεως».
«Ἐν τῇ ψυχῇ τοῦ ὑποτακτικοῦ ἀναπτύσσεται ἡ χριστιανική συμπάθεια πρός ὅλην τήν ἀνθρωπότητα καί ἡ προσευχή αὐτοῦ γίνεται φορεύς ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου, τουτέστιν ‘ὑποστατική’, καθ’ ὁμοίωσιν τῆς προσευχῆς τοῦ Χριστοῦ ἐν Γεθσημανῇ. Δι’ αὐτῆς τῆς προσευχῆς ὁ ὑποτακτικός αἰσθάνεται τήν ἑνότητα αὐτοῦ μεθ’ ὄλης τῆς ἀνθρωπότητος, καί ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον, ἤτοι πρός πάντα ἄνθρωπον, ἀποβαίνει φυσικόν τι».
Στήν τελειότητά της, ἡ ὑπακοή ἐκφράζει τήν κατάσταση κατά τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος καθιστᾶ «ὅλον τόν Ἀδάμ» περιεχόμενο τῆς ὑποστάσεώς του. Ἡ μεσιτεία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γιά ὅλον τόν κόσμο καί ἡ συμμετοχή στή Γεθσημάνεια προσευχή τοῦ Χριστοῦ, ἀποτελοῦν ἀδιαμφισβήτητες ἐνδείξεις πραγματώσεως τῆς ὑποστατικῆς ἀρχῆς. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, τό μυστήριο τῆς ὑπακοῆς ἀπεργάζεται τόν ἄνθρωπο φορέα ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος...Εἶναι πολύ χαρακτηριστική ἡ μαρτυρία τοῦ ὁσίου Σιλουανοῦ, ἀναφορικά μέ τή σχέση ὑπακοῆς καί προσευχῆς γιά ὅλον τόν κόσμο.
Ὁ «ὑποστατικός τρόπος ὑπάρξεως» ἀποτελεῖ πολύτιμο χάρισμα γιά τή διδασκαλία καί τή μετάδοση τῆς θεολογίας...Ἡ  ὑποστατική προσευχή καί ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον ἔχουν τό ἰδιαίτερο ἰδίωμα νά πληροφοροῦν καί νά πείθουν τίς καρδιές «τῶν ἀκουόντων». Ὅταν στήν καρδιά τοῦ διδασκάλου-θεολόγου ἐνεργεῖται αὐτή ἡ ὑποστατική προσευχή γιά ὅλον τόν Ἀδάμ, τότε οἱ λόγοι του εἶναι φορτωμένοι μέ χάρη καί ἐπιφέρουν ἀγαθή ἀλλοίωση στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ὑψηλή παιδεία τῆς ὑπακοῆς ἀναπτύσσει στόν ἄνθρωπο τήν ἱκανότητα νά «ψηλαφίζει» τόν ἐσωτερικό κόσμο τῶν ἀδελφῶν του καί νά τούς μεταδίδει τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ μέ λόγους καί τρόπους πού ἀνταποκρίνονται στήν κατάστασή τους. Τό σημαντικότερο ὅμως εἶναι ἡ Χριστομίμητη προσευχή, πού ἐνεργεῖται ἐκ τῶν προτέρων καί πού μεταδίδει ἀκαταμάχητη αἴσθηση Θεοῦ. Τότε καί τό κήρυγμα γίνεται ὄχι μέ «πειστικά» ἀνθρώπινα λόγια , ἀλλά «ἐν ἀποδείξει Πνεύματος καί δυνάμεως». Ἡ παιδεία τῆς ὑπακοῆς «ἀνοίγει τά ὦτα»τοῦ ἀνθρώπου γιά νά μπορεῖ νά προσλάβει τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καί τοῦ χαρίζει «γλῶσσαν παιδείας» γιά νά μπορεῖ νά μεταδώσει τή γνώση τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ στούς ἀδελφούς του.
...Ἡ κάθαρση τοῦ νοῦ ἀπό τούς ἐμπαθεῖς λογισμούς καί ἡ ἕνωσή του μέ τήν καρδιά, πού ἐπιτελεῖται μέ τό πνευματικό πένθος καί τήν ὑπακοή, θέτει τά πιό βαθειά καί ἀσάλευτα θεμέλια  γιά τήν αὐθεντική θεολογία.
...Στόν βαθμό πού ἡ ὑπακοή βιώνεται ὡς «μυστήριον ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ», οἱ σχέσεις Γέροντος καί ὑποτακτικοῦ φέρουν  ἱερό χαρακτήρα. Γιά τόν φιλότιμο ὑποτακτικό ἡ αἰωνιότητα γίνεται ἁπτή πραγματικότητα ἤδη ἀπό αὐτή τή ζωή, ἀφοῦ φέρει μέσα του ζωντανή αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τό Ὁποῖο τοῦ μεταδίδει πληροφορία ὅτι ἤδη «μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν».
...ἡ «σταύρωση» τοῦ νοῦ διά τῆς ὑπακοῆς ἔχει καίρια σημασία, γιά νά μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νά προσλάβει τή θεολογία ὡς κατάσταση τοῦ πνεύματός του...Κατανοώντας τήν ἀληθινή θεολογία ὡς καρπό θεοπτίας, ὁ Γέροντας τονίζει ὅτι ἡ ὁδός πρός αὐτή τήν κατάσταση δέν εἶναι ἠ διανόηση ἀλλά ἡ παράσταση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ «ἐν καθαρῷ νοΐ». Αὐτή δίδεται , ὅταν ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σέ ἔσχατη ἔνταση μετανοίας...Τότε, ὀ ἄνθρωπος «ζεῖ» τόν Θεό ὄχι ὡς «ἀντικείμενο»γνώσεως, ἀλλά «ὡς τήν ἑαυτοῦ ζωήν»• ἡ ἐνέργεια τῆς ἀΐδιας θείας ζωῆς διαπερνᾶ τήν καρδιά, τόν νοῦ καί τό σῶμα, καί ὁ «ὅλος ἄνθρωπος»γνωρίζει ὑπαρξιακά τόν Θεό στήν ἐνεργητική Του μορφή.
