Κυριακή 12 Απριλίου 2020

« ΕΝΔΥΜΑ ΟΥΚ ΕΧΩ » Η ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΓΥΜΝΟΤΗΤΑΣ ΜΑΣ ΜΕΣΩ ΕΝΟΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ





« ΕΝΔΥΜΑ ΟΥΚ ΕΧΩ »
  Η ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΓΥΜΝΟΤΗΤΑΣ ΜΑΣ
ΜΕΣΩ ΕΝΟΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ




Ἐργαστήρι Δημιουργικῆς Γραφῆς
«ΔΙΑΠΟΡΘΜΕΥΩΝ ΛΟΓΟΣ»





ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Μέ εἰσηγητή τόν κ. Καλέμη Εὐάγγελο καί θέμα:
« ΕΝΔΥΜΑ ΟΥΚ ΕΧΩ »
  Η ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΓΥΜΝΟΤΗΤΑΣ ΜΑΣ
ΜΕΣΩ ΕΝΟΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ
σᾶς περιμένουμε τήν  Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου  στίς 18:00
στό Πνευματικό Κέντρο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Ἱστιαίας.
 Ἡ παρουσία σας θά μᾶς δώσει χαρά.

---------------------------


π. Σπυρίδωνα Βασιλάκου

Τὸ παραμύθι σου ἄνοιξε...



ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι φιλεπίστροφη. χει τὴ δυ­νατὴ τῆς ἐπιστροφῆς διάθεση. σύλληψη αὐτῆς τῆς τάσης ἔγινε τὴν τραγικὴ στιγμὴ τῆς φυγῆς ἀπὸ τὴν παραδείσια τῆς ἀγάπης κατάσταση. λα τὰ κύτταρα, πνευματικὰ καὶ σω­ματικά, κοινώνησαν τὴν πικρὴ γεύση τοῦ ξεριζωμοῦ καὶ τῆς προσφυγιᾶς. τσι πόθησαν νὰ γευτοῦν καὶ πάλι μὲ τὴν λα­βίδα τῆς ἐπιστροφῆς τὴν Θεία Κοινωνία, τὸν ἐπαναπατρισμὸ στὸν παράδεισο, στὸν προδομένο καὶ ἐγκαταλελειμμένο Θεό. Δρόμος ἐπιστροφῆς, τὸ παρελθόν. να μακρὺ σχοινὶ μὲ κόμπους σφιχτοδεμένους ἀπὸ τὰ δάκτυλα τοῦ ἐγωισμοῦ. Πτώσεις ὀδυνηρές, ἀστοχίες πνευματικές, ἁμαρτίες ἀθερά­πευτες. παρουσία τους, ἀπουσία ἀγάπης, ἐξορία τῆς χάρι­τος. χημα στὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς, ἡ μετάνοια. κείνη ἀγκαλιάζει τὸν Θεὸ πρὶν ἀκόμη τὸν πλησιάσει ἡ ψυχή. κείνη ποὺ διακριτικὰ ρίχνει τὸν πόθο, τὴν λαχτάρα γιὰ τὸν Θεὸ καὶ στὴν διάθεση καὶ στὴν ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου. κείνη ποὺ ταπεινὰ σκύβει, νὰ λύσει τοὺς κόμπους καὶ νὰ ἐλευθερώσει  ὅ,τι ἀπὸ τὴν ψυχὴ αἰχμαλωτίστηκε.
 Προ­ορισμὸς τῆς μετανοημένης ἐπιστροφῆς, ἡ παιδικότητα. ἐπίγεια βάση ἐκτόξευσης τῆς ὕπαρξης στὴν οὐράνια πατρίδα. λόγος τοῦ Κυρίου, σφραγῖδα γνησιότητας καὶ ἀληθείας. «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ στραφῆτε καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν· ὅστις οὖν ταπεινώσει ἑαυτὸν ὡς τὸ παιδίον τοῦτο, οὗτός ἐστιν ὁ μείζων ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ιη´ 4-5). Στὸν λόγο αὐτὸ τοῦ Κυρίου, θὰ μποροῦσες νὰ ἀπορήσεις καὶ νὰ ἐκφρα­στεῖς, ὅπως ὁ Νικόδημος, ὁ κρυφὸς μαθητής.
Δηλαδὴ θὰ πρέπει νὰ βρεθῶ πάλι στὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας μου καὶ νὰ ξαναγεννηθῶ; χι βέβαια. Δὲν σώζει ἡ παιδικὴ ἡλικία. Κύριος δὲν ζητᾶ τὴν ἀνευθυνότητα τῆς παιδικῆς ἡλικίας. Δὲν ἀναφέρεται στὴν ἀπειρία της ἢ στὴν ἀπουσία τῆς γνώσης. Χριστὸς μιλᾶ γιὰ τὴν καθαρότητα ποὺ ξεχει­λίζει μέσα ἀπὸ τὰ ἀθῶα βλέμματα, τὶς ἁπλὲς σκέψεις, τὶς ἐλεύθερες ἀπὸ τὶς ἀγκυλώσεις τοῦ συμφέροντος κινήσεις. Κύριος μιλᾶ γιὰ κατάσταση πνευματικὴ καὶ ὄχι γιὰ περίοδο χρονικὴ τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ζητᾶ αὐτὴν τὴν κατάσταση μέσα στὴν ὁποία ἀναπαύεται ὁ Θεός. Τὴν κατάσταση ποὺ καὶ ἐσὺ μέσα στὴν ἀτμόσφαιρά της ἀναπνέεις τὴν χαρὰ καὶ τὴν χάρη, μέσα στὸ κλῖμα της ἀγγίζεις τὴν εἰρήνη. καθα­ρότητα τῆς ζωῆς, ἡ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, ὅπως τοῦ παιδιοῦ στὸν πατέρα, ἡ ἄδολη ἀγάπη, ἡ ταπεινὴ ὑπα­κοὴ ὁδηγοῦν στὴν ἐμπειρία τῆς οὐράνιας τοῦ Θεοῦ Βασιλείας στὴν ἐπίγεια τοῦ ἀνθρώπου πορεία.
νας εἶναι ὁ δρόμος τῆς ἐπιστροφῆς, ἡ μετάνοια. Δύσκο­λος, στενὸς καὶ ἀνηφορικός. Σηκώνεις ὅλη σου τὴν ζωή, τὸ σταυρό σου δηλαδή. Μετακομίζεις. Πολλὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρχον-τά σου, πάθη, κακίες, ἐμπάθειες, πρέπει νὰ τὰ πετάξεις γιὰ νά... πετάξεις. μικρότητά τους δὲν χωρᾶ στὴν ἀπεραντο­σύνη τῆς παιδικότητας. Πρέπει νὰ ἀφήσεις, νὰ διώξεις, νὰ λύσεις, νὰ δέσεις, νὰ δεχθεῖς, νὰ ἀρνηθεῖς, νὰ ταπεινωθεῖς γιὰ νὰ πορευθεῖς. πόρτα τοῦ παιδικοῦ τρόπου εἶναι χα­μηλή. Θὰ χρειαστεῖ νὰ σκύψεις, ὅπως ὁ λειτουργὸς μπροστὰ στὴν Ἁγία Τράπεζα.  
κτὸς ἀπὸ τὸν ἕνα καὶ μοναδικὸ δρό­μο ἐπιστροφῆς στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὑπάρχουν καὶ πολλοὶ ἄλλοι δρόμοι. Δὲν εἶναι ὅμως ἐπιστροφῆς ἀλλὰ ἀναδρομῆς. νας τέτοιος δρόμος εἶναι καὶ ἡ σκέψη. Εἶναι δρόμος εὔκολος. χημα δὲν εἶναι ἡ μετάνοια ἀλλὰ ὁ λογισμός. Φθηνὸ εἰσι­τήριο καὶ μὲ σύντομη ἐπιστροφὴ στὴν τωρινή σου κατάσταση. Δὲν παίρνεις καμία ἀποσκευή. Ταξι­δεύεις γιὰ μία μόνο ἀνάσα. χι καθαροῦ ἀέρα ἀλλὰ καθα­ρότητας ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία. Σύντομα ὁ λογισμὸς θὰ σὲ ἐπαναφέρει καὶ θὰ σὲ ρίξει στὴν ρηχὴ τῆς καθημερινότητας κολυμβήθρα.
ποιο δρόμο ὅμως καὶ ἂν πάρεις, εἴτε τῆς ἐπιστροφῆς, εἴτε τῆς ἀναδρομῆς, εἶναι βέβαιο πὼς θὰ συναντήσεις τὶς γεροντικὲς μορφὲς γιαγιάδων καὶ παππούδων ποὺ ἀγκάλιασαν τρυφερὰ καὶ ὑπερασπίστηκαν ἡρωικὰ τὸν παράδεισο τῆς παι­δικότητάς σου. Μοιάζουν μὲ ἐκεῖνα τὰ πρόσωπα, τὰ σκαμμέ­να ἀπὸ τὸ ἀλέτρι τοῦ χρόνου καὶ τὰ λουσμένα ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ στὸ εἰκόνισμα τῆς ῾Υπαπαντῆς τοῦ Κυρίου.
Σὰν ψηλὰ τείχη ὀχυρωμένης πόλης, οἱ ῞Αγιοι Θεοπάτορες Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα, ὁ κατάλευκος πρεσβύτης Συμεὼν καὶ ἡ Ἁγία γιαγιὰ Ἄννα, περικυκλώνουν προστατευτικά, ἀγκαλιά­ζουν λατρευτικά, νανουρίζουν δοξολογικὰ καὶ κοιτοῦν ἱκε­τευτικὰ τὸν μεγάλο Θεὸ σαρκωμένο στὴν μορφὴ ἑνὸς μωροῦ. Γνωρίζουν καλὰ πὼς ἀκόμα ζοῦν καὶ βασιλεύουν, ὅπως καὶ σήμερα, «οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδιοῦ» (Ματθ. β´ 8).

