Πέμπτη 15 Ιουνίου 2017





ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΔΙΔΑΧΗ



ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Η ΓΛΩΣΣΑ ΩΣ ΑΞΙΑ: Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΩΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ
ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ : Η ΓΛΩΣΣΑ ΩΣ ΑΞΙΑ: ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ 
(ΑΘΗΝΑ 1994 GUTENBERG)

TA ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΗΣ ΠΙΚΡΑΣ «ΤΟ ΓΑΡ ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟΚΤΕΙΝΕΙ, ΤΟ ΔΕ ΠΝΕΥΜΑ ΖΩΟΠΟΙΕΙ»

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ: ΕΝΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ [ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΤΖΑΡΤΖΑΝΟΣ]
(ΔΟΚΙΜΕΣ Α΄)

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ: ΠΡΩΤΑ ΠΡΩΤΑ Η ΠΟΙΗΣΗ ( ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)

ΛΕΞΕΙΣ ΣΩΣΙΒΙΑ ΚΑΙ ΛΕΞΕΙΣ ΝΑΡΚΕΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΓΛΩΣΣΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ
ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ (18-03-1982)




----------------------------

Η ΓΛΩΣΣΑ ΩΣ ΑΞΙΑ: Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΩΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ
ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ : Η ΓΛΩΣΣΑ ΩΣ ΑΞΙΑ: ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ  ( ΑΘΗΝΑ 1994 GUTENBERG)




«Ἡ γλώσσα δέν εἶναι σύνεργο· εἶναι πρῶτα καί πάνω ἀπό ὅλα ἀξία. Ἀξία κοινωνική, ἠθική, πνευματική καί παιδευτική. Ἀξία ἐθνική. Ἀξία πού καταξιώνει -ἤ ἀπαξιώνει- τήν ὕπαρξη τοῦ
 ἀνθρώπου σέ καθοριστικές ἐκφάνσεις της: στήν  ἔκφραση τῶν σκέψεων καί τῶν ἀντιλήψεων τοῦ ἐσωτερικοῦ κόσμου καί τῆς ὑφῆς του ὡς προσώπου· στή γλωσσική ὀργάνωση καί ταξινόμηση τοῦ ἐξωτερικοῦ του κόσμου· στήν ἀνάπτυξη ποιοτικῶν σχέσεων πού τόν διαφοροποιοῦν ἀπό ἄλλες μορφές τοῦ ἔμβιου κόσμου.
Θεωρῶ ὅτι ὁ ὑποβιβασμός τῆς στάθμης τῆς γλωσσσικῆς μας ἐπικοινωνίας, ἡ ποιοτική
 ὑποβάθμιση τῆς γλώσσας μας, πού εἶναι καί ἡ οὐσία τοῦ γλωσσικοῦ μας προβλήματος,
 ὁφείλεται πρωτίστως στήν ὑποτίμηση τοῦ ρόλου τῆς γλώσσας βαθιά μέσα μας, στήν ἴδια τή συνείδησή μας. Συνδέεται ἄμεσα μέ τό γεγονός ὅτι πάψαμε ὡς ἄτομα καί ὡς λαός νά βλέπουμε τή γλώσσα ὡς ἀξία, ὡς ἀναγνωριστική ἰδιότητα τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ἀνθρωπιᾶς μας, ὡς γνώρισμα τῆς προσωπικότητας τῶν ἄλλων καί τῆς δικῆς μας, ὡς «τεκμήριον ἀληθείας» καί ποιότητας στή συνάντηση ἀνθρώπου μέ ἄνθρωπο.
...ἡ γλώσσα μας, κάθε ἐθνική γλώσσα, ἀποτελεῖ τό Εἶναι μας, ἀτομικό, κοινωνικό καί ἐθνικό, τήν ταυτότητά μας...
 Θά τό ξαναπῶ: Τά κείμενά μας, προφορικά καί γραπτά, εἴμαστε ἐμεῖς, εἶναι ὁ κόσμος μας· ἀπό αὐτά ἀπορρέουν οἱ πράξεις καί οἱ στάσεις, οἱ δικές μας καί τῶν ἄλλων. Τά κείμενά μας, τά λόγια μας καί τά γραπτά μας, ὁ σεβασμός μας σ’ αὐτά καί στά κείμενα τῶν ἄλλων, εἶναι ἡ προσωπική στάση –καί ἀντίστασή μας- ἀπέναντι στό κύριο πρόβλημα τῆς σημερινῆς κοινωνίας:
 τήν ὑποτίμηση τῆς συνάντησης ἀνθρώπου μέ ἄνθρωπο».¹ 

«...Ἡ γλώσσα, πέρα ἀπό ἐθνικό, ἀτομικό καί πολιτισμικό ἀγαθό, πέρα ἀπό ταξινομική ἀρχή τοῦ κόσμου τῆς πραγματικότητας καί ὀργάνωση τοῦ κόσμου τῆς νόησης τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι καίριας σημασίας κοινωνικό ἀγαθό, κατεξοχήν κοινωνική ἀξία. Συνδέεται ἄμεσα -ὅταν συλλαμβάνεται καί βιώνεται σωστά ὡς ἀξία- μέ τήν ποιότητα τῆς ἐπικοινωνίας μας, μέ τήν ποιότητα τῆς συνάντησής μας μέ τούς ἄλλους. Ὅσο καλύτερη εἶναι ἡ ποιότητα τῆς γλωσσικῆς μας ἐπικοινωνίας τόσο καλύτερη –καί οὐσιαστική- εἶναι ἡ κοινωνική μας σχέση, τόσο καλύτερη 
εἶναι, κατ’ ἐπέκταση, ἡ ἴδια ἠ κοινωνία μας...Ἡ γλωσσική ὑστέρηση 
(langauge deficit: Ἄγγλος κοινωνιολόγος B. Bernstein), συνέπεια τῆς κοινωνικῆς μειονεξίας,
 ἀναπαράγει πνευματική καί κοινωνική μειονεξία.» ²
 «Φιλόσοφοι καί γλωσσολόγοι ἔχουν προχωρήσει καί ἔχουν δείξει πώς κάθε μορφή ὁμιλίας, κάθε γλωσσική ἐπικοινωνία ὁδηγεῑ, ἥ τουλάχιστον, σκοπεῖ -ἄμεσα ἤ ἔμμεσα- σέ πράξεις, σέ
 ἐνέργειες ἤ στάσεις. Ἀλλιῶς -ἄν ἡ γλωσσική ἐπικοινωνία δέν ἀποσκοπεῖ σέ πράξεις-, ἔννοιες
 ὅπως ἡ δημοκρατία ἐξαντλοῦνται σέ κούφια καί ἠχηρά λόγια, καί συνεπῶς εὐτελίζονται. Ἀλλιῶς, ἡ κοινωνική δικαιοσύνη γίνεται ἁπλῶς ἀντικείμενο ἀνταλλαγῆς -συχνά καί συναλλαγῆς- λόγων χωρίς ἀντίκρισμα. Τό ἴδιο καί ἡ πατρίδα, ἡ πίστη, ἡ πολιτεία καί κάθε ἄλλη ἔννοια καταργοῦνται 
ἄν ἐξαντλοῦνται σέ λέξεις πού δέν ὁδηγοῦν σέ στάσεις καί πράξεις... Γλώσσα, λοιπόν, καί γλωσσική ἐπικοινωνία εἶναι –λέξεις καί νοήματα μαζί, σημαίνοντα καί σημαινόμενα, oratio καί ratio- ὁ λόγος πού ἀποβλέπει σέ πράξεις.
...Στίς μέρες μας, πού ἡ κοινωνία θέριεψε -μέ τή μεταφορική ἀλλά καί τήν κυριολεκτική σημασία τῆς λέξης- τόσο πού νά χάνουν τά «μέλη» της τή μεταξύ τους ἐπι-κοινωνία καί νά κινδυνεύει τελικά ἡ ἴδια νά «διαμελιστεῖ» καί ν’ἀπομείνει...ἀ-κοινώνητη· στίς μέρες μας λοιπόν, ἡ σωστή καί μεστή μεταξύ μας γλωσσική ἐπικοινωνία ἀποκτᾶ καίρια σημασία. Στήν κοινωνία τῶν πυρηνικῶν ἀντιδραστήρων, πού ὁ μοιραῖος ἀστέρας τῆς Ἀποκαλύψεως, ὁ ἐπιλεγόμενος Ἄψινθος, μᾶς
 ἀπειλεῖ προφητικά μέ καταστροφές καί συντέλειες ( τί τραγική σύμπτωση ὁ Ἄψινθος τῆς 
Ἀποκαλύψεως νά συμπίπτει μέ τόν ἄψινθο, τήν ἀψιθιά, πού σημαίνει στά ρώσικα ἡ λέξη Τσέρνομπιλ!...), στήν ἐποχή μας, ἐπαναλαμβάνω, ἡ πιό ἀνθρώπινη, ἀξιοπρεπής κι 
ἀποτελεσματική ἀντί-δραση στούς κάθε λογῆς ἀντιδραστήρες μπορεῖ μόνο νά εἶναι ἡ ἀπόφασή μας γιά οὐσιαστική καί γόνιμη ἐπικοινωνία μεταξύ μας, γιά ἄμεση, βαθύτερη, εἰλικρινή 
 σ υ ν ά ν τ η σ η  μέ τά μέλη τῆς εὐρύτερης, τῆς παν-ανθρώπινης κοινωνίας μας. Ἐννοῶ τήν προσπάθεια νά πετύχουμε τήν πιό λεπτή, τήν πιό σύνθετη, τήν πιό δημιουργική, ἀλλά συνάμα καί τήν πιό παρεξηγημένη καί κακοποιημένη μορφή ἐπικοινωνίας τῆς ἐποχῆς μας: τήν  ε ἰ ρ ή ν η . Γιατί εἰρήνη χωρίς γνήσια, χριστιανικά ἐρωτική σχέση μέ τούς ἄλλους, σχέση ἀνιδιοτελοῦς προσφορᾶς, ἔν-τιμου καί ἰσό-τιμου διαλόγου συν-ζητήσεως, μέ ἄλλα λόγια εἰρήνη χωρίς 
ἐπι-κοινωνία, στήν πιό βαθιά καί οὐσιαστική της ἔννοια, εἶναι ἤ ἀφελῆς οὐτοπία ἤ προπαγανδιστική σύλληψη.
Στόν «αἰώνα τῆς ἐπικοινωνίας», στόν αἰώνα μας, πού οἱ πληροφορίες πού δίνουμε καί παίρνουμε ἔχουν φθάσει ποσοτικά στόν «κολοφώνα τῆς δόξης» τους, ὁ βομβαρδισμός μας
 ἀπό πληροφορίες καί γνώσεις, ἡ ὄψιμη «σοφία» μας ἔχει ἀρχίσει ἀπροσδόκητα νά ὁδηγεῖ σέ κατάρρευση τήν ἀνθρωπιά μας, σέ σπάνιο φαινόμενο τή συνάντηση ἀνθρώπου μέ ἄνθρωπο.
...Θά τελειώσω μ’ αὐτά τά λόγια: Προσωπικά, πιστεύω στή δύναμη τῆς ἐπικοινωνίας. Πιστεύω στήν ἀποτελεσματικότητα τῆς συναντήσεως δύο ἀνθρώπων πού κοιτάζονται ἀκόμη στά μάτια. Πιστεύω στίς λέξεις πού βγαίνουν ἀπό τήν καρδιά. Πιστεύω στά χέρια πού σφίγγουν ζεστά τό 
ἕνα τό ἄλλο. Πιστεύω στήν ἀλήθεια τοῦ διαλόγου. Πιστεύω στά σύνθετα τοῦ συν-: στή 
συν-άντηση, στή συν-ομιλία, στή συ-ζήτηση, στή συμ-φωνία, στή συγ-χώρεση, στή 
συν-αδέλφωση τῶν ἀνθρώπων.
Ὅμοια ὅπως πιστεύω ἀκόμα στήν ποίηση -ὡς τήν πιό ἄδολη καί ἄμεση μορφή ἐπικοινωνίας.
 Ὅπως πιστεύω στήν παιδεία -στή δύσκολη τέχνη νά κατανοοῦμε βαθύτερα τόν ἑαυτό μας καί τούς ἄλλους. Ὅπως πιστεύω, τέλος, στά «Ἀνώτερα Μαθηματικά» τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη, ἔτσι καθώς τ’ «ἀναλύει» στόν Μικρό Ναυτίλο του. Παραφράζοντας τά μαθηματικά ἀξιώματά του, δέχομαι μαζί του:
 Κάθε πρόοδος ( στήν ἐπικοινωνία) δέν μπορεῖ 
παρά νά εἶναι ἀντιστρόφος ἀνάλογη πρός τήν
ἱκανότητα πού ἔχουν ἡ δύναμη κι ὁ ἀριθμός
νά καθορίζουν τά πεπρωμένα μας.»³

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
 Οἱ ἀναφορές εἶναι ἀπό τό βιβλίο τοῦ Γ. Μπαμπινιώτη: Η ΓΛΩΣΣΑ ΩΣ ΑΞΙΑ: ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ:
1: Πρόλογος
2: Ἀντί Εἰσαγωγῆς κε΄
3: Ἡ γλώσσα ὡς συνάντηση ἀνθρώπου μέ ἄνθρωπο




----------------------------



Τά ἑλληνικά τῆς πίκρας
 «τὸ γὰρ γράμμα ἀποκτείνει, τὸ δὲ πνεῦμα ζωοποιεῖ.»



