Παρασκευή 16 Ιουνίου 2017



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΑΝΑΓΩΓΗ


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1. Ο ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ ΑΞΟΝΑΣ ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗΣ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΗ ΔΙΑΒΑΣΗ ΣΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

Η ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

                                             Ο ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

2. ΑΝΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

Ο "ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ"
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ


ΙΑΜΑΤΙΚΗ ΕΥΡΥΧΩΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΡΙΤΣΟΥ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ


   --------------------------------


1. Ο ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ ΑΞΟΝΑΣ ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

Προκειμένου νά ἐντρυφήσουμε στόν ἀναγωγικό δυναμισμό τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας θά καταφύγουμε στήν οἰκεία καί λειτουργική γλώσσα τῆς ἐκκλησίας.
Ἡ κατά καιρούς πολύτιμη ἐνασχόληση τῶν νεοελλήνων μέ τά ἀρχαῖα ἑλληνικά προσέκρουε στό λεξιλόγιο καί στούς γραμματικούς τύπους πού ἔχουν ἀλλάξει ἀρκετά. Ἔτσι ἡ ἀπόσταση πού ἔπρεπε νά διανυθεῖ, γιά νά ἀνακτηθοῦν τά ὑψηλά νοήματα καί ἡ δυναμική τῆς ἀρχαῖας ἑλληνικῆς, πρόσθεται ἀντί νά ἀφαιρεῖ, μεγάλο βάρος στήν ἀγωνία τοῦ ἕλληνα γιά τό θησαυρό πού ἔκρυβαν οἱ ρίζες του.
Ὁ χρόνος σμιλεύει τή γλώσσα μέ τόν ἴδιο τρόπο πού σμιλεύει καί τά βότσαλα, δηλαδή ἀφαιρώντας τους ἀρκετή ὕλη μέχρι νά λειανθοῦν καί νά ἀντανακλάσουν καθολικότερα τό φῶς τοῦ ἥλιου. Ὡστόσο ὁ χρόνος, πού γιά ἀρκετούς αἰῶνες κύλησε τραγικός σέ τοῦτο τό φωτοφόρο στῆθος τῆς γῆς, ἔφαγε καί ἀρκετή γόνιμη ὕλη καί μέ ἐπίπλαστα θελκτικές σειρήνες ἀλλοτρίωσε τήν ἀντίληψη. Πῆρε ν’ ἀδειάζει ἡ γλώσσα ἀλλά τό φῶς δέν ἔχανε τή φωνή του. Θέλω νά πῶ, πώς ἡ παρακαταθήκη τοῦ ἑλληνικοῦ λόγου δέν εἶναι ἕνα χθεσινό μουσειακό ἐργαλεῖο, ἀλλά μάλλον μιά δυναμική σκυτάλη πού θά περνᾶ στίς δυνατές γενιές καί θά γονιμοποιεῖ μέ νοήματα τά νήματα τῆς ὕπαρξης. Ἕνα στῆθος πού συνεχίζει νά ἀποκρίνεται στόν ἥλιο ὅσο ἡ γῆ γυρίζει γύρω ἀπό αὐτόν.

Ἡ ἐκκλησιαστική γλώσσα θά μπορούσε νά ἀποτελέσει ἕναν ἄξονα ἐνηλικίωσης τῆς νεοελληνικῆς γλώσσας καί ἀπολύτρωσής της ἀπό τόν εὐνουχισμό πού τῆς ἐπέβαλε τό χρηστικό ἐπικοινωνιακό μοντέλο τῆς ἀγορᾶς, ἐπανακεντρίζοντάς την στήν ὀντολογική ρίζα τῆς ὕπαρξης. Δύο εἶναι οἱ κύριοι λόγοι πού ὁδηγοῦν στήν διαπίστωση αὐτή.
Ὁ πρῶτος ἔχει νά κάνει μέ τό ὅτι ἡ νεοελληνική γλώσσα δέν ἔχει ἀπομακρυνθεῖ σημαντικά ἀπό τή γλώσσα τῶν λειτουργικῶν κειμένων. Ἡ γλώσσα τῆς ἐκκλησίας εἶναι εὔκολα ἀναγνωρίσιμη ἀπό τόν νοῦ ἀλλά καί ἀπό τήν καρδιά τοῦ ἕλληνα. Ἡ διπλή αὐτή προσληψιμότητα τόν θρέφει συνολικά, μεταγγίζοντας του ταυτόχρονα σιωπή καί λόγο, δηλαδή τρόπο ὕπαρξης.

 Ὁ δεύτερος λόγος ἀφορᾶ τήν ἀναγωγική δυναμική τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσας. Ὡς γλώσσα ἀναφερόμενη πρός τόν Θεό, συνέχει ὅλα τά νοήματα, φωτισμένα καί ἐκτεινόμενα δυναμικά πρός τά δυσθεώρητα ὕψη τοῦ πνεύματος. Εἶναι μιά ἄνω-θρώσκουσα γλώσσα πού ἀποτελεῖ λόγο γιατί ἁλιεύει τό βάθος τῆς ὕπαρξης ἐναρμονίζοντάς το μέ τόν Θεό-Λόγο. Καλλιεργεῖ καί διευρύνει ὄχι μόνο τή γλωσσική ἱκανότητα ἀλλά κυρίως τήν ἀντιληπτικότητα τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς, ὡριμάζοντας μιά συνειδησιακή πληρότητα πού ὁδηγεῖ σέ οὐσιαστικότερη κοινωνία  καί ἐπικοινωνία. Παύουν τά χείλη τῶν ἀνθρώπων νά λαλοῦν «ἄδικα φράγματα». Τά ἱερά ἄσματα φωταγωγοῦν νοητά ἅλματα τῆς γλώσσας, ὄχι στή χρηστική ἐπιφάνεια, ἀλλά στό ὀντολογικό βάθος τῆς ὕπαρξης πού ἐκ Θεοῦ ἔχει κληθεῖ νά ὀνομάσει ἐν ἀληθεία τόν κόσμο. 


--------------------------------

 ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΗ ΔΙΑΒΑΣΗ ΣΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

Η κατεξοχήν ημέρα, «ην εποίησεν ο Κύριος», ταυτίζεται για την Εκκλησία με την ευφρόσυνη εορτή της Αναστάσεως. Αντίθετα όμως από την πρακτική ορισμένων μεμονωμένων τοπικών εκκλησιών, που συνήθιζαν να εορτάζουν αυτό το γεγονός σε μια τακτή ημερομηνία, όπως και τις άλλες μεγάλες εορτές, επικράτησε τελικά η γενικότερη συνήθεια, να μιλάμε δηλαδή για την «Μεγάλη Κυριακή του Πάσχα», που έχει μάλιστα μυητικό χαρακτήρα. Η Ανάσταση δηλαδή δεν αντιμετωπίζεται τόσο ως μια υπερνίκηση των νόμων της φύσεως, ως το εκπληκτικό «άλμα», όπως στην δυτική ζωγραφική, κάποιου νεκρού υπεράνω του τάφου, αλλά ως το μυστικό πέρασμα  από τον θάνατο στη ζωή, εξ ου και η γνωστή παράσταση της Αναστάσεως στην βυζαντινή ζωγραφική ως της «εις Άδου Καθόδου». Και δεν υπάρχει τρόπος να εννοήσει κανείς αυτή την μετάβαση, ή μάλλον τη διάβαση από τη φθορά στην αφθαρσία, παρά αν ζήσει το ανέσπερο φως εκείνης της βραδιάς, καθώς τα λόγια αδυνατούν να μεταφέρουν ό,τι μόνο μια τελετή μύησης μπορεί να μεταδώσει. Πράγματι, υπάρχουν θεολόγοι που προτείνουν να διαβαστεί το Πάσχα με ανθρωπολογικούς όρους, ως δηλαδή η χριστιανική απάντηση στις μυητικές τελετές των αρχαίων θρησκειών, που ήταν ατελείς, και που στο κάτω κάτω δεν παρείχαν παρά μια μερική, πεπερασμένη και στην ουσία πλανερή γνώση. Τώρα, όμως, οι κατηχούμενοι, έχοντας διανύσει το διάστημα της πολυήμερης νηστείας, βαπτίζονται αυτήν την ολοφώτεινη βραδιά, και η ειρήνη, η πάντα νουν υπερέχουσα, μαζί και η αγάπη, μεταδίδεται στις καρδιές όλων, καθώς ο Κύριος «ανέστη εκ νεκρών» και «ζωή πολιτεύεται».
Η ποίηση της πασχαλινής νύχτας εστιάζει ακριβώς σε αυτή την ανθρωπολογική διάσταση της Ανάστασης, στο μυστικό πέρασμα από τον θάνατο στην ζωή, και όχι, όπως είπαμε, στο Μέγα Γεγονός ως μια απλή υπερνίκηση κάποιων φυσικών νόμων. Παραφράζοντας, ως γνωστόν, ένα κήρυγμα του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει τον περίφημο κανόνα της Αναστάσεως, λουσμένον ολόκληρο στο φως. Η μυητική ατμόσφαιρα για την μετοχή και είσοδο στο αναστάσιμο μυστήριο είναι σαφής. Καιρός να «λαμπρυνθούμε», να ντυθούμε δηλαδή στο σώμα και στη ψυχή την πιο αστραφτερή στολή –και πράγματι, έχει παρατηρηθεί, όλοι γίνονται όμορφοι τη νύχτα της Ανάστασης. Όλοι λάμπουν από μια αλλόκοσμη ομορφιά, που χαριτώνει και τη φαινομενική ασχημία της μορφής. Δεν υπάρχει άλλος λόγος, παρά μόνος ο εξής: «Πάσχα  Κυρίου
 Πάσχα». Γινόμαστε όμορφοι, γιατί δεν είναι ότι απλά νηστέψαμε, αποφύγαμε κάποιες τροφές, καταπολεμήσαμε και κατανικήσαμε το σώμα. Όχι, η ουσία είναι ότι «καθαρθήκαμε ως προς τις αισθήσεις», όπως παλιά, που αγνίζονταν πριν τις μεγάλες τελετές, για να μην μολύνουν και να μην μολυνθούν από την επαφή με το ιερό. Τώρα όμως αυτό που καθαίρει είναι η αγάπη, γιατί το μόνο που μολύνει είναι ο εγωισμός. Μόνο με καθαρές τις αισθήσεις, με αυτή τη φορεσιά των αρετών, σαν τις όμορφες εκείνες, περίλαμπρες στολές των συμμετεχόντων στα αρχαία μυστήρια, θα μπορέσουμε να δούμε το απρόσιτο φως της Ανάστασης- ένα φως που δεν έχει ανάλογό του, είναι η αλήθεια, παρά την πληθώρα των φώτων, στην αρχαία Ελλάδα. Και είναι τόσο παράξενο αυτό το φως, γιατί πρώτη φορά πλημμυρίζεται όχι από μια απόκρυφη γνώση, που διαχωρίζει μεροληπτικά κάποιον γνώστη από κάποιον μη ειδήμονα, αλλά από την χαρά∙ αυτή είναι που ξεσπά σε «επινίκιο» ύμνο, απόκριση ευφροσύνης στους παλαιούς λαούς, σε «μέγα έλεος» ημέρας καινής «ην εποίησεν ο Κύριος· αγαλλιασώμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή». Φυσικά, δεν θα μπορούσε να λείπει από την γιορτή το γλυκόπιοτο κρασί, ο αγαπημένος μα και αντιμετωπιζόμενος με καχυποψία οίνος των αρχαίων, που τώρα όμως έχει μεταβληθεί σε «πόμα καινόν», «πηγή αφθαρσίας», για να μεθύσουν με νηφάλια μέθη και άφατη αγαλλίαση οι συμπότες. Όλοι συμμετέχουν στην γιορτή, το νόημά της είναι ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί κανείς, καμιά μερικοτήτα δεν έχει θέση εδώ, οι πάντες δικαιούνται «τρυφή».
Φυσικά, ο νέος μυστικός θίασος θα ξυπνήσει πρωί («ορθρίσωμεν όρθρου βαθέος»), γιατί η νύχτα είναι ανοιχτή στην προσευχή, και οι ουρανοί αφουγκράζονται τέτοια ώρα τη γη∙ τόσο πολύ ίσαμε που ανοίγουν διάπλατα, και τα πάντα, «ουρανός και γη» γίνονται μια φωταψία. Μπορεί οι μυροφόρες να έφεραν τα μύρα στον Σωτήρα, τον υπνώσαντα Θεό, τώρα όμως εμείς είμαστε που θα προσφέρουμε τον ύμνο στον Κύριο («τον ύμνον προσοίσωμεν τω Δεσπότη»). Ξανά ο επινίκιος, ξανά η ερωτική προσευχή προς τον Νυμφίο της Εκκλησίας. Να μια ένωση ενός επιθαλάμιου τραγουδιού με ένα νικηφόρο παιάνα. Και αυτή τη νύχτα, όπου ο θίασος βαδίζει στα όρη και τα βουνά του κόσμου, του κακού, του θανάτου, όλων αυτών που παραδίδουν πια τις δυνάμεις τους και πνέουν τα λοίσθια, φυσικά και όλοι κρατούν λαμπάδες, γι’ αυτό και προσέρχονται «λαμπαδηφόροι τω προιόντι Χριστώ», τον Χριστό δηλαδή που βγαίνει «ως νυμφίος εκ του μνήματος». Αυτή η ένωση ενός μοιρολογιού με ένα γαμήλιο τραγούδι, του τάφου με τη νυφική παστάδα, είναι ένα κατεξοχήν τρόπαιο της ελληνικής ποίησης, μαζί και γλώσσας- χάρη πάντα στην πασχάλια νύχτα. 
Κάθε μύηση απαιτεί κάθοδο, και γι’ αυτό δεν έχουμε να κάνουμε απλά με «επάνοδο στη ζωή ενός νεκρού». Με άλλα λόγια, ο Κύριος κατέβηκε στον Άδη, και δεν έμεινε απλά στον τάφο, περιμένοντας μόνο να νικήσει με την δύναμή του τη φθορά. Αυτή η Κάθοδος στον Άδη- και εδώ σκόπιμα οι μεγάλοι υμνωδοί χρησιμοποιούν αυτή την ελληνική λέξη, γιατί στην αρχαία ελληνική ποίηση περιγράφηκε πολύ καλά αυτός ο χώρος ως το βασίλειο του αρνητισμού και του μηδενός- είναι η άκρα ταπείνωση του Χριστού, στην οποία όμως μυστικά συμμετέχουμε κι εμείς (προπαντός με το βάπτισμα, που τελούνταν αυτή ειδικά τη νύχτα).  Η κάθοδος είναι στοιχείο απαραίτητο της μύησης, και ιδού λοιπόν που ο Χριστός συντρίβει τους αιωνίους μοχλούς του Άδη, αυτούς που κρατούν δέσμιους τους νεκρούς. Ο Άδης «καθηρέθη», λέγει ο υμνωδός. «Σαρκί υπνώσας ως θνητός, ο βασιλεύς και Κύριος», μπολιάζει την έκπτωτη ανθρώπινη ύπαρξη αναστάσιμη θεία ζωή.  Όλα λαμπρύνονται, ουρανός και γη και τα καταχθόνια.
Μόνο το γυναικείο φύλο γνωρίζει πραγματικά να θρηνεί, μόνο αυτό επίσης ξέρει να γιορτάζει αληθινά. Η γυναικεία φωνή είναι η μυστική ηχώ του σύμπαντος, η μαγική εκείνη ματιά, μεταφυσική σχεδόν, που στον Όμηρο διακρατούν οι Θεοί, που ατενίζουν από ψηλά τα πάθη των θνητών, σχολιάζοντάς τα βέβαια σε απόσταση. Τώρα όμως η μυστική αυτή ματιά, καθώς οι γυναίκες είναι μέρος του ανθρώπινου φύλου, γίνεται πιο περιπαθής και λυρική και επική μαζί, γίνεται ο νέος κεχαριτωμένος χορός της τραγωδίας. «Γυναίκες μετά μύρων» έτρεξαν πίσω από τον Κύριο. Ποιος ξέρει πραγματικά να μοιρολογεί αν όχι η γυναίκα; Ποιος το μπορεί στ’ αλήθεια ν’ αγαπά τόσο πολύ, αν όχι επίσης η γυναίκα, η οποία κέρδισε την άφεση των αμαρτιών της «επειδή ηγάπησε πολύ», που δεν φοβάται ακόμη να έρθει την άγρια νύχτα να αλείψει με αρώματα Εκείνον που την έκανε καλά από την ασθένειά της; Οι γυναίκες αξιώθηκαν πρώτες να δουν τον Άγγελο που τους μίλησε για την Ανάσταση, οι γυναίκες είδαν πρώτες τον Νυμφίο Χριστό, και έγιναν οι κήρυκες του μεγάλου γεγονότος στην Οικούμενη. Η μαρτυρία της γυναίκας ίσως να είναι πιο ηχηρή και από αυτή του άνδρα, γιατί το θήλυ, ευάλωτο, αδύναμο, απροστάτευτο, μεταβάλλει, αν χρειαστεί, το φόβο του σε ιαχή θριάμβου. Και βέβαια, πάνω από όλες τις γυναίκες, η Θεοτόκος, η Μητέρα του Λυτρωτή, η Βασίλισσα, θα ακούσει πρώτη το «φωτίζου φωτίζου η νέα Ιερουσαλήμ». «Χαίρε, Παρθένε, χαίρε∙ χαίρε, ευλογημένη, χαίρε δεδοξασμένη». 
                                        …………………………………
Όλα αυτά τα μυητικά στοιχεία γίνονται «θέμα» για την ελληνική ποίηση, μαζί και γλώσσα, αιώνες μετά, με πρωτεργάτη θα μπορούσε να πει κανείς τον ίδιο τον Σολωμό, που θεμελιώνει τη νεοελληνική εκφραστική, τον ελληνικό «τρόπο» του είναι, σε αντιπαραβολή με τον δυτικό πολιτισμό- αν και πάντα σε εντελώς γόνιμο και δημιουργικό διάλογο μαζί του. Αυτό μπορεί κανείς να το αναγνώσει στο μέγιστο έργο του, τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», ένα ποιητικό αριστούργημα που πραγματεύεται ακριβώς αυτήν την όχι απλά ηθική, αλλά οντολογική μετάβαση των Μεσολογγιτών από το δεύτερο όρο του τίτλου («πολιορκημένοι») στον πρώτο («ελεύθεροι»). Η μετάβαση αυτή συντελείται κατά την ηρωική «έξοδο», τη διάβαση δηλαδή των ηρώων, από την αποκλεισμένη πόλη προς την εκτός πολιορκίας περιοχή, την επαναστατημένη Πατρίδα, μια διάβαση που συντελείται ακριβώς την παραμονή των  Βαΐων –πρόκειται σίγουρα για  μια πασχάλια διάβαση, για  ένα πέρασμα από τον θάνατο στη ζωή, έστω και αν σε γήινο επίπεδο συμβαίνει το αντίθετο. Λίγο πριν επιχειρήσουν την ηρωική έξοδο, διαβάζουμε ότι οι ήρωες, μέσα σε απόλυτη σιγή, λεν «μέσα» τους λόγια 
«…για την αιωνιότητα, που μόλις τα χωράει∙ 
Στα μάτια και στο πρόσωπο φαίνονται οι στοχασμοί τους∙ 
Τους λέει μεγάλα και πολλά η τρίσβαθη ψυχή τους. 
Αγάπη και έρωτας καλού τα σπλάχνα τους τινάζουν∙ 
Τα σπλάχνα τους κι η θάλασσα πότε δεν ησυχάζουν∙ 
γλυκιά κι ελεύθερη η ψυχή σα να ’τανε βγαλμένη, 
κι ύψωναν με χαμόγελο την όψη την φθαρμένη».

Οι ήρωες, που βρίσκονται για τα καλά εντός της διάβασης, «στοχάζονται», κι εδώ η γλώσσα πλαταίνει, καθώς ο «στοχασμός» σημαίνει πια το οραματικό στοιχείο, την μέθεξη στο μυστηριακό στοιχείο της ζωής, την ηθικό-οντολογική αιώρηση πάνω από τα πεζά νοήματα. Με αγάπη και έρωτα «καλού» -άλλη μια λέξη που στον Σολωμό χρωματίζεται διαφορετικά- τινάζονται τα «σπλάχνα» τους, λέξη που παραπέμπει σε βιβλικά ανάλογα, ενώ η ψυχή έχει από τώρα κατεβεί στον Άδη, γι’ αυτό κι είναι γλυκιά κι ελεύθερη «σαν να ’τανε βγαλμένη». Παρεμπιπτόντως, κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης ο μυστικός χωρισμός του σώματος και της ψυχής του Κυρίου αρχίζει με τον Μυστικό Δείπνο, όταν ξεκινά και η τρομερή αγωνία, το Δράμα του Θεανθρώπου, καθώς ακούγεται το «εις εξ υμών παραδώσει με».  Ακολουθεί στο έργο του Σολωμού μια ιερή τελετουργική πυρά, οπού καίγονται τα «άτυχα κρεβάτια» του γάμου «με το σεμνό στεφάνι», και κατόπιν αναπέμπεται σε ένα σπήλαιο μια δέηση στον Θεό, οπότε και οι γυναίκες «δειλιάζουν λιγάκι». Βρισκόμαστε ίσως όχι μπροστά σε πραγματική δειλία, αλλά σε κάτι ανάλογο με την αγωνία του Κυρίου ενώπιον του θανάτου, η οποία προκύπτει, κατά τους Θεολόγους, από το ότι ο άνθρωπος, ο κατεξοχήν άνθρωπος, ο Χριστός, δεν είναι πλασμένος για τον θάνατο, αλλά για τη ζωή. Θέλημα του Ίδιου του Χριστού, ως Θεού, είναι ο άνθρωπος να μετέχει στην θεία ζωή.  
Κατόπιν, η Μεγάλη Μητέρα, η Πατρίδα, «θεάνθρωπη», καμωμένη πραγματικά από θεανθρώπινους αγώνες, αν σκεφθούμε ότι μέσα στους αγίους και τους ήρωες είναι «ο ίδιος ο Θεός που αγωνίζεται», κατά την θεολογία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, «αισθάνεται» και αναλαμβάνει όλα τα παθήματα, «καθαρίζοντάς τα εις την μεγάλη ψυχή της». Πράγματι, αν ο Θεός δεν αναδεχόταν το ανθρώπινο πάθος, αυτό θα έμενε ένα απλό βάσανο, ένας πόνος, όχι όμως τέτοιος που να μπορεί να χαρακτηριστεί αληθινά «πάθος» -με ένα βάρος που, κατ’ αναλογίαν, έχει ο όρος όταν χρησιμοποιείται για το «θείο πάθος». Γι’ αυτό διαβάζουμε τον εξής συγκλονιστικό στίχο:
«Πολλές πληγές κι εγλύκαναν γιατ’  έσταξ’ αγιομύρος».
Οι ήρωες είναι μυροβλύτες. Ο νικηφόρος παιάνας πασχάλιος: «θανάτω θάνατον πατήσας», διά του φυσικού θανάτου η έξοδος από τον υπαρξιακό θάνατο. Δεν αλλαξοπίστησαν για να σωθούν και μην παραδίδοντας την ιερή γη της ψυχής τους, το Μεσολόγγι διαχρονικά παραμένει δικό τους.
Ήδη οι ήρωες είναι μάρτυρες, πριν τυπικά σκοτωθούν, γι’ αυτό και αποκαλούνται από πριν έτσι. Το μαρτύριο δεν  είναι απλά «εσωτερικό», όπως συνηθίζουμε να διαβάσουμε στους μελετητές του Σολωμού, που μιλούν διαρκώς για «εσωτερική» ελευθερία, όπου δεν ξέρει κανείς τι στ’ αλήθεια σημαίνει «εσωτερική» (=ψυχική; ψυχολογική; φιλοσοφική; διανοητική;). Τιποτ’ απ’ αυτά. Είναι η όλη πορεία, με τους αναβαθμούς της, πάντα ανάλογη του Πασχαλίου Μυστηρίου, της  Σταυροαναστάσιμης Πορείας του  Κυρίου, αυτή που φωτίζει και τους ήρωες του Σολωμού.  
«Παντ’ ανοιχτά, παντ’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου».
«Η δύναμή σου πέλαγο κι η θέλησή μου βράχος», λέγει κατόπιν ο ποιητής, γιατί όλα αυτά πραγματικά τελειώνουν με την κατίσχυση, θα ’λεγε κανείς, της ανθρώπινης φύσης, που στερεώθηκε πραγματικά, όντας ασταθής, ευάλωτη, και τρεπτή, από την Ανάσταση. Η πασχάλια διάβαση στερεώνει τα νοήματα, και η ελληνική στερεώνει επίσης τις λέξεις της. Το «φως» δεν είναι πια το τρεμουλιαστό σημάδι ζωής που αναφαίνεται μέσα από το σκοτάδι, όπως στον Όμηρο, αλλά η πλημμυρίδα εκείνη φωτός, που λάμπει στην «Φεγγαροντυμένη» του Σολωμού, λάμπει στον υπερρεαλισμό του Ελύτη. Ούτε για τον άνθρωπο ισχύει πια το «οίη περ φύλλων γενεή, τοίη δε και ανδρών», καθώς ο άνθρωπος είναι τώρα το μυστηριακό εκείνο ον που ατενίζει με χαρά τον κόσμο, ως δώρο, ένα ον που δεν φοβάται να διεισδύσει ποιητικά βαθιά μέσα στον κόσμο και να ξετυλίξει τα μυστικά του- όπως και πάλι στον Ελύτη, που το φως γίνεται η ουσία του κόσμου και εξαφανίζονται όλες οι σκοτεινές, μυστηριακές κοσμικές δυνάμεις, που ταλάνιζαν μέχρι το τέλος τον αρχαίο Έλληνα. Πράγματι, μαζί με τον κόσμο, η ελληνική γλώσσα στερεώνεται πια, και αυτό δεν σημαίνει παρά περισσότερο δυναμισμό, περισσότερο σφρίγος, περισσότερη δροσιά και κάλλος, ενώ ταυτόχρονα σηματοδοτεί τη μετοχή στην αλήθεια. Φως Χριστού φαίνει πάσι. 
Το ήθος της γλώσσας μας μπορεί να είναι πια αναστάσιμο.
                                      ………………………………..
Αυτή η μυητική αναστάσιμη διάβαση –που για διαφόρους λόγους ατόνησε στην Δύση (θεωρία Ανσέλμου περί θείας δικαιοσύνης κλπ), όπου και υπερτονίστηκαν τα Χριστούγεννα, επιδρά πάρα πολύ στη γλώσσα μας, και μεταμορφώνονται αναλόγως ένα σωρό λέξεις. Παράδειγμα ο «πόλεμος»: κι εδώ αξίζει να δούμε τη νήψη που προκύπτει μέσα από το αγγελικό και μαύρο φως του Σεφέρη. Στο ωραιότερο ίσως ποίημά του, την «Ελένη», μυητική τελετουργία είναι ο πόλεμος, καθώς ο ήρωας, ο Τεύκρος ήταν ένας πολύ εύστοχος τοξότης, που κλήθηκε να συμμετάσχει στην Τρωική εκστρατεία, όπου όμως δεν μπόρεσε να αποτρέψει την αυτοκτονία του αδελφού του, Αίαντα, ο οποίος θίχτηκε από το ότι οι Αχαιοί έδωσαν τελικά τα όπλα του Αχιλλέα στον ανταγωνιστή του Οδυσσέα. Γυρίζοντας πίσω, στην πατρίδα του, ο πατέρας του δεν τον δέχτηκε, και γι’ αυτό θεμελίωσε μια άλλη πόλη, ομώνυμη της παλιάς, για να θυμάται τις ρίζες του. Είναι βράδυ, το φεγγαρόφωτο, το φως, λειτουργεί και πάλι λυτρωτικά, και στοχάζεται, με την σολωμική έννοια του «στοχασμού», την μοίρα του. Και αυτός ο στοχασμός, τον βοηθά να μεταλλαχτεί από ένα γενναίο, αγέρωχο, υπερήφανο φιλοπόλεμο άνδρα, σε κάποιον ξεριζωμένο, κάποιον που «ξαστόχησε» (ας θυμηθούμε εδώ και την περιγραφή της αμαρτίας στους Έλληνες Πατέρες κατά βάσιν ως οντολογικής «αστοχίας»). Εν πάση περιπτώσει, η λέξη «αστοχία» απόκτα πια ένα μοναδικό βάθος στην Ελένη, που μόνο τα προηγούμενα ποιητικά κατορθώματα μπορούν να το αναδείξουν και να το υποδηλώσουν. Τελικά, και με καταλύτη τον μύθο της Ελένης (της πραγματικής και του ειδώλου αυτής), ο ήρωας μεταβάλλεται μέσα από την μύηση του πολέμου σε κάποιον αναζητητή, κάποιον που διερωτάται, κάποιον που ψάχνει τη ζωή: 
«άραξα μοναχός μ’ αυτό το παραμύθι,
Αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι…»
Και κατόπιν: 
«Που ειν’ η αλήθεια;…
Τι είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ’ ανάμεσό τους;»
Έστω και με έναν σκοτεινό τρόπο- ας μην ξεχνάμε ότι στον «Αίαντα» του Σοφοκλή ο ήρωας τρελαίνεται, καθώς περιπίπτει σε μια κατάσταση ένθεης «μανίας», σε ένα σκοτάδι που κατονομάζεται περισσότερο όμως ως «φώτιση» σε σχέση με το σύνηθες, κοινό φως των θνητών-, ο Τεύκρος, δηλαδή ο ποιητής, μπορεί με αφορμή τον πόλεμο να συλλάβει το όραμα της κοινής ανθρώπινης μοίρας και ν’ ανακαλύψει ως το κύριο έργο της ανθρώπινης ζωής τον θρήνο: αξίζει να κλαίμε για την τραγωδία του ανθρωπίνου γένους.
Μια σειρά από λέξεις μεταμορφώνονται θαυμαστά στο ποίημα: φεγγάρι, τοξότης, ξαστοχώ, θεός, πατρίδα, παραμύθι, δόλος, ανώνυμος, ζωή κλπ. Δεν είναι ότι απλά γίνονται «σύμβολα», όπως συνήθως λένε οι μελετητές. Το σημαντικό είναι να καταλάβουμε τι είναι αυτό που τους επιτρέπει να γίνουν σύμβολα, και μάλιστα τέτοια σύμβολα: τι είναι αυτό που επιτρέπει στο «παραμύθι», να σημάνει εδώ την «αλήθεια», αν δεν παρεμβληθεί το ενδιάμεσο «παραμυθία», με όλα τα χριστιανικά συμφραζόμενα του όρου; Ίσως σε άλλες γλώσσες, πιο εμπειρικές, πιο τεχνοκρατούμενες, όταν λέγει κανείς «πόλεμος», το μυαλό του να πηγαίνει αμέσως σε αμυντικές ταχτικές και στρατηγικές και δεξιότητες στα όπλα κλπ.  Εδώ, όταν λέμε πόλεμος, το μυαλό μας πάει μόνο στην τραγωδία, αλλά και στην έννοια της υπέρτατης δοκιμής: φοβούμαστε τον πόλεμο, γιατί δεν ξέρουμε αν θα κρατηθούμε άνθρωποι εκεί.
                                          ………………………………….
Στον Ρίτσο τα πράγματα είναι διαφορετικά: στην «Ρωμιοσύνη» του, ο πόλεμος δεν αποβαίνει τόσο τέτοια δοκιμασία, γιατί οι άνθρωποι είναι εξαρχής πασχάλιοι, αναστημένοι. Επειδή έχουν περάσει πολλές συμφορές, ο σταυρός είναι διαρκές παρόν. Ο σταυρός έχει γίνει η μυστηριακή τους φύση:
«Έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κι η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους,
Ο αγέρας έριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πασχαλιές της πλατείας…»

Ωστόσο, απόμεινε η «καρδιά» τους, και «όλοι σκοτώνονται μα κανένας δεν πέθανε», γιατί είναι αναστημένοι. Είναι θαυμάσιο ποίημα η «Ρωμιοσύνη» του Ρίτσου, ωστόσο, κατά την γνώμη μου, οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» υπερτερούν, γιατί η στιγμή της μύησης στην αθανασία συμβαίνει μπροστά στα μάτια μας. Και εδώ τα σύμβολα αφθονούν, αλλά δεν πρέπει να τα αποκαλούμε απλά «σύμβολα», παρά λέξεις με μνήμη, λέξεις οδοδείκτες. Ιδού μερικά: ουρανός, βήματα, Ήλιος, τοπίο, φως, δρόμος, μάρμαρο, σκόνη, λαχάνιασμα, χελιδόνι, άστρα κλπ.
Γενικότερα, ο ελληνικός υπερρεαλισμός, αν και υποτίθεται υπηρέτησε την αστάθεια των νοημάτων, το ρευστό όνειρο, την κατάργηση των σαφών λογικών ορίων, στην πραγματικότητα στερέωσε τα νοήματα, και γι’ αυτό έδωσε την πιο θαυμαστή- κυρίως μέσω του Ελύτη- περιγραφή του ελληνικού τοπίου.
                               ………………………………………..
Ίσως θα πει κανείς ότι όλα αυτά είναι υποκειμενικά, ότι είναι μέρος ενός γενικότερου δυναμισμού των ίδιων των λέξεων, ως μεμονωμένων μονάδων, ανεξαρτήτως γλώσσας. Ωστόσο, δεν έχει την ίδια δυναμική η λέξη «dream» ή το «rêve», με το ελληνικό όνειρο. Το πρώτο παραπέμπει σε κάτι μάλλον εξωλογικό, σε κάτι που υστερεί της πραγματικότητας, που αναφέρεται απλώς σε μια διαταραχή αυτής, οπότε και καλεί για επιδιόρθωση του «κόσμου- γύρω- μας», ενώ το δεύτερο σχετίζεται μάλλον με το επιθυμητικό στοιχείο, που και πάλι πρέπει να ικανοποιηθεί στον συνήθη κόσμο του «κοινού νου», του «εξ - ύπνου» βίου. Το «όνειρο» όμως σε μας είναι η καρδιά της πραγματικότητας, και αυτό γιατί, πχ για θεολογικούς λόγους, αντίθετα από την αυγουστίνεια-θωμιστική θεολογία, γίνεται το κτιστό να κοινωνήσει αληθινά με το άκτιστο. Και όλες οι λέξεις διαπερνώνται εντέλει από την θεολογία. Να γιατί το όνειρο στον ελληνικό υπερρεαλισμό δεν απέβη τελικά καθόλου χρήσιμο, καθώς το οραματικό στοιχείο (η «χάρη» της βυζαντινής θεολογίας) θεωρείται μέρος, κατά μια έννοια, της «φύσης» (πράγμα εντελώς απαράδεκτο στον Άγιο Αυγουστίνο). Και χωρίς μια θεολογία της γλώσσας, πώς να προσεγγίσει κανείς τους ποιητές; Χωρίς μια θεολογία της γλώσσας, πώς να πραγματοποιηθεί η αναστάσιμη διάβαση, πώς οι του βίου πολιορκημένοι θα μετουσιωθούν σε ελεύθερους υιούς φωτός;


--------------------------------


 Η ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

Σύμφωνα  με τους ειδικούς στην ορθόδοξη θεολογία, ο άνθρωπος είναι κυρίως ό,τι γίνεται, βοηθούμενος από την θεία χάρη, και όχι τόσο αυτό που τώρα «είναι», με στατική έννοια. Και μπορεί να γίνει ασφαλώς ένας κατά χάριν Θεός. Η ανοδική πορεία είναι αυτή που ενδιαφέρει πρωτίστως τους Πατέρες της Εκκλησίας, παντού και πάντοτε, γι’ αυτό, ακόμη και όταν τελούμε τον λεγόμενο «Παρακλητικό Κανόνα», διάχυτο είναι αυτό το πνεύμα της μυστικής εξύψωσης και πνευματικοποίησης (όχι «ψυχικοποίησης») των πάντων. Κάνουμε μια μικρή ακολουθία, για να θεραπευτεί μια ασθένειά μας, και όμως, ο πατερικός νους είναι στραμμένος στο πρότυπο του Μωυσή, που ανέβηκε, κατά τους θεολόγους, κεκαθαρμένος στο όρος Σινά, όπου και δέχτηκε την εμπειρία της θεοπτίας. Πόσο παράξενο στ’ αλήθεια αυτό!
Για να γίνουμε λοιπόν καλά από μια νόσο, ή να γλιτώσουμε από μια δύσκολη περίσταση, πρέπει πρώτα να ανυψωθούμε στον ουρανό των υψηλών νοημάτων. Χρειάζεται να εννοήσει κανείς ότι η Θεομήτωρ είναι «η τεκούσα το φως», και πρέπει ασφαλώς να αγαπήσει αυτό το φως, για να μπορέσει να υπερβεί τα γήινα. Πρέπει να πιστέψει βαθιά ότι Αυτή η γυναίκα είναι στολισμένη με «μεγαλεία», αδύνατον να μετρηθούν, γιατί είναι «αληθώς Θεού λοχεύτρια». Το δόγμα  της Ενσάρκωσης του Υιού είναι πανταχού παρόν, ως το κατεξοχήν θαύμα, ταυτόσημο, θα μπορούσε να πει κανείς, με την ίδια την θεία  Παντοδυναμία, δόξα και κλέος, γιατί, άλλωστε, όπως είπε ο  Κύριος, «η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου». Προσέρχεται λοιπόν κανείς με ευγνωμοσύνη ενώπιον της Μητροπαρθένου, και «εν ύμνοις ευχαρίστοις δοξολογεί» την  Θεομήτορα, και όσο πιο πολύ γεμίζει με ευγνωμοσύνη, τόσο και γίνεται περισσότερο άνθρωπος, τόσο και ανεβαίνει προς τα ύψη της αρετής. Είναι από αυτό το μυστήριο της Κένωσης του Υιού και της Παρθενικής Αγάπης που απορρέει η «πολλή δύναμις» Αυτής, την οποία ο υμνωδός «πάσιν ομολογεί». Αυτές είναι και οι μεγάλες ευεργεσίες της Παναγίας προς το ανθρώπινο γένος, γι’ αυτό και λέγει ο ιερός υμνογράφος: «κηρύττω τας ευεργεσίας, ας υπερεκένωσας εις εμέ». Η γλώσσα, απρόσμενα για μια παράκληση, γίνεται δοξολογία, λες και διαβάζουμε άλλη μια φορά τον Ακάθιστο Ύμνο, και να που ακόμη και μια ποιοτική ανθρωπολογική ανατομία έχει θέση σε αυτή την προσευχή, όταν διαβάζουμε πως όλοι μας προσευχόμαστε «ψυχή τε και καρδία και λογισμώ και γλώσση». Η πνευματική άνοδος, αν και ενιαία, είναι πολυδιάστατη.
Η Ανάσταση στερέωσε το ανθρώπινο είδος, μαζί και τους Αγγέλους. Η Παναγία, γεννώντας τον Χριστό, γεννώντας Τον ξεχωριστά για τον καθένα μας, ως η κοινή Μητέρα όλων, είναι λοιπόν η «κραταιά αντίληψις» σύνολης της ανθρωπότητας. Είναι η μήτηρ του Θεού-Λόγου, που, έχοντας γίνει η «προς Θεόν  παρρησία»,  κραταιώνει επίσης καί την γλώσσα, κάνοντάς την διάπυρη, ζέουσα∙ αυτό το καταδεικνύει άλλωστε η φράση «θερμή προστασία» ενός τροπαρίου της γ ωδής. Μόνο σε Αυτήν από όλους τους ανθρώπους ανήκει και «δόξα» (και όχι απλά «τιμή»), γι’ αυτό και λέγει ο πιστός «δοξάζω σε», κάπου στην ίδια ωδή. Όπλο της γλώσσας είναι βέβαια η πρωτίστως η αλήθεια, γι’ αυτό και προχωρεί κανείς στο υψηλό μόνο όταν «αληθεύει» ο βίος του (αληθεύει παραδόξως η ζωή, και όχι μια επί μέρους πρόταση!), Και τι φοβερό να γίνει κανείς όλος ψευτιά! «Αληθή Θεοτόκον ομολογώ Δέσποινα», λέμε όμως στην Παναγία, Αυτήν που γέννησε και την Αλήθεια, τον Χριστό.
Μόνο τώρα έχουμε ετοιμαστεί για να κάνουμε πραγματική παράκληση, αφού πρώτα καθαρθήκαμε με το  νέκταρ της δοξολογικής, φωτοφόρου, χαρμόσυνης γλώσσας. Πώς όμως θα προχωρήσουμε τώρα στην δέηση;
                                            ………………….
Πάλι λοιπόν κατά τους θεολόγους, και μάλιστα τους ειδικούς στην Χριστολογία, είναι η θεία φύση του Κυρίου αυτή που παραχωρεί και στην ανθρώπινη το δικαίωμα να θέλει τη ζωή, να αποφεύγει το θάνατο, να επιθυμεί να τραφεί, να συντηρηθεί, να έχει φίλους κλπ. Ο Κύριος ήταν ένας τέλειος άνθρωπος, αυτό όμως, το να είσαι άνθρωπος, είναι και πάλι δώρο της Θεότητας. Κατ’ αναλογίαν λοιπόν κι εμείς, όχι από κανένα ένστικτο αυτοσυντήρησης, άλλα πάντα σε μια μυσταγωγική ατμόσφαιρα, και παρά την προσπάθεια να πνευματικοποιηθούμε, να προοδεύσουμε δηλαδή στην αρετή,  την Αγάπη και την Αλήθεια, θέλουμε μαζί, από υπακοή στον δωροδότη Θεό, και όλα τα «ανθρώπινα». Γι’ αυτό και σκύβουμε τελικά στον καθ’ ημέραν βίον, και παρακαλούμε και τον Κύριο και για όλα τα γήινα. Ιδού που, παρά την μυσταγωγική διάθεση, ή ίσως εξαιτίας της μυσταγωγικής διάθεσης, προσέχουμε και τα απλά πράγματα, τις λεγόμενες «περιστάσεις». Προέχει η ιεροπρέπεια και του ανθρώπινου βίου.
Περνάμε τώρα σε ένα διαφορετικό λεξιλόγιο, πραγματικά γεμάτο χαρμολύπη. Ας πάρουμε την λέξη «τα λυπηρά» («τα νέφη των λυπηρών εκάλυψαν την αθλίαν μου ψυχήν…»). Τι είναι αλήθεια αυτά; Δεν πρόκειται για το αγγλικό «accidents» (=απρόοπτα, ατυχήματα), ή για κάτι παρεμφερές, καθώς «λυπηρό» μπορεί να είναι μια ασθένεια, αλλά και ένας πικρός λόγος, κάποια ξαφνική στενοχωρία, που προκάλεσα ή μου προκάλεσαν, κάποια αδυναμία να συνυπάρξω αρμονικά, κάποια πτώση του αδελφού, του φίλου, του πλησίον, που μου προξένησε οδύνη. «Λυπηρό» μπορεί να είναι ο «άλλος», όταν γίνεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο αδιαφανής προς έμενα, είτε το θέλει είτε όχι, είτε φταίει αυτός είτε εγώ. Πόσο πνευματική έννοια αλήθεια αυτά τα «λυπηρά», πόσο μυσταγωγική, και όμως προορισμένη να είναι «διακοσμητική», χαμένη κάπου σε έναν παρακλητικό κανόνα. Ίσως είναι μια λέξη με ευαίσθητη, ας πούμε, φύση, που εμφανίζεται διακριτικά, όταν η ψυχή εμφανίζεται πληγωμένη μπροστά στην Παναγία Μάνα (της) – φαίνεται ότι είναι σωστό να μιλάμε και για ευαίσθητες λέξεις. Να και μια άλλη λέξη, «συμπάθεια» («της προς εμέ συμπαθείας σου, Δέσποινα»), που βαρύνεται είναι αλήθεια, με περισσότερη θεολογία απ’ όσο νομίζουμε: δεν πρόκειται και πάλι για κάτι σαν το «compassion», που εστιάζει περισσότερο στον ψυχολογικό τομέα (συμμερίζομαι ψυχολογικά τη δύσκολη κατάσταση κάποιου άλλου). Εδώ μιλάμε περισσότερο για την ενεργητική συμμετοχή κάποιου αλλού, εν προκειμένω της Θεοτόκου, στην δική μου ζωή, για την μυστική «κοινωνία» των προσώπων, καθώς «η ζωή του Κυρίου είναι και δική μου» και «η δική μου δική Του». Χωρίς να συγχέουμε τις υποστάσεις, ο άλλος είναι αλήθεια κομμάτι του εαυτού μου, και βέβαια ο Θεός ο πιο προνομιακός συνομιλητής του κάθε ανθρώπου. Πού αλλού να πω τον πόνο μου, αν όχι στην Παναγία, γιατί, πράγμα αληθινά περίεργο, με στηρίζει οντολογικά, για να το πούμε έτσι, και όχι απλά «ψυχολογικά». Εξάλλου, δεν φτωχαίνουμε τα νοήματα αν πούμε ότι ακόμη και ένα ηλιοβασίλεμα μας βοηθά, μας συντρέχει «ψυχολογικά»; 
Περνάμε τώρα στη λέξη «ίλεως», στην φράση «βλέψον ιλέω όμματί Σου», όπου κάθε άλλο παρά σημαίνει «οίκτος», όπως νομίζουν μερικοί. Ο «ίλεως οφθαλμός», το γεμάτο έλεος μάτι, παρατηρεί όχι μόνο με ευσπλαχνία, αλλά προπαντός με διάκριση, σαν να σε ρωτά τρυφερά: «θέλεις να δω ποιος είσαι;», για να πάρει την άδεια να εισχωρήσει κατόπιν στα άδυτα της ανθρώπινης αβύσσου και να  φωτιστούν τα σκότη. Και καθώς ο ίλεως οφθαλμός παρατηρεί εμένα, τότε γίνομαι στ’ αλήθεια κάποιος, γιατί η ματιά αυτή είναι «στερεωτική», μου δίνει υπόσταση, σαν το φιλί της μητέρας, που είναι ένας αναβαθμός του «είναι». Το γεμάτο «έλεος» μάτι συγ-χωρεί, ανοίγει δηλαδή διάπλατα χώρο για να κλάψουμε την αστοχία μας, αφήνει επιτέλους την φωνή μας να ακουστεί χωρίς ψεύτικες δεσμεύσεις, και βρίσκει κανείς την δική του, προσωπική λαλιά. Ο ίλεως οφθαλμός χαίρεται να βλέπει τον  άλλον να ανασηκώνεται, δεν έχει καμιά υστεροβουλία, δεν κερδίζει από την οντολογική καθήλωση του άλλου στην δουλεία. Η Παναγία μας βλέπει αληθινά ως παιδιά Της. Το αγγλικό «mercy» εδώ αδυνατεί να μεταδώσει αυτήν την έννοια, καθώς εστιάζει πιο πολύ σε έναν «ακτιβισμό», στην εξωτερική ενέργεια- το έλεος όμως είναι πάνω από όλα προϊόν της βαθείας καρδίας.  
                                     ………………………
Αλήθεια, γιατί προσεύχεται κανείς στον Παρακλητικό Κανόνα; Τυπικά λέμε «για να γίνουμε καλά από μια νόσο», ωστόσο δεν πρόκειται για ένα Ευχέλαιο, ούτε και πράγματι τα τροπάρια επικεντρώνονται σε αυτό το θέμα. Χρειάζομαι, μαθαίνουμε, «προστασία», γιατί έχουμε, παραδόξως, σκοτισθεί «νυκτί αμαρτημάτων» (ο υμνωδός μας πηγαίνει στα πνευματικά άλλη μια φορά), έχουμε απογυμνωθεί εντελώς «απάσης βοηθείας» (όποτε, είτε δεν εκτιμάμε την βοήθεια που μας προσφέρουν οι άλλοι, πράγμα αδύνατον βέβαια να συμβαίνει με τον υμνωδό, είτε ο Θεός μας έριξε σε μια τέτοια κατάσταση που αδυνατούν οι άλλοι να μας βοηθήσουν, πράγμα  που συνιστά αληθινή «μύηση» στη ζωή), «περιστάσεις και συμφοραί του βίου» μας κυνηγούν από παντού (όμως, απέναντι άραγε σε ποιον ξεσηκώνεται ολόκληρο το σύμπαν, αν όχι στον πνευματικά δόκιμο;), ενώ τέλος μας έχουν βρει και «ζάλες»- δεν εννοεί βέβαια ο ιερός υμνογράφος τίποτε σωματικά άλγη της κεφαλής, αλλά εκείνη την μυστική αβεβαιότητα και αγωνία, όταν βρίσκεται κανείς μπροστά στον Θεό και διστάζει, σαν τον Πέτρο, να προχωρήσει όρθιος στα κύματα, ή όταν, επίσης, σαν τον ίδιο Απόστολο, θέλει να κόψει το αυτί του Μάλχου, του όποιου Μάλχου, για να «σώσει» τον Σωτήρα –Αυτός όμως μας επαναφέρει στην τάξη, δηλαδή να θέλει να μας πλύνει τα πόδια! Τελικά, μόνο όσο προοδεύει κανείς στην τέχνη της προσευχής, καταλαβαίνει για τι ακριβώς προσευχόμαστε στην λεγόμενη «Παράκληση», και τι θα πει ότι η Παναγία μας «παρακαλεί», ότι είναι «παραμυθία».
 Όλες αυτές οι λέξεις της ελληνικής δεν μπορούν εν τέλει να αποκοπούν από την υψηλή θεολογία. Στην λαϊκή λαλιά, τότε και σήμερα, όταν λέμε ότι «θλίβομαι», ενυπάρχει η μυστική έννοια κάποιας παραμυθίας. Όταν λέμε «περιστάσεις», πηγαίνει ο νους μας σε κυκλοειδείς κινήσεις του χρόνου, που, ναι, εμπλέκονται σε μια ανοδική εξυψωτική πορεία. Όταν λέμε «πενιχρός» («πενιχρά δέησις»), μια λέξη που άδικα προσπαθούν να μας κάνουν να ξεχάσουμε, και πάλι σκεπτόμαστε την δόξα του «ολίγου», μα εκλεκτού οίνου. Όταν λέμε «ανάγκες», περισσότερο πάει ο νους μας σε κάτι ιεροπρεπές, πάρα στο «necessities»: το να αγαπήσω και να αγαπηθώ είναι μια «ανάγκη», γι’ αυτό βέβαια και δεν είναι καθόλου «ανάγκη».    
                                        …………………………
Το σημαντικό, τελειώνοντας, είναι να πούμε ότι όλες αυτές οι ταπεινές λέξεις, γεμάτες όμως «πνεύμα», στοιχειώνουν την ελληνική ποίηση. Να, κι ένα μικρό ποίημα, ενός θρησκευόμενου είναι η αλήθεια ποιητή, του Νικηφόρου Βρεττάκου, όπου κάθε λέξη, παρά τον αρνητισμό της, κρύβει ένα έλεος. Πρόκειται για διφορούμενες λέξεις, λέξεις μικρές, άμεσα συνδεδεμένες όμως με ό,τι θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «το υψηλό νόημα» (υπογραμμίζω τις πιο διφορούμενες).

          Της Σπάρτης οι Πορτοκαλιές

Της Σπάρτης οι πορτοκαλιές, χιόνι, λουλούδια του έρωτα,
Άσπρισαν απ’ τα λόγια σου, γείρανε τα κλαδιά τους,
Γιόμισα το μικρό μου κόρφο, πήγα και στη μάνα μου.

Κάθονταν κάτω απ’ το φεγγάρι και με νοιάζονταν,
Κάθονταν κάτω απ’ το φεγγάρι και με μάλωνε:
Χτες σ’ έλουσα, χτες σ’ άλλαξα, πού γύριζες-
Ποιος γιόμισε τα ρούχα σου δάκρυα 
Και νεραντζάνθια




--------------------------------



  Ο ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ



Αντιδρώντας ακόμη και στον ήπιο Νεοπλατωνισμό, που έλεγε ότι τα ανώτερα («η ψυχή»), νιώθουν συμπάθεια και ευσπλαχνία για τα κατώτερα, («το σώμα»), ένα είδος έρωτα γι αυτά, και θέλουν να τα βοηθήσουν να αναχθούν στο Πνεύμα, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός κήρυττε πως ανάμεσα στην ψυχή και το σώμα δεν υφίσταται καμία πραγματική σχέση, γιατί είναι εντελώς διαφορετικές πραγματικότητες. Για παράδειγμα, η ψυχή δεν είναι εκτατή (=δεν καταλαμβάνει χωρική έκταση), το σώμα είναι. Αν αυτά τα δύο συνυπάρχουν, συμβαίνει γιατί το θέλει ο Θεός, που με μία ιερή «βία» τα αναγκάζει να συναπαρτίσουν τον έναν άνθρωπο. Ο ιερός Πατέρας δίδασκε ακόμη ότι μπορεί κάθε ανθρώπινο άτομο να αποτελείται από σώμα και ψυχή, αλλά η ανθρώπινη φύση εν γένει δεν είναι σύνθετη, παρά μία και ενιαία, καθώς ο άνθρωπος γενικά δεν είναι απλή προσθήκη σώματος και ψυχής, αλλά κάτι εντελώς καινούργιο, μία μορφή υπάρξεως που μάλιστα χαρακτηρίζεται ως «εικόνα Θεού».
Μπορούμε έτσι να ανιχνεύσουμε τις ρίζες του ελληνικού «υπερρεαλισμού», που είναι όντως πολύ διαφορετικές από αυτές του νεοτέρου ευρωπαϊκού – η ελληνική όμως υπερρεαλιστική ποίηση, ρητά, διά στόματος Ελύτη και της αγάπης του για τον Ρωμανό, επιστρέφει σε ό,τι θα μπορούσαμε να ονοματίσουμε βυζαντινό «υπερρεαλισμό». Αντίθετα λοιπόν από το ευρωπαϊκό αυτό καλλιτεχνικό ρεύμα, που τείνει σε μια κυριαρχία του ψυχικού στοιχείου, πχ του ονείρου, το ενστίκτου, του συνειρμού, όπου η ύλη καταντά απλό μέσο για την ψυχική «επανάσταση», στο Βυζάντιο αναδεικνύεται ισόρροπα και το σωματικό στοιχείο. Και επειδή μάλιστα οι πραγματικότητες του Πνεύματος δεν γίνεται να εξαντικειμενιστούν με αφηρημένες έννοιες, δηλαδή με ψυχικές κατηγορίες, κυριαρχεί συχνά το ίδιο το σώμα, οι αισθήσεις, τα στοιχεία του κόσμου, που μας βοηθούν να αναχθούμε στο θείο. Σώμα και ψυχή βρίσκονται σε αρμονία, με το σώμα παραδόξως να γίνεται το κύριο μέσο της πνευματικότητας, ενώ το σχήμα της αντίθεσης χρησιμοποιείται συχνά για να αισθητοποιήσει την ιερή «βία», για την οποία μιλήσαμε. Η ζεύξη των αντιθέτων που συναπαρτίζουν τον άνθρωπο είναι ένα μέσο ανύψωσης προς τον «Λόγο», που είναι άλλωστε και ένα από τα Τρία Πρόσωπα της Θεότητας. Γι’ αυτό λοιπόν και παντού στα ιερά κείμενα παρατηρείται αυτή η διάθεση ιεροπρέπειας, ιερατικότητας, μυστικής διάθεσης και προσπάθειας ανάβασης από το φθαρτό προς το άφθαρτο. Όλα αυτά τα στοιχεία, σημειωτέον, ανευρίσκονται και στον Ελύτη, με την λειτουργική και μεθεκτική διάθεση στην μυστική ουσία του κόσμου. Στον Ελύτη, με την ηρεμία και την γαλήνη να στοιχειώνουν το αιγαιοπελαγίτικο τοπίο, όπου μόνο η πνευματική αύρα φυσά δυνατή, με ήχο «ώσπερ φερομένης πνοής βιαίας», ενώ το μεταμορφωτικό φως διαυγάζει τα πάντα και δεν αφήνει χώρο για την ψυχική σκοτοδίνη. Βρισκόμαστε εν πολλοίς στο κλίμα του Ρωμανού μάλλον πάρα της αυτόματης, σκοτεινής υπερρεαλιστικής γραφής των Ευρωπαίων.
Όταν μάλιστα έλαβε χώρα το μέγα γεγονός της Ενσάρκωσης του Λόγου, τότε η ανθρώπινη φύση ανακαινίστηκε πλήρως, και ο άνθρωπος- ο Ενσαρκωθείς Χριστός- έγινε η τελεία διαφάνεια του ίδιου του Θεού. Αυτό καταδεικνύει το πιο ωραίο «υπερρεαλιστικό» ποίημα του Βυζαντίου, ο Ακάθιστος Ύμνος, που υμνεί Αυτήν που έγινε η γέφυρα της υποστατικής ένωσης Θείου και ανθρώπινου (στο πρόσωπο του Λόγου). Όλα τα προαναφερθέντα στοιχεία ανευρίσκονται στο παρόν ποίημα, και δημιουργούν το νέο κλίμα, μαζί και εκφραστική, της ελληνικής γλώσσας. Είναι ίδιον, πράγματι, κάθε γλώσσας να λαμβάνει την φυσιογνωμία της από την λογοτεχνία που παράγει, γι’ αυτό και ο Ακάθιστος Ύμνος έγινε ο τόπος της ελληνικής αισθητικής, ακόμη και της καθομιλουμένης γλώσσας. Ας δούμε από πιο κοντά όλα αυτά: ένα κλίμα χαράς και αισιοδοξίας λοιπόν διαπερνά τα πάντα, λάμπει το αστέρι που «εμφαίνει τον Ήλιον», και η γη έχει γεμίσει από «ευφορίαν οικτιρμών». Η Τράπεζα «βαστάζει ευθηνίαν ιλασμών», «ο λειμώνας της τρυφής» θάλλει, η «μυστική ημέρα» έχει αυγάσει, το «αγλαόκαρπον δένδρων εξ ου τρέφονται πιστοί» δεσπόζει στη νέα γη, και υπάρχει και «το ευσκιόφυλλον ξύλον» για να βρει κανείς δροσερή σκιά, όποτε το πεθυμήσει. Τα δύο αντίθετα, σώμα και ψυχή, έχουν ενωθεί θεοπρεπώς, και ο άνθρωπος έγινε ο μυστικός γάμος του νου και της αίσθησης. Η αφθαρσία του όλου άνθρωπου δεν έχει άλλο τρόπο να ονοματιστεί πάρα ως «άνθος», ενώ τώρα η εγκράτεια αποτελεί ένα «στέφος», μάλλον λουλουδένιο. Οι αρετές ονομάζονται «στολή», μια όμορφη δηλαδή φορεσιά, η Παρθένος αποκαλείται «θύρα» του μυστηρίου και «χώρα» του Αχωρήτου, καθώς και «οίκημα», όμορφο σπίτι, όπου κάθονται τα Σεραφείμ. Οι τολμητές μεταφορές –γνωστές και από τον γαλλικό υπερρεαλισμό- αφθονούν, και η Παρθένος ονομάζεται επίσης και «ολκάς», πλοίο δηλαδή που μεταφέρει όσους θέλουν να σωθούν, αλλά παράλληλα και «λιμάνι» αυτών που περιπλανούνται στο πέλαγος της ζωής. Είναι επίσης και «στήλη», «πύλη», «παστάδα», «ακτίνα», «βολίς», «αστραπή», «βροντή», «λουτήρ», «κρατήρας», «οσμή», «σκηνή», «κιβωτός», «διάδημα», «πύργος», «τείχος», «τρόπαιο» και άλλα πολλά, όλα δοσμένα με μια αίσθηση πληθωρικότητας, που πηγάζει από το στόμα του Μελωδού όχι για να φαντάξει αστόχαστα, αλλά για να γίνει μέσο ευγνωμοσύνης προς την Παρθένο. Η γλώσσα λοιπόν σκιρτά, αβγατίζει τον εαυτό της, γεννοβολά διαρκώς νέα νοήματα, μαζί και λέξεις, και αυτή η γλωσσική «ευτεκνία», συνώνυμη της χαράς της ζωής, θα κληροδοτηθεί παντού, σε κάθε μεγάλο της ελληνικής γραφής, στον Ελύτη, ας πούμε, και φυσικά στον Παπαδιαμάντη, με τις λυρικές του περιγραφείς να σφύζουν από γλωσσική πληθωρικότητα, να μεταγράφουν και σε γλωσσική ευγονία αυτή την νέα τάξη θεϊκής ευφορίας, φωτός κα γαλήνης που χαρακτηρίζει πια την φύση. Και υπεύθυνη για όλα αυτά μια γυναίκα –η γυναίκα στην ελληνική λογοτεχνία, μαζί και γλώσσα, έχει την χάρη ενός «θεοτοκίου».
Τα αντίθετα  ενώνονται μυστικά, το σώμα εισδύει στα της ψυχής, η ψυχή στα του σώματος, και τα δύο μαζί καθίστανται πνεύμα. Οι λέξεις πια ξεπερνούν την συνήθη τους σημασία, και αποκτούν νέα σημαντική, νέα εκφραστική δύναμη. Η Παρθένος «χωρεί» τον «Αχώρητο», το «αμφίβολο άκουσμα» των απίστων συστοιχεί στο «αναμφίβολο καύχημα» των πιστών (η πίστη πια κραδαίνει ως τρόπαιο την νέα ωραιότητα), «χαίρε η ταναντία εις ταυτό αγαγούσα» λέγει ο ποιητής, χαίρε δηλαδή εσύ που κάνεις τα αντίθετα να συνταιριάζονται μεταξύ τους και να έχουν έναν μεταξύ τους κοινό τόπο, όπως, για παράδειγμα, την «παρθενίαν» και την «λοχείαν», την έγγαμο ζωή. Η Παρθένος, αν και Παρθένος, είναι η κατεξοχήν μητέρα, γνώρισμα του έγγαμου βίου. Ο «Απρόσιτος» γίνεται «προσιτός», οι «πολύφθογγοι» ρήτορες, που αρέσκονται να τα εξηγούν όλα, τώρα καθίστανται «άφωνα» ψάρια, οι «φιλόσοφοι» γίνονται «άσοφοι», και οι «τεχνολόγοι» «άλογοι». Οι δεινοί συζητητές επίσης μωραίνονται, οι ποιητές που ανθούν στην κατασκευή μύθων μαραίνονται. Άλλοι «ανορθώνονται», δηλαδή οι άνθρωποι, άλλοι «καταπίπτουν», δηλαδή οι δαίμονες. Μερικές φορές μάλιστα γίνεται προσπάθεια η αντίθεση να αφορά το ίδιο το άκουσμα των λέξεων, και όχι μόνο τα περιεχόμενό τους∙ όπως για παράδειγμα, όταν λέγεται πως άλλοι «ποντίζονται», δηλ. πνίγονται, όπως οι Αιγύπτιοι, και άλλοι «ποτίζονται», όπως οι Εβραίοι θαυματουργικά από μια πέτρα. Αυτό περίπου συμβαίνει και με τα «παράβασις», που λύεται, και «Παράδεισος», που ανοίγεται. Η μετοχή, και όχι το ρήμα, γίνεται ενίοτε το όχημα της αντίθεσης: η Παναγία είναι η «διασπώσα» τις περιπλοκές του λόγου των Αθηναίων, και «πληρούσα» τα δίχτυα των αλιέων.  Ανάμεσα στο ρήμα και το αντικείμενό του υπάρχει επίσης αντίθεση: η Θεοτόκος «νουθετεί», δηλ. θέτει νου, στους «συληθέντας τον νουν», σε αυτούς δηλαδή που υπέστησαν σύληση του μυαλού τους! Η αντίθεση, ακόμη πιο λεπταίσθητα, υποκρύπτεται μεταξύ λέξεων που ομοιάζουν φωνολογικά και ανήκουν επιπλέον στην ίδια ονοματική φράση, όπως «χαίρε εσύ που καταργείς τον ‘‘φθορέα των φρενών’’», όπου οι λέξεις «φθορεύς-φρένες», με την παρήχηση του φ και του ρ, αισθητοποιούν καλύτερα την αντίθεση, τραβώντας με φυσικό τρόπο την προσοχή του αναγνώστη. 
Και, καταργουμένων των αντιθέσεων, επέρχονται θαυμαστές συγκλίσεις. Για παράδειγμα, στο « παστάς» ενός ημιστιχίου, αντιστοιχεί το «πιστοί» ενός άλλου, καθώς ο υμνωδός θέλει να δείξει πως οι χριστιανοί είναι οι κεκλημένοι του γάμου, οι εορτάζοντες. Στο «κουροτρόφε» αντιστοιχεί το «νυμφοστόλε», καθώς η Παρθένος τρέφει τους νέους χαρίζοντάς τους την πιο όμορφη στολή. «Λουτήρ» και «κρατήρ» συνταιριάζονται, ως μέρη της μιας και αυτής ευτυχίας, «ευωδία» και «ευωχία», που επιπλέον ομοιοκαταληκτούν υποδηλώνουν το ίδιο πράγμα, «τροφή» και «τρυφή» (με την ηχητική τους ομωνυμία) αλληλοφωτίζουν και αλληλοσημαίνουν το ένα το άλλο, αποκτώντας τελείως νέα σημασία, «(περι)πλανώμενοι» και «αιχμάλωτοι» επίσης αλληλοβοηθούνται να προσλάβουν νέο νόημα, «σωφροσύνη» και «ευφρόσυνη» θεωρούνται παρόμοιες καταστάσεις, ενώ «θυμίαμα» και «εξίλασμα» παραλληλίζονται θαυμαστώς! Το ένα ημιστίχιο, όπως στην βιβλική ποίηση, συχνά δεν προσθέτει κανένα καινούργιο διανοητικό νόημα, αλλά επεξηγεί ή επιπρόσθετοι ή διασαφηνίζει ή φωτίζει περισσότερο το νόημα του πρώτου, σε μια προσπάθεια της γλώσσας να καταδείξει το «πέραν» της γλώσσας. Η γλώσσα έτσι γίνεται αποφατική, καθώς η ίδια δηλώνει ότι αδυνατεί να αποδώσει με πληρότητα το θαύμα. Ενδεικτικά παραδείγματα : «χαίρε, το άνθος της αφθαρσίας∙ χαίρε το στίφος της εγκρατείας», «χαίρε, αναστάσεως τύπον εκλάμπουσα∙ χαίρε, τον αγγέλων τον βίον εμφαίνουσα», «χαίρε, Κριτού δικαίου δυσώπησις∙ χαίρε, πολλών πταιόντων συγχώρησις» κλπ.
Βασική διάσταση αυτής της ποίησης είναι η ιερατικότητα και η ευπρέπεια. Ένα πνεύμα σεβασμού των πάντων, ακόμη και της ύλης, θάμβους μπροστά στο μυστήριο, επισημότητας και ιεροπρέπεια κυριαρχεί παντού.  Μπορεί να μην λείπει, όπως σωστά έχει παρατηρηθεί, ακόμη και η παιγνιώδης διάθεσης ή ακόμη και το χιούμορ (πχ «μέλλοντος Συμεώνος του παρόντος αιώνος μεθίστασθαι του απατεώνος» ή «αφέντες τον Ηρώδη ως ληρώδη»), ωστόσο τα πάντα διαπερνά το σταυροαναστάσιμο κλίμα της Ορθοδοξίας. Η αναγωγική και μυητική διάθεση, ίδια αργότερα και στην ποίηση του Ελύτη, με την γνωστή του μεταφυσική του «φωτός» είναι προφανής: οι άνθρωποι ανορθώνονται, η απάτη απομακρύνεται, η εγκράτεια κερδίζει, συγχωρούμαστε, αποκτάμε παρρησία κλπ. Κατόπιν, προχωράμε πιο πολύ στη «θύρα του μυστηρίου», ανοίγει η πύλη του «Αχωρήτου», ακούμε τα «Χερουβείμ» και τα «Σεραφείμ», η ουράνια «βασιλεία» είναι πια κοντά. Και τότε, «τα ουράνια συναγγάλλονται με τα γήινα», «τα επίγεια συγχορεύουν με τα ουράνια», γιατί επισυμβαίνει το Μέγα Θαύμα, «ο Άδυτος Αστήρ» αποκτά Μητέρα,  και μυούμαστε όλοι στο αγιοτριαδικό μυστήριο («Χαίρε, η  της Τριάδος τους μύστας φωτίζουσα»). «Ο Θεός κατεβαίνει στη γη», «γεννιέται το φως», και φτάνουμε στο αποκορύφωμα της χριστιανικής λατρείας, την Θεία Ευχαριστία, καθώς η Παρθένος είναι «η Τράπεζα» που «βαστάζει ευθηνίαν ιλασμών» (δηλ. το Πανάγιο Σώμα και το Αίμα του Κυρίου), αυτή που μας δωρίζει τον «ακήρατο καρπό», αυτή που μας δίνει την «τροφή, την διάδοχο του μάννα», αυτή από την οποία ρέει «το μέλι και το γάλα», δηλαδή η σάρκα του Θεανθρώπου, μέσα στο Άγιο Ποτήριο. Θεολογία και ποίηση συνάπτονται στενά, τόσο που μπορεί κανείς να προσευχηθεί με υψηλή ποίηση.
                                …………………….
Τελειώνοντας , θα πρέπει να πούμε το εξής: οι λέξεις της ελληνικής δεν  είναι πια ποτέ ίδιες μετά από ένα μεγάλο αριστούργημα, όπως ο Ακάθιστος Ύμνος, που είναι βέβαια αναπόσπαστο μέρος της όλης βυζαντινής ποίησης, με τα λοιπά μεγάλα θεολογικά και ποιητικά κείμενα. Οι λέξεις «χαρά», «ύψος», «βάθος», «καθέδρα», «Ήλιος», «αστήρ», «κλίμαξ», «γέφυρα», «θαύμα», «τραύμα», «γνώσις», «κλήμα», «γεωργός», «άρουρα», «τράπεζα», «λιμήν», «λειμών», «ποιμήν», «γη» και τόσες άλλες ευρύνουν κατά πολύ το νόημά τους. Το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα είναι μάλλον η λέξη «στοργή», που στον  στίχο «στοργή πάντα πόθον νικώσα», αντιπαραβαλλόμενη με τον πόθο, αποβαίνει αληθινό τρόπαιο της ελληνικής. Άλλο τέτοιο τρόπαιο είναι η λέξη «διάκονος», στην φράση «διάκονε τρυφής». Το πυρ, στη φράση «φλόγα των παθών», κερδίζει σε σημασία, ενώ οι πιθανόν καινοφανείς λέξεις «νεουργείται» (η κτίση) και «βρεφουργείται» (ο Κτίστης) συμπυκνώνουν ολόκληρα κεφάλαια δογματικής θεολογίας. Ιδίως η δεύτερη, ότι δηλαδή ο Θεός «βρεφουργείται», κλείει μεγάλη τρυφερότητα, αγάπη, στοργή, ευγνωμοσύνη, αλλά και χάρη. Γενικά, και η γλωσσοπλαστική διάθεση δεν ελλείπει από τον ποιητή, που μιλά για πολυθρύλητο θαύμα, εύκαρπο νηδύ, δυσανάβατο ύψος, δυσθεώρητο βάθος, αγλαόκαρπο δένδρο, ευσκιόφυλλο ξύλο κλπ. Και είναι πολύ ευτυχές ότι οι μεγάλοι ποιητές μας, του 20ου αιώνα, διέγνωσαν και κατάλαβαν και αξιοποίησαν αυτές τις αρετές, τουλάχιστον ως «τρόπο», με την φιλοσοφική και θεολογική έννοια του όρου (πχ στον άγιο Μάξιμο) ποιητικής εκφραστικής.




  --------------------------------



2. ΑΝΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ


Ο «ποιητής τής γλώσσας»

Μπαμπινιώτης Γεώργιος 

Ο Ελύτης, γράφει ο Γ. Μπαμπινιώτης, μπόρεσε να σπάσει τους φραγμούς τής συμβατικής γλώσσας και να φτάσει σε μιαν πρωτόγνωρη υπέρβαση των ορίων τής νέας ελληνικής γλώσσας, που τη χρειαζόταν για να εκφράσει την υπέρβαση τής καθημερινής πραγματικότητας
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ:  14/05/2000 00:00 ΠΗΓΗ: http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=122258

Το καίριο σημείο για να καταλάβουμε την ποίηση του Ελύτη είναι ότι αποτελεί μια υπέρβαση τής καθημερινής πραγματικότητας «Αυτό είναι στο βάθος η ποίηση» λέει ο ίδιος (Λόγος στην Ακαδημία τής Στοκχόλμης, σ. 319) «η τέχνη να οδηγείσαι και να φτάνεις προς αυτό που σε υπερβαίνει». Η ποίησή του είναι μια συνεχής και αγωνιώδης προσπάθεια να δει και να δείξει τη δεύτερη πραγματικότητα, την ουσία των όντων, την αλήθεια πέρα από τις στρεβλώσεις που επιβάλλει κάθε χρησιμοθηρική αντίληψη να δει και να δείξει μιαν άλλη Ελλάδα, την Ελλάδα τη δεύτερη τού επάνω κόσμου.
Προϋπόθεση για την υπέρβαση και τη σύλληψη τής δεύτερης πραγματικότητας, τής ποιητικής πραγματικότητας είναι η ικανότητα να μπορείς να βλέπεις μέσα από τα πράγματα και μέσα από τον ίδιο σου τον εαυτό, η ικανότητα τής διαφάνειας όπως την αποκαλεί και όπως την εννοεί ο Ελύτης: «Χωρίς αμφιβολία υπάρχει για τον καθέναν από μας κι από μια ξεχωριστή, αναντικατάστατη αίσθηση που αν δεν την βρει να την απομονώσει εγκαίρως και να συζήσει αργότερα μαζί της, έτσι που να την γεμίσει πράξεις ορατές, πάει χαμένος. Οτι μπόρεσα ν' αποχτήσω μια ζωή από πράξεις ορατές για όλους,επομένως να κερδίσω την ίδια μου διαφάνεια, το χρωστώ σ' ένα είδος ειδικού θάρρους που μου 'δωκεν η Ποίηση: να γίνομαι άνεμος για τον χαρταετό και χαρταετός για τον άνεμο,ακόμη και όταν ουρανός δεν υπάρχει. Δεν παίζω με τα λόγια. Μιλώ για την κίνηση που ανακαλύπτει κανείς να σημειώνεται μέσα στη "στιγμή" όταν καταφέρει να την ανοίξει και να τής δώσει διάρκεια».
Η διαδικασία της μύησης
Για να μας οδηγήσει ο Ελύτης στον κόσμο τής δικής του πραγματικότητας, δεν έχει άλλον τρόπο από τη γλώσσα: από το να μας πάρει από το χέρι με τις λέξεις του και να μας μυήσει στην κατ' εξοχήν δημιουργική, δηλ. ποιητική, διαδικασία τού να μπορείς να δεις τον κόσμο από την 
αθέατη πλευρά του.
Ο Ελύτης είναι ο κατ' εξοχήν «ποιητής τής γλώσσας». Περισσότερο κι από τον Σεφέρη, περισσότερο κι από τον Παλαμά. Αυτοί ήταν «άρχοντες τής γλώσσας» ­ με την έννοια που
 έδωσε ο Σεφέρης σ' αυτόν τον χαρακτηρισμό: τού ποιητή που κυριαρχεί στα εκφραστικά του μέσα.
 Ο Ελύτης πέτυχε κάτι άλλο· πέτυχε το ακατόρθωτο «Με το ειδικό θάρρος που τού 'δωκεν η Ποίηση» μπόρεσε να σπάσει τους φραγμούς τής συμβατικής γλώσσας και να φτάσει σε μιαν πρωτόγνωρη υπέρβαση των ορίων τής νέας ελληνικής γλώσσας, που την χρειαζόταν για να εκφράσει την υπέρβαση τής καθημερινής πραγματικότητας. Η δική του ποίηση απαιτούσε μιαν άλλη χρήση τής ελληνικής γλώσσας, κυριολεκτικά ποιητική, γλώσσα που να ποιεί, να δημιουργεί νέες σημασίες, νέες σημάνσεις, νέες συνάψεις λέξεων, νέες φράσεις, τέτοιες που να οδηγούν σε πολύσημους συνειρμούς, σε αναπαρθένευση τής πρωτοτυπικής σημασίας των λέξεων, αυτής που πηγάζει από το «έτυμον» τής λέξης. Γενικά, κατόρθωσε να επινοήσει μιαν άλλη μορφή αντισυμβατικής γλώσσας, ώστε να ξυπνάει κάθε φορά τη συγκίνηση, το όνειρο, το συναίσθημα, την εικόνα, τη φαντασία, την ικανότητα να βλέπεις μέσα στα πράγματα, τη 
διαφάνεια δηλ., και να μεταβάλεις τη φευγαλέα στιγμή σε διάρκεια, μια άλλη βασική έννοια τής ποίησης τού Ελύτη.
«Συνταγματικοί νεολογισμοί»
Ας πάρουμε ένα παράδειγμα τού τρόπου που χρησιμοποιεί ο Ελύτης τη γλώσσα στην ποιητική του υπέρβαση: «Μικρά χρυσά πετούμενα μωράκια τής αναπνοής σου ακόμη / Πάνε κι έρχονται πάνω στην πέτρα και τις νύχτες παίζουνε φεγγάρι / Αλλ' εκείνος που σαν γλύπτης ήχων μουσική από μακρινούς / αστερισμούς συνθέτει / Νύχτα μέρα εργάζεται. Και τι ντο φαιά και τι σολ ιώδη ανεβαίνουν / Στον αέρα. Που κι οι βράχοι πιο ιερείς τέτοιο κλάμα το / ευλαβούνται. / Και τα δέντρα πιο πουλιά συλλαβές ομορφιάς ανερμήνευτης / Ομολογούν. Οτι ο έρωτας δεν είναι αυτό που ξέρουμε μήτε αυτό / που οι μάγοι διατείνονται./ Αλλά ζωή δεύτερη ατραυμάτιστη στον αιώνα». (Τα Ελεγεία τής Οξώπετρας, σ. 14).
Με τα συστατικά τής ίδιας τής γλώσσας και μ' έναν ποιητικό λόγο, που υπερβαίνει και τη λογική των πραγμάτων (τις περίφημες «συνθήκες αλήθειας») και τους συνταγματικούς κανόνες τής γλώσσας, ο ποιητής ανοίγει τα όρια τής γλωσσικής επικοινωνίας, δημιουργώντας νέες εκφραστικές δυνατότητες. Εδώ οι βράχοι «πιο ιερείς» ευλαβούνται το κλάμα. Εδώ και τα 
δέντρα γίνονται «πιο πουλιά» που «ομολογούν συλλαβές ανερμήνευτης ομορφιάς». Η γλώσσα «εκρήγνυται» στην προσπάθεια να εκφραστούν το θαύμα τής φύσης και το θαύμα τού έρωτα. Το παραθετικό μόρφημα πιο επιτρέπει διττή ταυτόχρονη ανάγνωση τού ιερείς· επιτρέπει να προσληφθεί και ως «πιο ιεροί» και ως οι «κατ' εξοχήν ιερείς», γεγονός που υποβάλλει την ιερότητα τού φυσικού περιβάλλοντος, την οποία επιτείνει και η επιλογή τού λόγιου «ιερατικού ρήματος» ευλαβούνται (ευλαβούμαι, ευλαβής, ευλάβεια). Η ευρηματική αυτή τεχνική πολυσημίας στην ποιητική γραμματική τού Ελύτη επαναλαμβάνεται και στην «αντιγραμματική» (γλωσσολογικά) αλλά πλήρως αποδεκτή (ποιητικά) φράση «πιο πουλιά». Δεν λέει ο ποιητής «τα δέντρα σαν πουλιά», όπως θα μπορούσε· λέει «πιο πουλιά»: «περισσότερο πουλιά παρά δέντρα» και συγχρόνως ­ η δεύτερη ανάγνωση ­ και εικόνα που θέλει τα δέντρα να ψάλλουν, μια μεταφορά που τονίζεται και με την επιλογή τής λέξης «ομολογούνε» (λόγιου και εκκλησιαστικού επίσης ρήματος όπως το ευλαβούνται)· «πιο πουλιά τα δέντρα» ψάλλουν λόγια «ομορφιάς ανερμήνευτης». Μία ακόμη, πολύσημη κι αυτή στον συνειρμό τής φράσης, που με το ανερμήνευτη παραπέμπει σε ερμηνεία γραφών και κειμένων, δηλώνοντας συγχρόνως την αδυναμία μας να καταλαβαίνουμε βαθύτερα «την ομορφιά» (το ανερμήνευτος το χρησιμοποιεί συχνά ο Ελύτης για τη φύση «και στα μάτια μέσα των βυθών ανερμήνευτος έμεινε ο αστερίας» (Αξιον Εστί). Κι η έξαρση μέσα σ' αυτό το ιερό ­ μυστικιστικό και εξομολογητικό κλίμα τού ποιήματος φτάνει στο κορύφωμά της με «το δοξαστικό τού Ερωτα», με την αποκάλυψη τής ουσίας τού έρωτα: «ο έρωτας δεν είναι αυτό που ξέρουμε μήτε αυτό που οι μάγοι διατείνονται» αλλά ζωή «δεύτερη ατραυμάτιστη στον αιώνα». Εδώ η διακειμενική παραπομπή στο εκκλησιαστικό «αλλά ζωή ατελεύτητος» είναι φανερή. Δηλώνει την πίστη στην αιωνιότητα τού έρωτα, στην αθανασία τού έρωτα μέσα από την ατρωσία του.
Μέσα στο απόσπασμα αυτό φαίνεται νομίζω η βάση τής γλωσσικής τεχνικής τού Ελύτη, η δημιουργία δηλ. νέων σημαινομένων στο επίπεδο τής φράσης, στο επίπεδο τής σύναψης των λέξεων, το άνοιγμα των εκφραστικών ορίων τής γλώσσας, μ' έναν τρόπο εντελώς προσωπικό, εύκολα αναγνωρίσιμο, εξαιρετικά δημιουργικό και πολύσημο, αλλά και εξαιρετικά δύσκολο να μεταφερθεί σε άλλη γλώσσα: «Εμείς όλοι, όσοι κρατάμε από μια συγκεκριμένη παράδοση [εννοεί τη μοντέρνα ποίηση] και αποβλέπουμε στα θαύματα τού λόγου, στον σπινθήρα που τινάζουν εκάστοτε δυο λέξεις κατάλληλα τοποθετημένες, παραμένουμε βουβοί, αμετάδοτοι» (Λόγος στη Στοκχόλμη, Η Λέξη, σ. 720). Αυτή την τεχνική, τους νεολογισμούς στο επίπεδο τής φράσης, τους «συνταγματικούς νεολογισμούς» όπως τους ονομάζω αλλού, που παίρνει 
ποικίλες μορφές (μεταφοράς, εξεικονισμού, συνειρμικών ανακλήσεων, διακειμενικών συνδέσεων κλπ.), με κοινό αποτέλεσμα τη μετασημασιολόγηση τής κοινής κυριολεκτικής σημασίας των συναπτομένων λέξεων, τη δημιουργία νέων σημείων, ο Ελύτης την αξιοποιεί εις το έπακρον, τόσο που να μπορεί, νομίζω, να αποκληθεί ως ο κατ' εξοχήν «ποιητής τής φράσης» σε αντίθεση με «ποιητές τής λέξης» όπως είναι λ.χ. ο Σολωμός, ο Παλαμάς ή και ο Σεφέρης.
Γλωσσικός παραλληλισμός
Το δεύτερο κύριο γνώρισμα τής γλώσσας τού Ελύτη είναι η ευρεία αξιοποίηση τού παραλληλισμού, τής έντεχνης παράθεσης όμοιων γλωσσικών στοιχείων σε όλα τα επίπεδα: φωνολογικό (επίπεδο ήχων), μορφολογικό (γραμματικής), συντακτικό και σημασιολογικό. Ετσι λ.χ. είναι εμφανής ο φωνολογικός παραλληλισμός στους στίχους:Νερά χλωρά λειβαδίσια κι άλλα σγουρά τού γαρ και τού άρα. / Ρεούμενα.
Η συσσώρευση των υγρών / r / και / l / σε όλες τις λέξεις συνιστά χαρακτηριστική παρήχηση που, παράλληλα προς την αίσθηση τής ομοηχίας των σημαινόντων (των τύπων), συνοδεύεται και από παραλληλισμό στο επίπεδο των συμαινομένων (νερά - χλωρά - λειβάδια - ρεούμενα). Υπάρχει ακόμη και οιονεί «ετυμολογικός παραλληλισμός», στην «παραγωγή», των στοιχείων γαρ και 
άρα μέσα από τη λέξη σγουρά που προηγείται αυτών, με προέκταση στη λέξη ρεούμενα που ακολουθεί. Ο ευρηματικός αυτός παραλληλισμός συνειρμικά αντιπαραθέτει το συναίσθημα που γεννά η εικόνα (νερά χλωρά λειβάδια) με τη λογική τού γαρ και τού άρα, τη συστοιχία αιτίας και αποτελέσματος όπου παραπέμπουν σημασιολογικά οι δύο λέξεις.
Αλλά και ο συντακτικός παραλληλισμός ­ ο πιο δύσκολος και ο πιο απαιτητικός ­ στην ποιητική γραμματική είναι συχνός στον Ελύτη. Ετσι στους στίχους που εξετάσαμε: Κι οι βράχοι πιο ιερείς - τέτοιο κλάμα - Το ευλαβούνται / Και τα δέντρα πιο πουλιά - συλλαβές ομορφιάς ανερμήνευτης - ομολογούνε οι ίδιες συντακτικές δομές (Υποκείμενο - Προσδιορισμός + Ρήμα - Αντικείμενο) εμφανίζονται με την ίδια ακριβώς διάταξη: Υποκείμενο (οι βράχοι - τα δέντρα) - Κατηγορηματικός Προσδιορισμός (πιο ιερείς - πιο πουλιά) - Αντικείμενο στο μέσο τής πρότασης (τέτοιο κλάμα - συλλαβές ομορφιάς ανερμήνευτης) - Ρήμα στο τέλος τής πρότασης (ευλαβούνται - ομολογούνε). Αυτό μάλιστα το είδος παραλληλισμού, ο συντακτικός παραλληλισμός είναι και ο πιο χαρακτηριστικός υφολογικός δείκτης, η μέγιστη μορφή επιλογής και συνάμα απόκλισης γλωσσικής τού δημιουργού που δικαιώνει ­ και στην περίπτωση τού Ελύτη ­ την εκτίμηση τού Roman Jakobson ότι η συνειδητή επιλογή και όχι η ανεξέλεγκτη τυχαιότητα διέπει τη γλώσσα τής ποίησης, την ποιητική γραμματική, όπως πρώτος την ονόμασε.
Η γλώσσα ως ηθική δύναμη
Για τη γλώσσα στην ποίηση τού Ελύτη μπορεί κανείς να πει πολλά. Γιατί, θα το ξαναπώ, στον Ελύτη η γλώσσα παίζει όχι απλώς σημαντικό, αλλά καθοριστικό ρόλο. Για να σημάνει την ποιητική του σκέψη, ο Ελύτης χρειάστηκε να παλέψει με τη γλώσσα, να τη δαμάσει και να αναπτύξει μαζί της μια μυστική και ερωτική, θα έλεγα, σχέση. Πιστεύει βαθιά ότι η γλώσσα, ιδίως η Ελληνική που συμβαίνει να είναι μια γλώσσα με ποιητική καλλιέργεια πάνω από 25 αιώνες, έχει πάνω και πέρα από κάθε χρηστική αντίληψη το δικό της ήθος. Τα λόγια του: «Εάν η γλώσσα αποτελούσε απλώς ένα μέσο επικοινωνίας, πρόβλημα δεν θα υπήρχε. Συμβαίνει όμως ν' αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών. Προσκτάται η γλώσσα στο μάκρος των αιώνων ένα ορισμένο ήθος. Και το ήθος αυτό γεννά υποχρεώσεις». (Λόγος στη Στοκχόλμη, Εν λευκώ, σ. 327).
Ηδη από νωρίς, στην αυτοβιογραφική του αναδρομή με τίτλο «Το χρονικό μιας δεκαετίας», ορίζει τη γλώσσα ως ηθική δύναμη: «Το φαινόμενο τής γλώσσας, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ένα τοπίο δεν είναι διόλου το άθροισμα μερικών δέντρων και βουνών αλλά μια πολυσήμαντη παρασημαντική, δεν είναι κι εκείνο διόλου το άθροισμα μερικών λέξεων - συμβόλων των πραγμάτων αλλά μια ηθική δύναμη που η ανθρώπινη διάνοια την κινητοποιεί, ωσάν να προϋπάρχει από τα πράγματα, για να τα δημιουργήσει ίσα - ίσα, και μόνον έτσι αυτά να υπάρξουν [...]».
Οπως είναι φανερό, ο Ελύτης έχει προ πολλού ξεπεράσει την απλοϊκή χρηστική αντίληψη τής γλώσσας, την αντίληψη που θέλει τη γλώσσα να είναι απλό μέσο, απλό εργαλείο για συνεννόηση. Τη θεωρεί «ηθική δύναμη», που σημαίνει ότι της δίνει μια βαθύτερη πνευματική υπόσταση. Τη συλλαμβάνει ως διανοητική διεργασία που δεν δηλώνει απλώς τα πράγματα 
αλλά καθορίζει και τον τρόπο που αυτά υπάρχουν για μας έτσι όπως τα συλλαμβάνουμε με τον νου μας και τα κωδικοποιούμε στη γλώσσα μας, καθορίζοντας τα όρια τής σημασίας των λέξεων. Φαίνεται πως οι γλωσσολόγοι έχουμε πολλά να διδαχθούμε ακόμη από τους ποιητές.
Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.


  


--------------------------------


ΙΑΜΑΤΙΚΗ ΕΥΡΥΧΩΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΡΙΤΣΟΥ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

           (Στον μαθητή μου Μιχαήλ Λουκά, που μου έδωσε το έναυσμα γι’ αυτές τις σκέψεις.)
Ο διαχωρισμός θρησκευτικής και κοσμικής σφαίρας, που υποστηρίχτηκε και εφαρμόστηκε στον δυτικό κόσμο, είναι τόσο άστοχος, ώστε αν τον πάρει κανείς στα σοβαρά, το πρώτο πράγμα που θα αποδυναμωθεί και θα χάσει εντελώς την σημασία του, θα είναι η ποίηση. Μπορούμε να το καταδείξουμε αυτό αν πάρουμε ένα «κοσμικό» ποίημα, και προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε το βαθύτερο νόημά του. Ιδού λοιπόν το «Πρωινό Άστρο» του Ρίτσου:
Κοριτσάκι μου, θέλω να σου φέρω
Τα φαναράκια των κρίνων
Να σου φέγγουν στον ύπνο σου.

Θέλω να σου φέρω
Ένα περιβολάκι
Ζωγραφισμένο με λουλουδόσκονη
Πάνω στο φτερό μιας πεταλούδας
Για να σεργιανάει το γαλανό όνειρο σου.

Θέλω να σου φέρω
Ένα σταυρουλακι αυγινό φως
Δυο αχτίνες σταυρωτές απ’ τους στίχους μου
Να σου ξορκίζουν το κακό
Να σου φωτάνε
Μη μου σκοντάψεις, κοριτσάκι,
Έτσι γυμνόποδο και τρυφερό
Στ’ αγκάθι κ’ ενός ίσκιου.

Κοιμήσου.
Να μεγαλώσεις γρήγορα.
Έχεις να κανείς πολύ δρόμο, κοριτσάκι,
Κ’ έχεις δυο πεδιλάκια μόνο από ουρανό.
Κοιμήσου.

Το πρόσωπο της μητερούλας φέγγει
Πάνω απ’ τους ρόδινους λοφίσκους του ύπνου σου
Εαρινό φεγγάρι
Ανάμεσα από τα στάχυα της έγνοιας της
Και τα τριαντάφυλλα των τραγουδιών μου.

Κοιμήσου, κοριτσάκι.
Είναι μακρύς ο δρόμος.
Πρέπει να μεγαλώσεις.
Είναι μακρύς
μακρύς
μακρύς ο δρόμος.
                                          
                                          ********************
Τι ακριβώς ζητά ο ποιητής να συμβεί στην κόρη του; Δεν της εύχεται μια συμβατικά «ευτυχισμένη» ζωή, μήτε υλικά αγαθά, μήτε ανεμελιά, μήτε καν πνευματικές «απολαύσεις». Με κοσμικούς όρους το ποίημα είναι εντελώς αδύνατον να ερμηνευτεί, και πρέπει να καταφύγει κανείς σε αόριστες μεταφυσικές κατηγορίες, όπως πχ ότι «φαναράκια των κρίνων» είναι εδώ το πνευματικό «φως», οι υψηλές ιδέες που θα οδηγούν την ζωή της. Μα τι σημαίνει εδώ «πνευματικό»; Φιλοσοφικό; (κάποια διαφωτιστική «επιμόρφωση» της σκέψης; Μήπως υπονοείται η ανάβαση στις πλατωνικές «Ιδέες»;  Μήπως ο μεταφυσικός νεοπλατωνικός «νους»;). Συναισθηματικό; (κάποια μεγάλη σε ένταση χαρά; Κάποια ανακούφιση;). Απλά ψυχικό; (η  ηθική ικανοποίηση ως ατομικό συναίσθημα;). Κοινωνικό; (κάποιο ιδεολόγημα που ψάχνει για οπαδούς;) Τίποτε βέβαια από όλα αυτά. Δεν θα καταλάβουμε το ποίημα αν δεν ανατρέξουμε στην μορφή της Θεοτόκου, καθώς ο ποιητής αυτό που βαθύτερα επιθυμεί είναι να αναθρέψει μια «μικρή» Παναγία. Η γλώσσα του ποιήματος είναι ολόκληρη αναγωγική και μυσταγωγική, και οι λέξεις δεν αποτελούν απλά «σύμβολα», λες και υπάρχει  μια αντικειμενική πραγματικότητα, που παραλαμβάνει μετά ο ποιητής και την τυλίγει με κάποια δικά του, ξέχωρα νοήματα. Μέσα στις λέξεις ζει εξαρχής το ίδιο το σύμβολο, καθώς, τουλάχιστον για τους ποιητές, το σύμβολο είναι η καρδιά της πραγματικότητας, η οποία και είναι «συμβολική», στο μέτρο που πότε δεν εξαντικειμενίζεται σε μονότροπα νοήματα. Το πνεύμα αδράχνει την ύλη, η οποία προώρισται εξαρχής να είναι φωτοφόρα –αλλιώς, θα είχαμε να κάνουμε με κάποια «σωματίδια» της φυσικής, που ποτέ δεν θα μπορούσαν να φανερώσουν τον μυστηριακό χαρακτήρα του κόσμου.
Δεν είναι λοιπόν παράξενο που ο Ρίτσος ευθύς εξαρχής θέλει η κόρη του να «φωτιστεί», σαν υψηλό παράδειγμα, από τα φαναράκια των «κρίνων», του λουλουδιού εκείνου που στην δυτική εικονοποιία σημαίνει την αγνότητα της Θεοτόκου. Η λέξη «αγνότητα» είναι μυστηριακή, δυσερμήνευτη, αληθινά «Συμβολική», με την πιο ουσιαστική έννοια του όρου: κάτι που φωτίζει μεν τα πράγματα, αλλά δεν γίνεται μάλλον να φωτιστεί από αυτά. Είναι πηγή της σημασίας, δεν σημασιοδοτείται περίπου από τίποτε. Είναι λέξη – πυρήνας, γιατί δεν παραπέμπει ασφαλώς στην γυναικεία βιολογία, αλλά αναφέρεται στην ανάγκη να κρατηθεί η ψυχή μακριά από οποιοδήποτε «μόλεμα».  Πρέπει να καταλάβουμε ότι ο εγωισμός «μολύνει» την ψυχή, και δεν αποτελεί απλώς κάποιο κακό «συναίσθημα». Δεν είναι ο εγωισμός συναίσθημα, αλλά ηθική και, ως εκ τούτου, και αισθητική κατηγορία, ο οποίος δεν γεννά απλώς «δυσάρεστα γεγονότα», αλλά την φρίκη  της Ιστορίας. Αυτή την Ιστορία, ως (χριστιανική) πορεία προς ένα αγαθό «τέλος», έχει υπόψη του και εδώ ο ποιητής, καθώς επιθυμεί η κόρη του να γίνει αγωνίστρια.
«Έχεις δρόμο μπροστά σου», της λέγει, όπου η λέξη «δρόμος» στην ελληνική γλώσσα έχει την δική της, μοναδική σημασία. Δεν σημαίνει «υλική διάβαση που διευκολύνει το σώμα στην μετακίνηση του» («street», μολονότι το «road» παραπέμπει σε κάτι πιο μεγαλόψυχο), αλλά βέβαια σταυρική πορεία. Για την ακρίβεια ο «δρόμος» δεν είναι άλλος από την πορεία του Χριστού προς τον Γολγοθά, όπου ο Θεάνθρωπος βάδισε κρατώντας στους ώμους Του τον Σταυρό, όπου γονάτισε από τον μόχθο και τον βοήθησε ο μακάριος Σίμων ο Κυρηναίος, όπου η μητέρα Του –αυτό μας ενδιαφέρει προπαντός εδώ- παρακολουθούσε από κοντά, μαζί με έναν μόνο μαθητή και τις πιστές μυροφόρες. Κάθε τίμιος αγώνας στην ελληνική γλώσσα, στον ελληνικό τρόπο του βίου είναι ένας Γολγοθάς, γι’ αυτό και η λέξη «αγώνας» έχει πολύ θετική σημασία, ενώ η αγγλική «struggle» υποδηλώνει απλώς μια πραγματιστική πάλη με τις αντιξοότητες της ζωής. Όποιος θέλει να βαδίσει τον «δρόμο», πρέπει να έχει αγιότητα, μαζί και αγνότητα. Είναι άδηλο ποιο γεννά ποιο, τι προηγείται. Αυτά τα δυο δένονται θαυμαστά, σε μια αξεδιάλυτη ενότητα.
Πρέπει γράφει ο ποιητής στην κόρη του, «να  μεγαλώσεις γρήγορα». Μόνο με ευχή δεν μοιάζει αυτό το πράγμα, αν το δούμε υπό τις σημερινές «κοσμικές κατηγορίες», όπου γίνεται προσπάθεια να κρατηθεί (ναρκισσιστικά) και να παραταθεί όσο το δυνατόν περισσότερο η παιδική ηλικία, για να αποφύγει κανείς, μέσα στον όμορφο γυάλινο πύργο του, την συνάντηση με το κακό-εκεί-έξω. Αλλά επειδή εδώ ο Ρίτσος έχει στον νου του την Παναγία, που γέννησε τον Χριστό σε μικρότατη ηλικία, δεκαπέντε περίπου ετών, και βρέθηκε να γεννά σε ξένο τόπο, μόνη και αβοήθητη, τον Σωτήρα, γι’ αυτό και  θέλει να μην κοιμηθεί πολύ η κόρη του. Σκληρός, ίσως από πιθανές μνήμες αρχαίων Ελλήνων πατεράδων που αναγκάστηκαν να κομίσουν, με τραγικό τρόπο, ένα αδυσώπητο μήνυμα στις κόρες τους, κάνει «καρδιά» και βρίσκει το κουράγιο να της πει «ο ύπνος σου θα είναι λίγος». Διαβάζουμε ότι πονά την κόρη του επειδή την βλέπει «γυμνόποδη και τρυφερή». Θα λαθέψουμε αν πιστέψουμε ότι το ποίημα εννοεί πως πρέπει η μικρή Έρη να παλέψει για να ξεπεράσει την φτώχεια της, και να αγωνιστεί να έχει μια άνετη ζωή, με πλούτο που θα διεκδικήσει μέσα στον κοινωνικό γίγνεσθαι. Το μεγαλείο του ποιητή Γιάννη Ρίτσου, γνωστού για την στράτευσή του βέβαια στην αριστερά, έγκειται ακριβώς στο ότι ξεπερνά τις όποιες ιδεολογικές αγκυλώσεις του χώρου του, και βρίσκει την δύναμη να εξαγιάσει την φτώχεια. Για τον ίδιο τον Μαρξ, η φτώχεια είναι «εξαθλίωση» παντός είδους, υλική, πνευματική, ηθική, για τον ποιητή όμως δεν πρόκειται για τίποτε άλλο παρά για την αγιότητα, «εν ετέρα μορφή». Πρέπει να είμαστε περήφανοι για την φτώχεια μας, λέγει ο ποιητής, και συστοιχεί απολύτως (με αποκορύφωμα την «Ρωμιοσύνη») με το Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, και την λαμπρή ρητορική του υπέρ της φτώχειας. Ο Μαρξ ήταν φιλόσοφος, δεν καταλάβαινε και πολλά από τις αισθήσεις, ο ποιητής όμως ξέρει τι θα πει «εκμαυλισμός» της άνεσης, «φθορά» της σάρκας, αμαύρωση του πνεύματος. Και έτσι μπορεί να είναι περήφανος για την φτώχεια, γνωρίζει ότι κάθε άλλο παρά αυτή εξαχρειώνει και αποηθικοποιεί νομοτελειακά τον άνθρωπο. Ίσα ίσα, τουλάχιστον στην πατρίδα μας, αν κάποια τάξη δημιούργησε πολιτισμό, αυτή είναι η λαϊκή. Από αυτή την άποψη, τα ανωτέρα κοινωνικά στρώματα έδρασαν μάλλον παρασιτικά, απλώς απομύζησαν την λαϊκή τέχνη- οι ποιητές μας μεγαλούργησαν, γιατί στάθηκαν κοντά στην ελληνική ψυχή.   
                                **********************
Από τι θέλει ο ποιητής να προστατεύει ακριβώς την κόρη του; Είπαμε όχι από την φτώχεια, από τις δυσκολίες της ζωής (αυτές τις της εύχεται) ή ακόμη και την ψυχική κόπωση –αναγκαία στον αγωνιστή. Το μυστικό είναι οι στίχοι «να σου ξορκίζουν το κακό» και «μη μου σκοντάψεις», που δείχνουν ότι ο ποιητής υπονοεί ότι η Έρη θα πρέπει να αντιπαλέψει στη ζωή της ενάντιες δυνάμεις, που θα απειλήσουν να την εκφαυλίσουν. Αυτός είναι ο μέγας κίνδυνος, είτε με κολακείες είτε με υλικές παροχές είτε ακόμη και με πνευματική ραθυμία και παράδοση στην μονομερή ψυχική απόλαυση, οι άνθρωποι θα προσπαθήσουν να αλλοτριώσουν το παιδί του. Ποιοι είναι όμως αυτοί οι άνθρωποι; Δεν θα μπορέσουμε και πάλι να δώσουμε καμία απάντηση αν δεν ανατρέξουμε στην χριστιανική κατηγορία του «κόσμου», μια λέξη που δεν έχει απλά ηθικό, αλλά μάλλον οντολογικό νόημα: «κόσμος» είναι το κακό υπό την μορφή ενός θανατερού ζόφου που απλώνεται και σκοτεινιάζει τις ψυχές, που ωθεί τον άνθρωπο στην αυτάρεσκη εμμονή μέσα στην ατομικιστική ηδονή, την κάθε μορφής σαρκολατρεία, την ειδωλοποίηση του εαυτού, τον κρυμμένο φθόνο και το μίσος. Μολονότι ο «κόσμος» είναι  μια χριστιανική κατηγορία, μπορούμε να πούμε ότι ακόμη και αυτοί που στάθηκαν ενάντια στον Σωκράτη, μίσησαν την προσπάθεια του να ανακαλύψει την αλήθεια πίσω από τις λέξεις και συκοφάντησαν το πάθος του για έρευνα και ξεβόλεψα, ήταν «κόσμος». Κατεξοχήν βέβαια «κόσμος» ήταν αυτοί που σταύρωσαν τον Χριστό, υπό την μορφή προπαντός του «όχλου», αυτών που  κρύβονται πίσω από την συλλογική αντίδραση, το 
«ρεύμα», και δεν θέλουν να εισελθόν ο καθένας «εν τω ταμείω αυτού» για να δει, «ενώπιος ενωπίω» με τον Θεό, τι αληθινά θέλει ο Δημιουργός.
Όταν ο Άγγελος στάλθηκε στην Παναγία για να της δώσει τον «κρίνο», περι του οποίου γίνεται λόγος και στο ποίημα, και της ζήτησε να γίνει μητέρα του Θεού, μπορούμε να φανταστούμε ότι ο «κόσμος» έκανε μια τελευταία ίσως προσπάθεια να φοβίσει την Θεοτόκο και να μην απαντήσει το περίφημο: «Ιδού η δούλη Κύριου». Η Παρθένος θα κυοφορούσε τον Λυτρωτή, ενώ οι άλλοι, που δεν ήξεραν τίποτε από το μυστήριο, θα την κακολογούσαν, και θα κινδύνευε και με λιθοβολισμό. Ωστόσο, η Παναγία, με την υπερφυή της ταπείνωση, ανδρεία και αρετή, δέχτηκε αμέσως το θέλημα του Θεού, και νίκησε το σαρκικό φρόνημα, χωρίς καν να σταθεί ο νους της στον πειρασμό. Ακριβώς απέναντι στον «κόσμο» κρατήθηκε «αγνή», καθώς τελικά «αγνότητα» είναι όλη η ψυχή να παραμένει κάθε στιγμή έτοιμη να αφουγκράζεται την Θεία Φωνή.
Παρομοίως και η Έρη, δεν πρέπει να μολυνθεί από τον «κόσμο», γι αυτό , όπως φαίνεται, θα πρέπει σε όλη της ζωή να παραμείνει παιδί («φαναράκια των κρίνων», «λουλουδόσκονη»), και ο ποιητής βιάζεται από τώρα να την ράνει με τα «τριαντάφυλλα των τραγουδιών» του, ίσως γιατί τώρα σκέφτεται ότι κάποτε, σαν τον Υιό της Παρθένου, θα σταυρωθεί από τους ανθρώπους, και κάποια «μυροφόρα» θα πρέπει να βρεθεί δίπλα της. Το ποίημα έχει μέσα του και το στοιχείο του θανάτου, του Γολγοθά και της θανής υπέρ του άλλου («κακό», «αγκάθι ίσκιου»). Κυρίαρχη φυσικά είναι η παρουσία του Σταυρού: «σταυρουλάκι αυγινό φως», «αχτίνες σταυρωτές απ’ τους στίχους μου»).
                             *********************** 
Οι λέξεις στο εν λογω ποίημα, εξ αιτίας του υπολανθάνοντος θρησκευτικού στοιχείου, είναι επίσης διφορούμενες. Κάτι πένθιμο υπάρχει μέσα στο «τριαντάφυλλο», αλλα και στον «κρίνο», που ευωδιάζει θυσιαστική πορεία. Το «Αυγινό», εφόσον παραπέμπει στην αρχή, σε κάτι σαν την Γέννηση ενός βρέφους που πρόκειται να θυσιαστεί (ο Χριστός στην βυζαντινή Γέννηση παριστάνεται σαβανωμένος!), έχει μια νύξη μελαγχολίας, ενώ το «φωτάνε» θυμίζει κάτι από «Εις Άδου Κάθοδο». Η λέξη «γυμνόποδο» έχει ένα μάλλον σπαρακτικό νόημα, καθώς εξορισμού, κάθε άγια ψυχή είναι «γυμνή» και ανυπεράσπιστη μπροστά στον άλλον, ενώ ακόμη και το «ρόδινος», συνώνυμο του «αυγινός», θυμίζει κάτι αιμάτινο. Τέλος, η λέξη «στάχυα» υποσημαινει την τελική νίκη, καθώς παραπέμπει στο ψωμί, στον «άρτο» της τελικής νίκης, στον μετασχηματισμό του «κόσμου» Σε Εκκλησία. Η μαρξιστική ιδεολογία, που κράτησε στοιχεία από την ιουδαιοχριστιανική Εσχατολογία (το όραμα της τέλειας, αταξικής κοινωνίας), μετασχηματίζεται εδώ πολύ πιο ρεαλιστικά και ανθρώπινα από τον ποιητή σε προσωπική νίκη ενός αγνού ανθρώπου, που, έστω κι αν δεν έχει «κοσμική» επιτυχία, νικά με την θυσία του. Αντίθετα από τον Μαρξ, που στόχευε σώνει και καλά  στην επιτυχία του ταξικού αγώνα για να εγκαθιδρυθεί ο επί γης ουτοπικός παράδεισος, ένας ποιητής που ξέρει ότι το κακό φωλιάζει για τα καλά στην ανθρώπινη ψυχή και δεν εξορίζεται εύκολα από κει, αρκείται με το να γίνει ένας άνθρωπος άπλα τίμιος, ειλικρινής, αθώος, άδολος, παιδί. Οι ποιητές, ξαναλέγω, δεν είχαν ιδεοληψίες.
Τελειώνω λέγοντας ότι είναι παράδοξο ότι η ελληνική γλώσσα αντιστάθηκε τόσο δυνατά σε οποιαδήποτε προσπάθεια έξωθεν επιβολής, ώστε τελικά, δια των ποιητών της, παρέλαβε όποιο ξενόφερτο στοιχείο, και το υπέβαλε στην βάσανο της δίκης της προαιώνιας σοφίας. Αν για τον μαρξισμό η ποίηση είναι καταδικαστέα ,ως «αστική μορφή έκφρασης», για τους έλληνες ποιητές, και φυσικά τους αριστερούς, η γλώσσα έχει τον τελευταίο λόγο έναντι της όποιας ιδεολογίας, ενώ ο λόγος ατέρμονα λειτουργεί ως το ιαματικό φως της ύπαρξης.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου