Κυριακή 28 Ιουνίου 2020

Η ΘΥΡΑ ΤΗΣ ΗΣΥΧΙΑΣ


Ἄς δοκιμάσουμε να ἐρευνήσουμε τήν ἡσυχία ὄχι ὡς ἀπουσία καί μόνωση ἀλλά ὡς παρουσία καί μέθεξη.
Τό θάμβος καί ἡ ἔκσταση τῆς σιωπῆς μᾶς εἶναι ὥς ἕνα σημεῖο γνώριμες ἐμπειρίες ἁρπαγῆς ἀπό τήν ἱλαρή γλυκύτητα τοῦ ἡλιοβασιλέματος, ἀπό τήν  ἀπέραντη ἀνοιχτοσύνη τῶν ὁριζόντων, τό μυρίπνοο  ἀγνάντεμα τῆς κορυφῆς, τή βαθύστοργη ἀγκαλιά τῆς συντροφικότητας, τήν παραδείσια μακαριότητα τοῦ νεογέννητου, ἀπό κάθε τελικά ἐμπειρία πού μᾶς ἐκθέτει στό κάλλος καί στό μυστήριο, ἀκόμη καί στό μυστήριο τοῦ θανάτου ὅπου τό σῶμα ὡς σκήνωμα κρατᾶ ἀκόμα κοντά μας τήν μορφή τοῦ ἀγαπημένου.
Αὐτό πού μᾶς συμβαίνει ὅταν ἡσυχάζουμε, σέ πρῶτο ἐπίπεδο κατανόησης εἶναι ἡ παρουσία τοῦ βαθύτερου ἑαυτοῦ μας. Ἀρχίζουμε να ἀναγνωρίζουμε δηλαδή τί ἐπιθυμεῖ ἡ καρδιά μας, γιατί πονᾶ, ποιές εἶναι οἱ ἀνάγκες, ποιά τά πάθη της. Καί καθώς βαθαίνει ὁ ἡσυχασμός διαισθανόμαστε τό νόημα τῆς παρουσίας, τό αἴνιγμα τῆς ὕπαρξης, τήν ἀποστολή, τόν προορισμό της. Καί μάλιστα, ὅλα αὐτά δίχως ταραχή καί ἀγωνία ἀλλά μέσα ἀπό μία ἱερή κατάφαση πρός τό μυστήριο τῆς ζωῆς.
Ἔτσι ὅμως ἀνοίγει ἡ θύρα σέ μιά βαθύτερη σιωπή πού καταργεῖ τίς ἀντιθέσεις καί διαποτίζει μεθεκτικά τήν ὕπαρξη. Τίποτα γύρω μας δέν ὑπάρχει πιά ὡς ἀντι-κείμενο. Σάν κάθετι κοντά μας νά ἀποτελεῖ τό εὐρύτερο σῶμα μας. Σάν νά ζοῦμε σέ ὅλα τά πράγματα καί ὅλα τά πράγματα νά ζοῦνε μέσα μας. Ἀκόμη καί ὡς ἔννοια κατακρημνίζεται ἡ μόνωση ἀπό μιά ἱλαρή μυστηριακή αὔρα ἀνακαίνισης τῆς ὕπαρξης, μακριά ἀπό κάθε ἐπιφανειακή ἀπάτη δια-βολῆς καί διάσπασης.
Ἀπό σιωπή σέ σιωπή νιώθουμε τελικά πώς δέν ὑπάρχουν ἀπουσίες ἐκεῖ πού ὁ Θεός ἐργάζεται μεθεκτικά τίς οὐσίες. Οὔτε οἱ κεκοιμημένοι ἀπουσιάζουν. Συμπορευόμαστε πρός χώρα ζώντων. Ἀπό ἀρχῆς ἕως ἐσχάτων. Διότι δίχως καθολικότητα οὔτε ἡ στιγμή ἀντέχεται, οὔτε ἡ αἰωνιότητα. Ἀρχίζει καρδιακά νά λειτουργεῖ ἡ «ὑποστατική ἀρχή» πού ἐπανασυνάγει τόν ἄνθρωπο στήν πληρότητα τῆς παρουσίας του. Ἡ ὑπόσταση δηλαδή τoῦ ἀνθρώπου γίνεται ἀγαπητική, συγ-χωρεῖ θυσιαστικά καί ἀναστάσιμα, σάν πρόνοια θεία, κάθε ψηφίδα τῆς Δημιουργίας.
 Σταδιακά τούτη ἡ ἡσυχία μετουσιώνεται σέ μιά βαθύτερη αἴσθηση. Τήν αἴσθηση τοῦ Θεοῦ. Ἀρχίζουμε νά ψηλαφοῦμε τήν Παρουσία Του. Τήν ἐγγύτητά Του. Γίνεται ὁ μυστικός Ἐπισκέπτης τῆς καρδιᾶς μας.
«Στήν ἐπαναλαμβανόμενη περι-συλλογή τοῦ ἑαυτοῦ οἱ αἰσθήσεις εἶναι ἐνεργές ἀλλά παρασκηνιακά, ἔχουν συρθεῖ ἔνδον, καθώς ὁ ἐσωτερικός κόσμος γίνεται πιό ψηλαφητός. Κάποια στιγμή ἔρχομαι ἀντιμέτωπος μέ ἕνα νέο εἶδος παρουσίας, παρουσία ἁπαλή, ἀδιαμφισβήτη σάν τό πρῶτο φῶς τήν αὐγή. Ἀμέσως ἀναβλύζει εὐγνωμοσύνη πού ὑπερβαίνει τά λόγια, συνοδευόμενη ἀπό δάκρυα-ἀνταπόκριση πρός τόν Ἐπισκέπτη… Τό Ἱερό Θυσιαστήριο ὅπου συναντῶνται γῆ καί οὐρανός εἶναι ἀοράτως «πανταχοῦ παρόν καί τά πάντα πληροῦν» καί περιμένει νά τελέσει ἡ καρδιά τήν Λειτουργία ἔνδον», ὅπως ἐξαιρετικά μᾶς τό διηγεῖται ὁ π. Στέφανος Μuse.
Ὁ ἀενάως πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν Κύριος γίνεται ἐπιτέλους ἀντιληπτός. Συντονιζόμαστε μέ τό μυστήριο τῆς ἀγάπης Του.  Δέν  ὑπάρχει πιά ψηφίδα χώρου ἤ χρόνου δίχως μεθεκτική δόξα Θεοῦ. Εἶναι τό δικό Του σῶμα πού γίνεται σῶμα μας ἀλλά καί σῶμα ὅλης τῆς Δημιουργίας. 
Στό σημεῖο αὐτό ἄς θυμηθοῦμε τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ πού ὑπερασπιζόμενος τούς  ἡσυχαστές λέγει:
«Μή λέγετε, ὅτι ὁ Θεός οὐχ ὁρᾶται ἀνθρώποις,
μή λέγετε, οἱ ἄνθρωποι φῶς θεῖον οὐχ ὁρῶσιν,
ἤ ὅτι καί ἀδύνατον ἐν τοῖς παροῦσι χρόνοις!
Οὐδέποτε ἀδύνατον τοῦτο τυγχάνει, φίλοι,
ἀλλά καί λίαν δυνατόν τοῖς θέλουσιν ὑπάρχει,
πλήν ὅσοις βίος κάθαρσιν τήν τῶν παθῶν παρέσχε
καί καθαρόν εἰργάσατο τῆς διανοίας ὄμμα»
(Ὕμνος 27, 125-132).

Νά λοιπόν γιά ποιό λόγο ὁ Ἅγιος  Ἰσαάκ ὁ Σύρος λέγει αὐτόν τόν παράδοξο λόγο:
«Ἀγάπησον τήν ἀργία τῆς ἡσυχίας μᾶλλον, παρά τό νά χορτάσης πεινῶντας εἰς τόν κόσμον καί νά ἐπιστρέψεις πολλά ἔθνη εἰς θεογνωσίαν».
Ἡ ἡσυχία γίνεται θύρα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Ἀπό τό σημεῖο αὐτό καί πέρα ὑπάρχει ἡ δυνατότητα νά πορευθεῖς ἀναστάσιμα. Γιά αὐτό ὁ Ἅγιος  Ἰσαάκ ὁ Σύρος ὀνομάζει τήν ἡσυχία «μητέρα τῆς μετάνοιας». Ὁ ἡσυχασμός ὁδηγεῖ στήν καλή ἀλλοίωση τῆς ὕπαρξης. «Ἡ σιωπή προξενεῖ εἰς σέ καρποφορίαν ἀρετῆς… ἀπό δέ τῆς εἰρηνικῆς καταπαύσεως ἄρχεται ὁ νοῦς νά βλέπη τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ… καί ἐντεῦθεν αὐτός αἰσθάνεται τήν ἀλλαγήν τῆς ἀφθαρσίας»*. Ἡ ἡσυχία γίνεται ἡ ρίζα τῆς πνευματικῆς γνώσεως, καθώς «ἡ αἴσθησις τῶν μυστηρίων…γεννᾶ τήν πίστιν τῆς ἀληθινῆς θεωρίας»*

Κι ὅμως ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἀγνοεῖ παντελῶς τήν ὀντολογική ἀξία τοῦ ἡσυχασμοῦ. Θεωρεῖ ἀνώτερη βαθμίδα αὐτοσυνειδησίας  αὐτή πού ἀποκτᾶ μέσω γνώσεων καί σπουδῶν. «Ἡ ἐπιστημονική ἀντίληψη τῆς γνώσης οὐσιαστικά ἐξισώθηκε μέ τό μόνο τρόπο πού ὑπάρχει γιά ν’ ἀποκτήσει κανείς γνώσεις…Ἡ  σύγχρονη ἐπιστήμη ἔχει τήν ἀφετηρία της σέ μιά ἐπανάσταση τῆς συνείδησης, ἤ ἀνταρσία πρός τά ἐπουράνια, πού εἶχε σάν ἀποτέλεσμα ἡ ἴδια ἡ διάνοια στήν ἀρχή νά παραβλέπει, ἔπειτα νά ἀρνηθεῖ τίς πνευματικές πηγές γνώσεως καί τέλος νά ἀποκλεισθεῖ ἀπό αὐτές.»** «Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος Σαχάρωφ  παραθέτει μιά σειρά ἀντινομιῶν ἀνάμεσα στήν ἐπιστημονική-διανοητική γνώση καί τήν ὑπαρξιακή γνώση πού μεταδίδει τό Φῶς. Ὁ δεύτερος τρόπος γνώσεως εἶναι ὁ πνευματικός. Αὐτός διαφέρει οὐσιωδῶς ἀπό τόν διανοητικό τρόπο, γιατί κατανοεῖ τήν γνώση ὡς ὑπαρξιακή κοινωνία, ὡς ἕνωση «ἐν αὐτῷ τῷ εἶναι». Γιά τόν Γέροντα Σωφρόνιο ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ βιώνεται ὡς «κοινωνία ἐν τῇ ὑπάρξει». Αὐτός πού γνωρίζει εἰσέρχεται σέ ὑπαρκτική κοινωνία μέ Αὐτόν πού γνωρίζεται. Στήν πράξη αὐτή, ὁ ἄνθρωπος μετέχει μέ ὅλο τό πλήρωμα τῆς φύσεώς του καί ὄχι μόνο μέ τήν διάνοια, γι’ αὐτό καί ἀποκαθίσταται ἡ ἀκεραιότητά του. Μέ ἄλλα λόγια, αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ θεογνωσία διαφέρει ποιοτικά ἀπό τή γνώση πού ἀποκτᾶ ὁ ἄνθρωπος μέ τή φιλοσοφική διανόηση, γιατί μαζί μέ τήν πνευματική γνώση μεταδίδεται σέ αὐτόν μιά ἄλλη μορφή ζωῆς.»***
Ἡ θύρα τῆς ἡσυχίας γίνεται θύρα ἐπιστροφῆς ὡς «κοινωνία ἐν τῇ ὑπάρξει» διά τῆς χάριτος στήν χαρά τοῦ Κυρίου.
«Ἐάν λοιπόν φθάσης, ὦ τέκνκον, τήν ἐκ τῆς πίστεως καθαρότητα τῆς καρδίας, ἡ ὁποία καθαρότης ἀποκτᾶται εἰς τήν ἡσυχίαν διά τῆς φυγῆς τῶν ἀνθρώπων, καί τῆς ἀποστροφῆς τῆς γνώσεως τούτου τοῦ κόσμου αἴφνης θέλεις εὕρει αὐτήν τήν ἐκ πίστεως πνευματικήν γνῶσιν ἐντός σου… ἀλλ’ ἐάν κυριευθῇς ὑπό τῆς κοσμικῆς γνώσεως… εὐκολότερον σοί εἶναι νά λυθῇς ἀπό σιδηράς ἀλύσσους, παρά ἀπό αὐτήν»*

Ἡ ἡσυχαστική ὁδός εἶναι αὐστηρῶς ἀπαγορευμένη καί ἐπτασφράγιστη ἀπ’ ὅλα τά ἐκπαιδευτικά καί πολιτικά συστήματα, ἐνῶ ἀποτελεῖ διαισθαντική θύρα ὀντολογικῆς ἀγωγῆς. Ὅχι μόνο γνωστικά ἀλλά ὑπαρξιακά ὁ ὅλος ἄνθρωπος διαποτίζεται ἀπό τήν ἱερή θεωρία τοῦ μυστηρίου τῆς ζωῆς.  Ὅλες οἱ μύριες ὅσες ἀκαταστασίες καί ἀστοχίες τοῦ ἀνθρώπου καί κάθε εἶδος κρίσης προέρχονται ἀπό μία ὁλοένα ἐπιταχυνόμενη ταχύτητα  λήθης τῆς ἡσυχαστικῆς πνοῆς, μιά ταχύτητα πού ἀγνοεῖ τόν ρυθμό τῆς ψυχῆς καί τή φύση της. Στεροῦμε ἀπό τήν ψυχή τήν δυνατότητα νά πάρει ἀνάσα καί τό ἀνεπαρκές ὀντολογικό ὀξυγόνο ὁδηγεῖ σέ ἀσφυξία τήν ὕπαρξη παρά τίς σπουδές καί τόν ἀγώνα της. Παρά τήν βαθμίδα τῶν γνώσεων μας, παραμένει ἔτσι οὐσιαστικά ἄγνωστη καί γιά αὐτό διασαλεύεται καί ἀποσυντίθεται κάθε ἁρμονική τάξη γύρω μας. Αὐτό προσπαθεῖ νά μᾶς κάνει νά συνειδητοποιήσουμε ὁ ἅγιος ὅταν λέγει: «Εἰρήνευσε ἐσύ καί θά εἰρηνέψει γύρω σου ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ»*. 

Μᾶς ἀφοροῦν ὅλα αὐτά σήμερα; Σύγχρονοι στοχαστές ἔχουν ἦδη πάρει θέση. Ὁ Φίλιππος Σέρραρντ μιλᾶ γιά ἀποϊεροποίηση καί ἀπανθρωποίηση τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Ζήσιμος Λορεντζάτος γιά τό «χαμένο κέντρο» τοῦ πολιτισμοῦ μας, ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης γιά μιά βαρβαρότητα πού καταφτάνει μεταμφιεσμένη, γιά μιά μεθοδευμένη ἐπιστημονική καθυπόταξη τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ ὁ Νίκος Καροῦζος καυτηριάζει τόν τεχνολογικό δυονυσιασμό πού στίς μέρες μας μεταλλάσεται σέ ψηφιακό ὁλοκληρωτισμό. Γιά νά ἁγιασθεῖ καί νά εὐλογηθεῖ τοῦτος ὁ κόσμος πρέπει νά ἁγιασθεῖ πρωτίστως ὁ ἄνθρωπος. Ἡ θύρα τῆς προσευχητικῆς ἡσυχίας μπορεῖ νά τόν καταστήσει «διδακτό Θεοῦ» καί  δαπανόμενο ἱλασμό τοῦ κόσμου.

«Κάθε φορά πού ὁ νοῦς σύρεται πρός τά ἔξω ὑπό τῶν αἰσθήσεων, τρώει καί αὐτός τήν τροφή τῶν θηρίων μαζί τους. Ἀλλά ὅταν οἱ αἰσθήσεις ἐπισυνάγονται ἀπό τόν νοῦ, μετέχουν μαζί μέ αὐτόν τοῦ ἄρτου τῶν ἀγγέλων»*.


*Ἁγίου  Ἰσαάκ τοῦ Σύρου
** Φιλίππου Σέρραρντ: Ὁ ἀπανθρωπισμός τοῦ ἀνθρώπου
*** Ἱερομόναχου Πέτρου: Τό μυστήριο τοῦ λόγου στόν γέροντα Σοφρόνιο. Ἡ θεολογία ὡς πνευματική κατάσταση


ΠΑΡΑΛΛΗΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΛΛΗΓΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ ΜΕ ΤΟ ΨΗΦΙΑΚΟ e- cave

 

ΨΗΦΙΑΚΟΙ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΙ
e- cave
Τῆς Κατερίνας Ἀθηνιώτη-Παπαδάκη

Ἡ ἀλληγορία τοῦ σπηλαίου πού βρίσκεται στήν Πολιτεία τοῦ Πλάτωνα, μᾶς λέγει γιά ἀνθρώπους πού, ἀπό παιδιά, βρίσκονται σ’ ἕνα οἴκημα ὑπόγειο, κάτι σάν σπηλιά,  ἁλυσσοδεμένοι ἀπό τά σκέλια καί τόν αὐχένα, ἀναγκασμένοι νά βλέπουν σέ ὅλη τή διάρκεια τῆς ζωῆς των μόνο τίς σκιές τῶν πραγμάτων, οἱ ὁποῖες προβάλλονται μπροστά τους ἀπό μιά φωτιά πού καίει πίσω τους, ὥστε λόγῳ τῆς ἐμπειρίας αὐτῆς νά ἐκλαμβάνουν καί νά συνομιλοῦν σέ ὅλη τους τή ζωή γιά τίς σκιές αὐτές ὡς ἀλήθειες.
Ἄν μάλιστα κάποιος ἀπό αὐτούς σπάσει τά δεσμά του καί στραφεῖ πρός τήν ἔξοδο τῆς σπηλιᾶς καί ἀντικρύσει τό φῶς, τότε, συνηθισμένος καθώς ἦταν στό σκοτάδι, ἀπό τήν ἐκτυφλωτική ξαφνική λάμψη θά ἔνιωθε μεγάλο πόνο στά μάτια του καί θά ἐπιθυμοῦσε νά στρέψει πάλι τό βλέμμα του στίς σκιές, θεωρώντας τις κιόλας πιό πραγματικές καί ἀληθινότερες ἀπό τά ἴδια τά πράγματα.  Ἐπιπλέον, θά ἀντιδροῦσε ἔντονα ἄν διά τῆς βίας τόν ἔσερναν ἔξω στό φῶς τοῦ ἥλιου καί  θά  τοῦ ἦταν ἀπαραίτητος ἕνας χρόνος προσαρμογῆς, ἀρχίζοντας ἀπό τίς σκιές καί τόν νυχτερινό οὐρανό, γιά νά μπορέσει κατόπιν νά δεῖ πρῶτα τά εἴδωλα τῶν πραγμάτων στό νερό καί ὕστερα τά ἴδια τά πράγματα, ἐνῷ θά χρειαστεῖ μεγαλύτερη ἀκόμα διάρκεια γιά νά συλλάβει τόν κύκλο τῶν ἐποχῶν καί τῶν χρόνων, δηλαδή νά κατανοήσει την ἀλληλουχία καί τούς βαθύτερους λόγους τῶν πραγμάτων. Τότε λοιπόν θά μακάριζε τόν ἑαυτό του γιά τή σοφία αὐτή καί θά προτιμοῦσε νά πάθαινε ὁτιδήποτε παρά νά ζεῖ τή ζωή τῶν σκιῶν. Ἄν τώρα αὐτός ὁ ἄνθρωπος κατέβαινε ξανά στο σπήλαιο, ἔτσι καθώς θά ἐρχόνταν ἀπότομα ἀπό τό φῶς τοῦ ἥλιου στο σκοτάδι, γιά ἀρκετό χρόνο ἡ ὅρασή του θά δυσκολευόνταν νά διακρίνει τίς σκιές,  ὁπότε θά ἔλεγαν για αὐτόν πώς γύρισε μέ χαλασμένα μάτια, ἄρα δέν ἀξίζει τόν κόπο νά βγεῖ κανείς στό φῶς· μάλιστα ὅποιον ἐπιχειροῦσε νά τούς λύσει ἀπό τά δεσμά γιά νά τούς ἀνεβάσει ἐπάνω θά τόν θεωροῦσαν ἐπικίνδυνο καί θά κατέληγαν νά τόν σκοτώσουν.
Στό σημεῖο αὐτό ἄς προσπαθήσουμε νά προσεγγίσουμε τόν ἐν λόγῳ  μύθο  μέ ὅρους τῆς δικῆς μας ἐποχῆς.
Ἄς ποῦμε λοιπόν πώς μέσῳ τῆς προηγμένης τεχνολογίας  κατασκευάσαμε τούς κρίκους μιᾶς ἀόρατης ἀλυσίδας πού ἀπό παιδιά μᾶς καθηλώνει σέ ἕνα ψηφιακό σπήλαιο, ἕνα e-cave  τό ὁποῖο ἀκινητοποιεῖ τά πόδια καί προσηλώνει τήν κεφαλή μας ἀποκλειστικά καί μόνο σέ εἰκονικά εἴδωλα πού μεθοδεύονται πισώπλατα μέσῳ στοχευμένων ἐρευνῶν (μάρκετινγκ) καί προβάλλονται ἐμπρός μας κατ’ ἐξακολούθηση, ἔτσι ὥστε νά συνηθίσουμε νά τά ἐκλαμβάνουμε καί νά συνομιλοῦμε γιά αὐτά ὡς ἀλήθειες. Σκεφτεῖτε, κιόλας πόσο παράλογος θά ἀκούγονταν ἕνας ἄνθρωπος πού θά ἐπέστρεφε ἀπό τόν πραγματικό κόσμο σέ αὐτούς πού ἀπό μικρά παιδιά ἔμαθαν νά κατανοοῦν μόνο τά εἴδωλα (καί μάλιστα, κατά ἀποκλειστικότητα, μόνο στίς σχέσεις πού γιά χρόνια αὐτά τούς προβάλλονταν) καί πώς ἀναπόφευκτα ἕναν τέτοιον ἄνθρωπο θά τόν θεωροῦσαν ἀφύσικο, μολυσματικό καί ἐπικίνδυνο γιά τήν κοινωνία τους.

Προκειμένου νά κατανοήσουμε τί μπορεῖ νά σημαίνουν ὅλα αὐτά γιά τήν ὀντολογία τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή γιά τό ποιός εἶναι, ποιός ὁ προορισμός καί τό νόημα τῆς παρουσίας του, ἄς ξεκινήσουμε συνειδητοποιώντας ὅτι πράγματι ὑπάρχει φῶς καί πράγματι ὑπάρχει σκοτάδι, γι’ αὐτό τό κατά ποῦ θά στραφεῖ  θά καθορίσει ἐν τέλει τήν σωτηρία του.
«Κι αὐτή εἶναι ἡ κρίση, ὅτι τό φῶς ἦρθε στόν κόσμο, καί οἱ ἄνθρωποι ἀγάπησαν τό σκοτάδι περισσότερο παρά τό φῶς.»1
Ἡ ἀλληγορία τοῦ σπηλαίου στόν Πλάτωνα καταλήγει στό πόσο σημαντική εἶναι ἡ στροφή τῆς ψυχῆς πρός τήν ἰδέα τοῦ ἀγαθοῦ· μάλιστα, θεωρεῖ πώς τό σημαντικότερο ἔργο πού ἔχει νά ἐπιτελέσει μιά πολιτεία εἶναι νά βοηθήσει ὅσους  εἶναι ἀπό τή φύση τους προικισμένοι νά βγάλουν τήν ἀνηφοριά καί νά προσεγγίσουν ἐκεῖνο τό μάθημα πού χαρακτηρίζει ὡς τό μέγιστο, δηλαδή νά ἀντικρύσουν τό Ἀγαθό ὄχι γιά νά μείνουν ἐκεῖ ἀλλά γιά νά ἐπιστρέψουν καί νά φροντίσουν τήν πόλη, καθώς θά ἔχουν «δεῖ τήν ἀλήθεια τῶν ὄμορφων, τῶν δίκαιων, τῶν ἀγαθῶν πραγμάτων. Κι ἔτσι θά ’ναι ἀληθινή ἡ ζωή πού θά ζήσουμε… καί ὄχι ἔνα ὄνειρο, ὅπως εἶναι τώρα… ὅπου οἱ ἄνθρωποι πολεμοῦν ὁ ἕνας τόν ἄλλον γιά σκιές καί ξεσηκώνονται νά ἁρπάξουν τήν ἐξουσία, λές καί εἶναι τάχα ἡ ἐξουσία κανένα μεγάλο καλό».2
Εἶναι ὡστόσο σημαντικό νά κατανοήσουμε καί τί σημαίνουν ὅλα αὐτά σέ ἐπίπεδο ἀγωγῆς. Διότι «ἡ παιδεία δέν εἶναι ὅ,τι ἰσχυρίζονται γι’ αὐτήν κάποιοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν γιά ἐπάγγελμά τους τήν ἐκπαίδευση. Ἰσχυρίζονται δηλαδή ὅτι μέσα στήν ψυχή τους δέν ὑπάρχει γνώση κι ὅτι κατά κάποιον τρόπο τή γνώση τήν βάζουν αὐτοί μέσα στήν ψυχή, περίπου σάν νά ἔβαζαν ὅραση σέ μάτια τυφλῶν. Ἀπεναντίας, ἡ τωρινή μας διερεύνηση… δείχνει αὐτή τή δύναμη τῆς γνώσης πού καθένας ἔχει μέσα στήν ψυχή του, κι ἐπίσης τό ἐργαλεῖο, μέ τό ὁποῖο καθένας φθάνει στή μάθηση. Ὅπως ἀκριβῶς δέν ὑπῆρχε ἄλλος τρόπος νά στρέψει κανείς τά μάτια του ἀπό τό σκοτάδι στό φῶς παρά μόνο στρέφοντας ὁλόκληρο τό σῶμα, ἔτσι πρέπει νά στραφεῖ μέ ὁλόκληρη τήν ψυχή ἀπό τήν περιοχή τοῦ γίγνεσθαι πρός τήν ἄλλη πλευρά, ὥσπου νά γίνει ἱκανή ἡ ψυχή νά ἀντέχει νά ἀντικρύζει τό ὄν καί τό πιό φωτεινό ἀπό τό ὄν, πού ἰσχυριζόμαστε ὅτι αὐτό εἶναι τό Ἀγαθό.
»Ἑπομένως ἡ παιδεία … θά εἶναι ἡ τέχνη γιά τή μεταστροφή τῆς ψυχῆς, μέ ποιόν τρόπο δηλαδή ἡ μεταστροφή θά συντελεστεῖ ὅσο τό δυνατόν εὐκολότερα καί ἀποτελεσματικότερα, ὄχι πῶς θά ἐμφυτευθεῖ στό ὄργανο αὐτό ἡ δύναμη τῆς ὅρασης, ἀλλά θεωρώντας δεδομένο ὅτι τό ὄργανο διαθέτει αὐτή τή δύναμη κι ὅτι ἁπλῶς δέν εἶναι στραμμένο στή σωστή κατεύθυνση καί δέν κοιτάζει πρός τά ἐκεῖ πού θά ἔπρεπε, νά μηχανευτεῖ ἡ τέχνη τῆς παιδείας ἕναν τρόπο ὥστε αὐτό νά κατορθωθεῖ».2
Διαφορετικά ἄνθρωποι φαῦλοι ἀλλά πανέξυπνοι, πού μέ ὀξυδέρκεια διακρίνουν αὐτά στά ὁποῖα εἶναι στραμμένο τό βλέμμα τους θά ὑπηρετοῦν τήν κακία, κι ὅσο καλύτερα βλέπουν τόσο περισσότερα κακά θά ἀπεργάζονται.
«Σ’ αὐτήν ὅμως τή φτιαξιά … ἄν ἔπαιρνε κάποιος ἕνα μαχαίρι κι ἄρχιζε ἀπό τήν παιδική κιόλας ἡλικία νά κόβει ἀπό τήν ψυχή ὁλόγυρα τά μέρη πού συγγενεύουν μέ τόν κόσμο τοῦ γίγνεσθαι καί πού μέ τήν πολυφαγία καί τή λαγνεία καί τίς ἄλλες ἡδονές ἔχουν προσκολληθεῖ ἐπάνω της καί σάν κομμάτια μολύβι τῆς γυρίζουν τήν ὄψη πρός τά κάτω … τότε ἡ ἴδια αὐτή δύναμη τῶν ἴδιων ἀνθρώπων θά ἔβλεπε τά ἀληθινά ὄντα τόσο ξεκάθαρα ὅσο κι αὐτά στά ὁποῖα εἶναι τώρα στραμμένη».2
Ἐκτιμώντας λοιπόν τήν ἀγωγή ὡς τή στροφή τῆς ψυχῆς πρός τήν σωστή κατεύθυνση, γιά νά μπορέσει αὐτή ἀρχικά νά συλλαβίσει καί σιγά σιγά νά γίνει ἱκανή νά κατανοήσει τό Ἀγαθό, θά πρέπει νά ἐργαστοῦμε ὅπως ἀκριβῶς ὅταν μαθαίναμε τά γράμματα τοῦ ἀλφαβήτου.
 «Νιώθαμε τότε ὅτι θά εἴχαμε κάνει σημαντική πρόοδο, ὅταν θά μπορούσαμε νά ἀναγνωρίζουμε τά γράμματα, πού εἶναι λιγοστά, σέ ὅλες τίς λέξεις … ἔχοντας κατανοήσει ὅτι δέν θά μαθαίναμε ἀνάγνωση προτοῦ νά τό κατορθώναμε αὐτό… Τότε λοιπόν … δέν πρόκειται νά λάβουμε ὁλοκληρωμένη παιδεία, οὔτε ἐμεῖς οὔτε αὐτοί γιά τούς ὁποίους ἰσχυριζόμαστε ὅτι πᾶμε νά τούς δώσουμε παιδεία … προτοῦ νά μποροῦμε νά διακρίνουμε τά σχήματα τῆς σωφροσύνης, τῆς ἀνδρείας, τῆς μεγαλοψυχίας, τῆς ἀξιοπρέπειας κι ὅσα  πᾶνε χέρι-χέρι μέ αὐτά, ὅπως πάλι καί τά ἀντίθετά τους, παντοῦ ὅπου αὐτά ἐναλλακτικά ἐμφανίζονται καί ὑπάρχουν, μέσα στό κάθε τί στό ὁποῖο ὑπάρχουν».3

Ἐξετάζοντας τώρα τά σχήματα πού προβάλλονται στό   ψηφιακό σπήλαιο τῆς ἐποχῆς μας θά διαπιστώσουμε ὄχι μόνο πόσο αὐτά ἀπέχουν ἀπό τά σχήματα τοῦ Ἀγαθοῦ ἀλλά πώς σέ πρακτικό ἐπίπεδο τά εἰκονικά εἴδωλα πού προβάλλονται κατ’ ἐξακολούθηση, βομβαρδίζοντάς μας κυριολεκτικά, ἀφαιροῦν ἀπό τήν ὅραση τήν ὀξύνοια τῆς ψυχῆς καί ἀλλοτριώνουν τή φύση της. Γιά νά γίνει μάλιστα πιό κατανοητό τό τί ἀκριβῶς μᾶς συμβαίνει, ἀρκεῖ νά παρακολουθήσουμε τόν εὔστοχο τρόπο μέ τόν ὁποῖο αὐτό ἔχει διατυπωθεῖ αἰῶνες πρίν, ἀναφορικά μέ τήν ἀγωγή πού δίνεται μέσῳ τῆς τέχνης στά παιδιά, τά ὁποῖα θά πρέπει: «νά μήν ἀνατρέφονται μέσα σέ ἀπεικονήσεις τοῦ κακοῦ σάν μέσα σέ κακό λιβάδι τσιμπολογώντας ἀπό ’δῶ κι ἀπό ’κεῖ λίγο-λίγο κάθε μέρα καί δοκιμάζοντας πολλά ὥσπου τελικά, δίχως νά ἀντιληφθοῦνε πῶς, νά σωρεύσουν στήν ψυχή τους ἕνα πελώριο κακό, ἀλλά νά ἀναζητοῦμε τεχνίτες μέ ἔμφυτη τήν ἰκανότητα νά ἀνιχνεύουν τήν ὀμορφιά καί τήν εὐπρέπεια, ὥστε οἱ νέοι, σάν μέσα σ’ ἕναν τόπο ὑγειινό, νά ἀντλοῦν ὠφέλεια ἀπό τά πάντα, καθώς ὁτιδήποτε ἀπό τά ὄμορφα ἔργα θά ἀγγίζει τά μάτια ἤ τά αὐτιά τους θά εἶναι σάν αὔρα ἀπό ἕναν τόπο καλό πού θά φέρνει ὑγεία, καί χωρίς κάν νά τό καταλάβουν, ἀπό παιδιά κιόλας, θά τούς ὁδηγήσει νά μοιάσουν, νά φιλιώσουν καί νά ταιριάξουν μέ τό λόγο πού κλείνει μέσα της ἡ ὀμορφιά».3 Καί προσθέτει ἀκόμα ὅτι «ὅποιος ἔχει ἀνατραφεῖ ὅπως πρέπει θά προσέξει ἀμέσως ὁποιαδήποτε ἀτέλεια, ὁτιδήποτε δέν εἶναι ὄμορφα φτιαγμένο ἤ ἡ φυσική ἀνάπτυξή του δέν ἔχει ὄμορφα ξεδιπλωθεῖ, καί δυσανασχετώντας, δικαίως, γι’αὐτό ὅσα μέν εἶναι ὡραῖα θά τά παινεύει καί θά τά χαίρεται, καί κλείνοντάς τα μέσα στήν ψυχή του θά τρέφεται ἀπό αὐτά καί θά πλάθεται καλός καί ἄξιος, ἐνῷ ὅσα εἶναι ἄσχημα θά τά κατακρίνει, ὅπως εἶναι τό σωστό, καί θά τά ἀπεχθάνεται ἀπό νέος κιόλας, προτοῦ κάν νά εἶναι σέ θέση νά ἀντιληφθεῖ γιά ποιόν ἀκριβῶς λόγο συμβαίνει αὐτό, κι ὅταν κάποτε ὁ λογισμός ἔρθει, ἐκεῖνος ἔχοντας ἔτσι ἀνατραφεῖ, θά τόν καλωσορίσει ἀμέσως ἀναγνωρίζοντάς τον ἀπό τή συγγενικότητα πού ἔχει μαζί του».3
Νομίζω θά πρέπει μέ σοβαρότητα καί εἰλικρίνεια νά ἀπαντήσουμε στό πόσο προηγμένη πρέπει νά θεωρεῖται μιά ἐποχή ὅπου πράττεται ἀκριβῶς τό ἀντίθετο. Γιά ποιά ἄλματα προόδου μιλᾶμε ὅταν ἀπανθρωποιοῦμε τόν ἄνθρωπο καί τόν ἐμβολιάζουμε μέ πολλαπλές δόσεις κακίας καί ἀνοησίας.4
Συνυπολογίζοντας μάλιστα τόν διαρκῶς ἐπιταχυνόμενο ρυθμό πού ἁρμόζει στίς μηχανές ἀλλά ὄχι στόν παλμό τῆς ψυχῆς, φτάνουμε στήν πρακτική μιᾶς κοινωνίας πού ἔχει ἐξορίσει ὄχι ἁπλῶς τήν ἰδέα καί τή γνώση τοῦ Ἀγαθοῦ ἀλλά καί τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο.  Καλπάζουσα εἶναι πλέον ἡ ἀποϊεροποίηση τῆς φύσης καί τῆς φύσης μας, καθώς καί ἡ ἐκχώρηση τῆς ἐλευθερίας μας σέ σχήματα πού διαβρώνουν τόσο τό ἀνθρώπινο πρόσωπο ὅσο καί ὁλόκληρη τή Δημιουργία. Ἔχουμε ὕπουλα ἀποξενωθεῖ ἀπό τόν τρόπο πού τό Ἀγαθό θα μποροῦσε νά ἔχει γίνει ἡ φυσική μας κίνηση.
«Αὐτή ἡ ἀφύσικη τοποθέτηση στούς ἀντίποδες μᾶς κάνει, λόγου χάρη, ἀντίθετα ἀκριβῶς μέ τά ὅσα διδάσκει ὁ Πλάτωνας στό εὐπρεπείας γραφῆς  πέρι καί ἀπρεπείας (Φαίδρος 274b), νά διατηροῦμε ὁρισμένες καταστάσεις πού μᾶς ἔχουν κάνει ἔξωθεν – ὅπως ἡ γραφή – οὐκ ἔσωθεν ἀναμιμνησκόμενους, καί μᾶς πορίζουν ὄχι ἀληθινή σοφία, ἀλλά τό ὁμοίωμά της, σοφίας δόξαν, οὐκ ἀλήθειαν». 5
«Ὅποιος ὅμως ἔχει νοῦ … θά ἀναλογιστεῖ ὅτι δύο εἰδῶν εἶναι οἱ συγχύσεις πού συμβαίνουν στά μάτια καί δύο εἰδῶν εἶναι οἱ αἰτίες στίς ὁποῖες ὀφείλονται, ἀνάλογα μέ τό ἄν περνάει κανείς ἀπό τό φῶς στό σκοτάδι ἤ ἀπό τό σκοτάδι στό φῶς. Καί θεωρώντας ὅτι ἀκριβῶς τά ἴδια συμβαίνουν καί μέ τήν ψυχή, ὅποτε θά βλέπει κάποια ψυχή νά τά ’χει χαμένα … θά προσπαθεῖ νά διαπιστώσει τί ἀπό τά δύο συμβαίνει: Εἶναι ἄραγε τυφλωμένη ἐπειδή ἔχοντας ἔλθει ἀπό μία ζωή φωτεινότερη δέν εἶναι συνηθισμένη στὸ σκοτάδι ἤ, ἀντιθέτως ἐπειδή προχωράει ἀπό τήν περισσή ἀμάθεια σέ μιά περιοχή φωτεινότερη, κάτι πιό λαμπερό ἔχει πλημμυρίσει τά μάτια της μέ ἐκτυφλωτικό φῶς;»2

Φαίνεται πώς διαχρονικά ὁ ἄνθρωπος στρέφεται, μέ ὑποκίνηση τοῦ πονηροῦ, στή συνεχή καθ' ὅλην τήν ζωή του ἐνασχόληση μέ τή γνώση, καί δέν μένει ἔτσι καιρός νά ἀσχοληθεῖ μέ τήν ἀληθινή παιδεία καί ἀγωγή, πού καθαρίζει τήν ψυχή ἀπό τά πάθη. Ὡς ἐπιλήσμων, ἀποκόπτεται ἀπό τήν εὐδοκία πού καταυγάστηκε στό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ καί παγιδεύεται στήν κακοδοξία τοῦ ψηφιακοῦ «σπηλαίου», παραδίνοντας τήν καρδιά του ὄχι στόν Υἱό καί Θεό τῆς εἰρήνης ἀλλά σέ πολεμοχαρεῖς κοσμοκράτορες, ἰούς διαβολῆς. Θά μπορούσαμε νά ἐκτιμήσουμε πώς ὁ ἀποκλεισμός τῆς τρέχουσας παιδείας ἀπό τήν πνευματική γνώση καί τό γεγονός ὅτι ἡ ἐπιστημονική ἀντίληψη τῆς γνώσης οὐσιαστικά καταξιώθηκε ὡς ὁ μόνος τρόπος πού ὑπάρχει γιά νά φτάσει κάποιος στή μάθηση, ἐκτοπίζοντας μάλιστα τόν πνευματικό νοῦ καί ἀντικαθιστώντας τον μέ τήν ὑπολογιστική λογική, στάθηκε ὁ καθοριστικός παράγοντας διάβρωσης τῆς νοητικῆς μας ἀντίληψης.
«Στή σφαίρα τῆς γνώσης γίνεται ὁρατή, τελευταία καί μέ μεγάλη δυσκολία, ἡ ἰδέα τόῦ Ἀγαθοῦ… Οἱ ἄλλες τώρα ἀρετές, πού γενικῶς χαρακτηρίζονται ὡς ἀρετές τῆς ψυχῆς, φαίνεται ὅτι εἶναι κάπως κοντά στό σῶμα – γιατί στ’ ἀλήθεια, ἐνῷ πρωτύτερα δέν ὑπῆρχαν στήν ψυχή, ὕστερα μέ τόν ἐθισμό καί τήν ἄσκηση, ἐμφυτεύονται σ’ αὐτήν, ἐνῷ ἡ φρόνηση καί ἡ γνώση φαίνεται νά ριζώνει σέ κάτι ἀσυγκρίτως πιό θεϊκό».2
Αὐτή ἡ προσέγγιση στό θεϊκό κομμάτι, ἡ πορεία ἀπό τό κατ’ εἰκόνα πρός τό καθ’ ὁμοίωση, ἡ χάρη τῆς μετοχῆς μας ὄχι ἁπλῶς στό Ἀγαθό ἀλλά στόν Πανάγαθο Θεό, δέν εἶναι μόνο «στροφή» πρός τό φῶς ἀλλά ἡ δυνατότητα νά ὑπάρξουμε ὡς υἱοί φωτός, γιά τήν εὐλογία καί τήν σωτηρία τοῦ σύμπαντος κόσμου.


1. Ἰωάννη 3:19 
2. Πλάτων. Πολιτεία 514a -521b . Μτφρ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλος 2002
3. Πλάτων. Πολιτεία 401b-403c . Μτφρ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλος 2002
4.Ὁ Michel Desmurget, ὁ ὁποῖος εἶναι Διδάκτωρ τῶν νευροεπιστημῶν καί Διευθυντής στό INSERM μέ σχετικό συγγραφικό καί ἐρευνητικό ἔργο θεωρεῖ τήν κατάσταση αὐτή «λοβοτομή πιό ἀποτελεσματική ἀπό τήν καταστολή» καί καυτηριάζει τήν ψηφιακή ἀνοησία ὡς μαζική παιδοκτονία.
5.Ζήσιμος Λορεντζάτος: «ΔΙΟΣΚΟΥΡΟΙ - Γ. ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ»





Τρίτη 16 Ιουνίου 2020


Η ΜΕΘΕΚΤΙΚΗ ΥΠΑΡΞΗ
ΩΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΟΣ ΑΡΤΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ

Τῆς Κατερίνας Ἀθηνιώτη-Παπαδάκη


Θά ἔβαζες ποτέ ἕναν ἐλέφαντα νά κατοικήσει σέ ἕνα μικρό δωμάτιο; Μά θά ’σκαγε τό ζωντανό, θά σκεφτεῖς. Πῶς νά ζήσει ἕνα ζῶο μέ τέτοιο μέγεθος σ’ ἕνα δωμάτιο; Στοχάσου λοιπόν πόσο εἶναι τό μέγεθος τῆς  ἀνθρώπινης ὕπαρξης γιά νά τῆς δοθεῖ ὡς κατοικία ἕνα ἄπειρο σύμπαν.
Ὅμως τό δικό μου ἀνάστημα εἶναι περιορισμένο, αὐστηρά μετρημένο, θά μοῦ πεῖς. Τό ἀνάστημά σου εἶναι ἀναστάσιμο. Ἀνάστημα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης εἶναι ἡ πορεία ἀπό τό κατ’ εἰκόνα στό καθ’ ὁμοίωσιν. Ἡ παρουσία σου δέν ἀποτελεῖ κυρίως βιολογικό γεγονός ἀλλά θεϊκή οἰκονομία. Ἡ παρουσία σου εἶναι θύρα μυστηρίου. Ἡ ἀληθινή σου φύση ἀνήκει στό μυστήριο. Τό μυστήριο εἶναι τό πιό φυσικό γεγονός τῆς ζωῆς σου. Εἶναι ὁ ἥλιος τῆς ἀντίληψής σου.
Ἄν τό μυστήριο δέν ἔχει γίνει σῶμα σου, ἀρετή καμία δέν ἔχεις. Ἄλλο πράγμα νά ’σαι ἠθικός κι ἄλλο ἐνάρετος. Ἡ διαφορά βρίσκεται στόν ἀναβαθμό φωτισμοῦ τῆς πορείας σου. Δέν ὑπάρχει τίποτα γύρω σου πού νά μήν εἶναι μυστήριο. Οὔτε ἡ ὕλη εἶναι μόνο ὕλη. Αὐτό πού πρῶτα ὑπάρχει εἶναι οἱ λόγοι τῶν ὄντων. Κι οἱ λόγοι αὐτοί εἶναι τά μυστικά συναξάρια τῆς ὕλης. Δέν ἀναδύονται λοιπόν στεγανά τά πράγματα ἀλλά μεθεκτικά πρός τό θεῖο. Δέν ὑπάρχει ψηφίδα χώρου ἤ χρόνου δίχως μετοχή δόξας Θεοῦ. Ἡ μετοχή - μέθεξη αὐτή ἐγκαινιάζει μιά κατάσταση ἀγαπητικῆς ἀλληλοπεριχώρησης. Ξάφνου στό μικρό σου ἀνάστημα συγ-χωρεῖται ὅλη ἡ κτίση. Καί ἐν Θεῷ συγ-χωρεῖται ἀναστάσιμα. Δέν ὑπάρχει πιά κάτι πού δέν εἶναι σῶμα σου. Δέν ὑπάρχει πιά κάτι ὡς ἀντι-κείμενο. Ἡ «ὑποστατική ἀρχή» καί ὁ «πλατυσμός τῆς καρδίας» σέ καθιστοῦν φορέα ὅλης τῆς κτίσεως καί ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος. Δέν ὑπάρχουν ἀπουσίες ἐκεῖ πού ὁ Θεός μεθεκτικά ἐργάζεται τίς οὐσίες. Ἔτσι περιχωρεῖς μέ τήν χάρη Του ὄχι μόνο τόν καιρό πού σοῦ δόθηκε, ἀλλά καί τά παρελθόντα καί τά μέλλοντα ἕως τά ἔσχατα. Ἡ παρουσία σου ἔχει τό βάρος τῆς αἰωνιότητας. Φτάνει ἔτσι νά γίνεται παρουσία θείας ἐλπίδας.

Τό μυστήριο δέν εἶναι ἰδεολογία, γνώση ἤ πεποίθηση, εἶναι βίωμα. Δέν ἔχει σχέση μέ ἀκρωτηριασμένο ὀρθολογισμό, ἀποδείξεις, ἐνδείξεις, ἀντενδείξεις. Εἶναι «ἀπαρχή καινῆς βιοτῆς».
Ἡ πιό τραγική κρίση τῆς ἀνθρωπότητας εἶναι ἡ πτώση. Καθημερινή ἀγωνία πού θέλει τό θαῦμα τῆς ὕπαρξης ἀλυσοδεμένο στήν ἐπιβίωση ὄχι σάν ρυθμό αἰωνιότητος, ὄχι σάν ποίηση ζωῆς, ὄχι σάν εὐαγγελικό ὀρό ἐλευθερίας, ὄχι σάν μύρο ἁγιότητος, ὄχι ὡς μακαριότητα  εἰρήνης. Εἶναι σάν νά ἔχουμε κλείσει, πιά, τόν ἐλέφαντα σέ ἕνα κουτί.
Χάνοντας τό αἰσθητήριο ὄργανο γιά τό μυστήριο ἀδυνατοῦμε νά γευθοῦμε τή θεία ἀγάπη πού ζωοποιεῖ, ἐνορχηστρώνει καί διαφυλάττει σέ ἁρμονία κάθε ψηφίδα τοῦ σύμπαντος. Ἔτσι, πάψαμε νά εἴμαστε τά γιεφύρια αὐτῆς τῆς ἀγάπης. Τά χέρια μας δέν ἔχουν πιά αὔρα Θεοῦ στό ἄγγιγμά τους. Σύμπασα κτίση καί συνάνθρωπος συστενάζουν καί συνωδίνουν ἀπό τόν τραγικό εὐνουχισμό μας.
Ἡ μόνη οὐσιαστική θεραπεία εἶναι ἡ ἐπιστροφή. Ἐπιστροφή στόν οἶκο τοῦ Πατρός, στό ταμιεῖο τῆς Χάριτος, στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ. Ἀντιληπτικό ὄργανο τοῦ μυστηρίου γίνεται ἡ προσευχή.
Μέσα στίς τόσες σπουδές λησμονήσαμε τήν ἀγωγή γιά τό μυστήριο. Τό μυστήριο καλλιεργεῖ συστολή καί ταπείνωση, ξεσφραγίζει τήν ἱερή ὅραση καί τήν ἱερή ἀκοή μέσα ἀπό τήν μακάρια ἡσυχία τῆς ὕπαρξης. Ἡ καρδιακή ἡσυχία γίνεται θύρα καί σιγά σιγά ἐπανακτᾶς τήν αἴσθηση τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ αἴσθηση γίνεται οἰκειότερη τῆς ἀναπνοῆς σου. Κάθε φυγή ἀπό τή σιγή τῆς ἐγγύτητας τοῦ Θεοῦ ἀρχίζεις νά τήν κατανοεῖς ὡς ἔπαρση. Καί καθώς ἡ παρουσία σου δέν εἶναι πιά στεγανή ἀλλά διαπερατή στή χάρη Του, ἡ ἐνδοχώρα τοῦ μυστικοῦ νυμφώνα ἀνοίγει καί γίνεσαι γαμήλια γιορτή καί εὐχαριστιακός ἄρτος τῆς ὕπαρξης. Ἀποκτᾶς τό ἀνάστημα τοῦ  ἀνθρώπου πού εὐλογεῖται νά ἁγιάζει χῶρο καί χρόνο. Ἐκκλησιάζεσαι.
Ἔτσι μεθεκτικά ἀνοικτός, εὐχαριστιακά διαπερατός, ἀγαπητικά διαθέσιμος, ἀξιώνεσαι νά προσέλθεις στό λυτρωτικό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Καί ἡ φθαρτή περιβολή τοῦ σώματος μετουσιώνεται σέ ἀναστάσιμη. Δέν εἶσαι πιά θνητός, εἶσαι καθολικός. Μέλος τῆς μίας ἁγίας καθολικῆς Ἐκκλησίας. Δέν εἶσαι πιά ἔκπτωτος. Ἔχεις υἱοθετηθεῖ ἀπό τόν Πατέρα. Οὔτε εἶσαι γυμνός. Ἐνδύεσαι χιτώνα δόξης καινό τήν θυσία τοῦ Υἱοῦ. Δέν εἶσαι πιά συσκοτισμένος ἀλλά καταυγασμένος ἀπό τό Πνεῦμα τό Ἅγιο. Περιβαλλόμενος μυστικά τήν στολή τήν πρώτη μετουσιώνεσαι σέ υἱό φωτός γιά νά περιστεγάσεις στοργικά ὅλες τίς πονεμένες καρδιές καί νά θεραπεύσεις ἀναλισκόμενος τίς πληγές τῆς ὀδυνόμενης κτίσης.

Ἔκπτωτοι τρόποι καί φόβοι φέραν ἄρρωστους καιρούς πού κατάντησαν ὅλο τόν κόσμο πραμάτεια. Ἡ δίψα τοῦ οὐρανοῦ ἐξορίστηκε. Μέ περισσή ἔπαρση καί θνησιγενῆ μέτρα ἐπιδιώκουν νά περιφρουροῦν τήν ἀκεραιότητα τῆς θνητότητάς σου!
Ἐσύ ψυχή μου, ἕνα πράγμα νά διαφυλάξεις. Τήν μετοχή σου στό Εὐχαριστιακό Δισκοπότηρο. Ἐάν ἐπιμένεις νά ἔχεις Χριστό μέσα σου, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός θά σέ ὁδηγήσει εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν καί θά διαφυλάττει στή χάρη Του τά βήματά τῆς ζωῆς σου. Μή φοβᾶσαι ὅ,τι ἀπειλεῖ τό σῶμα σου ἀλλά ὅ,τι ἀπειλεῖ τήν εὐχαριστιακή δόξα τῆς ὕπαρξής σου, ὅ,τι προσγειώνει τήν ἐλευθερία σου, ὅ,τι ἀκρωτηριάζει τό ἀληθινό σου ἀνάστημα. Καί ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη καί ἡ τέλεια ἀγάπη ἐκβάλλει τό φόβο, κάθε φορά πού φοβᾶσαι εἶναι ὁ Χριστός πού προσπαθεῖ νά αὐξηθεῖ μέσα σου, γιά νά ἀγαπήσεις περισσότερο, ὥστε νά γίνεις εὐτυχία, ἱλασμός καί εὐλογία τοῦ  κόσμου.



Τετάρτη 3 Ιουνίου 2020

ΟΤΑΝ Η ΑΓΩΓΗ ΔΙΝΕΙ ΤΗ ΣΚΥΤΑΛΗ ΣΤΗ ΜΥΣΤΑΓΩΓΙΑ - Η ΜΥΣΤΑΓΩΓΙΑ ΤΩΝ ΨΑΛΜΩΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΣΟΦΙΑΣ

Η μυσταγωγία των ψαλμών της Αγίας Σοφίας
Από Παύλος Παπαδόπουλος 29 Μαΐου 2020





Η Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη δημιουργήθηκε από νεοπλατωνιστές αρχιτέκτονες που ενσωμάτωσαν στην κατασκευή της ελληνική γνώση – πυθαγόρεια και πλατωνική – για την πραγμάτωση της επαφής του ανθρώπου με το θείο. 1483 χρόνια μετά από τα εγκαίνια του λαμπρότερου χριστιανικού ναού (που έγινε στις 27 Δεκεμβρίου 537) η καθηγήτρια του πανεπιστημίου Stanford των ΗΠΑ Μπισέρα Πέντσεβα έχει ολοκληρώσει μια πρωτοποριακή μελέτη που έχει οδηγήσει, με τη βοήθεια προηγμένων υπολογιστικών συστημάτων, στην πιστή αναδημιουργία του ήχου του Ναού φέρνοντας στο σήμερα κάτι που μέχρι πρότινος έμοιαζε ότι είχε χαθεί οριστικά: την εμπειρία της συμμετοχής στον Όρθρο και στον Εσπερινό, σαν να βρίσκεσαι στην Αγία Σοφία της Βυζαντινής εποχής.
Το βιβλίο της Μπισέρα Πέντσεβα, «Hagia Sofia: Sound, Space and Spirit in Byzantium (Pennsylvania State University Press, 2017) κέρδισε το 2018 το βραβείο για την καλύτερη μονογραφία στις ιστορικές σπουδές της American Academy of Religion.
Η ακουστική εμπειρία της Αγίας Σοφίας αναδημιουργήθηκε μέσα από συστηματική μελέτη που έγινε στην Καλιφόρνια τα τελευταία χρόνια, χάρη στη γνώση, στην πίστη και στο όραμα μιας αφοσιωμένης επιστήμονος, χριστιανής ορθόδοξης, βουλγαρικής καταγωγής. Η κυρία Πέντσεβα μίλησε στην «Καθημερινή» και εξήγησε γιατί η επαφή με το θείο που επιτυγχάνεται στην Αγία Σοφία δεν είναι ένα μεσαιωνικό «ειδικό εφέ», αλλά το αποτέλεσμα εφαρμογής πτυχών της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας.
Η καθηγήτρια Πέντσεβα ολοκλήρωσε τη διδακτορική της διατριβή στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Συνδύασε τη βυζαντινή τέχνη, την ιστορία, τη θρησκεία και τη θεολογία. Αμέσως μετά άρχισε να διδάσκει στο Στάνφορντ. Το κλίμα της Δυτικής Ακτής των ΗΠΑ είναι παρόμοιο με το μεσογειακό και αυτό συνέβαλλε ώστε η προσοχή της να παραμείνει στραμμένη στο Βυζάντιο. «Πήγαινα στην ακτή και αισθανόμουν σαν να βρίσκομαι στη Βόρεια Αφρική και να κοιτάζω προς την Ευρώπη», λέει.
Ακολούθησε ένα ταξίδι ανακάλυψης που συνδυάζει τη βυζαντινή ιστορία με τη φαινομενολογία – τη φιλοσοφική μέθοδο αναζήτησης του τρόπου με τον οποία τα φαινόμενα εκδηλώνονται στη συνείδησή μας. Άρχισε να ανακαλύπτει την πραγματική λειτουργία της Αγίας Σοφίας που πολύ απέχει από το να είναι απλώς ένα μεγαλοπρεπές κέλυφος. Ο ναός είναι, σχεδόν, ένας ζωντανός οργανισμός. Η Σοφία, η νόηση, στην οποία είναι αφιερωμένος, είναι έκφραση της συνείδησης, του όντος και της ύπαρξης.
«Επισκέφθηκα την Αγία Σοφία για πρώτη φορά όταν ήμουν 19 ετών σε ένα ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη μαζί με μια φίλη μου από την Τουρκία, που ήταν συμφοιτήτριά μου στην  Αμερική», λέει. «Πολλά χρόνια αργότερα στο Στάνφορντ γνώρισα τον Τζόναθαν Άμπελ, καθηγητή Υπολογιστικών Ερευνών στη Μουσική και στην Ακουστική (Computer Research in Music and Acoustics)». Η κυρία Πέντσεβα άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι το ακουστικό αποτύπωμα, η «φωνή»  της Αγίας Σοφίας θα μπορούσε να ανακαλυφθεί ξανά, να ανακτηθεί, να υλοποιηθεί ως μορφή λογισμικού.
Τον Μάϊο του 2010 επισκέφθηκε την Αγία Σοφία, κάθισε στη μέση του ναού, έσπασε ένα μπαλόνι και κατέγραψε τον ήχο του. Κάθε χώρος διαχειρίζεται διαφορετικά τον ήχο. Γι’ αυτό σε κάθε χώρο ακούμε διαφορετικά τον ίδιο ήχο. Ο συγκεκριμένος καταγεγραμμένος ήχος έφερε το αποτύπωμα της Αγίας Σοφίας. Αυτό το αποτύπωμα έλαβε ο Άμπελ στην Καλιφόρνια (με το σύστημα fetch) και άρχισε να εργάζεται για να αποσαφηνίσει τις συντεταγμένες του. Ανακαλύφθηκε όχι μόνο ότι η Αγία Σοφία «επιβάλλει» αντήχηση που διαρκεί 11-12 δευτερόλεπτα, αλλά και μια σειρά από λεπτομέρειες για το πώς ο χώρος διαμορφώνει τον ήχο. Συγκριτικά, η αντήχηση σε σύγχρονες μουσικές αίθουσες διαρκεί 2-4 δευτερόλεπτα. Η Πέντσεβα βρισκόταν ήδη σε επαφή με τη χορωδία Capella Romana που υπό τη διεύθυνση του Αλεξάντερ Λίνγκας ειδικεύεται στην ερμηνεία μεσαιωνικών θρησκευτικών ύμνων.
Αφήνουμε την κυρία Πέντσεβα να περιγράψει με απλά λόγια αυτό που με την έρευνά της πέτυχε: «Οι ερμηνευτές της Capella Romana απέδωσαν τις ψαλμωδίες του όρθρου, του εσπερινού καθώς και άλλους βυζαντινούς ψαλμούς, ακολουθώντας την παράδοση της λειτουργίας σε καθεδρικούς ναούς, που είναι διαφορετική από τη μοναστική παράδοση της εποχής των Παλαιολόγων που επικράτησε αργότερα στο Άγιον Όρος. Ο ήχος πέρασε μέσα από μικρόφωνα που ήταν κολλημένα στο μέτωπο των ερμηνευτών. Στη συνέχεια διοχετεύτηκε στο πρωτοποριακό λογισμικό του Τζόναθαν Άμπελ και από εκεί στα ηχεία της αίθουσας. Έτσι, ο ήχος που άκουσαν και ακούνε οι χορωδοί της Capella Romana την ώρα που ερμηνεύουν, αλλά και ο ήχος που ακούνε  οι παρευρισκόμενοι είναι ο ήχος που θα άκουγαν αν βρίσκονταν μέσα στην Αγία Σοφία». Πρόκειται για ένα αριστούργημα, καλλιτεχνικό, τεχνολογικό και θεολογικό. Η Capella Romana θα μπορούσε να φέρει την Αγία Σοφία στο Μέγαρο Μουσικής ή στην Εθνική Λυρική Σκηνή, εάν προσκληθεί, όταν φυσικά αρθούν τα ειδικά μέτρα που ισχύουν αυτή την εποχή. «Θα ήταν τιμή μας να δεχτούμε μια τέτοια πρόσκληση από την Ελλάδα», λέει η κυρία Πέντσεβα που είναι φίλη της χώρας μας και την επισκέπτεται συχνά. Αν αναζητήσετε το άλμπουμ «Lost Voices of Hagia Sofia» στο YouTube (και αξίζει να αγοράσετε το CD στο Amazon) μπορείτε να ακούσετε στον υπολογιστή, στο κινητό, στο tablet, τον ήχο της Αγίας Σοφίας. Θα σαστίσετε χωρίς την παραμικρή υπερβολή. Γιατί όμως θα σαστίσετε; Λόγω μιας έλλογης συγκίνησης που φορτίζει τη γνώση για την Αγία Σοφία ή γιατί υπάρχει κάτι βαθύτερο;

«Χάρη στο πρωτοποριακό λογισμικό του Τζόναθαν Αμπελ, ο ήχος που άκουσαν και ακούν οι χορωδοί της Capella Romana την ώρα που ερμηνεύουν, αλλά και ο ήχος που ακούν οι παρευρισκόμενοι, είναι ο ήχος που θα άκουγαν αν βρίσκονταν μέσα στην Αγία Σοφία», λέει η Μπισέρα Πέντσεβα.
Στη συζήτησή μας που έγινε μέσω του Skype η κυρία Πέντσεβα προσπαθεί να μου εξηγήσει το φαινόμενο. Η σύζευξη των βυζαντινών ψαλμών με την ακουστική της Αγίας Σοφίας αναβιβάζουν τη συνείδηση από το υλικό στο νοητικό και στο πνευματικό πεδίο. «Οι ψαλμοί, μέσα σε ένα περιβάλλον τόσο παρατεταμένης αντήχησης, υπερβαίνουν την απλή πληροφορία και γίνονται προσωδία», λέει. Ο ίδιος ο λόγος αποκαλύπτει τον εσωτερικό ρυθμό του, ο οποίος, σε παραλληλία με τη μουσική, προσανατολίζει τη συνείδηση στο άχρονο και στο άπειρο. «Οι ψαλμοί έχουν τον χαρακτήρα μελισμάτων – μουσικές φράσεις με πολλές νότες μελοποιημένες επάνω σε μια μόνο συλλαβή ή φωνήεν – μια συνήθης πρακτική του Γρηγοριανού Μέλους. Προστίθεται η διατονικότητα, η εισαγωγή μη σημασιολογικών ήχων, όπως «χι», «χε», «χο», «γκο», «γκε» ανάμεσα στις συλλαβές. Ένα κείμενο με αυτά τα χαρακτηριστικά, καθώς αποδίδεται μελωδικά μέσα στην Αγία Σοφία, υπερβαίνει τη νοητή του διάσταση», εξηγεί. Κατά την καθηγήτρια, τα μελλίσματα και οι παρενθέσεις (intercalations) επεκτείνουν την αλληλουχία των σημασιών και έτσι το νόημα των λέξεων παύει να είναι προσεγγίσιμο. Το πέπλο που πέφτει επάνω στις σημασίες εντείνεται με την αντήχηση οδηγώντας την αντίληψη πάνω από το επίπεδο της γλώσσας, στο πεδίο της προσωδίας και της εμπειρίας του θείου, καθώς το άτομο ενθυλακώνεται μέσα σε έναν μη προσιτό, υγρό ήχο (που ταυτίζεται με το ομηρικό «όμφη»).  Κατά τη δική μου αντίληψη, όλα αυτά οδηγούν τη συνείδηση πιο κοντά σε ανώτερες δονήσεις, σε πεδία που δεν αντιλαμβανόμαστε στην κανονική ζωή, αλλά που συστηματικά τα συλλαμβάνουν και τα αποκρυπτογραφούν τα μαθηματικά, οι υπερχώροι, οι επιπλέον διαστάσεις και οι υπερχορδές της θεωρητικής φυσικής. Για να αντιληφθεί κανείς με τη φτωχή του αντίληψη κάτι έστω απειροελάχιστο από αυτά τα πεδία, που βρίσκονται στην πηγή της δημιουργίας του σύμπαντος, δηλαδή σε αυτό που αποκαλούμε «θείο», είτε θα πρέπει να είναι φιλόσοφος και μαθηματικός, είτε θα πρέπει να συμμετέχει με ταπεινότητα και ακινησία σκέψης σε μια ιερή τελετή, όπου ο χώρος και η τελετουργία οργανώνονται μέσα από άυλες αρχές της επιστήμης.
Πώς οι νεοπλατωνιστές «έχτισαν» την ένωση με το θείο
Και ιδού οι άυλες αρχές που οριοθέτησαν την Αγία Σοφία σύμφωνα με την καθηγήτρια Πέντσεβα: «Σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές, οι δύο αρχιτέκτονες της Αγίας Σοφίας, ο Ισίδωρος από τη Μίλητο και ο Ανθέμιος από τις Τράλλεις ανήκαν στον κύκλο του Αμμώνιου Ερμείου που κατείχε την έδρα της φιλοσοφίας στην Αλεξάνδρεια και είχε μαθητεύσει κοντά στον Πρόκλο. Η Ακαδημία του Πλάτωνα στην Αθήνα είχε κλείσει το 529 μ.Χ., τρία μόλις χρόνια πριν από την έναρξη κατασκευής της Αγίας Σοφίας. Η Σχολή της Αλεξάνδρειας όμως ακόμη λειτουργούσε και ήταν το κέντρο της ελληνικής γνώσης για τη μηχανική και την ακουστική. Ο Φωκάς, έπαρχος της Κωνσταντινούπολης και στενός συνεργάτης του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού ήταν αυτός που κάλεσε τους δύο αρχιτέκτονες. Είχε κι αυτός συνδεθεί με τον κύκλο των νεοπλατωνιστών. Οι νεοπλατωνιστές συνέδεαν σε μία ενιαία φιλοσοφία τις διδαχές του Πυθαγόρα, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και των Μυστηρίων. Ο Φωκάς κατηγορήθηκε για παγανισμό το 545μ.Χ. και αυτοκτόνησε. Διαπιστώνουμε ότι το ελληνικό πνεύμα, «ξένο και παγανιστικό» εκ πρώτης όψεως, βρέθηκε στον πυρήνα της διαμόρφωσης της χριστιανικής ταυτότητας. Η Αγία Σοφία χτίστηκε από έναν κύκλο νεοπλατωνιστών οι οποίοι πίστευαν ότι μέσα από την επιστήμη μπορείς να προσεγγίσεις το θείο. Γνωρίζουμε ότι οι νεοπλατωνιστές ενδιαφέρονταν για τις ιδιότητες και τις αντανακλάσεις του φωτός, ότι είχαν γνώσεις γεωμετρίας και ανώτερων μαθηματικών και ότι υπολόγιζαν τις ιδιότητες των στερεών μέσα σε στερεά. Σκεφτείτε ότι ο «Καλλιχόρος» της Αγίας Σοφίας είναι ένα στερεό μέσα σε στερεό. Ο Παύλος Σιλεντιάριος, μέλος του Αυτοκρατορικού Συμβουλίου, χρησιμοποίησε αυτή τη λέξη τον 6ο αιώνα για να περιγράψει τον χώρο κάτω από τον τρούλο, όπου λαμβάνει χώρα η λειτουργία. Μέσα στην Αγία Σοφία η ενέργεια του ήχου δεν εξανεμίζεται, αλλά αντίθετα συμπυκνώνεται και εντείνεται καθώς ανυψώνεται προς τον τρούλο. Καθώς φτάνει στον τρούλο, επιστρέφει αντηχώντας προς τα κάτω στο πλήθος των πιστών που ψάλλουν κι αυτοί ακολουθώντας τους ψάλτες και ενθυλακώνει τους πάντες μέσα σε μια ηχητική αίσθηση που θα την αποκαλούσαμε «χρυσή βροχή». Οι ψάλτες ψέλλουν. Η Αγία Σοφία απαντά. Η μυσταγωγία δεν είναι παρά η συνέργεια ανάμεσα στο κτίριο και τους πιστούς».
Η καθηγήτρια εξηγεί ότι ανάλογα φαινόμενα εκδηλώνονται με το φως. Με το φως  της Ανατολής, στον Όρθρο και με το φως της Δύσης, με τον Εσπερινό. Η Αγία Σοφία είναι σχεδιασμένη για να επιτρέπει αντανακλάσεις του φωτός που μετατρέπουν τη στερεότητα του χώρου σε ρευστότητα. Μέσα από τη συζήτηση με την κυρία Πέντσεβα καταλήγω στο συμπέρασμα ότι οι αρχιτέκτονες της Αγίας Σοφίας αντιλήφθηκαν την πρόσκληση για την κατασκευή της εκκλησίας ως μια πρόκληση για σχεδιάσουν έναν χώρο που να εισάγει στο πεδίο της ύλης και της καθημερινής εμπειρίας που καθορίζεται από τις ανθρώπινες αισθήσεις την νεοπλατωνική αντίληψη της θέωσης – δηλαδή της ένωσης με το θείο. Μοιάζει σαν το ζητούμενο να ήταν: Πώς θα αντιληφθείς (πώς θα υποψιαστείς) με τις αισθήσεις σου «κάτι» από το άφατο, από το μη αισθητό, από το θείο. Για να το πετύχουν αξιοποίησαν τα αποκαλούμενα «άφατα σύμβολα», δηλαδή τους αριθμούς, τις αρχές των μαθηματικών και της γεωμετρίας, τις πυθαγόρειες οντότητες που θεωρούσαν ότι αποκαλύπτουν μη αισθητές διαστάσεις της πραγματικότητας. Πήραν λοιπόν  αυτές τις αρχές και τις «έχτισαν» μέσα στα υλικά, στην τοιχοποιία, στην οικοδόμηση. Έτσι κατόρθωσαν να χτίσουν έναν χώρο με αντήχηση 12 δευτερολέπτων. Οι ίδιοι αυτοί φιλόσοφοι και επιστήμονες πίστευαν ότι οι δομές του μακρόκοσμου αντανακλώνται μέσα στον μικρόκοσμο, κάτι που επιβεβαιώθηκε από τη σύγχρονη φυσική. Επέμεναν στις διδασκαλίες τους ότι τα πάντα βρίσκονται μέσα στα πάντα, αλλά ότι το καθετί εκδηλώνεται ως κάτι συγκεκριμένο, με βάση μια δεδομένη δόνηση των ατόμων του, αρχή που επίσης έχει επιβεβαιωθεί από τη φυσική. Έχει αποδειχθεί ότι το κάθε στοιχείο αποτελείται από την ίδια ενέργεια με κάθε άλλο στοιχείο που όμως βρίσκεται σε διαφορετική δόνηση. Κι αν η απροσδιοριστία υπαινίσσεται ένα σύμπαν που ξεχειλίζει από νόηση, τότε όλα τα φαινόμενα είναι διαφορετικές συμπυκνώσεις του νου, από τον κόσμο της ύλης ως τον πλατωνικό κόσμο των ιδεών και την άρρητο αρχή.
Σκέφτομαι ότι η Αγία Σοφία είναι όχι μόνο ένας βαθιά ελληνικός ναός, αλλά ένας οικουμενικός ναός, ένα θαύμα του ανθρώπινου πνεύματος. Ως τέτοιος πρέπει να γίνει σεβαστός από τη χώρα που έχει την τιμή και το προνόμιο να τον διαφυλάττει, τη σημερινή Τουρκία, η οποία δεν στερείται από ανθρώπους με βαθιά μόρφωση, ευαισθησία και πνευματικότητα.  Η Αγία Σοφία – αλλά και σχεδόν κάθε χριστιανικός ναός, ασφαλώς στο δικό του μέτρο ο καθένας – αποτελεί την υλοποίηση ενός νεοπλατωνικού  μηχανισμού προσέγγισης της βαθύτερης αλήθειας που όλοι υποψιαζόμαστε ότι υπάρχει (και) μέσα μας. Ίσως αυτό να είναι μια από τις εξηγήσεις για την επιτυχία του Χριστιανισμού.
Η Μπισέρα Πέντσεβα επισημαίνει: «Στον μεσαιωνικό κόσμο δεν υπήρχε η έννοια του «πραγματικού» (real). Υπήρχει η έννοια της «Αλήθειας» (Truth). Ο χώρος της Αγίας Σοφίας είναι έτσι σχεδιασμένος για να παράγει διαρκώς Αλήθεια, δηλαδή Σοφία. Και η Σοφία ταυτίζεται με το θείο. Η Αλήθεια έρχεται πιο κοντά στις αισθήσεις μας, στον υλικό κόσμο μας, μέσα από το φως και τον ήχο. Σκεφτείτε τη «Μεγαλοφωνία», τον λαμπερό, ευρύ ήχο που παράγεται μέσα από την ανθρώπινη συμμετοχή στην τελετή, των ψαλτών, αλλά και του χριστεπώνυμου πληρώματος που συμμετέχει στις επαναλήψεις των ψαλμών. Αυτό είναι το φαινόμενο που αποκαλούμε «μυσταγωγία».  Η Αγία Σοφία παράγει «εικόνες του Θεού», που δεν είναι υλικές αναπαραστάσεις. Έχουμε μάθει να προσεγγίζουμε το Βυζάντιο μέσα από τις εικόνες των Αγίων, αλλά μην ξεχνάτε ότι η βυζαντινή θεολογία έχει μια πολύ ισχυρή «ανεικονική πλευρά». Συλλαμβάνει το θείο ως ήχο και ως φως. Ο ήχος και το φως δεν έχουν φόρμα. Δεν απαιτούν το ανθρώπινο χέρι. Έτσι, αποδίδουν ακριβέστερα την ενέργεια που αποτελεί το υπόβαθρο της δημιουργίας. Η Αγία Σοφία χτίστηκε για να παράγει άϋλες «εικόνες του Θεού» εμπλέκοντας τους ίδιους τους πιστούς στη διαδικασία αυτή μέσα από τη συμμετοχή τους στην ψαλμωδία. Ψάλλοντας, όλοι οι πιστοί γίνονται εικόνες του Θεού».

Πατήστε τα παρακάτω links και μεταφερθείτε στην Αγία Σοφία την εποχή του Βυζαντίου:
1. Hagia Sofia: Sound, Space, and Spirit in Byzantium.
2. Lost Voices of Hagia Sofia: Capella Romana
3.Το βιβλίο της Μπισέρα Πέντσεβα “Hagia Sophia: Sound, Space, and Spirit in Byzantium”
4. Icons of Sound: Η ταινία της Μπισέρα Πέντσεβα για την Αγία Σοφία
* Η πρωτοποριακή ιστορική και τεχνολογική μελέτη της Μπισέρα Πέντσεβα για τη χαρτογράφηση του ακουστικού αποτυπώματος και την ηχογράφηση των θρησκευτικών ύμνων της Αγίας Σοφίας υποστηρίχθηκε από το Ίδρυμα Ωνάση με δύο χορηγίες, το 2013 και το 2016.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του ιερομονάχου Αναστασίου, από το Ιερό Κουτλουμουσιανό Κελί του Τιμίου Προδρόμου.

1 σχόλιο
1.    Μιχάλης Ν. Σταμπούλης 31 Μαΐου 2020 at 11:17
Νομίζω οτι αυτό που θά ταίριαζε, σάν σχόλιο, σ’ ένα τόσο μοναδικό καί υψηλού επιπέδου άρθρο, θά μπορούσε νά’ ναι μόνο ένα αντίστοιχης ποιότητας (καί εσωτερικότητας) χρονικό μιάς επίσκεψης στήν Αγιά-Σοφιά, όπως “τήν είδε” ο Πρωτοπρεσβύτερος τής καρδιάς μας π. Θωμάς Χρυσικός, Εφημέριος στόν Ι. Ναό τής Αγίας Ειρήνης (οδ. Αιόλου), τής καταφυγής καί τής παραμυθίας μας.
Άς τόν ακολουθήσουμε, άν τό καταφέρουμε :
Εσδευση… τελετητη
δρμος γι τν Πλη εναι μακρς τσι κι’ λλις. Δεκδες
χ
νια ριθμοσε τ ταξδι κενα τ χρνια σπου ν φτσει κανες.
Σταθμο
νεφοδιασμο κι νπαυσης, ψευδασθηση σφλειας π
ληστ
ς. σο κι’ ν ταν τ κουμντο, τ ταξδι ταν π μνο του
μεγ
λο ξδιο σ ποχρωνε ν μετρς ρα τν ρα τς ντοχς κα τς
νγκες, σ’ φηνε σχεδν γυμν κι’ ποκαμωμνο, σ περιμζευε
Βασιλε
ουσα ν σ ντσει μ δικ της φορεσι.
 Τ
ρα πι τ ταξδι εναι σφαλς δ χρειζονται χνια κι’
νεφοδιασμο, δν συναντς ληστς μπορες ν προϋπολογσεις τ
παραμικρ
. Φτνεις στν Πλη κουβαλντας ποσκευς πο
παραμερ
ζουν τν ναμτρηση μ τ χρειδη, μβλεια το δικτου
παρ
χει πλρη κλυψη…
 Μ
νο εροσυνοδς ναλαμβνει ν θυμσει κτι συνθιστο:
«
ν χρειαστε ν γκαταλεψετε τ εροσκφος φστε πσω λα τ
τομικ σας εδη».
 Κι’
μως εναι πι οκεα φρση. Τν λμε συχν κα τν
ξεχν
με συχντερα: «Πσαν τν βιοτικν ποθμεθα μριμναν». Στν
Π
λη δν πς ξοπλισμνος οτε σφαλισμνος, πς γι ν παραδοθες
παραιτο
μενος π’ ,τι χεις, π’ ,τι ξρεις γι ν σταθες μπροστ
στ
ν Πλη τς Μεγλης κκλησας.
 Στ
ν Βασιλικ Πλη τς γας Σοφας πομνουν γυμν ν
περιμ
νουν τ φοβερ γκιστρα πο συγκρατοσαν κποτε τερστια
β
λα, εκνα το Καταπετσματος τς Σαρκς το Κυρου, το
κοινωνο
τς σαρκς μν, πο σρονταν γι ν εσοδεσουν ο
λευχειμονο
ντες νεοφτιστοι, καιν κτση τς κκλησας, γι ν
ξαναβρο
ν πορεα ζως τ τεθραυσμνα μλη το Χριστο.
Β
λα συρμενα πρς τν καιν βηματισμ τν σχτων, πρς
τ
ν διβαση κα τν σαββατισμ, τν κατπαυση τν ργων τς
σαρκ
ς.
 Ξ
ρω τι εμαι γννημα νς λαο κληρονμου ατς τς
ερουργας πο εροργησε τν κληρονομι του σ καιρος χαλεπούς,
ταν στορα πστρεψε τος φθαλμος της κα τν γκατλειψε
γυμνητε
οντα κα πλνητα. συρε ττε τ καταπετσματα τς
ερουργας του κα εσδευσε στν παρηγορι της.
 Ξ
ρω μως τι εμαι γννημα νς λαο κληρονμου ατς τς
ερουργας πο σμερα μετεωρζει τ βμα του παρηγρητος.
Π
στεψε σ ρματα ρτιγννητα παλαις τν μερν λας μου κα
πστειλε τ καταπετσματ του φνοντας τν ψυχ του κθετη,
κεκοινωμ
νη, καταπτημα θνν.
Κα
πνω στος θρνους τν διαψεσεων μοιζει ν μ θυμται
κ
ν τν παντοχ τς δικς του λπδας, κε πο κμα πρχει κα
δ
ν τν σκπασαν ο κραυγς θορυβοντων ποιμνων.
……………………………………………………………………………………….
Στ ρειχλκινο πρθυρο τς Βασιλικς Πλης, πνω π τ
γκιστρα το φραγμο εκονζεται θρνος νγλυφος ν ποδχεται
νοιχτ τ Εαγγλιο στος Κυριακος λγους: «γ εμ θρα τν
προβ
των· δι’ μο ἐάν τις εσλθη, σωθσεται, κα εσελεσεται κα
ξελεσεται κα νομν ερσει».
 Σ
μερα Πλη εναι νοιχτ τποτα δν μποδζει τν διβαση,
καθ
νας μπανει μ τ βηματισμ πο παγορεει συνθεια το
περιηγητ
.
Τ
κατφλι τς Πλης εναι λιωμνο π τν τριβ
κατομμυρων νθρπων πο εσρχονται κα ξρχονται τσο
διφοροι γι «νομ» παραπλησον στν λογα τς βασνιστης
α
σθητικς πλαυσης κλλους τραγικ μθεκτου.
Πλη τν προβτων γνεται πλη τς κρσεως, πι
συμπυκνωμ
νη ασθηση ατογνωσας μ τ κουσμα τς φωνς το
Ποιμ
να κα τν λαχτρα τς «νομς».
Ξ
ρω τι εμαι γννημα νς λαο κληρονμου ατς τς
ερουργας, νς λαο πο στριζε τν «νομ» του στν πωνυμα τς
υ
οθεσας, στ βασιλικ του ξωμα.
Ξ
ρω μως τι εμαι γννημα νς λαο πο τν ποκομησαν ο
θισμο τς εωχας κα τρα στν ρα το λιμο ναζητ
πεγνωσμνα «νομ» στ κατλοιπα τν παραισθσεων γνοντας
τ
ν ρτο, τν Κυριακ κα πιοσιο. κουσε ραγε λας μου χο
ποιμαντικ
ς φωνς ν τν ποτρπει π’ τν ραθυμα τς ππλαστης
φθονας, ν ναχαιτζει τ ρεματα τς κατρρευσης μ τν μειλχια
κλ
ση τς κκλησιαστικς μυσταγωγας κα τ παρδειγμα τς
προσωπικ
ς νιδιοτλειας;
Π
ς σγησε ποιμαντικ φων, πο ταν ο ποιμνες του κι’
μεινε μνδρα φλακτη στν πλαση τν προβατσχημων λκων;
………………………………………………………………………………………….
γα Σοφα εναι κουρσεμνη κι’ γ δυ φορς μπροστ της.
Ε
μαι λφυρο στ χρια το πορθητ πολιτισμο μου.
μως στν Πλη Της ξαναζ τν ερουργα μου, τ νστιμον
μαρ τς ζως μου.
 
παρξ μου εναι λη δ κα κθε φορ τν ξαναβρσκω
κραια κα κριτικ, παρξη καμωμνη χι μ στορικ συναισθματα,
ε
κολα κα επεπτα λλ π τ θος τς χορεας τν γων πο
δι
βηκε ατ τν Πλη, βρθηκε σω το Καταπετσματος κα μ
καλε
ν προσκομσω κα τ δικ μου λθεια, ν εσοδεσω μ τ
τ
μια δρα τς μετνοιας γι ν ξαναβρ «νομν».
χω γεννηθε μσα στν γι Σοφι, ψηλαφ κθε φορ τς
δνες τς κυοφορας μου, ξαναμπανω στν θαλπωρ το μητρικο
Της
ναγκαλισμο πρν κι’ π’ τς μνας μου τν ναγκαλισμ.
………………………………………………………………………………………….
δροσισμς τς σκις Της μς σκπαζε παρακλητικ σο
βαδ
ζαμε μ τ σζυγ μου στ σοκκια τς Πλης πορροφημνοι κα
σκεπτικο
.
Δ
ν φγαμε κα δν θ φγουμε ποτ π κοντ Της. Δν
λοκληρνεται τσι πλ εσδευση στν Πλη Της. δρμος τν
σχτων μας περν π τ Σμα Της.
………………………………………………………………………………………….
το Θεο Σοφα κουμπ τ βλμμα Της στς Πλες το
Φαναρ
ου τν ξωτρα κα τν σωτρα. Στν ξωτρα βλπει τ
νσαρκο καταπτασμα το αωρομενου στν γχνη Ποιμνα ν
φρ
σσει δι παντς τν διλευση τς στορικς ναδειας τν
κατισχυμ
νων πυλν το δου.
Στ
ν σωτρα κουμπ τ βλμμα Της στ καταπτασμα τς
Π
λης τν γων κρεμμενο σμερα στ γκιστρα τς τανυσπτερης
πατριαρ
χικς Εθνης κα συρμενο γι ν εσοδεουμε στν κοιν
τ
πο «νομς» τς ζως μας.
ναστσιμο νκος τς Χρας τν Ζντων στν καταιγδα το
ττημνου χρνου.
 Π
σαν τν βιοτικν ποθμεθα μριμναν…
φων τς εροσυνοδο θ θυμζει τν τρπο.
Πρωτοπρεσβτερος
Θωμ
ς Χρυσικς