Παρ’ ὄλα αὐτά ὅμως, ἀκόμη καί σέ αὐτό τό στάδιο ἡ ταπεινή ἀναφορά τῆς ὑπακοῆς ἀποβαίνει ἀσφαλιστικός γνώμονας, πού παρέχει πνευματική σταθερότητα...Τό ὁποιοδήποτε προφητικό χάρισμα πρέπει νά τίθεται στήν κρίση ἄλλων προσώπων κατάλληλων πρός αὐτόν τόν σκοπό. Ἡ συμμαρτυρία τῶν Πατέρων καί τῶν πνευματικῶν τῆς Ἐκκλησίας ἐπιβεβαιώνει ὅτι τό χάρισμα δέν εἶναι ἕνα αὐτονομημένο γεγονός τῆς ἀτομικότητάς του, ἀλλά ὅτι «περικλείεται εἰς τό καθολικόν εἶναι, τό κατ’ εἰκόνα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐμπιστοσύνη στά προσωπικά βιώματα ἀνέχει μεγάλο κίνδυνο, ἰδιαίτερα ὄταν ὁ ἄνθρωπος ἐξουσιάζεται ἀκόμη ἀπό τά πάθη.
...Ἡ σταύρωση τοῦ νοῦ διά τῆς ὐπακοῆς δίνει στόν ἄνθρωπο τή δυνατότητα νά διδαχθεῖ διά τῆς χάριτος στήν καρδιά του τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν ἐκκοπή τοῦ θελήματος καί τήν παράδοση τοῦ νοῦ στό μυστήριο τῆς ὑπακοῆς τά φυσικά χαρίσματα τοῦ ἀνθρώπου «περικλείονται»στά ὑπερφυσικά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ. Κατά τό μέτρο τῆς ἐκκοπῆς τῆς «ἰδίας κρίσεως» ἐνεργεῖται καί ὁ ἐμπλουτισμός μέ τή θεία Χάρη. Τότε ἐκεῖνο πού ἔμοιαζε μέ ἀχρήστευση τῶν χαρισμάτων τοῦ ἀνθρώπου τελικά «ποιεῖ καρπόν ἑκατονταπλασίονα». Ἐγκαταλείποντας πάντα «τά ὑπάρχοντά ἑαυτοῦ», ὁ ἄνθρωπος δέχεται ἀπό τόν Θεό τήν δωρεά τῆς αἰώνιας πνευματικῆς ἀγάπης πρός τούς πάντες καί τά πάντα• γίνεται κάτοχος ἀσύγκριτα μεγάλων θησαυρῶν, ἀληθινῶν καί ἄφθαρτων, «ὡς μηδέν ἔχων καί τά πάντα κατέχων». Δίνοντας ὅλον τόν χῶρο τῆς καρδιᾶς στόν Χριστό διά τῆς ὑπακοῆς, ξεπερνᾶ τά φτωχά μέτρα τῆς φθαρτῆς φύσεώς του• ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ «ἐνοικεῖ πλουσίως»μέσα του καί γίνεται πλέον «διδακτός Θεοῦ». Ἐγκαταλείποντας τούς «θησαυρούς τῆς Αἰγύπτου», δηλαδή τό πνεῦμα καί τή σοφία αὐτοῦ τοῦ κόσμου, καί βαστάζοντας τόν ὀνειδισμό τοῦ Χριστοῦ μέ τή μωρία τῆς ὑπακοῆς, ἀξιώνεται νά λάβει «μείζονα πλοῦτον». Ἡ θεία χάρη τοῦ μεταδίδει τή σοφία τοῦ μέλλοντος αἰώνος, πού δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τή σοφία τῆς ἀπερίγραπτης ταπείνωσης καί ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.
...Χωρίς τό κενωτικό φρόνημα, πού καλλιεργεῖται στήν ὑπακοή, ὁ ἄνθρωπος ἀδυνατεῖ νά ἐμβαθύνει στό μυστήριο τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἐάν ἡ πράξη τῆς ὑπακοῆς θεωρηθεῖ ὡς ἐκούσια συσταύρωση μέ τόν σαρκωθέντα Θεό-Λόγο, τότε γίνεται αἰτία γιά νά λάβει ὁ ἄνθρωπος χάρη πού τόν ἐξομοιώνει μέ τόν Θεάνθρωπο Χριστό. Στήν κατάσταση αὐτή, τό χάρισμα τῆς ὑπακοῆς περικλείει μέσα του «ζωηφόρο θεολογία», τήν ὁποία ὁ Γέροντας κατανοεῖ ὡς καρπό «τῆς ἀληθοῦς διαμονῆς ἐν τῷ Φωτί τῆς ἀγάπης». »



ΥΓ. Οἱ ὑπογραμμίσεις μέ ἔντονους χαρακτήρες ἔγιναν γιά νά ἐξυπηρετηθεῖ ὁ σκοπός τῆς παρουσίασης