 «Ποῦ νά τά πῶ τά ἑλληνικά τῆς πίκρας»(Ἐλύτης)
τώρα πιά πού διδάσκουμε τήν ἑλληνική ὅπως διδάσκουν στά φροντιστήρια
 ξένων γλωσσῶν τίς ξένες γλῶσσες;
Προκρούστεια λογική- ἀλφάβητο, λεξιλόγιο, γραμματική-
 σάν νά ταυτίζεται ὁ λόγος μέ τόν «ὑλικό τρόπο γραφῆς τῆς γλώσσας»(Σεφέρης).

«Δυστυχῶς ἀπό τήν πολλή τέχνη ( γιά τήν τέχνη) ...χάσαμε τή θαυματουργική ἱκανότητα
 νά παίρνουμε τά ἔργα τῶν ἀνθρώπων στά σοβαρά...
Καί τούτη εἶναι ἡ μεγαλύτερη διαστροφή πού μπορούσαμε νά πάθουμε:
τά λόγια νά τά θεωροῦμε μόνο λόγια.
 Μέ αὐτόν τόν τρόπο, μόνο τυχαῖα μποροῦμε τώρα νά ὑπακούσουμε ἤ νά σωθοῦμε.
 Ἡ καταδίκη μας... τό μήνυμα χάθηκε ἤ καταργήθηκε.
 Ἔτσι, μιά μέρα...ἡ ποίηση ἔπαψε νά εἶναι ἀλήθεια
 καί ἡ ἀλήθεια ἔπαψε νά εἶναι ποίηση».(Λορεντζάτος)
Καί προσδιορίσαμε τίς λέξεις μας καί τήν ὁμιλία μας ὡς λόγια καί ὄχι ὡς λόγο,
 ὄχι δηλαδή ὡς συνειδητό τόπο τῆς ὕπαρξης.
Ὅμως παραδίδοντας τήν ἑλληνική στούς ἀπογόνους μας
 δέν παραδίδουμε λέξεις ἀλλά ποιότητες τῆς πραγματικότητας,
 εὔρος συνειδητότητας, ὕψος πνευματικό καί μάλιστα μέ ἀναγωγικό χαρακτήρα.
Ὄχι λέξεις μούμιες πού περισφίγγουν μέ ἕναν τρόπο νεκρό τίς ἔννοιες,
ἀλλά λέξεις πού ἀγγέλουν,
 λέξεις κήρυκες, λέξεις μαντατοφόρους, λέξεις καμπάνες,
 φαροστάτες μυστηρίου πού διαχρονικά ἐκπέμπουν στήν ὠκεάνια ἄβυσσο τοῦ βίου
ἀχτίδες ἀπό τήν ἔλλαμψη τῆς ἀνθρώπινης συνειδητότητας.
Πρίν ἀπό τόν «ὑλικό τρόπο τῆς γραφῆς» ὑπάρχει ὁ πνευματικός τόπος τῆς γλώσσας.
 Καί ἀποτελεῖ τραγική ἀμέλεια τό ὅτι δέν καθορίστηκε
τό θεωρητικό ὑπόβαθρο τοῦ πνευματικοῦ τόπου τῆς γλώσσας
 παράλληλα μέ τόν ὑλικό της τρόπο.
 Δέν ἀρκεῖ τό ἀλφάβητο χρειάζεται καί τό φῶς γιά νά γράψεις.
Χρειάζεται νά ᾿χεις ἐπίγνωση τοῦ πνευματικοῦ τόπου τῆς γλώσσας σου,
ἔτσι ὅπως αὐτός διαχρονικά σμιλεύτηκε μέσα ἀπό τή φιλοσοφία, τή θεολογία,
τό δοκιμιακό στοχασμό, τήν ποίηση ,τήν τέχνη.
Ἄν ἡ ἐλευθερία ὁρίζεται ἀπό τά ὑπαρξιακά καί τά γεωγραφικά σύνορα ἑνός λαοῦ,
ἡ γλῶσσα ὁρίζεται ἀπό τά πνευματικά σύνορα καί ὅρια μας.
Διότι γιά νά ὀνομάσεις κάτι πρέπει πρῶτα βιωματικά νά τό φτάσεις.
Κενό ἤ ἀπώλεια λέξης σημαίνει μειωμένο ἐννοιολόγιο
δηλαδή μειωμένη ἀντίληψη γιά τόν κόσμο.
 Ἡ γλῶσσα εἶναι ἕνας ζωντανός ὀργανισμός πού ἐπηρεάζεται ἀπό τήν ἱστορική μας πορεία.
Ἄν γιά κάποιο λόγο γίνουμε ἀνόητοι, στή γλῶσσα θά καταγραφεῖ αὐτό,
καθώς οἱ λέξεις θά κουφώσουν,
ἀφοῦ τό βίωμα δέν θά ὑποστηρίζει καί δέν θά ἀνατροφοδοτεῖ πιά τό νόημα.
Θά ἔπρεπε νά παραδίδουμε στούς ἀπογόνους μας
μαζί μέ τή λειτουργική ἀξία τῆς γλώσσας καί τή δυναμική τῆς ψυχῆς,
δηλαδή τόν συνειδησιακό τόπο τοῦ λόγου,
 πού βαπτίζει καί ὀνομάζει ἀναγωγικά τά πράγματα,
ἀνασημασιολογώντας, μετα-σημασιολογώντας τίς λέξεις,
 δημιουργώντας νέους ὅρους, ἀξιοποιώντας τούς ὑπάρχοντες,
παραλαμβάνοντας φράσεις ἀπό τήν τρέχουσα χρήση
χωρίς νά ὑποδουλώνεται στό πρόσλημμα,
ἐξουσιάζοντας τίς λέξεις καί καταδεικνύοντας δίχως τέλος
 τά βαθύτερα νοήματα καί μηνύματα
πού μποροῦν νά προσεγγιστοῦν καί νά μεταγγιστοῦν
 ὡς ἀτέρμονη πορεία ζωῆς ἐν ἀληθεία.
 Ἡ ἑλληνική δέν εἶναι ἡ γλῶσσα ἡ «μένουσα» ἀλλά ἡ γλῶσσα ἡ «μέλλουσα»
διότι ἔχει πλαστεῖ ἔτσι ὥστε νά μπορεῖ ὄχι μόνο νά καταγράψει τή διαχρονική μας πορεία
ἀλλά καί νά σηκώσει τήν μελλοντική ἀναγωγή τῆς ἀνθρώπινης συνειδητότητας.