πως τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καὶ οἱ δικοί σου γιαγιάδες καὶ παπ­ποῦδες στάθηκαν δίπλα σου. Διάκονοι καὶ λειτουργοὶ στὸν ναὸ τῆς παιδικότητάς σου. Πάλεψαν γιὰ νὰ μὴν κλέψει κα­νεὶς τὴν καθαρότητα καὶ ἀδειάσει τὸ περιεχόμενο τῆς ψυχῆς σου. ὅραση τῆς ἀγάπης τους δὲν ἔπαψε ποτὲ νὰ σὲ βλέπει σὰν παιδί, ἀκόμα καὶ ὅταν εἶχες φύγει «εἰς χώραν μακρὰν» (Λουκ. ιε´ 13). Πόσο ἀλήθεια μοιάζουν μὲ ἐκεῖνον τὸν Πατέρα, ποὺ ὅσο ὁ γυιός του χανόταν στὸν ὁρίζοντα τῆς ἀπειρίας του, τόσο πε­ρισσότερο παιδί του γινόταν. Πόσες φορὲς νὰ ξενιτεύτηκε ἡ ἀγάπη τους στὴν αὐτοεξορία τῆς ἀσωτίας σου. να ἰσχυρὸ ὅπλο τους γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῆς παιδικῆς ψυχῆς καὶ τὸ παραμύθι. Πόσα δὲν δίδαξαν μὲ τὸ παραμύθι.

Τὴν ἐμπειρία τῆς ζωῆς. Τὴν βαρύτητα τοῦ περιεχομένου τῆς ψυχῆς. Τὴν σπουδαιότητα τῆς ἀρετῆς. Τὴν καλλιέργεια τοῦ ἤθους. Τὴν ἧττα τοῦ κακοῦ. Τὸν θρίαμβο τοῦ καλοῦ. Τὴν ἀδυναμία τοῦ ἰσχυροῦ. Τὴν δύναμη τοῦ ταπεινοῦ. Τὴν ἀνάσταση τῆς δικαιοσύνης. Τὴν νέκρωση τῆς ἀδικίας. Πόσα μαθήματα σοφοῦ πανεπιστημιακοῦ δασκάλου στὸ ἀμφιθέ­ατρο τῆς ἀγκαλιᾶς τους. Ξαναγυρίζουμε στὸν κῆπο τῶν πα­ραμυθιῶν, γιὰ νὰ ἐργαστοῦμε στὴν συγκομιδὴ τῆς ἀλήθειας. πιστρέφουμε μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι αὐτὴ ἡ ἀλήθεια θὰ μᾶς ἐλευθερώσει...
π. Σ. Β.
* * *

Περιεχόμενα τοῦ βιβλίου
Πρόλογος.
Εἰσαγωγή.
Σταχτοπούτα.
Τὰ τρία γουρουνάκια.
Κοκκινοσκουφίτσα.
Τὸ ἀσχημόπαπο.
στολὴ τοῦ αὐτοκράτορα.
Ἐπίλογος.
Θερμὲς εὐχαριστίες.
Σημ. ἡμετ.: Τὸ συστήνουμε ἀνεπιφυλάκτως!... Εἶναι θαυ­μάσιο!...

† Γ.῾Ι.Μ.

--------------------------



Η ΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ

π. Σπυρίδωνα Βασιλάκου


Μιά φορά κι ἕναν καιρό πρίν ἀπό πολλά χρόνια, σέ μιά γωνιά τοῦ πλανήτη, ζοῦσε μέσα στόν πλοῦτο καί στή χλιδή ἕνας φιλάρεσκος βασιλιάς. Δέν τόν ἐνδιέφεραν τά προβλήματα τοῦ βασιλείου του. Ἡ μόνη του μέριμνα ἦταν νά φτιάχνει φανταχτερές στολές…

Ὁ γυμνός βασιλιάς

…Στο ἄκουσμα τοῦ γυμνοῦ βασιλιᾶ δέν μπορεῖς νά κρατήσεις τόν λογισμό πού ξεφεύγει τρέχοντας μέ τή γνωστή του ταχύτητα καί φτάνει μπροστά στόν πρῶτο γυμνό βασιλιά, τόν Ἀδάμ. Βασιλιάς ἐνθρονισμένος ἐπίσημα ἀπό τόν ἴδιο τόν Δημιουργό. Βασιλιάς ἐκθρονισμένος βίαια ἀπό τόν ἴδιο του τόν ἐγωισμό. Ὁ ἄνθρωπος τό κέντρο τῆς κτίσεως, ἔγινε ἀπόκεντρο. Ὁ ἀνάδοχος τῆς κτίσεως, ἔγινε δυνάστης. Ὁ διαχειριστής, ἐκμεταλευτής.
Ἡ αἴσθηση τῆς γυμνότητας γεννιέται μέ τήν πτώση του καί ἀποκαλύπτει τό ἄδειασμά του ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ, πού τόν ἔντυσε. Γυμνός ὁ ἄνθρωπος ἀπό κάθε ὡραιότητα. Γυμνός ἀπό κάθε δύναμη. Γυμνός ἀπό αἰωνιότητα. Ἔβγαλε, ἀποδύθηκε τή ζωή καί ντύθηκε τόν θάνατο. Αὐτή ἡ ὑπαρξιακή του γυμνότητα ἔχει συνοδούς τίς φοβίες, τήν αἰσχύνη, τήν ἀνασφάλεια, τήν ἀγωνία, τήν κόπωση. Ὅλα ὅσα πρίν τόν γέμιζαν, ἀφοῦ τά ἀγκάλιαζε ἡ ἀνόθευτη, ἡ καθαρή τοῦ ἀγάπη, τώρα τόν ἀδειάζουν. Ἡ αἴσθηση σάν ἐρινύα τόν κυνηγᾶ, τόν κάνει νά κρύβεται, νά ὑποκρίνεται καί νά προσπαθεῖ νά βρεῖ τρόπους ἔνδυσης πού τελικά τόν ἀπογοητεύουν, τόν ἀπελπίζουν καί τόν ἀπογυμνώνουν.
Ἀναζητᾶ ἀπεγνωσμένα ἐνδύματα στά ἐργαστήρια ἑνός καλοῦ ἐνδυματολόγου καί ἄριστου διαφημιστῆ, τοῦ διαβόλου. Πουλᾶ τά πάντα γιά νά ντυθεῖ μέ πλοῦτο πού τόν θαμπώνει. Νά γεμίσει μέ δόξα πού τόν ἀδειάζει. Νά ζήσει γιά μιά ἰδεολογία πού τόν πωρώνει.
Δέν καταφεύγει στόν Θεό. Ὅταν εἶσαι θεόγυμνος, ὅ,τι καί νά ἔχεις, ὅ,τι καί νά κάνεις, ὅ,τι καί νά πεῖς , ὅ,τι καί νά ζήσεις, δε θά μπορέσεις νά θεραπεύσεις τήν αἴσθηση, νά κλείσεις τό κενό, νά γεμίσεις τή ζωή.
Τό παραμύθι περιγράφει ὄχι μόνο τόν λόγο τῆς ἀπογύμνωσης τοῦ βασιλιᾶ ἀλλά καί τίς τραγικές καί ἀποτυχημένες ἀπόπειρες ἔνδυσής του.

Ἐνδύματα ἐπιφάνειας

Πρίν εἰσέλθει ὁ αὐτοκράτορας στόν κόσμο τοῦ παραμυθιοῦ, πέρασε ἀπό τήν παραβολή τοῦ Χριστοῦ…Στίς πρῶτες λέξεις τοῦ παραβολικοῦ λόγου περιγράφονται γλαφυρά τά συμπτώματα τῆς ἀσθένειας. «Ἄνθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος, καί ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καί βύσσον εὐφραινόμενος καθ’ἡμέραν λαμπρῶς» (Λουκ.16, 19). Αὐτοκράτορας τοῦ παραμυθιοῦ καί πλούσιος τῆς παραβολῆς εἶναι τό ἴδιο πρόσωπο ἤ μᾶλλον ἡ ἴδια ἰδιοσυγκρασία, ὁ ἴδιος τρόπος καί στάση ζωῆς. Ἡ ἴδια ἀρρώστια.
Αὐτό τό ἀθεράπευτο σύνδρομο τοῦ Ἀδάμ, ἡ αἴσθηση τῆς γυμνότητας, μαστιγώνει τή διάνοια τοῦ αὐτοκράτορα, καταδυναστεύει τήν ψυχή του, ἐπιβάλλεται στήν ἐπιθυμία του, καθορίζει τόν τρόπο τῆς ζωῆς του. Ἐπιδίωξή του καθημερινή, μέλημά του τά ἀκριβά, λαμπρά, φανταχτερά ροῦχα. Κοπιάζει στήν ἄγονη γῆ τῆς ἐπιφάνειας, χωρίς νά νιώθει ὅτι τόν ἄνθρωπο τόν ντύνει, τόν τρέφει , τόν στεγάζει αὐτό πού ἔχει στό βάθος του. Αὐτή ἡ ψυχή πού καί ὅταν τή συναντήσει τῆς συμπεριφέρεται σάν νά εἶναι στομάχι.
«Ψυχή, φάε, πιές, ἀπόλαυσε τά ὑλικά ἀγαθά σου καί τίς σαρκικές ἡδονές». Ὅταν σαρκοποιήσεις τήν ψυχή, τήν ἔβαλες στήν ὁδό τῆς φθορᾶς μέ προορισμό τόν θάνατο.

Ὁ καθημερινός τοῦ προσώπου θάνατος

Ὁ αὐτοκράτορας ἄλλαζε ροῦχα πολλές φορές τήν ἡμέρα.  Ἡ ὥρα τόῦ ἐπέβαλλε τήν ἐνδυμασία. Ἄλλη φορεσιά τό πρωί. Ἄλλη στό μεσημεριανό τραπέζι. Ἄλλη στόν ἀπογευματινό περίπατο. Ἄλλη στολή στή βραδινή διασκέδαση. Ἀκοῦς ὅτι ὅλες οἱ ὧρες δέν εἶναι ἴδιες. Σίγουρα δέν εἶναι ἴδιες. Ἐσύ ὅμως «ντύνεις» τίς ὧρες διακριτικά καί ὄχι αὐτές ἐσένα. Ὅταν μπαίνεις δυναμικά μέσα στόν χρόνο, ντύνεις τή στιγμή μέ τήν παρουσία σου, τήν ἐργασία σου, τήν προσπάθειά σου. Πολλές ὧρες τοῦ χρόνου σου εἶναι γυμνές ἀπό τήν ἀπουσία σου. Αὐτές οἱ γυμνές στιγμές εἶναι καταδικασμένες νά χαθοῦν στῆς λήθης τά βαθιά νερά. Νά ξεχαστοῦν. Νά διαγραφοῦν ἀπό τό βιβλίο τῆς ζωῆς.
Ὁ τραγικός αὐτοκράτορας δέν ἄλλαζε μόνο ἀνάλογα μέ τίς ὧρες τῆς ἡμέρας ἀλλά καί σύμφωνα μέ αὐτόν πού θά συναντοῦσε. Ἐάν ἦταν ἐπίσημη προσωπικότητα, προσπαθοῦσε νά τόν ξεπεράσει σέ πολυτέλεια καί λαμπρότητα.
Ἐάν ἦταν ἄσημος, μέ τήν ἐνδυματολογική του ἐπιλογή τόν χλέβαζε. Μη βιαστεῖς νά κατακρίνεις τόν αὐτοκράτορα. Ἐάν λίγο σιωπήσεις, θά τόν ἀκούσεις νά ἀνασαίνει μέσα σου.
Πόσες φορές τή μέρα ἀλλάζεις προσωπεῖο, τρόπο, λόγο, συμπεριφορά;
Πόσες φορές μέσα στό δοκιμαστήριο τῆς ἀντιπάθειας ἔβγαλες τήν εὐγένεια καί  φόρεσες τήν ἀγένεια;
Πόσες φορές τό συμφέρον ἔκλεψε ἀπό τό λόγο σου τήν ἀλήθεια καί σοῦ ἐπέβαλλε νά προσφέρεις τή γλυκανάλατη κολακεία;
Μέσα σ’ αὐτές τίς ἀλλαγές πού ἐπιβάλλει ἡ ὧρα καί ἀπαιτοῦν τά πρόσωπα, ξεχνᾶς, ἀναλώνεις, ἀλλοιώνεις τόν ἀληθινό σου ἑαυτό. Θάβεται κάτω ἀπό τή βαρειά τοῦ προσωπείου ταφόπλακα.

Ὁ γάμος τῆς ματαιοδοξίας

Δύσκολος, ἄχαρος, ἀνελέητος τῆς ματαιοδοξίας ὁ ἔρωτας. Μπαίνεις στήν ἀρένα. Κοπιάζεις ἐξαντλητικά. Ἀγωνιᾶς ὐπερβολικά. Παθιάζεσαι παράφορα. Δέν φτάνεις πουθενά. Αὐτό τό πάθος δέν ἱκανοποιεῖται, δέν χορταίνει, δέν ἡσυχάζει, δέν ἀναπαύεται. Ὅσο τό τρέφεις, τόσο πεινᾶ.
Ἡ ἀνικανοποίητη ὄρεξή του, σοῦ τρώει τά σωθικά, τό μυαλό, τήν ψυχή. Ἐάν στήν ὁρμή του δέν ἀλλάξεις κατεύθυνση, ἐάν τή δύναμή του δέν τήν προσφέρεις στήν ἀρετή, τό πάθος δέν μεταμορφώνεται. Ζητᾶ νά ζευγαρώσει, νά τεκνοποιήσει… Ἡ ματαιοδοξία ζητᾶ νά γίνετε σάρκα μία. Νά γεννήσετε πολλά παιδιά.
Τήν ἀνοησία, τή φιληδονία, τήν ἀδιαφορία, τήν ὑποκρισία. Ἔτσι θά σοῦ ζητοῦν περισσότερα στόματα τροφή. Εἶσαι σύζυγος. Ἔχεις τήν ὑποχρέωση νά τά φροντίζεις προσφέροντας ὡς δῶρο τήν ἴδια σου τή ζωή.

Οἱ ράφτες

Ἡ ματαιοδοξία μετά τό γάμο σᾶς ἀνοίγει τό σπιτικό σας, δηλαδή τή ζωή σου. Ἀνοίγει ὅλες τίς πτυχές της. Τίς αἴθουσες τῆς διάνοιάς σου. Τά ὑπόγεια τῆς ψυχῆς σου. Τούς χώρους τῶν συναισθημάτων. Τά δωμάτια τῶν ἐπιθυμιῶν. Τούς διαδρόμους τῶν διαθέσεων. Τά πατάρια τῶν κριτηρίων σου. Μέσα σέ ὅλους τούς χώρους σου κινεῖται μέ οἰκειότητα. Μέσα σέ ὅ,τι εἶσαι, περιτριγυρίζουν οἱ καρποί τοῦ γάμου σας, τά παιδιά σας καί φιλοξενοῦνται οἱ ἐκλεκτοί καλεσμένοι σας.
Ἕνας ἀπό αὐτούς πού καθημερινά σέ ἐπισκέπτεται εἶναι ἡ παραπλάνηση. Ἡ ματαιοδοξία σέ κάνει νά βλέπεις μόνο αὐτά πού θέλει. Νά ἀκοῦς μόνο αὐτά πού τῆς ἀρέσουν. Νά κάνεις μόνο ὅ,τι τήν ἱκανοποιεῖ. Αὐτά ὅμως πού θέλει, πού τῆς ἀρέσουν, πού τήν ἱκανοποιοῦν εἶναι μάταια. Αὐτά  τά μάταια πού παραπλανοῦν. Αὐτά πού ἄν τά ἀκολουθήσεις χάνεις καί χάνεσαι. Ἡ παραπλάνηση θά σοῦ συστήσει τούς ράφτες πού φροντίζουν τήν ἐμφάνιση τῆς συζύγου σου, τῆς ματαιοδοξίας.
Ἐκείνους πού, ἐνῶ τήν ντύνουν, ἀπογυμνώμνουν ἐσένα. Ὁ ἀρχιράφτης εἶναι ὁ ἐγωισμός. Ἔχει τό χάρισμα νά σέ ράβει πάντα στά μέτρα της. Τό ψέμα εἶναι ὁ βοηθός του. Αὐτός πού ἀναλαμβάνει τή διαφήμιση, τήν κάλυψη, τήν ὑπεράσπιση τοῦ ἀφεντικοῦ του…
Τό ψέμα, λοιπόν, διαλαλοῦσε μέ στόμφο τό ἐμπόρευμα καί ὁ ἐγωισμός ἔπαιρνε μέτρα στόν αὐτοκράτορα. Δέν θά χρειαζόταν πλέον ὁ αὐτοκράτορας νά ἀλλάζει ἀνάλογα μέ τήν ὧρα τῆς ἡμέρας καί τά πρόσωπα πού θά συναντοῦσε. Ὅταν σέ ἀναλάβουν οἱ ράφτες τῆς ματαιοδοξίας, δέν ἔχει ἀξία ὁ χρόνος ἤ ὁ ἄλλος. Ἐσύ εἶσαι τό κέντρο τοῦ σύμπαντος κόσμου. Ἑσύ τά πάντα καί οἱ ἄλλοι τίποτα.
 Ὅλοι θά θαύμαζαν τή στολή  τοῦ αὐτοκράτορα ἐκτός ἀπό τούς ἠλίθιους καί ἐκείνους πού κατεῖχαν ἀνάξια θέση ὑψηλή. Αὐτό εἶπε τό ψέμα διαφημίζοντας τίς προδιαγραφές τῆς στολῆς. Ξέρει ὁ ἐγωισμός νά προφυλάσσεται, νά καλύπτεται, νά καμουφλάρεται. Τήν ὧρα πού σοῦ παίρνει μέρτρα, παίρνει καί τά δικά του. Πονηριά, ψέμα, πλάνη, ὑποκρισία, φροντίζουν τό δικό του ἔνδυμα.
Ἡ στολή τόῦ αὐτοκράτορα πανάκριβη. Ὕπάρχει μεγαλύτερος κλέφτης ἀπό τόν ἐγωισμό; Κλέβει τή ζωή τῶν χαρισμάτων πού μένουν ἀκαλλιέργητα. Ἁρπάζει τά πολύτιμα πετράδια τῆς ἀγάπης, τῆς ταπείνωσης, τῆς πίστης, τῆς ὑπομονῆς, τῆς πραότητας ἀπό τό περιδέραιο τῆς ψυχῆς…Ὁ φτωχός μέσα στόν πλοῦτο του αὐτοκράτορας ἔδινε, πλήρωνε, χορηγοῦσε, ἀγοράζοντας τό… τίποτα.  

Ὁ ὑπουργός καί ὁ στρατηγός

…Τά σύνορα ἀγκομαχοῦσαν ἀπό τίς πιέσεις τῶν ἐχθρῶν. Ἡ πείνα καθόταν στήν κεντρική θέση στό τραπέζι τῶν φτωχῶν …Ἡ φορολογία ἀβάστακτη στίς πλάτες τῶν κατοίκων…Ὁ βασιλιάς ἀναπαυτικά ἐνθρονισμένος…Πῶς νά νιώσει τόν πόνο τῶν ἀνθρώπων ὅταν τό χάδι τοῦ ἐγωισμοῦ εἶναι δυνατό ἀναισθητικό πού μουδιάζει, ἀπονευρώνει, ἀναισθητοποιεῖ;…Ἄν δέν σπάσεις μέ δυνατή γροθιά αὐτόν τόν καθρέφτη τῆς πλάνης, δέν θά δεῖς ποτέ τήν ἀλήθεια. Φοβᾶσαι μήπως πονέσει τό εἴδωλό σου; …Ἐάν θελήσεις νά κομματιάσεις τό αὐτοείδωλο, τότε μόνο ἡ ἀλήθεια θά ἀναστήσει τό πραγματικό σου πρόσωπο. Πολλές φορές καθρέφτης γίνεται ἡ τηλεόραση ἤ ἡ ὀθόνη τοῦ ὑπολογιστῆ, ὅταν τροφοδοτεῖ τά πάθη σου, ἐνισχύει τόν ἐγωισμό σου, σέ καθηλώνει σέ μια αἰχμαλωσία ἑνός κόσμου πού ἀπέχει ἀπό τήν ἀλήθεια.
Ἡ αὐτοῦ μεγαλειότητα θαύμαζε μπροστά στόν καθρέφτη τήν ἀνύπαρκτη στολή τοῦ ὁλόγυμνος, ὅταν ἀπορημένοι οἱ ὑπηρέτες τοῦ ἀνήγγειλαν τήν παρουσία τοῦ ὑπουργοῦ καί τοῦ στρατηγοῦ…Ἐκεῖνοι οἱ καημένοι προσπάθησαν νά σβήσουν, νά διώξουν κάθε ἔκπληξη, κάθε ἀπορία…Τί νά ἔκαναν; Νά εἰσπράξουν τόν τίτλο τοῦ ἡλίθιου ἤ νά ἀποδεχθοῦν τήν ἀναξιότητα γιά τή θέση πού κατεῖχαν; Πόσα σκοτεινά συμφέροντα κρύβονται πίσω ἀπό τόν ἔπαινο! Πόση ἀθλιότητα καλύπτεται κάτω ἀπό τήν κολακεῖα!...Δέν κατανόησε ὁ ὑπουργός, δέν αἰσθάνθηκε ὁ στρατηγός ὅτι ἡ κολακεῖα τους εἶχε συνθέσει τό ἄσμα τῆς ἀναξιότητάς τους.
Ὑπουργός εἶναι ἡ ψυχή σου. Εἶναι αὐτή πού πρέπει νά λειτουργεῖ τό ἔργο τῆς σωτηρίας. Ὅταν σιωπᾶ στό ψέμα, ὅταν δέν ἀντιστέκεται στήν ἀδικία, ὅταν δέν ἀντιδρᾶ στό κακό, δέ βρίσκεται  μέσα στό ἔργο αὐτό. Εἶναι ἄνεργη καί γιά αὐτό ἀνενεργή.
Στρατηγός εἶναι ἡ διάνοια. Ὁ κυβερνήτης, ὅπως οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τή βάπτισαν. Στή σκληρή τοῦ ἐγωισμοῦ διαχείριση…διαστρέφεται, πωρώνεται, ἀποπροσανατολίζεται καί ἔτσι αὐτή ἡ δοσμένη ἀπό τό Θεό δυνατή πρός τόν ἄνθρωπο πυξίδα καταστρέφεται. Ψυχή καί διάνοια εἶναι ἡ ἱερή τῆς ζωῆς συμμαχία καί ὄχι τά τυφλωμένα…τοῦ ἐγωισμοῦ ὑποχείρια…

Ἡ αὐλαία τῆς τραγωδίας ἀνοίγει

…Ὁ ἐγωισμός ἀρχικά δουλεύει μέσα στά στενά ὅρια τῆς ὕπαρξής σου. Παραμυθιάζει τό μυαλό σου. Παραπλανᾶ τήν ψυχή σου. Ἔτσι σοῦ δημιουργεῖ τόν πόθο, τήν ἐπιθυμία νά δείξεις ἤ μᾶλλον νά ἀποδείξεις πόσο μοναδικός εἶσαι. Τό καλοθρεμμένο, τό ἰσχυροποιημένο «ἐγώ» δέν κρατιέται, δέν μαζεύεται, δέν παραμένει μέσα σέ σύνορα. Λαχταρᾶ νά κυνηγήσει, νά ὑποτάξει, νά κατακτήσει καί τίς ζωές τῶν ἄλλων. Ζητᾶ χειροκροτητές. Διψᾶ γιά θαυμαστές. Λαχταρᾶ ὀπαδούς. Ἐπιθυμεῖ ὑποτακτικούς. Ἡ ζωή τῶν ἄλλων γίνεται ἡ καλύτερη τροφή του. Ἔτσι ὁ ἐγωισμός, ἱκανοποιημένος ἀπό τό ἔκτρωμα τῶν χειρῶν του, ἀνοίγει αὐλαία. Παρουσιάζει ὄχι τήν μοναδικότητα πού πιστεύεις ἀλλά τήν τραγικότητα πού εἶσαι…
Ἡ μεγάλη στιγμή ἔφτασε. Ἐμφανίζεται θεόγυμνος πάνω στό στολισμένο ἅρμα του. Ὁ ἐγωισμός ἀφοῦ πρῶτα σέ προβάλλει μετά σέ προσβάλλει. Τό θέαμα εἶναι τραγικό. Ὅλοι χειροκροτοῦν. Δέ μιλᾶ κανείς. Ἡ κραυγαλέα ἔνοχη σιωπή κυριαρχεῖ. Γιατί ἄλλωστε νά μιλήσεις;  Ἐσύ θά σώσεις τόν κόσμο, βρέ ἀδελφέ; …Συνηθισμένη ἡ εἰκόνα. Οἱ γυμνοί χειροκροτοῦν τόν θεόγυμνο. Οἱ φτωχοί ἐπευφημοῦν τόν πάμφτωχο.
Ἡ φωνή τῆς καθαρότητας

…Ξαφνικά ὅλα ἀνατρέπονται. Μιά ἰσχνή παιδική φωνή. Μιά δυνατή καθαρή πνοή. Ἔνας ἰσχυρός ἄνεμος μέσα ἀπό τόν ἀσκό τῆς καθαρότητας, ἀπωθεῖ τήν πνιγηρή, ἀρρωστημένη ἀτμόσφαιρα.
-Ὁ βασιλιᾶς εἶναι γυμνός! Ὁ βασιλιᾶς εἶναι γυμνός!
Ὁ καθρέφτης θρυμματίζεται. Ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώνεται. Τό ψέμα φιμώνεται. Ἡ πλάνη τοῦ ἐγωισμοῦ ἀποκαλύπτεται. Μιά τέτοια φωνή χρειάζεσαι. Κάτι καθαρό νά ἐπαναστατήσει. Κάτι ἁγνό νά φωνάξει. Κάτι ἀνόθευτο νά ἀντιδράσει. Κάτι ἀθῶο νά ἐξεγερθεῖ. Στήν Ἐκκλησία ὁ ἄνθρωπος τόν δρόμο τῆς νήψης καί τῆς κάθαρσης ἀκολουθεῖ. Ἔτσι δημιουργοῦνται οἱ προϋποθέσεις τῆς ἀντίστασης στόν ἐγωισμό. Καλλιεργεῖς τήν ταπείνωση. Βλέπεις τήν γυμνότητα σου. Κατεβαίνεις ἀπό τό ἅρμα. Ἀνεβαίνεις στόν Σταυρό. Νεκρώνεις τόν ἐγωισμό. Ντύνεσαι τόν Χριστό

--------------------------------------------------------------------------------

Το παραμύθι κι η παραβολή – του π. Βασίλειου Χριστοδούλου

Πηγή:  https://frear.gr/?p=19091
Σχόλιο στό βιβλίο
Τό παραμύθι σου ἄνοιξε
τοῦ π. Σπυρίδωνα Βασιλάκου
ἐκδ.: ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ
Εἰκονίζουμε τόν Χριστό ὡς «ὁ Φωτοδότης», «ὁ Μέγας Ἀρχιερέας», «ὁ Παντοκράτωρ», «ὁ Ζωοδότης», «ὁ Νυμφίος», «ὁ Ἑλκόμενος», καί μέ τόσους ἄλλους τρόπους· καί ὅλοι αὐτοί προσδιοριστικοί εἴτε τῆς Θεϊκῆς Του δύναμης εἴτε τῆς κενωτικῆς Του «ἀδυναμίας». Θά ἤθελα μία ἀπεικόνιση (τήν ἔχω ἤδη μέσα στό μυαλό μου) πού θά ἀνταποκρίνεται περισσότερο στό ἐνδιάμεσο τῶν δύο αὐτῶν ἄκρων, κάπως πιό παραμυθητική, περισσότερο καθημερινή, πού νά μήν ἔχει –γιά τά δικά μας ἀνθρώπινα μέτρα, οὔτε ἄφταστη δόξα ἀλλ’ οὔτε καί ἀνείπωτο πόνο. Μήν ξαφνιαστεῖτε! Θά ἤθελα μία ἀπεικόνιση: Χριστός «ὁ Παραμυθᾶς»!
Προσέξτε! Ὄχι ὁ Χριστός νά μᾶς παραμυθιάζει, ἀλλ’ ὁ Χριστός νά μᾶς λέει συγκλονιστικές ἀλήθειες γιά ’Κεῖνον, γιά ’μᾶς καί τή Βασιλεία Του στή γλώσσα καί μέ τόν τρόπο πού θά μπορούσαμε νά τίς κατανοήσουμε ‒καλύτερα μᾶλλον νά τίς ὑποψιαστοῦμε‒ στή γλώσσα δηλαδή τῆς παραβολῆς (τοῦ παραμυθιοῦ).


Τό παραμύθι εἶναι μία μυθολογική διήγηση τῆς ὁποίας τά πρόσωπα πού πρωταγωνιστοῦν δέν εἶναι ὑπαρκτά, δέν ἔχουν ἱστορική σήμανση, οὔτε ὅμως καί τά γεγονότα πού περιγράφονται ἀπηχοῦν ἱστορικά συμβάντα. Πίσω ὅμως ἀπό τά πρόσωπα καί τά γεγονότα τοῦ μύθου παίρνει σάρκα καί ὀστά μία ἤ πολλές ἀλήθειες, οἱ ὁποίες, ἄν διατυπώνονταν μέ τόν τρόπο τῆς λογικῆς ἐξήγησης, τοῦ φιλοσοφικοῦ καί τεκμηριωμένου λόγου, δέν θά γίνονταν ἀπό τούς περισσότερους κατανοητές ἤ ἀκόμα χειρότερα θά γίνονταν ἀνιαρές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αὐτοῦ πού λέμε εἶναι τό παγκόσμια γνωστό ἀριστούργημα τοῦ Γάλλου συγγραφέα Ἀντουάν ντέ Σαίντ-Ἐξυπερύ Ὁ Μικρός Πρίγκιπας. Τά πρόσωπα, οἱ πλανῆτες, ἡ ἀλεπού τοῦ μύθου δέν εἶναι πρόσωπα ὑπαρκτά· οἱ ἀλήθειες ὅμως πού ὁ συγκεκριμένος μύθος κομίζει εἶναι τόσο συγκλονιστικές καί διαιώνιες πού συνεχίζουν μέσα στά χρόνια νά ἐκπλήσσουν καί νά τροφοδοτοῦν τούς ἀνθρώπους. Ἐάν προσπαθούσαμε π.χ. τό περιεχόμενο τοῦ περίφημου διαλόγου τῆς ἀλεποῦς μέ τόν Μικρό Πρίγκιπα νά τό ἐντάξουμε μέσα σέ μία δομημένη ὁμιλία ἐπιχειρημάτων, στέρεης ἀνάπτυξης καί τεκμηριωμένων συμπερασμάτων, ἴσως καί νά προκαλούσαμε τό χασμουρητό.



Ὑπάρχουν ὅμως καί ἐκεῖνες οἱ ἀλήθειες πού ὑπερβαίνουν τή δυνατότητα λογικῆς τεκμηρίωσης, πού δέν μποροῦν νά κατανοηθοῦν μέ τή νοητική διεργασία τοῦ ἀνθρώπου, πού κομίζουν μία πραγματικότητα ὑπερβατική, ἀνυπότακτη σέ ὁποιαδήποτε προσπάθεια λεκτικῆς ἐκφορᾶς καί συμμόρφωσής της. Γι’ αὐτές τίς ἀλήθειες ὑπάρχει μία ἄλλη μορφή μυθολογικῆς-εἰκονολογικῆς διήγησης, εἶναι ἡ «παραβολή»· ὁ κατ’ ἐξοχήν τρόπος διδασκαλίας πού χρησιμοποίησε ὁ Χριστός.
Φοβόμαστε τήν «παραβολή» νά τήν ὀνοματίσουμε «παραμύθι», γιατί καί τό παραμύθι τό ἔχουμε ἀδικήσει διαβάζοντάς το μέ λανθασμένο τρόπο. Δέν ἔχουμε μυηθεῖ στή «λογική» του ὥστε νά τό καταλάβουμε, παραμένοντας μόνο στήν ἐπιφάνεια τοῦ μύθου (ὅτι δηλαδή τά πρόσωπα καί τά γεγονότα πού παρουσιάζονται δέν εἶναι πραγματικά) καί ἔτσι τό συμπέρασμα πού βγάζουμε εἶναι πώς ὅ,τι περιέχεται σέ μιά διήγηση παραμυθιοῦ εἶναι ψέματα [1]. Ἄρα τήν παραβολή δέν μποροῦμε νά τήν ὀνομάσουμε παραμύθι, ἀφοῦ ὁ Χριστός δέν εἶναι ποτέ δυνατόν νά λέει ψέματα (νά μᾶς παραμυθιάζει). Ἄν ὄμως μπορούσαμε νά μυηθοῦμε στή «λογική» τοῦ παραμυθιοῦ καί μέσα ἀπό τόν λιτό, ἐκφραστικό τρόπο καί τήν εἰκονολογική του γλώσσα καταδυόμασταν στό βάθος του, θά μᾶς ἀποκαλύπτονταν λαλίστατες ἀλήθειες πού θά φλυαροῦσαν στή καρδιά, ἐνῶ λογική καί στόμα τραυλίζοντας θά προσπαθούσαν νά τίς ψελλίσουν. Θά αἰσθανόμασταν πώς τό ὑπέδαφος τοῦ παραμυθιοῦ εἶναι ἡ παραμυθία. Εἶναι τό μελτέμι πού φυσᾶ ἀπό μιά θάλασσα εὐρυχωρίας πάνω σέ στενεμένους ἀπό τή λογική καί τίς ὑποχρεώσεις της ἀνθρώπους.
Δέν ὑπάρχει ὁ πατέρας καί οἱ δυό γιοί στήν παραβολή τοῦ ἀσώτου (ὡς ἱστορικά πρόσωπα)· ἀλληγορεῖται ὁ Πατέρας Θεός καί ἡ σχέση Του μέ τόν ἄνθρωπο (Λκ. ιε΄ 11-32). Αὐτό πού ὑπάρχει ὅμως ὡς συνταρακτική ἀλήθεια πίσω ἀπό τή διήγηση τήν γεμάτη εἰκόνες, εἶναι ἡ ἀμετανόητη Πατρική Ἀγάπη καί ἡ ἀδιανόητη τρέλλα τοῦ ἀνθρώπου συνεχῶς καί μέ πολλούς τρόπους νά τήν πληγώνει (καί τόσα ἄλλα), γιά τά ὁποῖα θέλεις νά μιλήσεις, ἀλλά δέν ὑπάρχουν λέξεις διαθέσιμες νά τά χωρέσουν. Δέν ὑπάρχει γλώσσα ἱκανή νά τά περιχωρήσει καί ἀτόφια νά τά μεταφέρει.
Δέν ὑπάρχει τό ἀμπέλι, οὔτε ὁ ἰδιοκτήτης του, οὔτε φυσικά οἱ μισθωτές γεωργοί καί οἱ ὑπηρέτες τοῦ ἰδιοκτήτη καί ὁ γιός του πού ἀποστέλλονται γιά νά εἰσπράξουν τούς καρπούς (Μτθ. κα΄ 33-44/Μρκ. ιβ΄ 1-12). Δέν ὑπάρχει ὁ βασιλιάς καί ὁ γιός του πού παντρεύεται, οὔτε βέβαια καί οἱ προσκεκλημένοι πού γιά λόγους βιοτικῆς μέριμνας ἀρνοῦνται τελικά τή συμμετοχή τους στό γαμήλιο δεῖπνο (Λκ. ιδ΄ 16-24). Ὅλα αὐτά εἶναι τά σημαίνοντα τοῦ μύθου. Ὑπάρχει ὅμως ἡ Βασιλεία, ἡ σημαινόμενη ἀλήθεια! Μία πραγματικότητα πού ὑπερβαίνει τή δυνατότητα ἀκριβοῦς διατύπωσης καί τό μόνο πού μπορεῖ νά δοθεῖ εἶναι ἡ ὀσφραντική ὑποψία της μέσα ἀπό τήν ἀλληγορία. Μέσα ἀπό μία εἰκονολογική διήγηση μέ τοπία καί σκηνές τῆς καθημερινότητάς μας ὁ Χριστός μεταφέρει ἕναν «ἦχο καθαρό ἑορταζόντων», τή γεύση μιᾶς χαρᾶς καί ἑνός πανηγυριοῦ γιά τά ὁποῖα ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει ἐμπειρία, γι’ αὐτό καί δέν μπορεῖ λογικά νά τά ἑρμηνεύσει, ἀλλά πού μπορεῖ ὅμως νά τά προγευτεῖ ἀντιστοιχώντας τα μέ χαρές, κόπο καί εὐθύνη τῆς ἐδῶ ζωῆς του.


Ἡ μόνη λοιπόν διαφορά τῆς παραβολῆς μέ τό παραμύθι εἶναι πώς ἡ παραβολή μεταφέρει μία ἀλήθεια πού ὄχι μόνο ὁ ἄνθρωπος ἀδυνατεῖ νά κατανοήσει ἀλλά καί πού ἡ ἴδια ἡ ἀλήθεια δέν μπορεῖ σέ ὅλο της τό πλάτος καί τήν ἔκταση μέ τή γλώσσα καί τή λογική αὐτοῦ τοῦ κόσμου νά διατυπωθεῖ.
Τό παραμύθι καί ἡ παραβολή εἶναι μία ἐκλαϊκευμένη μορφή ποίησης. Ὅπως ἡ Ποίηση μέ τό ἐλάχιστο τῆς διατύπωσης κομίζει τό μέγιστο τῆς μετοχῆς, ἔτσι καί ἡ παραβολή καί τό παραμύθι μέ τό ἁπλοϊκό τοῦ τρόπου καί τήν γλώσσα τῆς εἰκόνας μιλοῦν γιά γεγονότα ἀνήκουστα, ἀνείπωτα καί ἀφανέρωτα, ἀλλά καί γιά ἀλήθειες πού, ἄν προσπαθούσες τόν πυρῆνα τῆς κατανόησής τους νά σπάσεις μέ ἐργαλεῖο τή λογική, θά προκαλούσες ὄλεθρο πυρηνικό.


Ὁ Ἐλύτης τό γνώρισε· ἰχνηλάτησε αὐτή τή πορεία καί φθάνοντας στό τέλος της μᾶς βεβαιώνει πώς «ἀπό τό ἐλάχιστο φτάνεις πιό σύντομα ὁπουδήποτε». Γιά χιλιομετρικές ἀποστάσεις αἰώνων φωτός μιλοῦσε ὁ Χριστός καί ἡ παραβολή μεταφράζοντας συντόμευε τήν ἀπόσταση, φθάνοντας τούς ἀνθρώπους ἔξω ἀπό τό παραθύρι Της, ὅπου τό Πνεῦμα εἶχε φροντίσει ἀνοικτό νά τό κρατεῖ, ἑνῶ ὁ Πατέρας ἀπό μέσα …μαγείρευε!
«Ὁ παραμυθᾶς» λοιπόν εἶναι μία ἔννοια ταυτισμένη στήν ἐμπειρία τοῦ ἐνήλικα μέ τόν ὁρισμό τοῦ «ψευταρᾶ», ἐνῶ στήν ἐμπειρία τοῦ παιδιοῦ μέ τήν τρυφερή εἰκόνα τοῦ παπποῦ ἤ τῆς γιαγιᾶς· ἡ ἀγκαλιά τῶν ὁποίων ἄνοιγε καί κουρνιάζοντας ἐκεῖ ἐμεῖς, προφυλαγμένοι ἀπό τήν κακοκαιρία μιᾶς σκληρῆς πραγματικότητας πού λογικά καί μέ ἐπιχειρήματα τόν οὐρανό ἀρνούνταν, μᾶς ἔκανε νά ὀνειρευόμαστε καί νά ταξιδεύουμε στόν κόσμο τῆς ἀλήθειας, πού οἱ μεγάλοι ἐπέμεναν ἀνύπαρκτο νά τόν κηρύσσουν.
Κάπως ἔτσι λοιπόν φαντάζομαι τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ Παραμυθᾶ, μ’ ἀνοιχτή τήν ἀγκάλη καί σηκωμένη τήν ἄγκυρα νά περιχωρεῖ ὅλα τά παιδιά (τά μικρά καί τά μεγάλα), νά τούς μιλᾶ παραβολικά, δίνοντας ἔμφαση ὄχι σέ νουθεσίες εὐθύγραμμης πορείας ἀλλά στό λανθάνον περιεχόμενο τῆς εὐαισθησίας πού ἐγκυμονεῖ τό μέλλον. Γύρω του Γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι, ρήτορες καί διανοούμενοι τῆς κάθε ἐποχῆς σκωπτικά νά μειδιοῦν, «μήπως πίστεψε σ’ αὐτόν κανένα μέλος τοῦ συνεδρίου ἤ κανείς ἀπό τούς Φαρισαίους; Μόνον αὐτός ὁ ὄχλος πιστεύει, πού δέν ξέρουν τό νόμο τοῦ Μωϋσῆ καί γι’ αὐτό εἶναι καταραμένοι» (Ἰω. ζ΄ 48,49).
Τά παραμύθια ‒ὅσο παράξενο καί νά σᾶς ἀκουστεῖ‒ δέν εἶναι γιά τούς μικρούς, εἶναι γιά τούς μεγάλους! Ἤ γιά νά τό διατυπώσω πληρέστερα εἶναι καί γιά τούς δύο καί ὁ καθένας παίρνει τό κομμάτι του. Οἱ μικροί παίρνουν τήν εἰκόνα παραμένοντας στά σημαίνοντα, ἐνῶ οἱ μεγάλοι εἰσπράττουν τήν οὐσία κυνηγώντας τά σημαινόμενα. Εἶναι σάν τή θάλασσα πού ὅλοι μποροῦν νά τή χαροῦν, καί τά παιδιά καί οἱ ἐνήλικες. Μόνο πού τά παιδιά θά πλατσουρίζουν στίς ὄχθες της, ἐνῶ οἱ μεγάλοι θά ἀποδιδράσκουν σέ καταδύσεις.


Ἡ εἰκόνα λοιπόν τοῦ Χριστοῦ Παραμυθᾶ ζωντάνεψε μέσα μου καθώς ἔπεσε στά χέρια μου ἕνα βιβλίο πού τόλμησε νά ἀσχοληθεῖ σοβαρά μέ τό «ἀστεῖο», νά θεολογήσει παραμυθητικά, ν’ ἀφήσει ἐπιτέλους τήν ἀκτή τοῦ μύθου καί νά ξανοιχθεῖ στό πέλαγος τῆς ἀλήθειας. Ἕνα βιβλίο πού εἰκονογραφεῖ τόν Χριστό Παραμυθᾶ, νά λέει ὅμως τίς παραβολές ἀντεστραμμένες, ξεκινώντας ἀπό τό βάθος τους κι ὄχι ἀπ’ τήν ἐπιφάνειά τους.
Εἶναι ἕνα βιβλίο ἐξαιρετικά πρωτότυπο (τουλάχιστον ἐγώ δέν ἔχω διαβάσει κάτι παρόμοιο ποτέ, οὔτε καί γνωρίζω στήν ἑλληνική βιβλιογραφία νά ἔχει ὑπάρξει κάτι ἀντίστοιχό του) πού ξαναδιαβάζει πέντε ἀπό τά πιό γνωστά σέ ὅλους μας παραμύθια μέ τρόπο θεολογικό.
Εἶναι τό βιβλίο ἑνός πολύ σεμνοῦ καί ἀθόρυβα οὐσιαστικοῦ ἱερέα, τοῦ π. Σπυρίδωνα Βασιλάκου μέ τίτλο Τό παραμύθι σου ἄνοιξε, μέ ὑπότιτλο: ἀπό τά παραμύθια τοῦ χθές στήν ἀλήθεια τοῦ σήμερα!, ἀπό τίς ἐκδόσεις ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ.
Ἕνα βιβλίο στό σχῆμα καί τό μέγεθος φωτογραφικοῦ λευκώματος. Καθόλου τυχαῖα βέβαια, ἀφοῦ τό βιβλίο μιλώντας γιά παραμύθια σέ ταξίδι σέ προσκαλεῖ, ἐνῶ τό κοσμοῦν ἐσωτερικά πολύ ὄμορφες φωτογραφίες καλλιτεχνικά ἐπεξεργασμένες καί ὅλες στό ἀσπρόμαυρο μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς.
Τό ἐξώφυλλο, ἀσπρόμαυρο κι αὐτό, μᾶς ξανοίγει σέ πορεία πρός τό δάσος. Τό δάσος συνειρμικά μᾶς πηγαίνει σ’ ἕνα ἀπό τά παραμύθια μέ τά ὁποῖα ἀσχολεῖται τό βιβλίο, ἐκεῖνο τῆς «Κοκκινοσκουφίτσας», ὅπου γιά τόν π. Σπυρίδωνα «τό δάσος μοιάζει μέ τή ζωή. Ὅταν τό βλέπεις ἀπό μακριά, μόνο τήν ὀμορφιά του ἀντικρίζεις. Μέσα σ’ αὐτή τήν ὡραιότητα κρύβονται κίνδυνοι, κόποι, ἐμπόδια, ἀπογοητεύσεις, ἀποτυχίες, πτώσεις. Ἀπ’ ἔξω ὅλα εὔκολα, ὅλα ὄμορφα, ὅλα ἰδανικά φαντάζουν. Ὅταν πρωτοπατήσεις στό μονοπάτι τοῦ δάσους τῆς ζωῆς, διαπιστώνεις ὅτι δέν εἶναι μιά εὐθεία. Βράχια, χαράδρες, ἀπότομες πλαγιές, δέντρα, θάμνοι, τήν πορεία καθορίζουν. Ἀπαραίτητη ἡ προσοχή πού ξέρει νά ἐλίσσεται» (σ. 114). Γιά ὅλα αὐτά τά χαρακτηριστικά πού ἀποτελοῦν τή μορφολογία τῆς ζωῆς θά μᾶς μιλήσει ὁ συγγραφέας, ἀναλύοντας τήν Σταχτοπούτα, τά τρία γουρουνάκια, τήν Κοκκινοσκουφίτσα, τό ἀσχημόπαπο καί τήν στολή τοῦ αὐτοκράτορα.
Ὁ στοχευμένος κόκκινος χρωματισμός μόνο ἑνός σημείου στό ἀσπρόμαυρο ἐξώφυλλο δέν εἶναι κι αὐτός τυχαῖος· «Τό κόκκινο χρῶμα εἶναι ἔντονο. Ἡ ὅραση τό διακρίνει καί τό στοχεύει ὅταν βρίσκεται μέσα στό ὀπτικό της πεδίο. Ἔντονο, δυναμικό, πολύτιμο, ἀνεπανάληπτο καί τό δῶρο τῆς ζωῆς…Ἐάν δέν στοχεύσεις, ὅπως τό βλέμμα στό ἔντονο χρῶμα, στή ζωή πού σοῦ δόθηκε, θά ἀστοχήσεις, δηλαδή πραγματικά θά ἁμαρτήσεις» (σ. 106).
Σ’ αὐτή τή ζωή πού μᾶς δόθηκε καί στή σπουδαιότητά της στοχεύει ἡ θεολογική ἀνάλυση τῶν πέντε αὐτῶν παραμυθιῶν. Ποιός θά τό φανταζόταν πώς θά μπορούσαμε μέ βάση τό παραμύθι τῆς Σταχτοπούτας (τοῦ ὁποῖου ἡ ἀνάλυση εἶναι καί ἡ ἐκτενέστερη στό βιβλίο) νά μιλήσουμε γιά τήν ἀξία τῶν δυσκολιῶν καί δοκιμασιῶν τοῦ βίου, γιά τήν ὑπομονή καί τήν ταπείνωση, για τήν πίστη καί τίς ἀνατροπές πού ἡ ζωή μᾶς ἐπιφυλάσσει μέ κυριότερη ἀπ’ ὅλες τόν θάνατο προσώπου ἀγαπημένου· γιά τήν ἀγάπη καί τήν ἀρετή τῆς διάκρισης, γιά τήν Ἐκκλησία ὡς μητέρα καί ὄχι ὡς μητριά.

Στήν ἀνάλυση τοῦ παραμυθιοῦ τῆς Σταχτοπούτας εἶναι που ὁ συγγραφέας ἀφιερώνει μία ἔξοχη προσέγγιση στίς ἔννοιες τῆς «εὐκαιρίας» καί «εὐκολίας». Στήν εὐκαιρία συναντᾶ τήν δύναμη τῆς ἀλλαγῆς στή ζωή, τῆς ἀνανέωσης, τοῦ ἐπαναπροσδιορισμοῦ, ἐνῶ στήν εὐκολία τήν ἄρση τοῦ κόπου, τοῦ μόχθου, τῆς διάθεσης γιά ἀλλαγή πορείας. «Ἡ εὐκαιρία εἶναι ὑποστολή τῆς σημαίας τῶν συνηθισμένων πραγμάτων στόν οὐρανό τοῦ χρόνου σου. Γίνεται κατεύθυνση. Ἀφετηρία τῆς ἀλλαγῆς. Ἄλλος ἀέρας στούς πνεύμονες τῆς ζωῆς… Εὐκαιρία καί εὐκολία μπορεῖ νά ἔχουν τά τρία πρῶτα γράμματα κοινά, ἀλλά δέν ἔχουν τόν ἴδιο τόπο διαμονῆς… Ἡ εὐκολία δέν ἐπιθυμεῖ ἐργασία στόν ἀγρό τῆς εὐκαιρίας… Ἔτσι ἡ εὐκαιρία προτιμᾶ τή δυσκολία πού τή δέχεται ὅπως εἶναι» (σ. 49).
Τίς αναλύσεις τῶν παραμυθιῶν συντροφεύουν εὔστοχα ἐπιλεγμένες διηγήσεις ἀπό τό Γεροντικό, ἀπό τή ζωή σύγχρονων Γερόντων, ἁγίων, λαϊκῶν καί μοναχῶν.
Ὁ τρόπος γραφῆς τοῦ βιβλίου διευκολύνει τόν σύγχρονο νεοέλληνα, ὁ ὁποῖος δυστυχῶς δέν εἶναι ἐξοικειωμένος μέ τήν φιλαναγνωσία καί γι’ αὐτό δέν μπορεῖ τά μακρόσυρτα νοήματα καί τίς ἀχανεῖς προτάσεις. Μικρές, σύντομες προτάσεις εἶναι ὁ τρόπος γραφῆς τοῦ π. Σπυρίδωνα, πού ὅμως οἱ προτάσεις αὐτές ἔχουν τό βάρος ἑνός ὁλόκληρου κεφαλαίου. Κάτι σάν τό παραμύθι, πού στό ἐλάχιστο τῆς διήγησης ἐγκιβωτίζει πλῆθος ἀληθειῶν. Ὁ τρόπος γραφῆς τοῦ βιβλίου εἶναι παραμυθένιος· γεμάτος εἰκόνες καί παρομοιώσεις δίνει τήν αἴσθηση ἑνός ἀκόμα παραμυθιοῦ. Διαβάζοντας τό βιβλίο δέν αἰσθάνεσαι κάποιον νά σέ διδάσκει, νά σέ νουθετεῖ, νά σέ γεμίζει μέ γνώσεις, ἀλλά κάποιον πού σ’ ἔχει ἀγκαλιάσει καί μέ «μιά φορά κι ἕναν καιρό» σέ ταξιδεύει.
Παραμένοντας στό παραμύθι τῆς Σταχτοπούτας, θά ἤθελα νά ἐπισημάνω τήν ἐξαιρετική κατά τή γνώμη μου προσέγγιση τῆς ἔννοιας τῆς μοναξιᾶς, ἡ ὁποία «μπορεῖ νά γίνει καί ἀναπνοή καί καταστροφή» (σ. 61). Ἡ μοναξιά, παγκόσμιος φόβος τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου ἀλλά ταυτόχρονα καί δείκτης ὡρίμανσής του, ἀνατέμνεται τόσο εὔστοχα καί οὐσιαστικά ἀπό τόν συγγραφέα σέ μόλις δυόμιση σελίδες.
Πλῆθος νοημάτων καί καίριων ἐπισημάνσεων γιά τή ζωή καί τήν καθημερινότητά μας ἐμπεριέχονται καί στίς ἀναλύσεις τῶν ἑπόμενων τεσσάρων παραμυθιῶν μέ ἀμείωτο τό ἐνδιαφέρον τῆς ἀνάγνωσης καί ἀδιάπτωτη τήν ἔκπληξη ἀπό τίς θεολογικές διαπιστώσεις.
Νομίζω πώς τό βιβλίο τοῦ π. Σπυρίδωνα εἶναι ὁ τύπος τοῦ βιβλίου πού σήμερα χρειαζόμαστε. Καθόλου τυχαῖα ἡ διαπίστωση πώς τήν τελευταῖα κυρίως πενταετία πολλά βιβλία μέ σταχυολογημένη καί συνοπτικά ἀποτυπωμένη τή σκέψη καί τή διδασκαλία μεγάλων φιλοσόφων καί στοχαστῶν, σχετικά μέ τόν τρόπο τῆς ζωῆς μας, τῆς ἀντιμετώπισης τῶν προβλημάτων της, τήν ὑπερκέραση των δυσκολιῶν κ.ἄ. βρίσκουν ἔνθερμη ἀνταπόκριση ἀπό τό ἀναγνωστικό κοινό. Χρειαζόμαστε καί ὡς Ὀρθόδοξοι χριστιανοί βιβλία μέ λόγο σύγχρονο καί θεολογικά εὐφυῆ, σωστά διατυπωμένο, ἀσχολούμενο ὄχι μέ τή νοερά προσευχή καί τίς Θεοπτικές ἐμπειρίες, ἀλλά μέ ὅλα ἐκεῖνα τά θέματα πού ταλανίζουν τόν καθημερινό ἄνθρωπο και ἐνώπιον τῶν ὁποίων καθημερινά παρίσταται, τήν ταραχή, τό ἄγχος, τόν θάνατο, τήν μοναξιά, τίς προβληματικές οἰκογενειακές σχέσεις, τά προσωπεῖα καί τήν ὑποκρισία, τή λατρεία τοῦ «φαίνεσθαι» καί ὄχι τήν κατάφαση στό «εἶναι», τήν ὑπερηφάνεια καί τήν ταπείνωση, τήν ἐπιμονή καί ὑπομονή.
Ἀποτελεῖ μεγάλη ἐλπίδα νά συναντᾶς ἕναν ἱερέα πού ἀσχολεῖται μέ παραμύθια. Ἀποτελεῖ μεγάλη ἐλπίδα νά συναντᾶς λόγο ἱερατικό, ἰσορροπημένο· λόγο πού νά στοχεύει κατευθείαν στή καρδιά, λόγο πού νά μή σέ ξυλοφορτώνει, νά μήν σέ ἀπολιθώνει, νά μήν σοῦ βγάζει χασμουρητά. Εἶναι μεγάλη παρηγοριά σέ ἐποχές ἀπαράκλητες καί ἀπαρηγόρητες νά γράφονται βιβλία παραμυθητικά. Βιβλία πού σκάβουν τόν μύθο γιά νά βρουν τήν Πραγματικότητα. Εἶναι εἰλικρινά ἐλπιδοφόρο νά σοῦ μιλοῦν γιά τόν Χριστό ἐνῶ σέ ἀγκαλιάζουν καί ὄχι ἐνῶ σέ ἐπιτιμοῦν. Νά σοῦ μιλοῦν γιά Κεῖνον ὅπως Ἐκεῖνος, στό ἴδιο ἐπίπεδο μαζί σου καί ὄχι κοιτώντας σε ἀπό ψηλά.
Ὄντως λοιπόν «τό παραμύθι μας ἄνοιξε» καί σ’ αὐτό βοήθησε ὁ π. Σπυρίδων. Διεμβόλησε τήν ἐπιφάνειά του καί μᾶς ἄνοιξε πορείες ἄλλες στή κατανόηση τῆς ζωῆς. Σέ καιρό θέρους μᾶς θύμησε πώς κάτω ἀπό τόν μύθο τῆς ἐνηλικίωσής μας ἡ ἀλήθειά μας εἶναι πώς παραμένουμε παιδιά· «παιδικότητα, ἡ ἐπίγεια βάση ἐκτόξευσης τῆς ὕπαρξης στήν οὐράνια πατρίδα» (σ. 16), καί μέ τήν ἀλήθεια αὐτή νά μποῦμε στόν Παράδεισο.
Μᾶς πρόσφερε ἕνα ὑπέροχο καλοκαιρινό ἀνάγνωσμα καί μᾶς ἄφησε νά ταξιδέψουμε μέσα σέ μιά ἀγκαλιά…
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. Ἡ ἐννοιολογική βέβαια ἀπόσταση μεταξύ μύθου καί ψέματος εἶναι χαοτική. Μύθος εἶναι ἡ διατύπωση τῆς ἀλήθειας μέ διήγηση φανταστική, ἐνῶ ψέμα εἶναι ἡ διαστρέβλωση καί δολοφονία τῆς ἀλήθειας μέ τρόπο ἀληθοφανῆ.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου