Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 2018



 Θητεία μαθητείας στό «Ἄξιον Ἐστί» τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη. Μέρος Α΄


Θητεία μαθητείας στό «Ἄξιον Ἐστί» τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη. Μέρος Α΄


Ἕνα ἀπό τά σημαντικότερα πράγματα πού θά ἔπρεπε νά συνειδητοποιοῦμε εἶναι ὅτι ἡ Θεία Λειτουργία δέν τελειώνει στό «Δι᾽ εὐχῶν».
 Ἀντίθετα ἀπό τό «Δι᾽ εὐχῶν» ἀρχίζει. Ἀπό τό σημεῖο αὐτό καί πέρα χρεωνόμαστε τή μετάγγιση τῆς εὐλογίας στόν κόσμο.
Στό ποιητικό ἔργο «Ἄξιον Ἐστί» τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη μποροῦμε νά ψηλαφίσουμε αὐτή ἀκριβῶς τή συνέχεια. Τή λειτουργία μετά τήν Λειτουργία.
 Μιά λειτουργική μετάγγιση τοῦ εὐχαριστιακοῦ καί δοξολογικοῦ νοήματος στόν βίο πού ὁμολογεῖ
 τόν τρόπο τῆς τραγικά δοκιμαζομένης ἀλλά ἀναστημένης ὕπαρξης
πού στούς ὤμους της ἔχει χρεωθεῖ τό ΝΥΝ καί ΑΕΙ τοῦ κόσμου αὐτοῦ τοῦ «μικροῦ καί μέγα».
Μεθεκτικά εἰσερχόμενος ἀπό τόν θεῖο στόν ἔκπτωτο κόσμο καί ἐπωμιζόμενος τή μοίρα τοῦ λαοῦ του,
 ὁ ποιητής ἀπονέμει τόν χαιρετισμό τοῦ Ἄξιον Ἐστί στήν «Ὀνειροτόκο» καί «ἀκριβοσπάθιστη» ἑλληνική ρίζα,
τήν ἑλληνική ψυχή πού «μέ λογισμό καί μ’ ὄνειρο» (Σολωμός) σβήνει τά σημάδια τῆς φθορᾶς καί τῆς πτώσης,
 αὐτή πού  δοξολογικά ἐγείρεται ἀπό τή λήθη, πού «ξυπνᾶ καί τά θαύματα γίνονται».
 Τήν «Πενταστέρινη» τῆς πεμπτουσίας, τήν «Ἀγκυροφόρο» τῆς πίστεως, τοῦ ἀσκητικοῦ ἡσυχασμοῦ τήν «Ἁγία», τῆς ἔκπτωτης κτίσης τήν «Ἀγρία».
 Τήν «Καιομένη» μέσα στήν ἱστορία, ἀλλά τήν πάντοτε  «ἄκοπη ἀπό τόν οὐρανό»
 καί «Χλωρή» ὅπως ἡ φλεγόμενη καί μή καιόμενη βάτος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης,
 ὅπως ἡ Θεοτόκος τῆς Καινῆς πού δέχτηκε στά σπλάχνα της τό πύρ τῆς θεότητας καί δέν ἀλλοιώθηκε.

  Ἡ Γένεσις συνάδει τή βιβλική  εἰσαγωγή  τοῦ λόγου τῆς ὕπαρξης  στόν λόγο τῆς Δημιουργίας.
 Καθολικά ἡ κτίση, μέσα ἀπό τή θεολογία «τῶν λόγων τῶν ὄντων», τόν Θεό –Λόγο πού «πῆρε τή φωνή τῶν δέντρων τῶν κυμάτων»,
τίς «κρυφές συλλαβές ὅπου πάσχιζα τήν ταυτότητά μου ν᾽ ἀρθρώσω»,
τό θεϊκό «Ἀσήμαντο» πού θά μᾶς «σταθεῖ βοηθός» καί μετά τήν πτώση, μαρτυρᾶ τή  θεϊκή καταγωγή μας :
«Καί αὐτός ἀλήθεια πού ἤμουνα  Ὁ πολλούς αἰῶνες πρίν  Ὁ ἀκόμη χλωρός μές στή φωτιά  Ὁ ἄκοπος ἀπό τόν οὐρανό»,
καί τό χρέος μας μέσα στόν κόσμο:
«’Εντολή σου, εἶπε, αὐτός ὁ κόσμος καί γραμμένος στά σπλάχνα σου εἶναι  Διάβασε καί προσπάθησε καί πολέμησε».
 Ἀπό τήν προμετωπίδα, κιόλας, τοῦ ἔργου δηλώνεται μιά ἐμπόλεμη σύρραξη κατά τῆς ὕπαρξης.
Σύρραξη πού δέν ἔχει νά κάνει μόνο μέ τίς δραματικές ἱστορικές συγκυρίες,
 ἄν καί σέ αὐτές γίνεται πιό ξεκάθαρο τό χρέος τοῦ ἀνθρώπου μέσα στόν κόσμο.
 Τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ ἔργου, μέ ἀφορμή τήν τραγικότητα τῆς ἱστορικῆς μας πορείας, ἐστιάζει
στόν «ἐκ νεότητος» ἀκήρυχτο πόλεμο πού ὑφίσταται ἡ ὕπαρξη ἐξ αἰτίας τῆς πτώσης καί ἔκπτωσης σέ κάθε ἀλλότρια φθορά καί θάνατο.
Τό χρέος, πού ἀνακύπτει ἐδῶ, εἶναι ἰσοδύναμο μέ τό βάρος βουνῶν στούς ὤμους μας.
 Ἐπωμιζόμαστε τό καθολικό δράμα τοῦ ἔκπτωτου κόσμου. Πῶς;
«Στό ρολόι τοῦ κῆπου  Δείκτης ἤμουν ἐγώ».
 Εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη «ἡ πλησιφαής» πού ἔχει χρεωθεῖ νά καταδείξει ποιό τό μέρος τῆς φθορᾶς καί τῆς ἀφθαρσίας τῶν πραγμάτων
 καί ἔχει κληθεῖ γιά νά ὀνομάσει καί νά χαιρετήσει τό «Ἄξιον Ἐστί»τῆς Δημιουργίας. 
«Ἰδοῦ ἐγώ λοιπόν... ὁ ἡλιοπότης καί ἀκριδοκτόνος» πού ἀποττάσεται τό ἔκπτωτο δέρμα  καί συντάσσεται τήν πρωταρχική ἀθωότητα.

 «Μοίρα τῶν ἀθώων , εἶσαι ἡ δική μου Μοίρα!». Ἀλλά δέν ἔχουμε νά κάνουμε μέ ἕναν τυχαῖο ἄνθρωπο. Ἔχει ἰθαγένεια.
 «Τή γλώσσα μοῦ ἔδωσαν ἑλληνική». Εἶναι ἡ γλώσσα τοῦ «Ὁμήρου» καί τοῦ « Χριστός Ἀνέστη μέ τά πρῶτα σπάρα τῶν Ἑλλήνων».
Κάθε πού ἐκτείθεται ὀ ἑλληνισμός στήν τραγικότητα τῆς ἱστορίας  ἀποκρίνεται μέ τή μακαριότητα τῆς αἰωνιότητας.
Εἶναι ἡ ἀκοή τῶν «μυστικῶν»καί «παρθενοβίωτων» προσταγμάτων πού τόν θέτει στοῦ «ΣΠΑΘΙΟΥ ΣΟΥ ΤΗΝ ΚΟΨΗ ΤΗΝ ΤΡΟΜΕΡΗ» μέ διττή σημασία.
 Διότι ἀπό τήν μιά δηλώνει τόν ἐθνικό ἀγώνα γιά ἐλευθερία, ἐνῶ παράλληλα ὑπομνηματίζει τήν ρομφαία τοῦ Θεοῦ
 πού διαχωρίζει τό φθαρτό καί τό μάταιο ἀπό τό ἀθάνατο καί αἰώνιο.
Εἶναι ἡ ἐλευθερία διττή; Ἡ πραγματική ἐλευθερία πηγάζει ἀπό τήν ἐσωτερική ἐλευθερία τοῦ κατ᾽ ἀληθεία βίου.
 Ἔχει νά κάνει περισσότερο μέ τήν «ἀνάσταση τοῦ γέννους» καί ὄχι μόνο μέ τήν ἀποδέσμευση ἀπό κατοχικές δυνάμεις.
Εἶναι  αὐτό πού λέει ὁ ποιητής «ἡ εἰρήνη θέλει δύναμη νά τήν ἀντέξεις»
 καί νά μήν τήν εὐτελίζεις παραδίδοντας τό κάλλος τῆς ζωῆς καί τῆς ὕπαρξης στίς «μύγες».
Ὁ ποιητής μᾶς ἐκθέτει ἀπότομα στό πραγματικό μας ὕψος.
 «Μόνος...προσωπίδες δέν ἅρμοσα  τή χαρά καί τή θλίψη πίσω μου ἔριξα  γενναιόδωρα πίσω μου ἔριξα τήν Ἰσχύ καί τή Γνώση».
 Τί ἀπομένει ἄν ἀπεκδυθοῦμε  χαρά καί θλίψη, Ἰσχύ καί Γνώση; Ἡ κλήση μας.
 Πέρα ἀπό τά ψυχικά καί τά κυριαρχικά ἔνστικτα «καλπάζει» τό μυστήριο τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης
 πού ἄν εἶναι νά πληγωθεῖ ἁρμόζει «μόνο μέ τό Ἄσπιλο τό νοῦ» της νά χτυπήσει.
Ἔτσι «κυβέρνησε» τή θλίψη, ἔτσι «ἀπέλπισε» τό θάνατο. «Πῆρα καί στεφανώθηκα τή ἅλω μόνος» ,λέει,
γιατί ἐνῶ εἶναι θνητός καί ἔκπτωτος, διαρκῶς καί διακαῶς ἐπιστρέφει γιά νά μπορεῖ νά ἀνακράξει «ΟΤΙ ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ, ΥΠΑΡΧΩ».
Ἅλω τό μέτρο του.
«Ἀλλά  κάτεχε ὅτι μονάχα κεῖνος πού παλεύει τό σκοτάδι μέσα του θά ᾽χει μεθαύριο μερτικό δικό του στόν ἥλιο..
.τά πράγματα τῆς καρδιᾶς τρόπος δέν εἶναι νά χαθοῦν,...γι’ αὐτά οἱ ἐξορίες δουλεύουν».
 Καρδιά δέν εἶναι ὁ τόπος τῶν ψυχικῶν σκαμπανεβασμάτων, ἀλλά ἡ παλαίστρα τῆς ἀνθρώπινης συνειδητότητας, ἡ χῶρα τοῦ ἀχωρήτου Θεοῦ.
 Καί εἶναι ἐκπληκτικό τό σκηνικό μές τό ὁποῖο ἐναποθέτει ὡς τίμιο σῶμα αὐτούς τούς λόγους.
 «Ἡ ὥρα πού τούς ἀκούει»εἶναι τῆς ὀβίδας πού φτάνει καί σκάει δίπλα τους.
 «Καί δέν ἐπείραξε ἡ φωτιά κανέναν», λέγει, ὑποτάσσοντας την στήν ἱερή φλόγα τῆς ὕπαρξης.

«Μνήμη τοῦ λαοῦ μου σέ λένε Πίνδο καί σέ λένε Ἄθω
Ἐσύ μόνη ἀπ’ τή φτέρνα τόν ἄνδρα γνωρίζεις».  «Πίνδο...Ἄθω...φτέρνα», λέξεις καμπάνες γιά τό διαχρονικό ἦθος τοῦ ἑλληνισμοῦ.
 Ἡ «φτέρνα», μές τήν παλέστρα τοῦ βίου, εἶναι τό ἀχίλλειο τρωτό σημεῖο μας.
Καί σέ αὐτό ἀκριβῶς τό σημεῖο δεικνύεται ἡ δύναμή μας,
δηλαδή ὁ  τρόπος πού δέν ἐξουσιαζόμαστε ἀλλά ἐξουσιάζουμε τήν ἀδυναμία τῆς θνητότητας μας.
Ἀπό ἐδῶ «ὀξύνεται»ἡ ἁγιότητα, ἀπό ἐδῶ διαποτίζονται οἱ αἰώνες «πασχαλιά ἀναστάσιμη».
Οἱ φτέρνες τῶν «καταδιωκόντων»μας δέν δένουν μέ τό «παμπάλαιο χῶμα»τῆς ἱστορίας μας,
 ἡ «πᾶσα Ὑποταγή καί Δύναμη»τους δέν δένει μέ τό «παμπάλαιο φῶς»τῆς πνευματικῆς μας παρακαταθήκης,
 ἀλλά οὔτε τό δικό μας μέτρο δένει μέ τή «σκέψη»τους πού «οὔτε κάν ἕνα χνάρι Θεοῦ στήν ψυχή τους σημάδι δέν ἄφησε».
 Γιά αὐτό ἄλλωστε ἡ δική τους δύναμη «μόνον ὅπλα καί σίδερο καί φωτιά».
 Ἐνῶ ἡ ψυχή μας «τετράφυλλο δάκρυ» ἐσταυρωμένο στῆς δικαιοσύνης τόν ἥλιο τόν νοητό.
Ὠστόσο «πένθος ἄχ παντοῦ καί τό φῶς ἀνελέητο» ἀπό πολιτικά συστήματα  πού ὡς ἄλλος «Ἰούδας...Παντοδύναμος»
 ἐπιδιώκουν νά κατέχουν τά πάντα καί δέν ἀφήνουν πόρο κανέναν «γιά νά περάσει ὁ ἥλιος τή φήμη του στό μέλλον».
 Γιά τήν προδοσία αὐτή «ἐμεῖς ἡ ἡμέρα τῆς Κρίσεως», ἐμεῖς χρεωνόμαστε τή δίοδο τοῦ φωτός καί τήν ἀποταγή τοῦ μαμμωνᾶ.
Ὁ Φίλιππος Σέρραρντ, καυτηριάζοντας τόν βιασμό τῆς φύσεως καί τόν ἀπανθρωπισμό τοῦ ἀνθρώπου,
λέγει ὅτι χρειάζεται πλέον μιά ἀπόταξη τόσο δραστική ὅσο τῶν μοναστηριῶν καί τῶν κατακόμβων.
Δέν εἶναι τυχαῖο, λοιπόν, πού ὁ ποιητής κατά συνέπεια τῆς ἀσκητικῆς του εἶναι «ἀπόβλητος ἀπό τίς ἀγορές τοῦ αἰῶνος».
 «Ὅπου καί νά σᾶς βρίσκει τό κακό , ἀδελφοί...μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό καί μνημονεύετε Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη»,
γιατί αὐτή ἡ «λιαλιά ..δέν ξέρει ἀπό ψέμα» καί μπορεῖ νά «ἀναπαύσει τό πρόσωπο τοῦ μαρτυρίου» καί νά ἐπιστρέψει,
 κατά τρόπο ἀνάλογο μέ τά νερά τοῦ Ἰορδάνη πού δέχτηκαν τόν ἄδολο Λόγο, «στά δέντρα τό ξύλο» «τοῦ Σταυροῦ»,
 μιά ἐπιστροφή  στήν ἐδεμική ἁγιότητα ὅπου δέν ὑπάρχει ἡ ἀναγκαιότητα τῆς θυσίας.
Ὅσο γιά τό «δελφίνι»τό «ταχύ καί ἑλληνικό», πού ζητᾶ  ποιητής,
 στό ΙΧΘΥΣ (Ἰησοῦς ΧριστόςΘεοῦΥἱόςΣωτήρ) ἀναγνωρίζουμε ἕναν δυναμικό ἀνάλογο συμβολισμό,
 παράλληλα μέ  ἔργα πού διαχρονικά προκαλοῦν δέος καθώς συνοψίζουν σέ ἁπτές μορφές τήν ἑλληνικότητα
 μέ ἀπειρία μορφῶν, θεολογικά, ὑμνογραφικά,  φιλοσοφικά, ποιητικά, λογοτεχνικά, ἀρχιτεκτονικά, ζωγραφικά, ἐθιμοτυπικά κἄ.
   
 Μά «τῶν ἀνθρώπων ἡ φρόνηση ἔκλεισε τά σύνορα», «στῶν ἐθνῶν τά κρυμμένα ἐργοστάσια  μέ τό στάρι ἐτοιμάζουνε μέταλλα».
 Ἔτσι ὡς ἀντιστάθμισμα «τῆς πατρίδας μου πάλι ὁμοιώθηκα...τῶν φονιάδων τό αἷμα μέ φῶς ξεπληρώνω»,
τήν τραγωδία ἀντιπαλεύοντας ὄχι κατ᾽ εἰκόνα δική τους ἀλλά καθ᾽ ὁμοίωση τῆς  προγονικῆς καί θεϊκῆς καταγωγῆς μου.
«Θεέ μου σύ μέ θέλησες ...Ἰδού πού ἐσύ μιλεῖς κι ἐγώ ἀληθεύω»
 « ἤ θά ᾽ναι αὐτός ὁ κόσμος ἤ δέ θά ᾽ναι ὁ Τοκετός ἡ Θέωση τό Ἀεί πού μέ τά δίκαια τῆς ψυχῆς μου θά ᾽χω κηρύξει ὁ δικαιότερος».
 Στό  μαρμαρένιο τοῦ χάρου  ἁλώνι «οὐκ ἠδυνήθησαν» νά πτοήσουν τό μερίδιο τῆς ἀθανασίας μου.

Θητεία μαθητείας στό «Ἄξιον Ἐστί» τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη. Μέρος Β΄


 «Ἐξόριστε Ποιητή, στόν αἰώνα σου, λέγε τί βλέπεις;»

Τό Προφητικόν μέρος τοῦ ἔργου, ὡς ὀφθαλμός δικαιοσύνης ἀπό τόν μέλλοντα αἰώνα,
 βλέπει ἀπό τή μιά τήν ἀλαζονεία τῶν πολιτικῶν συστημάτων νά διαπράττουν πολέμους στοχεύοντας στήν κυριαρχία,
καθώς καί  τήν ἀγορά καί τό κέρδος νά περνοῦν πάνω ἀπό τό πτῶμα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης.
Ὡστόσο ἡ προφητικά βαθύτερη θέαση, βλέπει τήν ἀναίρεση τοῦ δράματος στήν «ἀλληλουχία τῶν κρυφῶν νοημάτων»,
δηλαδή στό ἐλπιδοφόρο νήμα του μυστηρίου.

Καυστικά ἐκθέτει μιά  ἀλλότρια συμπεριφορά, ὅπου ὁ ἄνθρωπος ἀπεκδύεται τό κάλλος γιά νά φορέσει δαχτυλίδια μέ καρφιά καί ρούχα μέ νεκροκεφαλές.
 Εὔστοχη παραπομπή στούς χούλιγκανς καί στή μόδα ὅπου τό κάλλος φαίνεται πράγματι παραδομένο «στίς μύγες τῆς Ἀγορᾶς»,
τόσο πού ὡς καί ἡ πόρνη μή έχοντας τί ἀλογία πιά νά ζηλέψει,  θά εἶναι αὐτή πού θά ζητήσει προφητεία ἀπό τόν ποιητή.
 Καί θά λάβει λόγο γιά θεσμοθέτηση ἀλλοτρίων  στά Νέα καί ὄχι Καινά ἤθη τοῦ  «Ἀστικοῦ μας Κώδικα».
Πρότυπη μορφή στίς πλατεῖες τῆς Ἀγορᾶς δέν θά εἶναι πιά ὁ μύστης,  ὁ ἥρωας ἤ ὁ ἅγιος ἀλλά ὅ,τι ἐκπορνεύει τήν ὕπαρξη.
Ὁ ἔρωτας θά βεβηλωθεῖ ἀνεπανόρθωτα. Τό φύλο καί τό ζευγάρι θά καθορίζονται ἀπό τήν νέα ἀλογία ἑνός κατευθυνόμενου καί διαστρεβλωτικοῦ,
δια-βολικοῦ (διασπαστικοῦ) συστήματος, προκειμένου νά εὐνουχιστεῖ καί ἡ φυσιολογική ταυτότητα  τῆς ὕπαρξης.
 Ὡστόσο, ψηλά μέ πουλιά ὑπαινίσσεται ὁ ποιητής τήν ἱερή τάξη τῆς  ἐλευθερίας.

«Καί  κρυφά θά μετρήσουν τήν ἀνθρώπινη πραμάτεια τους οἱ Κυβερνῆτες, κηρύσσοντας πολέμους».
 Βρισκόμαστε ἤδη μάρτυρες ἑνός πολιτικοῦ συστήματος πού κατάντησε τόν ἄνθρωπο ἀριθμό
καί συγκέντρωσε «τό χρυσάφι στούς ἀφανείς» κερδοσκόπους , δίχως νά λογαριάζει τήν ἱερή ἀξία τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς.
Πτώματα ξεβράζονται στίς ἀκτές τῆς ἀπληστίας καί τῆς ἀφροσύνης τους, τόσα,
 πού ἔκπληκτος καί ὁ ἴδιος ὁ θάνατος πλέον, «τοῦ λάκκου τό στόμα», θά ζητήσει προφητεία.
Ἡ ἀπόκριση μιλᾶ γιά Ἀναστάσιμο τραπέζι καί καθαρότητα οὐρανῶν καί ὑπονοεί ταυτόχρονα τιμωρία, μετάνοια
 και σύμπνοια μέ τή «διαρκή ἐπανάσταση» τοῦ κάλλους καί τή δυναμική τοῦ θείου ἔρωτα.

«Καί τῶν ἀρχαίων Κυβερνητῶν τά ἔργα πληρώνοντας ἡ Χτίσις, θά φρίξει».
  Στήν ἁρμονία τῆς κτίσης ἡ ἐξουσιαστική ἀλογία τοῦ κέρδους θά ἐπιφέρει σήψη, οἰκολογικά καί ἀνθρωπιστικά ἀδιέξοδα
πού θά ἀναγκάσουν τό «σανίδωμα» τοῦ Ἅδη «νά ὑποχωρήσει ἀπό τήν πίεση τή μεγάλη τοῦ ἥλιου».
Καί προφητεύονται γηρατειά τῆς νεότητας, νέοι  δίχως διαχρονικό ἦθος, δίχως συναίσθηση ρίζας καί ὁρμή ἀθανασίας,
 «Κουρεμένοι κατάδικοι», πολίτες, δίχως  ἅλω  ἁγιότητας, θά διεκδικοῦν  ὡς Ἀγανακτισμένοι!!! ἀπό τήν ἀγορά καί πάλι τό φαγητό τους.
Καί ὅσο ἡ «ἀπανθρωποποιήση»( Σέρραρντ)  θά κερδίζει ἔδαφος οἱ ἀμοιβές θά γίνονται πενιχρές,
 ὡς δούλων «ἐπίταξη», στά ἐργοστάσια πού «θά βγάλουνε ὄνειρα συντηρημένα... καί ἐμφιαλωμένη φύση».
Ἄμεση συνέπεια τοῦ ἄλογα ἀφύσικου βίου οἱ ἀσθένειες.
Θά ἀποζητᾶ ὁ καθένας λίγα γραμμάρια εὐτυχίας στήν κατανάλωση, ἀφοῦ ὅλα τά μεγαλεῖα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης μέσα του θά εἶναι κιόλας ἐρείπια.

Σέ  αὐτήν τήν τραγική  ὑπαρξιακή ἐξορία θά σταθεῖ ὁ ποιητής καί θά δώσει τό «Ἄξιον Ἐστί»τοῦ λόγου
 «γιά νά λάβουνε τά ὄνειρα –τῆς «Ὀνειροτόκου» ὕπαρξης-ἐκδίκηση».
 Στήν τραγική  κάθοδο «σέ βυθό ἀπό βυθό ὡς πού δέν ἦταν ἄλλος» (Σολωμός),
θά εὐκοσμίσει  ὁ ποιητής τό ἀνάστημα τοῦ ἀνθρώπου,  ἀνίκητο «φῶς πού πατεῖ χαρούμενο τόν Ἅδη καί τόν Χάρο»(Σολωμός).
 Ὥστε νά βρεῖ ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναίκα τήν ἱερή τους θέση στόν κόσμο αὐτό τόν μικρό καί Μέγα.

Ὅπως στίς ἀρχαῖες τραγωδίες  τόν τελευταῖο λόγο ἔχει ἡ  κάθαρση
ἔτσι καί ἡ δοκιμή στό πυρακτωμένο καμίνι τῆς μοίρας σμιλεύει τό «Ἄξιον Ἐστί» τῆς ἀνθρώπινης πορείας.
 Ἐντελέχεια τῆς θείας λειτουργίας εἶναι ἡ ἕνωση μέ τόν Θεό. Ὁ προσανατολισμός πρός «χῶρα μακρινή καί ἀναμάρτητη».
Ἡ στέρηση  μετουσιώνεται σέ ἀσκητική τῆς ἀπόταξης κάθε τι μιαροῦ
γιά  νά παραμείνει ὁ ποιητής «καθαρός ἀπ᾽ ἄκρη σ᾽ ἄκρη καί στά χέρια τοῦ θανάτου ἄχρηστο σκεῦος».
Πορευόμενος ἁγνός στά «Λιβάδια τά Πάντερπνα», ὅπου ἔχει «κράτος καί ἐξουσία ἡ Ἄνοιξη»  μακαρίζει τούς  «δυνατούς πού ἀποκρυπτογραφοῦνε τό Ἄσπιλο».
Ἐδώ ὁ «Πρίγκηπας»τῶν εὐαγγελισμῶν μας, «Ὁ νικήσαντας τόν Ἅδη καί τόν Ἔρωτα σώσαντας» μετουσιώνει τή θυσία σέ ἀθανασία,
σέ νίκη πάνω στή λήθη, τή φθορά καί τήν ἁμαρτία.
 Γιά αὐτό ΝΥΝ καί ΑΙΕΝ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ.

Τό ἔργο κλείνει μέ τό Δοξαστικόν πού εἶναι δοσμένο σάν ἕνας ποιητικός χρησμός γιά τήν εὐτυχία τοῦ κόσμου,
ὅπου ὁρατό καί ἀόρατο συνάδουν καί συνεισφέρουν στό κάλλος καί τό μυστήριο
 Κτίση μέσα στή φύση, ἕνας «δαφνώνας» «ἀπέραντος» καί «φωτοφάγος»,
παντοῦ  ἕνα  πράο πνεῦμα ἐγρήγορσης σάν τόν «ἀκάθιστο γλάρο» τόν «ἀργοπλεύστη»
καί ἄνεμοι πού «ἱερουργοῦνε» τά σημαινόμενα τῶν ἐνυλωμένων λόγων μετακινώντας «τῆς φύσεως τούς ὅρους».
Νησόσπαρτη χώρα μέ τρούλους καταγάλανους σάν «πόσιμα γαλάζια ἡφαίστεια»,
 ὅρια εὐτυχισμένα πού διαρκῶς μετατοπίζονται ἀνάγοντας τό  «ξύλινο τραπέζι» στόν Σταυρό
καί τό κρασί «μέ τήν κηλίδα τοῦ ἥλιου» στῆς Θεῖας Εὐχαριστίας τό δισκοπότηρο.
Τίποτα δέν εἶναι προορισμένο γιά νά χαθεῖ μέσα σέ αὐτή τή δόξα.
 «Οἱ νεκροί ἄνθη τῆς αὔριον», λουλούδια τοῦ παραδείσιου νόστου, ἡρωικά, στοχαστικά, εὐαγγελικά, ἐνάρετα.
«Τῆς καμπάνας ὁ ἐσπερινός ἄνεμος ὁ χρυσεγέρτης» κομίζει ἀνάσταση ἀκυρώνοντας τή δύση.
Καί στό  δράμα τῆς ἁμαρτίας πού ἄδειασε τήν ἀρετή, Χριστός «ὁ ἔρωτας ἔλθοντ’ ἐξ ὀράνω»,
καθαγιάζει τά αἰσθήματα καί  ὡς «Ἀγγεία τῶν Μυστηρίων» δείχνει τίς «ἡλιοβόρες» «Ἀρετοῦσες».
Ὅλη ἡ ζωή ἕνα ταξίδι μέ νόημα, ἕνας σφιγμός ἀθανασίας «πού δέ φελάει».
 Στά καράβια ὀνόματα  χρησμοδοτοῦν γιά τό ἦθος τοῦ τρόπου μας. «Ἀγγέλικα», «Ἀτρόμητος», «Ἔχει ὁ Θεός», «Εὐαγγελίστρια».
 Γιά αὐτό καί ἡ δοξολογία στόν Ποιητή πού πρέπει καθ᾽ ὁμοίωση «ἐσύ νά ᾽σαι»,
δίψα γιά τήν ἑαροσύνη τοῦ φωτός, «Ληστής»τοῦ φωτισμοῦ, «ἡ ἐστία τοῦ φακοῦ» πού πυροδοτεῖ τό πνεῦμα.
 «Τό ἐνδόμυχο φῶς...κατ᾽ εἰκόνα καί ὁμοίωση τοῦ ἀπείρου»  θέλγει τά βουνά καί παίρνουν «ὄψεις τοῦ αἰωνίου»,
 φωτίζει στά δέντρα τήν «παρασημαντική»τοῦ Παραδείσου, «τό πολύ σιμᾶ καί ὅμως ἀόρατο».
 Ὁ ἄσωτος γίνεται υἱός φωτός γιατί «τώρα ξέρει ...ποιό τό «νῦν»καί τό «αἰέν»τοῦ κόσμου:
Νῦν ἡ πάλη μέ τή φθορά καί τή λήθη
Νῦν τῆς ἀποκαλύψεως «ὁ μαῦρος Ἀριθμός»
Νῦν ἡ ἐνσάρκωση καί θυσία τοῦ Θεανθρώπου
Αἰέν «πλησιφαή» συνείδηση καί λόγος
Αἰέν τό μυστήριο καί ἡ πεμπτουσία
Αἰέν ὀ μέγας Ὀφθαλμός
Νῦν ἡ πτωχεία τῆς πτώσης καί
Αἰέν καθολικός ὁ κόσμος ὁ μικρός, ὁ Μέγας.
                                                    Ἀθηνιώτη-Παπαδάκη Εἰρήνη-Αἰκατερίνη
                                                             Ἐργασία ἀφιερωμένη στούς νέους μας
                                                                μέσα ἀπό τή στοχαστική συντροφιά
                                                        τοῦ Ἐργαστηρίου «Διαπορθμεύων Λόγος»
                                                                                           Πρωτοχρονιά 2018