Ἡ διδασκαλία ἐπίσης τοῦ γραμματικοῦ τύπου εἶναι ἐλλιπής ὅταν ἔχει χαθεῖ ἡ διδαχή του,
 δηλαδή ἡ ἐπίγνωση τῆς ἀνάγκης πού ἐξυπηρετεῖ ὁ συγκεκριμένος γραμματικός τύπος.
Γιά παράδειγμα τί δηλώνει μιά μετοχή
 καί γιατί ἀπουσιάζουν πιά οἱ μετοχές ἀπό τόν καθημερινό μας λόγο;
 Ἄν ἀναλογιστοῦμε, μέσα ἀπό τό παράδειγμα τῶν μετοχῶν τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου,
 τή μετοχή ὡς ποιότητα τῆς ὕπαρξης στήν ἐνέργεια πού τό ρῆμα δηλώνει,
καί γεφυρώσουμε τή συνειδησιακή ἀπόσταση
 ἀνάμεσα στό λειτουργικό: «ἡ φωτίζουσα»(ἐπειδή μετέχει στό φῶς)
 καί στό σύνηθες τοῦ καθημερινοῦ λόγου: «αὐτή πού φωτίζει»(ἐπειδή βρῆκε κάποιο φῶς),
ἴσως ἐπιδρούσαμε θεραπευτικά σέ μύρια καταθλιπτικά φαινόμενα τῆς ἐποχῆς μας,
ἐκτοπίζοντας τήν αἴσθηση τῆς μοναξιᾶς μέσα ἀπό τή μεθεκτική πρόσληψη τοῦ κόσμου.
 Ἀπώλεια γραμματικῶν τύπων σηματοδοτεῖ ἀπώλεια ὑλικοῦ τρόπου,
μειωμένη εὐελιξία στό νά κατακτηθοῦν καί νά ἀποδοθοῦν
 οἱ λεπτές ἀλλά κρίσιμες ποιότητες τῆς ἀντίληψης.
«Μέσα στήν ἰσοπέδωση καί στήν ὁμοιομορφία...
ἡ ἔγνοια τοῦ Σεφέρη σταματοῦσε προπάντων στή γλῶσσα μας,
τελευταῖο σανίδι, ἀπό τό ὁποῖο προσπαθεῖ νά πιαστῆ,
 μέσα στόν καταποντισμό ἤ στό γενικό ναυάγιο ἕνας ποιητής. ..
Εἶχε ταξιδέψει χρόνια καί εἶχε ζήσει στά μέρη ὅπου ταξίδεψε...
ὥστε νά γνωρίζη ἀρκετά τήν εὐπάθεια πού παρουσιάζουνε οἱ γλῶσσες
στήν τυποποίηση καί στή μονοτονία τῆς σύγχρονης τεχνοκρατούμενης ζωῆς. ..
Τά ἀφτιά τοῦ Σεφέρη πονέσανε στά μεγάλα κέντρα-ἰδίως στό Λονδίνο...
 νά ἀκοῦνε καθημερινά ἐκεῖνες τίς ὁμοιόμορφες ἐκφράσεις,
τίς πατηκωμένες, τίς κουτσομυτιασμένες, τίς ἀπέραντα θλιβερές,
τίς πανομοιότηπες, τίς πλανιαρισμένες, τίς περασμένες ἀλύπητα
 ἀπό τή ράσπα τῆς συμβατικότητας καί τῆς ταχύτητας ἤ τῆς εὐκολίας.
 Ὁ Σεφέρης γνώριζε ἀπό τόν Ὅμηρο πώς ἡ γλῶσσα δείχνει εὐστροφία,
στρεπτή δέ γλῶσσ’ ἐστί βροτῶν,
καί πώς τά λόγια ἔχουνε μεγάλο πεδίο δράσης, ἐπέων δε πολύς νομός ἔνθα καί ἔνθα...
ἀπό τό πρῶτο ἔνθα-τό μέσα...μέχρι τό δεύτερο ἔνθα-τό ἔξω ἤ τό σημερινό κακό.
 Καί αὐτό φοβόντανε. Ἡ ἔγνοια σκυθρώπιαζε τό πρόσωπό του.
Μοῦ μιλοῦσε ἐντελῶς σοβαρά:
 «Φοβᾶμαι», εἶπε, σά νά ἔβαζε κάπου τελεσίδικα τήν ὑπογραφή του,
 μήπως εἴμαστε οἱ τελευταῖοι πού μιλᾶμε ἑλληνικά».

Τό ἐπικοινωνιακό μοντέλο τῆς γλῶσσας δέν ἐπαρκεῖ
 γιά νά διασώσουμε καί νά σώσουμε τήν ὀντολογική μας ποιότητα.
 Ἡ ἑλληνική μέ ἀνοιχτές φτερούγες, σάν φύλακας ἄγγελος,
 σημαίνει και ἐπισημαίνει ἀληθοτόπια πού ὁ σύγχρονος πολιτισμός ἀπεκδύθηκε.
 Σέ τελική ἀνάλυση ἡ γλῶσσα εἶναι ἦθος.

YΓ. Ὁ ζωγραφικός πίνακας πού πλαισιώνει τή σελιδα εἶναι ἔργο τοῦ Χρήστου Μποκόρου



                     ----------------------------

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ:   ΕΝΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ [ ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΤΖΑΡΖΑΝΟΣ] 
(ΔΟΚΙΜΕΣ Α΄)

...Από την αρχή του γλωσσικού αγώνα ως τα χρόνια του μεσοπολέμου η καλλιέργεια της κοινής δημοτικής στρέφεται, κατά πρώτο λόγο, προς τη γραμματική και το τυπικό. Το πρώτο ζήτημα ήταν ποιες λέξεις θα γράφουμε και με ποια φθογγολογική μορφή θα παρουσιάζουμε αυτές τις λέξεις. Η προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση ήταν τόσο μεγάλη, που τα ζητήματα του μηχανισμού της ελληνικής φράσης (χρησιμοποιώ σκόπιμα έναν όρο γενικό) δε μοιάζουν να απασχολούν πάρα πολύ τους λογίους.
... Στα χρόνια του μεσοπολέμου αρχίζουν να γίνουνται αισθητές άλλες ανάγκες. Πολύ συνειδητά κάποτε, και κάποτε μισοσυνείδητα, παρουσιάζεται η ανάγκη της ακρίβειας. Σ’ αυτή την ανάγκη ήρθε νομίζω να ανταποκριθεί, με τον τρόπο του, ο Αχιλλέας Τζάρτζανος. Μολονότι άλλης ηλικίας, ήταν, αισθάνομαι, ένας από τους δικούς μας ο άνθρωπος που έγραψε το πρώτο Συντακτικό της δημοτικής.
...Έχω κάπου διαβάσει πως οι κάτοικοι, δε θυμούμαι ποιας χώρας, μισούν τόσο πολύ τη βλάστηση, που μόλις ξεμυτίσει το παραμικρό πράσινο φύλλο, τρέχουν αμέσως να το ξολοθρέψουν. Θυμούμαι πάντα αυτή την εικόνα όταν συλλογίζομαι τη σημερινή γλωσσική μας κατάσταση ή την αφοσίωση ανθρώπων σαν τον Αχιλλέα Τζάρτζανο. Γιατί όλα γίνουνται στην Ελλάδα σα να μας κινεί ένα θανάσιμο μίσος για τη λαλιά μας. Το κακό είναι τόσο μεγάλο που μόνο σαν ένα φαινόμενο ομαδικής ψυχοπάθειας θα μπορούσε κανείς να το εξηγήσει. Ίσως, ποιος ξέρει, οι “απωθήσεις” που προκάλεσε μια δασκαλοκρατία πολλών αιώνων έπρεπε να καταλήξουν στις σημερινές μας νευρώσεις. Στα χρόνια μας, πρέπει να μην το ξεχνάμε, το ζήτημα δεν είναι πια αν θα γράφουμε καθαρεύουσα ή δημοτική. Το τραγικό ζήτημα είναι αν θα γράφουμε, ή όχι, ελληνικά· αν θα γράφουμε ελληνικά ή ένα οποιοδήποτε ελληνόμορφο εσπεράντο. Δυστυχώς όλα γίνουνται σα να προτιμούμε το εσπεράντο· σα να θέλουμε να ξεκάνουμε με όλα τα μέσα τη γλώσσα μας.

Ποια είναι η γλώσσα ενός τόπου; Η ζωντανή γλώσσα που μιλά ο λαός, όπως τη διαμορφώνουν οι καλύτεροι συγγραφείς του. Από την εποχή του Αγίου Παύλου ως το Διονύσιο Σολωμό, ο ελληνικός λαός, μέσα από συνθήκες, που εύκολα θα καταντούσαν άγλωσσο οποιονδήποτε άλλο λαό, έσωσε τη γλώσσα του για να την παραδώσει στους μορφωμένους της απελευθερωμένης Ελλάδας. Μια γλώσσα ανόθευτη, που συνεχίζει πιστά και χωρίς διακοπές τη χιλιόχρονη ελληνική παράδοση, με πρωτοφανή ευλυγισία, με άπειρες δυνατότητες να αναπτυχθεί. Από το Σολωμό ως τις μέρες μας, τα καλύτερα πνεύματα που μπόρεσε ν’ αναδείξει η Ελλάδα, είναι μια πλειάδα συγγραφέων που μπορούν να αντιπαραβληθούν αδίσταχτα με τους καλύτερους ξένους της ίδιας εποχής. Κι’ όμως αυτή τη γλώσσα, σήμερα ακόμη, στα 1946, τη μαθαίνουμε όχι από διδασκαλία, αλλά μπορεί να πει κανείς από μύηση. Την έχουμε αφήσει χωρίς πυξίδα και χωρίς χάρτη. Ο νέος που θέλει να τη μάθει πρέπει να καταφύγει σε φιλολογικές έρευνες που μόνο ειδικοί θα έκαναν σε τόπους πολύ πιο προοδευτικούς από το δικό μας. Δεν έχει λεξικό· το λεξικό της Ακαδημίας βρίσκεται ακόμη στο Α –εννοώ: το στοιχείο Α. Τα πνευματικά μας ιδρύματα την καταφρονούν. Φτάνει να παρατηρήσει κανείς –για να μην απαριθμεί ατέλειωτα θλιβερά δείγματα της νοοτροπίας μας– πως η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών είναι έτσι φτιαγμένη ώστε να αποκλείει μοιραία έναν επιστήμονα της ολκής και του ήθους του Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας αφέθηκε σχεδόν αποκλειστικά στις καθημερινές εφημερίδες.

                   ----------------------------



ΠΡΩΤΑ ΠΡΩΤΑ Η ΠΟΙΗΣΗ
 ( ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ  ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ


Ἡ περίφημη ἐποχή μας, πού ὅλοι σπεύδουμε νά τήν ἀποκαλέσουμε «τολμηρή» βρίθει
 στό βάθος -ὅσο παράξενο κι ἄν φαίνεται- ἀπό κάθε λογῆς «παραιτησίες».
 Ποτέ ἄλλοτε δέ σημειώθηκαν τόσες ὁμαδικές ὑποχωρήσεις 
ἀπέναντι στήν πιό στοιχειώδη ἔννοια τῆς ἐλευθερίας,
 τόσες μαζικές ἀπόπειρες ὑποβιβασμοῦ τῶν πραγμάτων
 ἀπό τό ἐπίπεδο μιᾶς ἰδανικῆς ἁπλότητας στό ἐπίπεδο μιᾶς ἁπλούστευσης πραχτικῆς. 
Σίγουρα κάποιος μέσος Ἀμερικάνος, ἀφοῦ κατάλαβε ὅτι μᾶς ἔχει κατακτήσει, μᾶς ἐκδικεῖται. 
Τίς ἰδέες μας τίς πετᾶμε, μόλις ἀρχίσουν νά μᾶς ἐνοχλοῦν, σάν τίς χαρτοπετσέτες.
 Τίς καινούργιες τίς «ἀνοίγουμε» σάν κονσέρβες, πού σπεύδουμε νά τίς καταναλώσουμε...
 κι ὅσο γιά νά μεταδώσουμε τίς σκέψεις μας... καταφεύγουμε σ’ ὅποια διάλεκτο μᾶς εἶναι πιό πρόχειρη, ἀκόμα καί στίς ξένες γλῶσσες, μιά πού τό ἀποτέλεσμα, ἔτσι κι ἀλλιῶς, εἶναι περίπου τό ἴδιο.

...Ὤ ναί, μοῦ φαίνεται πώς ἡ ἐποχή τῆς λογοτεχνίας τῶν ἀνεξαρτήτων λαῶν τελειώνει· 
μπαίνουμε στήν ἐποχή τῆς παραλογοτεχνίας τῶν εὐρωπαϊκῶν ἐπαρχιῶν: 
κάτι πού νά διαβάζεται, ἀλλά νά μήν εἶναι ἀκριβῶς γλώσσα· 
νά ἀφορᾶ τή σκέψη, ἀλλά νά μήν ἀπασχολεῖ τή σκέψη· 
νά προσφέρει φαντασία, ὅμως ἔτοιμη καί συσκευασμένη ὅπως στόν κινηματογράφο, πού νά μήν ζητάει δηλαδή συνεπίκουρο τή δική μας. 
Σύμφωνοι. Μόνο πού, εἴτε τό θέλουμε εἴτε ὄχι, ὄταν δέ ζητᾶ κανείς ξυραφάκια, δέ φτιάχνει κανείς ξυραφάκια... Δέν θά ὑπάρχει πελάτης γιά τή σελίδα αὐτή, δέν ὑπάρχει λάτρης γιά τίς ζωηφόρους αὐτές τοῦ γραπτοῦ λόγου.

...Λαοί νέοι καί μικροί, γεμάτοι ἀπό χυμούς καί δυνάμεις ὠστικές,
 ἐξαναγκάζονται μέ τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο νά εὐθυγραμμιστοῦν 
μέ τούς μεγάλους καί ἰσχυρούς, πού ἔχουνε χάσει κάθε ἰκμάδα, 
καί συντηροῦνται μέ προπαρασκευασμένους ὀρούς πολιτισμοῦ...
μέ ὅλες τίς ἐπιφάσεις τῆς ἀληθοφάνειας.

...μιά καταπληκτική τεχνική πρόοδος ἀγωνίζεται νά θεραπεύσει τά δεινά
 πού προκαλεῖ στόν ἄνθρωπο μιά καταπληκτική τεχνική πρόοδος...
 ἀπό τήν ἐπαύριο τῆς εἰρήνης καί ὕστερα, ἕνας Θεός Ἀρχιλογιστής
 τό ᾽βαλε πεῖσμα, καί τό κατάφερε, μέσα σέ λίγες δεκαετίες
 νά χωρέσει ἑκατοντάδες ἑκατομμυρίων ἀνθρώπους
 σέ μικροσκοπικές κυψέλες, καταγραμμένους στίς μυριάδες καρτέλες μιᾶς ἀόρατης Ἐξουσίας,
 ἐξαναγκασμένους ν’ ἀκολουθοῦν τούς ρυθμιστικούς κανόνες 
μιᾶς οἰκουμενικῶν διαστάσεων ὑπερμεγέθους βλακείας.
 Ὁ ἀσυγχρονισμός τῆς φύσης καί τοῦ ἀνθρώπου ἔφερε
 τόν ἀσυγχρονισμό τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος.



Εἶναι ἡ βαρβαρότητα. Τή βλέπω νά’ρχεται
μεταμφιεσμένη κάτω ἀπό ἄνομες συμμαχίες
καί προσυμφωνημένες ὑποδουλώσεις.
Δέν θά πρόκειται γιά φούρνους τοῦ Χίτλερ
ἵσως ἀλλά γιά μεθοδευμένη καί οἰονεί
ἐπιστημονική καθυπόταξη τοῦ ἀνθρώπου.
Γιά τόν πλήρη ἐξευτελισμό του
Γιά τήν ἀτίμωσή του.




                      ----------------------------




ΛΕΞΕΙΣ ΣΩΣΙΒΙΑ ΚΑΙ ΛΕΞΕΙΣ ΝΑΡΚΕΣ

«Τό τραῦμα πού δημιουργεῖ στόν ἄνθρωπο ἡ ὑπερηφάνεια, ὅταν παύοντας νά εἶναι παιδί, δέν καταδέχεται νά δεῖ τά γράμματα σάν στρατιές μερμηγκιῶν ἱκανῶν( ὅπως στό παραμύθι) νά τόν βοηθήσουν σέ ὅλα. Ἔτσι χάνουν τήν γεροσύνη τους τά γράμματα, γεμίζει πληγές τό ἀνθρώπινο κορμί. Ἀνίατες. Γιατί ἄμα ξεχάσεις τό σωστό διάβασμα, δέν μπορεῖς νά ἐπικαλεστεῖς τόν Κύριο σέ βοήθεια.» Ν. Γ. Πεντζίκης

Τά μελανά σημάδια στό χαρτί, σά μερμήγκια, μεταφέρουν σπυρί σπυρί τό νόημα πού θρέφει τήν ὕπαρξη.
Ὅμως, πρέπει νά φτάσεις στό «σωστό διάβασμα» γιά νά συνειδητοποιήσεις ὅτι δέν τά κρατᾶ 
ὅλα τό ἀλφάβητο, ἀλλά τό ἐπίπεδο τοῦ φωτισμοῦ σου.
Ἀνάλογα μέ αὐτό θά προκύψουν εἶτε λέξεις σωσίβια, εἶτε λέξεις νάρκες. Καί τό πιό παράξενο
 -ὅπως τό θέτει ὁ ποιητής¹- ἕναν Παράδεισο ἤ μιά Κόλαση φτιαγμένα ἀπό τά ἴδια ἀκριβῶς ὑλικά, μεῖον τό στοιχεῖο τοῦ φωτός.
«Αὕτη δέ ἐστιν ἡ κρίσις, ὅτι τό φῶς ἐλήλυθεν εἰς τόν κόσμον καί ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τό σκότος ἤ τό φῶς»(Ἰωαν.γ19). Ἐπιλέγοντας τό «εἶναι» ἔχασαν τό «εὐ εἶναι» καί ἀποκόπηκαν
 ἀπό τό «ἀεί εἶναι» (ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής). Καί ἔγινε ἡ «ἀγγελική μέρα»² μαύρη. Τά στοιχεῖα τοῦ ἀλφαβήτου παραμένουν μελανά καί δέν ἀνασταίνουν συνειδητότητες. Μή
 ὀνομάζοντας τό «ἀεί» ἀποτυγχάνουν στό ζεῖν. Φτιάχνουν τόν μελανό ἄνθρωπο πού
ἀνταποκρίνεται στό αἴνιγμα τῆς Σφίγγας. Τόν ἄνθρωπο πού ἐπειδή εἶναι  καταδικασμένος στή φθορά, συμπαρασύρει στή φθορά κι ὅλη τήν κτίση. Ἴσως γιά αὐτό καί ἡ μοίρα τῆς Σφίγγας εἶναι ὁ θάνατος, ὥστε ἄλλο  ν’ ἀνακύψει αἴνιγμα:

«Ἀπό ποῦ ἔρχομαι;
Ποιός εἶμαι;
Ποιός ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μου καί 
Ποῦ θά καταλήξω;»
Νέο αἴνιγμα, ἀνοιχτό, πού ὁδηγεῖ σέ ἄλλο προσανατολισμό, σέ ἄλλη ἀπόκριση γιά τό τί εἶναι ὁ
 ἄνθρωπος. Ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει νά ἐπιλέξει τήν Ἀρετή ἤ τήν Κακία, τό ἀγγελικό ἤ τό μαῦρο φῶς, τόν Εὐαγγελισμό ἤ τόν ὄφι. Πού ἔχει κληθεῖ ν’ ἀποκριθεῖ μέ τή ζωή του «χαρά μεγάλη» «μέρα ἐξ ἡμέρα», ὄχι τή φθοροποιό ἔπαρση, ἀλλά «τό σωτήριον τοῦ Θεοῦ».
Τά μερμήγκια τοῦ ἀλφαβήτου θά ἀκολουθήσουν. Εἶναι ἄλλο πράγμα νά χρησιμοποιεῖς τίς λέξεις καί ἄλλο νά ὀνομάζεις τά πράγματα. Ἡ διαφορά εἶναι διαφορά τῆς τύχης τοῦ κόσμου. Παράλληλα ὅταν τό βίωμα δέν ὑποστηρίζει τό νόημα οἱ λέξεις μεταλλάσονται, γίνονται νάρκες καί φονεύουν τήν ὕπαρξη. 
«Τή γλώσσα μοῦ ἔδωσαν Ἑλληνική»¹. Γλώσσα πού στρέφεται πρός τό φῶς, ὅπως τό ἡλιοτρόπιο, πού διψᾶ «τῆς δικαιοσύνης τόν ἥλιο τόν νοητό»¹ τήν «ἀνατολή ἀνατολῶν» ὥστε 
«οἱ ἐν σκότει καί σκιᾶ»³ νά φτάσουν στήν ἀλήθεια. Τρόπος σοῦ δόθηκε τό «ἐν τοῦτῳ νίκα» σέ τύπο σταυροῦ. Τό κάλεσμα γιά μέτρο καί ἀρετή ἔγινε κλήση σέ ἄμετρη ἀγάπη καί ἁγιότητα. 
Μιά διαρκής ἀναγωγή ἡ πορεία. Πόροι πού παραμένουν ἀέναα ἀνοιχτοί γιά νά μπορεῖς «νά
 ἐπικαλεστεῖς τόν Κύριο σέ βοήθεια».
 ΦΧΦΠ.
Ἀπό πού ἔρχομαι; 
Καί λέγει ὁ ποιητής «τριαντάφυλλά ’ναι θεϊκά στήν κόλαση πεσμένα»(Σολωμός) . 
Ποιός εἶμαι;  «ἐγώ δέν εἶμαι ἐγώ, ἀλλά ἡ ἀναρίθμητη περιουσία τοῦ Θεοῦ»(Λειβαδίτης).
 Φωτίζει καί ὁ ἅγιος Μάξιμος τό σκοπό ἀπό τό «εἶναι» καί τό «εὐ εἶναι» στό «ἀεί εἶναι».
 Τέλος, ὡς τά ἔσχατα μᾶς ἀνάγει ὀ ποιητής,συμπυκνώνοντας ὅλο τό αἴνιγμα εὔστοχα στήν
 ἐρώτηση:
«Τί ἀξίζει ἕνας ἄνθρωπος, τί θέλει καί πῶς θά δικαιολογήσει τήν ὕπαρξή του στή Δευτέρα Παρουσία;»² 

Λέξεις πού σώζουν σέ ἀπόσταση ἀπό λέξεις πόύ ναρκοθετοῦν. Τά ἐν ἀληθεία ἑλληνικά ἤ τά
 «ἑλληνικά τῆς πίκρας»¹ δίνονται ἀνάλογα μέ τόν φωτοτροπισμό τῆς ὕπαρξης. Εἶναι ἐδῶ γιά νά γίνουν οἱ πράξεις σου τό ἀναστημένο ἀλφάβητο τοῦ βίου.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1:ΕΛΥΤΗΣ
2:ΣΕΦΕΡΗΣ

3:ΕΞΑΠΟΣΤΕΙΛΑΡΙΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ 


                    ----------------------------


ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΓΛΩΣΣΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ

ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ (18-03-1982)

    Ἐν ὄψει ποικίλων προτάσεων καί συγκεκριμένων ἤδη πλαισίων πού ἀφοροῦν τήν γλώσσα μας ἐπισημαίνουμε ὅτι σοβεῖ μία βαθύτατη σύγχυση ὡς πρός τήν ἱστορική ἐξέλιξη, τήν διδασκαλία καί τήν γλωσσσολογική ἀντιμετώπιση τῶν ζητημάτων τῆς Ἑλληνικῆς. 
    Ἡ διαμόρφωση μιᾶς γλώσσας ὑπερβαίνει ὁποιαδήποτε νομοθετική στοιχειοθέτηση κι ἕνας γλωσσικός ἤ ἐκφραστικός καταναγκασμός θά ἔπληττε ἀσφαλῶς τά θεμέλια τῆς ἐλευθερίας τοῦ σκέπτεσθαι. Κανείς βέβαια δέν διανοήθηκε νά ἀποπειραθεῖ κάτι τέτοιο, ἐν συνειδήσει τουλάχιστον. Παρ’ ὅλα αὐτά συχνά ἡ γλώσσα μας ὑποφέρει ἀπό αὐτόκλητους «ἐκλαϊκευτές» ἤ «ἐκσυγχρονιστές» της, οἱ ὁποῖοι στήν πραγματικότητα ὄχι μόνο δέν μποροῦν νά τήν ἀκούσουν στή σύγχρονή της λιαλιά καί νά τήν παρακολουθήσουν στήν δημιουργική γραφή της, ἀλλά παραγνωρίζουν τήν διαχρονική της ὑπόσταση καί σημασία. Ποτέ ἴσως μέσα στήν ἱστορική της διαδρομή, καί ὅταν ἀκόμα συμπιεζόνταν ἀπό τίς πιό ἀντίξοες συνθῆκες, ἡ ἑλληνική γλώσσα ὡς
 ἰδιαίτερη ὀντότητα δέν διέτρεξε τούς κινδύνους πού διατρέχει σήμερα· διότι ποτέ ἄλλοτε οἱ 
ἐνσυνείδητες παρεμβάσεις καί τά μέσα μαζικῆς ἐπικοινωνίας δέν ἦταν σέ θέση νά τήν 
ἐπηρεάσουν τόσο δυσμενῶς, ἀκόμη καί νά τήν ἀποδυναμώσουν. Σήμερα, ἐκτός τῶν ἄλλων,
 ἕνας ξεπερασμένος γλωσσαμυντορισμός, ἐν ὀνόματι μιᾶς τεχνητῆς Δημοτικῆς, μᾶς θυμίζει ὅλο καί περισσότερο τούς καθαρευουσιάνους γλωσσαμύντορες τοῦ παρελθόντος.
    Ἐπιθυμοῦμε νά τό διακηρύξουμε καθαρά: Γιά μᾶς δέν ὑπάρχει τό δίλημμα δημοτική-καθαρεύουσα, ὑπάρχει ἡ ἑνιαία ἑλληνική γλώσσα, πολυδιάστατη στή σύγχρονή της ἀνάπτυξη, τό πιό πολύτιμο ἀγαθό τοῦ λαοῦ μας, τό πιό ἀξιόλογο προϊόν ἐξαγωγῆς τοῦ τόπου μας στόν διεθνή χῶρο. Καί ἐδῶ ἀκριβῶς ἐπισημαίνουμε τούς κινδύνους μιᾶς ἀποκοπῆς ἀπό τίς ρίζες τῆς γλώσσας μας, τόν ἀρχαῖο ἑλληνικό λόγο καί τήν λόγια παράδοση, πού μαζί μέ τήν δημώδη γλωσσική κληρονομιά μας συνθέτουν μιάν ἀδιάκοπη γλωσσική συνέχεια καί πλοῦτο τεσσάρων χιλιάδων ἐτῶν. 

    Ἄς μήν ξεχνᾶμε ὁρισμένα πράγματα: Μέ τό τεράστιο παρελθόν καί τήν κληρονομιά της ἡ ἑλληνική γλώσσα μᾶς προβληματίζει ἰδιαίτερα διότι, ἄν κάθε γλώσσα ἔχει τήν μοναδικότητά της, ἡ εἰδοποιός καί θεμελιώδης  διαφορά ἀπό τίς ἄλλες γλώσσες εἶναι ὅτι ἡ γλωσσική ὀργάνωση καί ἔκφραση τοῦ σημερινοῦ κόσμου, ὅπως διαμορφώθηκε μέσα ἀπό τήν πορεία τοῦ 
Εὐρωπαϊκοῦ  πολιτισμοῦ, ἀνάγεται στόν ἑλληνικό λόγο ὡς γλώσσα καί διανόηση. Περισσότερο ἀπό ὁποιανδήποτε ἄλλη σημαντική, ὁ κόσμος μας εἶναι καρπός μιᾶς ἑλληνικῆς σημαντικῆς. Ἡ 
ἑλληνική δέν εἶναι «κλασσική» γιά τήν ἀρχαία της περίοδο μόνο, ἀλλά καί ἡ κλασσική γλώσσα 
τῆς χριστιανικῆς ἐποχῆς. Καί μολονότι δέν εἶναι πλέον μιά γλώσσα τῶν μεγάλων μαζῶν, 
ὡστόσο τό ἐτυμολογικό δυναμικό της, οἱ ρίζες καί οἱ λέξεις της, τήν καθιστοῦν ἐπίσης τήν «κλασσική» γλώσσα τῆς ἐπιστημονικῆς ὁρολογίας, αὐτῆς δηλαδή πού σήμερα ὀνομάζει τά περισσότερα πράγματα καί κινεῖται ὄχι μόνο στήν περιφέρεια τῆς κάθε γλώσσας, ἀλλά κατακτᾶ συνεχῶς τό κέντρο καί τήν καθημερινότητά της.

    Εἶναι ἕνας μύθος, βέβαια, ὅτι οἱ ἄλλες γλῶσσες δανείζονται ἀπό μιάν ἀφηρημένη καί στατική 
ἀρχαῖα Ἑλληνική  ἤ ὅτι οἱ νεολογισμοί, ἐπιστημονικοί καί ἄλλοι, συνδέονται ἀποκλειστικά μέ τήν 
ἀρχαία φάση τῆς γλωσσικῆς μας παράδοσης· βγαίνουν ἀπό τήν διαχρονικότητα τῆς Ἑλληνικῆς, πού ποτέ δέν ἔπαψε νά ὑφίσταται , νά γράφεται καί νά ὁμιλεῖται μέ τό ἐτυμολογικό της συνεχές πάντοτε ἀνοικτό πρός τόν Κόσμο.
    Γιά τούς ἀνωτέρους λόγους καί κατόπιν ἐπαφῶν πού εἴχαμε μέ πολλούς πνευματικούς 
ἀνθρώπους πιστεύουμε ὅτι μιά ἰδιαίτερη φροντίδα καί μέριμνα γιά τήν γλώσσα μας θά πρέπει νά ἀναληφθεῖ ἀπό συγκεκριμένους καί μόνιμους φορεῖς, ὡς ἕναν δέ ἀπό αὐτούς προτείνουμε τόν «Ἑλληνικό Γλωσσικό Ὅμιλο», τοῦ ὁποίου τήν ἵδρυση ἀναγγέλουμε μέ τήν παρούσα 
ἀνακοίνωσή μας. Μέλημα τοῦ Ὁμίλου αὐτοῦ θά εἶναι νά ἐκφράζει ὁρισμένες γενικές ἀρχές καί 
ἀπόψεις γιά τήν χρήση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καί τῆς σύγχρονης ἐπιστημονικῆς ὁρολογίας καί νά προτείνει λύσεις γιά τήν  προφύλαξη τῆς Ἑλληνικῆς ἀπό τήν ἀθρόα, ἄκριτη κι ἀδικαιολόγητη 
εἰσβολή ξένων λέξεων, πού ρυπαίνουν τήν γλώσσα καί ἀλλοιώνουν τήν φυσιογνωμία της. 
    Στήν προσπάθειά μας αὐτή ζητᾶμε τήν συνεργασία καί τήν κατανόηση κάθε πνευματικοῦ 
ἀνθρώπου, διότι μόνο μέ τήν συμβολή ὅλων μπορεῖ νά ἀντιμετωπισθεῖ ἕνα τόσο μεγάλο πρόβλημα τοῦ σύγχρονου Ἑλληνισμοῦ.



Ὀδυσσέας  Ἐλύτης
Γεώργιος  Μπαμπινιώτης
Ἀριστοτέλης  Νικολαΐδης
Γιάννης  Ντεγιάννης
Ἀριστόξενος  Σκιαδᾶς
Ν.  Χατζηκυριάκος-Γκίκας
Γιῶργος  Χειμωνᾶς



                      ----------------------------


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου