Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2019

Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ
(σχόλιο στον πεζό κανόνα των Χριστουγέννων)

Δημήτρης Ἰωάννου

Η ανάπτυξη του Δόγματος έκανε αναγκαίο για  τους Πατέρες της Εκκλησίας να χρησιμοποιήσουν την ελληνική φιλοσοφική ορολογία, ερμηνεύοντας με νέο τρόπο τις βιβλικές εκφράσεις και ομολογίες. Και αυτό απετέλεσε - ως δωρεά μάλιστα της θείας χάρης- ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της ανθρώπινης ιστορίας. Όσον αφορά την χρήση της ελληνικής ορολογίας, μπορούμε να δώσουμε κάποια παραδείγματα: προκειμένου να περιγραφεί το άρρητο μυστήριο του Τριαδικού Θεού, χρησιμοποιήθηκαν λέξεις όπως «ουσία», «υπόστασις», «ομοούσιον» κ.λπ., ενώ το χριστολογικό δόγμα, η κάθοδος δηλαδή του Λόγου στη γη, απαίτησε τη χρήση και άλλων όρων, όπως «φύσις», «θέλημα», «γνώμη» κ.λπ. Ο Χριστός δογματίσθηκε από τους θεοφόρους Πατέρες ως ο αληθής Θεός, «ομοούσιος τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι», ενώ στην Παλαιά Διαθήκη ο Μεσσίας προσημαινόταν με εντελώς διαφορετικό τρόπο: υπήρχαν φράσεις όπως «της μεγάλης βουλής άγγελος», «υιός του ανθρώπου» (αυτός ο τελευταίος υπάρχει και στην ίδια την Καινή Διαθήκη) κ.λπ. Η βιβλική, αλλά και η πρωτοχριστιανική θεολογία (η θεολογία δηλαδή πριν τη συνάντηση ελληνισμού και χριστιανισμού, γνωστή ως «ιουδαιοχριστιανική) ήταν, όπως μπορεί εύκολα να το διαπιστώσει κανείς, με μια μικρή επαφή με τα πρωτότυπα κείμενα, περισσότερο οραματική στον χαρακτήρα της και αποκαλυπτική στο περιεχόμενό της. Συμπλήρωσε με τον πιο υπέροχο τρόπο το θετικό πνεύμα των Ελλήνων, που ήταν στραμμένοι και αφοσιωμένοι στο «λόγο» και τη δύναμη του, η  οποία όμως τελικά σφραγίστηκε ανεξίτηλα και βαπτίστηκε στα μυστικά νάματα του Ιορδανή.
 Ειναι αλήθεια ότι μεγάλο μέρος της βιβλικής και ιουδαιοχριστιανικής ορολογίας εγκαταλείφθηκε από τη Δογματική, και αυτό ήταν φυσικό, γιατί προείχε ο Θεός- Λόγος υπηρετηθεί και από τον ανθρώπινο «λόγο», να όμως που το οραματικό στοιχείο διασώθηκε μέχρι και τις ημέρες μας στη λατρεία της Εκκλησίας, και ιδιαίτερα την υμνογραφία. Οι Έλληνες ποιητές της βυζαντινής εποχής –και εδώ ως Έλληνες λογίζω όσους έγραψαν στα ελληνικά, για να μην πω κι εκείνους τους οποίους χρησιμοποίησε για να μιλήσει η ίδια η ελληνική, προκειμένου να φανερώσει τα μυστικά της- ήταν φυσικό που θαύμασαν το μεγάλο βιβλικό Όραμα , την γλυκιά απαντοχή της Παλαιάς Διαθήκης και τον πράο θρίαμβο της Καινής. Η  επιβίωση αυτή της βιβλικής και ιουδαιοχριστιανικής εκφραστικής στην υμνογραφία έχει να πει πολλά και σε μας σήμερα, αν θέλουμε να αναβαπτιστούμε στους μυστικούς κρουνούς της πίστεώς μας. Αν θέλουμε να γιορτάσουμε τις εορτές μας ως την Αλήθεια της Κεχαριτωμένης Ποίησης.
Θα σταθούμε μόνο στο παράδειγμα των Χριστουγέννων, της κορυφαίας αυτής εορτής, που αφορά το γεγονός της Σαρκώσεως του Υιού, για το οποίο η πρωτοχριστιανική γραμματεία αναπτύσσει μια παντελώς ιδιαίτερη διδασκαλία, ιδιαίτερα εμπνευσμένη και μάλιστα μεγαλόπρεπη στις εικόνες που χρησιμοποιεί (πάντα στηριζόμενη ωστόσο στη βιβλική αποκάλυψη). Για τους ιερούς υμνογράφους μας, στάθηκε αδύνατον να εγκαταλείψουν το πρωταρχικό συμβολικό απόθεμα του χριστιανισμού, οπότε, κατ’ ανάγκην, ολόκληρη η ελληνική γλώσσα, ως αποφαντική δύναμη και ως φορέας εικονοποιίας, διαπεράστηκε από τούτο το μυστήριο της Γεννήσεως. Ο πεζός κανόνας των Χριστουγέννων, που τον έγραψε ο άγιος Κοσμάς ο Μελωδός, μεταφράζει σε υψηλή ποίηση το Δόγμα, αξιοποιώντας ακριβώς την παράδοση αυτή στο σύνολό της.
«Χριστός εξ ουρανών», διαβάζουμε ευθύς αμέσως στην α ωδή, «Χριστός επί γης» επιπροσθέτως, καθώς ο άγιος Κοσμάς ζητά απ’ όλους μας να υψωθούμε στα άνω, να γίνουμε ουρανοπολίτες, να παύσουμε να είμαστε «απερίτμητοι τη καρδία» («υψώθητε»). Όλα αυτά, από καθαρά Δογματική άποψη, δεν σημαίνουν τίποτε άλλο παρά μόνο ότι ο Χριστός ενανθρώπησε, προσέλαβε δηλαδή την ανθρώπινη ανθρώπινη σάρκα μας, ωστόσο διευκρινίζουν ποιητικά πολύ καλύτερα ότι η Γέννηση του Κυρίου αποτελεί «κάθοδο» στα καθ’ ημάς: «Χριστός επί γης»! Συν-κατάβασις!
Καθώς ο Ύψιστος κατέβαινε προς τη γη, αποκρύπτοντας εν μέρει την αστραποβόλα μορφή Του, έγινε για τους αγγέλους άγγελος και για τους ανθρώπους άνθρωπος, σύμφωνα με αυτά τα γλυκύτατα παλαιότατα κείμενα, που θέλουν να εξάρουν τον απόκρυφο χαρακτήρα της Ενσάρκωσης . Ούτε οι άγγελοι δεν έμαθαν ότι ο Θεός μας κατεβαίνει στη γη για να φανεί άνθρωπος μέσα στους ανθρώπους! Όπως παρατηρεί μάλιστα κάπου ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, αυτός ο κορυφαίος των θεολόγων, «εις ο αν γένηται ο το παν εν εαυτώ περιέχων, σύμμετρον εαυτώ τω δεχομένω ποιεί» (οποιοδήποτε ον προσεγγίσει ο Θεός, που τα πάντα περιλαμβάνει μέσα στο είναι Του, τον Εαυτό Του κάνει σύμμετρον με αυτό) . Και ο ιερός πατήρ εξηγεί πιο κάτω ότι ο Χριστός δεν γίνεται άνθρωπος μόνο για χάρη των ανθρώπων, αλλά, κατά την κάθοδό Του, συναντώντας και ευρισκόμενος μεταξύ των αγγέλων, «προς την εκείνων φύσιν εαυτόν συγκατάγει». Προσαρμόζει δηλαδή - ω της συγκαταβάσεως!- τον Εαυτό Του στην αγγελική φύση, για να επωφεληθούν και οι Άγγελοι ακόμη από την Ενανθρώπηση. Να γιατί και τα αγγελικά πνεύματα -  πυλωροί των διαφόρων σφαιρών του ουρανού (πολλοί άγγελοι, κατά τα κείμενα αυτά, περιφρουρούν τις εισόδους και εξόδους στο μεταξύ ουρανού και γης διάστημα), καθώς έβλεπαν τη δόξα του Μεσσία, αλλά δεν ήξεραν ποιος είναι ο διερχόμενος, αναρωτιόντουσαν: «ποιος είναι αυτός που λάμπει τόσο πολύ, λες κι είναι ο βασιλεύς της δόξης;».
Ναι, η αλήθεια είναι ότι ο Κύριος έγινε αποκλειστικά άνθρωπος και όχι βέβαια άγγελος, ωστόσο,  για να λάβει τη σάρκα μας, έπρεπε να διασχίσει ακόμη κι Αυτός –που έφτιαξε και το αγγελικό στερέωμα- το πνευματικά τάγματα, οπότε, με τη δική Του εκούσια βούληση, έγινε αντιληπτός και από αυτούς, που θαύμασαν το πέρασμά Του. Οι άγγελοι ωφελήθηκαν από τη κάθοδο του Λόγου, γιατί, όπως είπαμε, ο Κύριος από ταπείνωση έγινε «σύμμετρος» με αυτούς. Τους εξύψωσε πνευματικά, τους ανακαίνισε με το θεουργό φως Του από τα κατάβαθα της υπάρξεώς τους. Έχουν και αυτοί τα μύχιά τους- πραότητα, γαλήνη και αγάπη. Πρέπει όμως όλοι μας να γίνουμε άγγελοι στο πνεύμα, γι’ αυτό και ο ιερός υμνογράφος ανακράζει: «υψώθητε».
«Υψώθητε»: αυτή η λέξη αποδίδει την πνευματικοποίηση, που μας δώρισε ο Χριστός με την αγία Του έλευση. Η υπέροχη αυτή διδασκαλία περί αληθινής καθόδου του Λόγου αντανακλάται σε αυτή τη φράση του μελωδού: «Χριστός εξ ουρανών». Το ίδιο λέγεται επίσης και με τα εξής θαυμάσια λόγια του κανόνα των Χριστουγέννων: «ιδών ο Κτίστης ολλύμενον/ τον άνθρωπον χερσίν ον εποίησεν/, κλίνας ουρανούς κατέρχεται» (=βλέποντας ο Δημιουργός τον άνθρωπο, που έπλασε με τα χέρια Του, να καταστρέφεται, έκλινε τους ουρανούς και κατέβηκε). Εντυπωσιακή είναι για το ποιητικό της αποτελέσματα η χρήση του βιβλικού «κλίνας», καθώς, το ότι ο ίδιος ο Θεός «έκαμψε» τα ουράνια για να κατέβει στη γη, μοιάζει σαν να σημαίνει, κατά έναν εξαίσιο τρόπο, ότι και ο Ίδιος «έγειρε»: μας έδωσε την Κραταιά Του χείρα, ως Πατρική αυτή τη φορά, για να μας σώσει.
Όσον αφορά τη διδασκαλία ότι οι άγγελοι δεν ήξεραν το απόκρυφο μέγα μυστήριο, την ασπάζεται κι αυτή ο ποιητής, όταν γράφει πως «Σοφία, Λόγος και Δύναμις… Χριστός ο Θεός, Δυνάμεις λαθών, όσας υπερκοσμίους…». Ο Χριστός δηλαδή «έλαθε» - τι όμορφη αλήθεια λέξη!- από τους αγγέλους, τα μεγαλόπρεπα πνεύματα του ουρανού, καθώς, όπως είπαμε, ούτε σε αυτούς δεν ανακοινώθηκε το θεϊκό σχέδιο (το διευκρινίζει ο κατά πολύ πιο σύγχρονος σε μας άγιος Νικόδημος, σχολιαστής του κανόνα στο «Εορτοδρόμιόν» του).  Ο Χριστός ήταν ο «Άγγελος της Μεγάλης Βουλής» του Πατρός, η οποία δεν είναι άλλη από την Κένωση Του. Καθώς προχωρούσε η Θεολογία, δεν πρέπει να το αποκρύψουμε, οι περισσότεροι  Πατέρες συμφώνησαν ότι οι άγγελοι  γνώριζαν το μυστήριο (αγνοούσαν μόνο το «πώς», καθώς αυτό ειναι για κάθε κτιστή νόηση πλήρως ακατάληπτο), ωστόσο υπάρχει και μια εξαίρεση, προερχόμενη μάλιστα από τον μεγαλύτερο χριστιανό ρήτορα, τον άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο. Ο τελευταίος  παρουσιάζει τον Θεό - Πατέρα να λέγει στον αρχάγγελο Γαβριήλ, τον αγγελιοφόρο της Θείας Οικονομίας, λίγο πριν τον Ευαγγελισμό τα εξής λόγια: «σε σένα μόνο ανακοίνωσα το μυστήριο ∙ θέλω να μην το ξέρουν οι άλλες ουράνιες δυνάμεις». Πράγματι, όπως λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, μόνο ο Αρχάγγελος του Ευαγγελισμού ήξερε ότι ο Θεός θα «νηπίαζε» («λαθείν δε θέλω πάσας τας εν ουρανώ δυνάμεις», γράφει πιο συγκεκριμένα ότι είπε ο Θεός - Πατήρ). Ο άγιος Κοσμάς ο Μελωδός ακολουθεί εδώ αυτή τη διδασκαλία, γιατί θέλει να εξάρει το «κεκρυμμένον» του μυστηρίου. Το ρήμα «λανθάνω» παίρνει εδώ μια υπέροχη γλυκιά απόχρωση, σημαίνει κάτι το γαλήνιο, το ήρεμο, το ακαταλήπτως ειρηνικό. Το μυστήριο «έλαθεν» από όλους, γιατί, πέρα από το ότι ήταν υπερφυές, ο Κύριος είναι, αν και Θεός, απείρως Ταπεινός. Έρχεται στη γη αθόρυβα, ως «υετός επί πόκον…» (=βροχούλα που πέφτει σε απλωμένο μαλλί προβάτου)! 
Πράγματι, αυτό το στοιχείο, δηλαδή η ταπείνωση του Λόγου, είναι από εκείνα στα οποία οι μελωδοί και υμνογράφοι επιμένουν εν γένει πολύ. Ο Κύριος ήλθε στη γη ως η άκρα Ταπείνωσης, «ως πόκω γαστρί παρθενική ήλθες υετός, Χριστέ» (τροπάριο της δ ωδής). Ο άγιος Νικόδημος σχολιάζει το τροπάριο γράφοντας ότι ο Κύριος ήρθε στη γη «ταπεινά, ήσυχα, κρυφίως και πενιχρώς». Ακριβώς σαν μια μικρή βροχούλα… Τόσο απέριττη και απλή στάθηκε η κάθοδος του Λόγου («ως σταγόνες εν γη στάζουσαι», κατά τον κανόνα). Καμιά σχέση με ό,τι κάνουν οι επίγειοι βασιλείς.
Τα σχετικά κείμενα των υμνογράφων επιμένουν όμως πολύ και σε ένα άλλο συναφές θέμα, ότι δηλαδή ο Κύριος εκπλήρωσε μια αποστολή που Του την είχε αναθέσει ο Πατήρ. Η Δογματική από νωρίς ξεκαθάρισε ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Πατρός, ο Λόγος, που είναι τέλειος Θεός, εκουσίως ήλθε στη γη, χωρίς να τον αναγκάσει κανείς, εφόσον το θέλημα της Αγίας Τριάδος είναι κοινό και στα Τρία Πρόσωπα της Θεότητας. Το θέλημα αφορά τη φύση, στην ορθόδοξη θεολογία! (Ακόμη και σε μας τους ανθρώπους η φύση μάλιστα είναι ιερή και επίσης ακατάληπτη! Ωστόσο, η Θεία Φύση ειναι απείρως πιο ακατάληπτη!) Αλλά, όπως ο Πατήρ ευδοκεί στον Υιό, έτσι και ο Υιός είναι αϊδίως, κατά το ιερό Ευαγγέλιο του Ιωάννη, «προς τον Πατέρα», γι’ αυτό και πάντοτε Αυτόν αποκαλύπτει. Αυτόν φανερώνει στους ανθρώπους. Εξ ου και οι υμνογράφοι αγαπούν τόσο πολύ την έκφραση της «Μεγάλης Βουλής Άγγελος», όπως φαίνεται και στον υπάρχοντα κανόνα («Θεός ων ειρήνης, πατήρ οικτίρμων, της μεγάλης βουλής σου τον αγγέλλον… απέστειλας ημίν», διαβάζουμε, όπου και γίνεται παραπομπή στο εδάφιο Ησ. η 6, το οποίο λέγει για τον Μεσσία ότι «καλείται το όνομα αυτού, μεγάλης βουλής άγγελος»).
Ο όρος «άγγελος» στην παλαιοδιαθηκική, και γενικότερα σημιτική σκέψη, δεν σημαίνει πάντα ένα κατώτερο, κτιστό ον, όπως σημειώνει ένας από τους πιο σημαντικούς Πατρολόγους του αιώνα που πέρασε (ο Ζαν Ντανιελού, ένας γάλλος καρδινάλιος που ανανέωσε τις πατερικές σπουδές στη Δύση): «Στην πραγματικότητα, γράφει, η λέξη άγγελος έχει μια συγκεκριμένη σημασία: περιγράφει μια υπερφυσική ύπαρξη, η οποία φανερώνεται. Εν τούτοις, η φύση αυτής της υπερφυσικής ύπαρξης δεν καθορίζεται από τη σημασία του όρου, αλλά από τη συνάφεια στην οποία χρησιμοποιείται».  Ο ίδιος ο Θεός, δηλαδή, όταν φανερώνεται, όταν εμφαίνεται, όταν γίνεται φωταύγεια για μας τους ταπεινούς, μπορεί να πάρει το όνομα «άγγελος» στην Παλαιά Διαθήκη, αλλά και στους Σημίτες εν γένει. Προέχει η έννοια της δοξολογικής παρουσίας του Θεού, στοιχείο που πέρασε και διατηρήθηκε και στην ελληνική, καθώς η γλώσσα  αυτή «αγγελοποιήθηκε» - το ξέρει τόσο καλά ο Ελύτης! Στην νεοελληνική ποίηση η λέξη αυτή ειναι πια περισσότερο συνδυασμένη με την δοξολογία. Στην νεοελληνική ποίηση, ο άγγελος δεν επιτελεί κάποια εξωτερική διακονία, δεν είναι τόσο υπηρέτης, όσο ο  χαρμόσυνος δικός μας ξένος! Ειναι το πρόσωπο που λάμπει, γιατί το στέλνει ο Μέγας Φίλος, ο Πατέρας μας! «Υμάς δε είρηκα φίλους», είπε ο Κύριος στους μαθητές Του. Κι έτσι ο άγγελος είναι πάντα σημείο της δόξας του Θεού- εύκολα ο ίδιος ο Θεός παίρνει μάλιστα το προσωνύμιο αυτό κι οι υμνογράφοι το αξιοποιούν κατάλληλα. Ο ίδιος ο Χριστός επανειλημμένως στη Παλαιά Διαθήκη χαρακτηρίζεται ως «άγγελος».
                                  **************
Το οραματικό στοιχείο που κυριαρχεί στην υμνογραφία φαίνεται και από την κυριαρχία του φωτός. «Ποιμένες αγραυλούντες, εκπλαγούς φωτοφανείας έτυχον ∙ δόξα Κυρίου γαρ αυτούς περιέλαμψε…», λέγει η ζ ωδή (=ποιμένες που έπαιζαν τον αυλό τους βρέθηκαν μέσα σε ολόλαμπρη φωτοχυσία, γιατί τους καταύγασε η δόξα του Κυρίου). Ανάμεσα στο δόγμα και στην εικονοποιία η ελληνική έστησε μια ευαίσθητη, γλυκιά και τρυφερή γέφυρα επικοινωνίας. Το δόγμα, λοιπόν, που θα διαμορφωθεί υστερότερα, λέγει ότι ο Κύριος είναι η άκτιστη Υπερουσία, ζωή υπέρ την ζωήν και φως υπέρ το φως- και μέσα σε όλα αυτά όμως η ποίηση και πάλι εξακολουθεί να λάμπει. Αλλα στην πρωτοχριστιανική γραμματεία, όλα λέγονται κάπως πιο ήσυχα, πιο απλά, με πολύ αρχαϊκές αλλά και πολύ δυνατές φράσεις, όπως «δόξα Κυρίου» ή αλλιώς, πράγμα που είναι το ίδιο, «εκπλαγής φωτοφάνεια». Λάμψεις και αναλαμπές φωτός… Πολλές φορές η αύξουσα κυριαρχία του Χριστού στη γη αποδίδεται μεταφορικά με την εικόνα του φωτός που σκορπίζει το βαθύ σκοτάδι. «Χριστός έλαμψεν», μας λέγει ένα άλλο τροπάριο της ίδιας ωδής, μεταφέροντας στην ποίηση τον όρο του Δόγματος ότι ο Θεός έγινε γνωστός στους ανθρώπους μέσα από την ανακαινισμένη ανθρώπινη φύση Του, φύση που προσέλαβε ο Υιός και Λόγος του Πατρός, το Δεύτερο Πρόσωπο της Θεότητας. Αυτό το φως, που είναι μαζί και φωτιά, μέγα πυρ, ειναι η Θεία Φλόγα (ας μην ξεχνάμε ότι η θεολογία του φωτός θα αναπτυχθεί τα μέγιστα στην Ορθόδοξη Εκκλησία τον ΙΔ αιώνα, χάρη στον άγιο Γρηγόριο Παλαμά), που, επειδή ο Χριστός συγκαταβαίνει, δεν καίει τους ανθρώπους. «Θαύματος υπερφυούς η δροσοβόλος, εξεικόνισε κάμινος τύπον ∙ ου γαρ ους εδέξατο φλέγει νέους, ως ουδέ πυρ της θεότητος», την κοιλία της Παρθένου, που δέχθηκε βέβαια ειδική χάρη, εξαιτίας της αγίας ταπεινώσεως και μοναδικής υπακοής Της στο Θεό, να γίνει η πάναγνη μητέρα του Λόγου. Η Παναγία μας. Ο Χριστός, μάλιστα, κατά μια άλλη υπέροχη έκφραση, γνωστή στην Βίβλο αλλά και πολύ χρησιμοποιούμενη στην πρωτοχριστιανική φιλολογία, «ανέτειλεν». «Λύει… πλάνην πάσαν… εξανατείλας Χριστός», διαβάζουμε στον κανόνα. Ο Κύριος ειναι ο Ήλιος- τα Χριστούγεννα άλλωστε αντικατέστησαν μια παλιά φθαρμένη ειδωλολατρική γιορτή, αφιερωμένη στον ψευδοθεό Ήλιο.
Και φυσικά δεν θα μπορούσε να μην γίνει μνεία εδώ, σε αυτό το ποίημα του αγίου Κοσμά του Μελωδού, που διατηρεί τόσες πρωτοχριστιανικές μνήμες, στα άστρα, τα οποία μάλιστα παλιά λάτρευαν οι άνθρωποι ως θεούς. Κάποτε, λέγει ένα τροπάριο της η ωδής, η Βαβυλώνα σκλάβωσε την πόλη Σιών, τα Ιεροσόλυμα, παίρνοντας από αυτήν αναρίθμητα πλούτη ως λάφυρα («σκύλα»). Ο Χριστός, όμως, δεν άφησε ατιμώρητο αυτό το κακό, αλλά, αφού γεννήθηκε και έλαβε σάρκα στην σκλαβωθείσα Σιών, παίρνει πίσω -διά μέσου των Μάγων- όχι μόνο τους θησαυρούς της Βαβυλώνας, δηλαδή χρυσό και λίβανο και σμύρνα, αλλά αιχμαλωτίζει νοητά και τους ίδιους τους βασιλείς της Περσίας. Παίρνει δηλαδή πίσω τους «αστροπολούντας» Μάγους, όπως τους ονομάζει ο Κοσμάς. Τους «έλκει» στη δική Του προσκύνηση. Με ποιον τρόπο; «Συν αστέρι οδηγώ…».
 Για αυτό το αστέρι ίσως τα πιο υπέροχα λόγια, γράφτηκαν από κάποιον πολύ πρώιμο Πατέρα της  Εκκλησίας, τον άγιο Ιγνάτιο, της μεταποστολικής μόλις περιόδου, του οποίου σώθηκαν λίγες, αλλά πλήρεις Πνεύματος Αγίου επιστολές. Είναι ένας άγιος που αγνοεί τελείως το ελληνικό πνεύμα, γι’ αυτό και μπορεί να γράφει στα ελληνικά τόσο δυνατά, την πρώιμη εκείνη χριστιανική περίοδο. Πράγμα αλήθεια παράδοξο! Γράφει λοιπόν ο θεοφόρος Πατήρ τα εξής υπέροχα: «Αστήρ εν ουρανώ έλαμψεν υπέρ πάντας τους προ αυτού ∙ και το φως αυτού ανεκλάλητον ην», γι’ αυτό και προξενούσε «ξενισμό», θαυμασμό δηλαδή στους ανθρώπους, Η «καινότης» αυτού, το πόσο καινό θέαμα ήταν, έκανε όλους να απορούν και να εξίστανται και να αναρωτιούνται. Και τα υπόλοιπα αστέρια, μαζί κι ο Ήλιος και το φεγγάρι, «χορός εγίνοντο τω αστέρι»: άρχισαν να χορεύουν γύρω από αυτό το ουράνιο άστρο, στροβιλιζόμενα γύρω από τη μαγική έλξη του. Μα ο αστήρ της Βηθλεέμ ήταν πιο δυνατός στη λάμψη από όλα τα άλλα. Και υπήρχε «ταραχή …, πόθεν η καινότης η φαινομένη». Και τότε ήταν, όπως λέγει ο άγιος Ιγνάτιος, που «εμωραίνετο σοφία κοσμική, γοητεία ύθλος ην, και γέλως η μαγεία». Μωράθηκε η σοφία… Γελοιοποιήθηκε η μαγεία... Μαζί επίσης «πας θεσμός κακίας ηφανίζετο, αγνοίας ζόφος διεσκεδάννυτο, και τυραννική αρχή καθηρείτο», γιατί ο Θεός, όπως διδάσκει ο άγιος αυτός, που έγινε βορά των λεόντων, φάνηκε σαν άνθρωπος, και ο άνθρωπος -δηλαδή ο Χριστός ως ο τέλειος ενανθρωπήσας Θεός- ενεργούσε σαν Θεός, καθώς μάλιστα σχεδιαζόταν εντός ολίγου η κατάλυση του θανάτου. 
Είναι βέβαιο ότι η οραματική δύναμη τέτοιων λόγων, διά μέσου της υμνογραφίας, πέρασε ως ισχυρή εικονοποιία και γενικότερα συμβολικό απόθεμα (μέσω επίσης και της Αποκάλυψης Ιωάννου και άλλων βιβλικών κειμένων, που μετέφρασαν ποιητές μας στα νέα ελληνικά) στην νεοελληνική ποίηση, όπου το στοιχείο του εξαγνιστικού φωτός, η πλημμυρίδα της αποκαλυπτικής, καθαρτικής και φυσικά καταυγάζουσας φωτοχυσίας ανακαινίζει τα πάντα. Γι’ αυτό το λόγο οι μεγάλοι ποιητές μας έχουν άλλωστε έντονο το αποκαλυπτικό στοιχείο…  Δεν πρόκειται για αποκρυφισμό, μήτε στην ουσία για πραγματικό νεοπλατωνισμό, τουλάχιστον όλες τις φορές. Πρόκειται για τη λάμψη του άστρου της Βηθλεέμ, που σκόρπισε τον ζόφο της μαγείας… Μέσα στη λάμψη  του ωστόσο –όπως ακριβώς και στη βυζαντινή εικόνα της Γεννήσεως- κρύβονται τα σουδάρια το πάθους, με τα οποία τύλιξαν οι εικονογράφοι τον νεογέννητο Χριστό… Δεν λείπει μήτε το Θείο Δράμα από την νεοελληνική ποίηση…
                                          *************
Ο Κανόνας συνεχίζεται. Η ατμόσφαιρα είναι μυστηριακή. «Μυστήριον ξένον», μελωδεί ο  Κοσμάς, «ορώ και παράδοξον». Σε ένα άλλο περίφημο χωρίο ο προαναφερθείς άγιος Ιγνάτιος γράφει και τα εξής: «Και έλαθε τον άρχοντα του αιώνος τούτου η παρθενία Μαρίας, και ο τοκετός αυτής, ομοίως και ο θάνατος του Κυρίου ∙ τρία μυστήρια κραυγής, άτινα εν ησυχία επράχθη». Η παρθενική δηλαδή αγνότητα της Υπεραγίας Θεοτόκου, και ο τοκετός αυτής, αλλά και ο θάνατος Αυτού στον Σταυρό, που  χαρακτηρίζονται ως «μυστήρια κραυγής» (=τα πιο ισχυρά και δυνατά μυστήρια), αυτά τα τρία υπερφυή γεγονότα διεπράχθησαν όλα εν ησυχία. Τα κάλυψε η αγία ταπείνωση, ενώ ο εχθρός, και όσοι είχαν εγωισμό μέσα τους, νόμιζαν ότι ο Μεσσίας θα έλθει μέσα σε μεγάλη ταραχή και θόρυβο, θα νικήσει το θάνατο πομπωδώς και με βαρύγδουπη μεγαλοπρέπεια. Αλλά ο Θεός ειναι μακριά από κάθε ταραχή και ψευδοβοή…
Η μυστηριακότητα αυτή φαίνεται να επιτείνεται και από τη χρήση της λέξης «Όνομα», που επιφυλάσσεται στη βιβλική και παλαιοδιαθηκική γραμματεία όταν γράφεται με κεφαλαίο «Ο», μόνο  για το Θεό- δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχό σε κάποια άλλη γλώσσα και παράδοση. Ο Χριστός περιγραφόταν στην πρωτοχριστιανική γραμματεία ως το «Όνομα» του Θεού, άρα ως Θεός- μια χρήση τόσο παράξενη για την ελληνικό κόσμο, που, κριθείσα αργότερα ως επικίνδυνη, εγκαταλείφθηκε από τη Δογματική, προκειμένου να αποφευχθούν παρανοήσεις (η ιερότητα του ονόματος φυσικά διατηρήθηκε, προπαντός στην Ορθόδοξη Ανατολή, ιδίως στην λεγομένη «νοερά» προσευχή του Ιησού). Το «Όνομα» εν γένει στην Παλαιά διαθήκη περιέγραφε το Θεό, όταν αυτός εκδηλώνεται ή αλλιώς αποκαλύπτεται στον κόσμο . Όταν ενεργώ, δεν βλέπεις παρά το όνομά μου, γιατί είμαι εγώ. Όταν ενεργεί ο Θεός, δοξάζεται το Όνομα Του. Αυτός είναι ο Δρων. Και ειναι αυτός ο υπέροχος μυστηριακός όρος, «Όνομα», που αργότερα θα μεταφρασθεί από τους μεγάλους Δογματικούς, γνώστες της φιλοσοφίας, σε «Θεία Ουσία», έναν όρο  που ο Έλληνας μπορούσε να αντιληφθεί καλύτερα: σημαίνει το άφατο εσωτερικό περιεχόμενο της θείας ζωής (γρήγορα όμως και αυτός ο όρος, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, και επειδή δεν ήταν αρκετός για να διατυπωθεί σωστά και επακριβώς το Δόγμα, συμπληρώθηκε από τον αγαπώντα τα ιερά μυστήρια και ιεροπρεπώς θεολογούντα άγιο Διονύσιο Αρεοπαγίτη, με ένα «υπέρ»:  «Θεία Υπερουσία»). Το «Όνομα», πιο δυνατά ακόμη και από την Παλαιά Διαθήκη, στην ύστερη ιουδαϊκή αποκαλυπτική γραμματεία (που σχολιάζει, επεκτείνει και προεκτείνει το θεολογικό όραμα της Παλαιάς) πήρε τη σημασία της «Θείας Δυνάμεως» και «Δόξας». Γρήγορα επίσης, και τα ίδια τα Καινοδιαθηκικά κείμενα, των οποίων οι συγγραφείς γνώριζαν ασφαλώς όλη αυτή την παράδοση, απέδωσαν το Θείο Όνομα στον ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό. Ο Χριστός είναι το υπέρ παν Όνομα. «Πας γαρ ος αν επικαλέσηται το όνομα του Κυρίου σωθήσεται», γράφει ο απόστολος Παύλος, και εννοεί τον Θεάνθρωπο… Ο ίδιος ο Χριστός επίσης, όντας Ένα με τον Πατέρα Του, λέγει, προσευχόμενος σε Αυτόν ως άνθρωπος, «εφανέρωσά σου το όνομα τοις ανθρώποις».
Ο κανόνας λοιπόν των  Χριστουγέννων αποδίδει στον Χριστό πολλά Ονόματα, πολλούς  τίτλους, τα πιο πολλά με μυσταγωγικό χαρακτήρα, πέρα από καθαρά δογματικό. Το να λες το όνομα κάποιου ειναι αληθινή μυσταγωγία, πόσο μάλλον του ίδιου του Θεού… Πρέπει να εννοήσουμε ότι το όνομα στην παλαιοδιαθηκική και προπαντός χριστιανική παράδοση, που μεταμορφώνει την ελληνική, δεν ειναι τόσο «μαγεία» όσο «Εορτή». Ο Κύριος λοιπόν Ιησούς, όπως είναι φυσικό, αποκαλείται γιορτινά με πολλούς τίτλους: «Θεός» («εξ ουρανών»), «Υιός», «Κύριος», «Δημιουργός», «δεδοξασμένος», «Κτίστης», και προπαντός  «Σοφία», «Λόγος», «Δύναμις», «Ο προ των αιώνων», «Ο ανύψωσας το κέρας», «Αγιος», «Ο ποιμαίνων τον Ισραήλ» «Ο επ’ ώμων χερουβίμ», «Ράβδος εκ της ρίζας Ιεσσαί», «Άνθος», «Ο άυλος», «Η Εθνών απεκδοχή», «Σωτήρ» κλπ. Η πληθώρα όλων αυτών των ονομάτων δείχνει ότι ο όλος κανόνας, το θεσπέσιο αυτό ποίημα, έχει στην πραγματικότητα κατηχητικό και εν πολλοίς βαπτισματικό χαρακτήρα- με την έννοια ότι αναθυμίζει στους πιστούς τις βασικές αρχές της χριστιανικής πίστης. Μόνο αν το καταλάβουμε αυτό, θα εννοήσουμε τη συσσώρευση όλων αυτών των γιαχβικών, χριστολογικών και μεσσιανικών τίτλων στις ωδές.
Θα πρέπει ασφαλώς να υποθέσουμε ότι η αρχική χριστιανική κοινότητα, που παρουσιαζόταν πάντα ως ο νέος Ισραήλ, είχε συλλέξει και ομαδοποιήσει τους τίτλους που απέδιδε στον Μεσσία. Ο Χριστός, ήδη από την εποχή του αγίου Ειρηναίου, θεωρούνταν ως Αυτός που εμφανίστηκε στις θεοφάνειες της Παλαιάς Διαθήκης και αποκαλύφθηκε με τις σωτηριώδεις θείες Του παρεμβάσεις στην Ιστορία. Ο Χριστός ήταν αυτός που έδωσε και τις προφητείες, κατόπιν τις εκπλήρωσε, απετέλεσε τη συνέχεια και την πλήρωση της Παλαιάς, νικώντας το θάνατο με την Νέα Του Διαθήκη. Η ελληνική σκέψη θα έμενε ικανοποιημένη μόνο με τη χρήση της λέξης «Θεός»: ο Ιησούς Χριστός είναι ο τέλειος Θεός. Αρκούσε στον Έλληνα αυτό μόνο, καθώς έμενε ευχαριστημένος με το σαφές έλλογο νόημα. Αλλά η ιουδαϊκή  -και η ελληνική έχει βαπτιστεί,  επαναλαμβάνουμε, στην ιουδαϊκή σκέψη μια για πάντα- καταλάβαινε περισσότερο τον Θεό με λέξεις όχι τόσο αφηρημένες, αλλά ικανές να δηλώνουν μια συγκεκριμένη πνευματική ιδιότητα. Ιδιότητα, όμως, η οποία γίνεται οπωσδήποτε πράξη, απτό αποτέλεσμα: η Λύτρωση. Με καταλαβαίνουν από το πόσο αγαπώ ή μισώ, χθες και σήμερα και αύριο. Και κάθε άνθρωπο ομοίως. Να που και ο Κύριος ενεργεί και αυτός κατά το Όνομά Του.
Ο Γιαχβέ είναι ο μόνος που δημιουργεί, που φέρει στην ύπαρξη, που μπορεί  επίσης να σώζει, να λυτρώνει.. Είναι Αυτός που εγγυάται την ανθρώπινη ακεραιότητα. Κανείς άλλος, μήτε άγγελος μήτε άνθρωπος, δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Ως εκ τούτου, όταν διαβάζουμε στο τροπάριο της α ωδής, «αύθις αναπλάττει ο σοφός Δημιουργός», καταλαβαίνουμε τη σημασία της λέξεως «αναπλάττει». Ο κανόνας ειναι γεμάτος από Παλαιοδιαθηκικές αναφορές στις σωτηριώδεις ενέργειες του Χριστού, γιατί οι θεολόγοι της Εκκλησίας από νωρίς διακήρυξαν ότι ο τα πάντα Ενεργών στην Παλαιά Διαθήκη, όπως είπαμε, είναι ο Χριστός. Ας ξαναδούμε λίγο τον κανόνα: σε ένα τροπάριο της α ωδής διαβάζουμε π.χ. για τον Κύριο Ιησού ότι ειναι ο «Κτίστης» -και μόνον ο Θεός κυριολεκτικά «κτίζει»! Ως Θεός λοιπόν ο Χριστός, βλέποντας τον άνθρωπο, «ον εποίησεν», να καταστρέφεται («ολλύμενον»), «κατέρχεται», εννοείται για να μας σώσει. Τα συνώνυμα αφθονούν. Μόνο ο Θεός κτίζει, δημιουργεί, ποιεί και επίσης λυτρώνει. Τον όρο επιπροσθέτως «απαύγασμα» του Πατρός, ο άγιος Κοσμάς δανείστηκε από την προς Εβραίους («ος ων απαύγασμα της δόξης», α, 3),  ενώ πρέπει να πούμε ότι εν γένει η προς Εβραίους Επιστολή, η πιο κατηχητική από όλες τις επιστολές της Καινής Διαθήκης (θεωρείται άλλωστε μια πραγματεία), γράφτηκε από αλεξανδρινούς εκχριστιανισμένους εβραίους (με κυρίαρχη πάντως τη θεολογία   του Αποστόλου Παύλου). 
Περαιτέρω, ο Χριστός ονομάζεται επίσης με μια άλλη παλαιοδιαθηκική γιαχβική έκφραση, «ο ανυψώσας το κέρας υμών» – ήδη σημειώσαμε αυτή τη φράση. Μόνο ο Θεός όμως ανορθώνει τον εκπεσόντα άνθρωπο, «υψοί» το κέρας. Η λέξη επίσης «άγιος» (η Παλαιά Διαθήκη χαρακτηρίζει τον Θεό με τα λόγια «ο Άγιος του Ισραήλ») δίνει έναν ιεροπρεπή και σεμνοπρεπή τόνο στα αδόμενα.  Προχωρώντας ο κανόνας, μιλώντας για τον Χριστό ως «σύμμορφον πηλίνης ευτελούς διαρτίας» (=αυτός που πήρε τη μορφή της χωμάτινης, ευτελούς φύσεως») αξιοποιεί και πάλι μια φράση του αποστόλου Παύλου: «ος εν μορφή Θεού ύπαρχων». Η χριστολογικά  αυτή έκφραση, παρμένη από την πρώιμη εικονοποιία της Καινής Διαθήκης, ειναι υπέροχη, καθώς λέγεται ότι ο Χριστός «συμ-μορφώθηκε» με την ανθρώπινη φύση, για την οποία χρησιμοποιείται πρωτότυπα η σπάνια κατά τα άλλα λέξη «διαρτία» (παρμένη με τη σειρά της από τον Ιώβ, όπου γράφεται ο στίχος «εκ πηλού διήρτισαι συ, ως και εγώ», λγ 3). Η δυνατή επίσης στην υποβολή της αγγελλολογική παράσταση που ακολουθεί, «χερουβίμ ο επ’ ώμων» (υπήρχαν δύο χερουβείμ στα Άγια των Αγίων, όπου και φυλάσσονταν  η Κιβωτός της Διαθήκης) πνευματοποιεί ακόμη περισσότερο το κείμενο, ενώ το «ο ποιμαίνων τον Ισραήλ», παρμένο από ένα ψαλμικό στίχο, μας γυρίζει πίσω, σε παλαιότατες εκφράσεις που χαρακτηρίζουν τον Θεό, τον Παντοδύναμο Γιαχβέ ως ποιμένα.
                                          **************
Τα Χριστούγεννα (ως αδιαχώριστα από τα Θεοφάνεια) είχαν στην αρχαία Εκκλησία βαπτισματικό χαρακτήρα, πράγμα που φαίνεται από το ότι και σήμερα ακόμη ψάλλουμε στη θεία Λειτουργία εκείνη την ήμερα τον στίχο: «όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε». Ο άγιος Κοσμάς ευθυγραμμίζεται με το μυσταγωγικό και κατανυκτικό τους χαρακτήρα, αξιοποιώντας όλες τις σχετικές παραδοσιακές εκφράσεις. Ο Χριστός λυτρώνει, μέσα σε αυτή την μυστηριακή ατμόσφαιρα, της οποίας το αποκαλυπτικό στοιχείο, μαζί και η μοναδική  γλυκύτητα, το θάμβος μετουσιώνονται ήσυχα και τερπνά σε ελληνική υμνολογία. Οι πιο σύγχρονοι Έλληνες ποιητές, ο Ελύτης για παράδειγμα, αλλά και άλλοι, έχουν δανειστεί στοιχεία οραματικά, αποκαλυπτικά και κοσμογονικά από όλη αυτή την ατμόσφαιρα και τα έχουν εντάξει στα έργα τους, δίνοντας τους ασυνείδητα μυσταγωγικό, για να μην πούμε βαπτισματικό, χαρακτήρα.
-------------------------
Οδηγός σε αυτά μπορει να σταθεί ένα πολύ καλό βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα: Jean Danielou, «Η Θεολογία του Ιουδαιοχριστιανισμού», Απ. Διακονία της Εκκλ. της Ελλάδος, Αθήνα 2018.
  ό.π. σελ. 324.
  «Εορτοδρόμιον», Εκδ. Ορθ. Κυψέλη, Θεσ/κη 1987, τομ. Α σελ. 158
  Jean Danielou, ό.π.σελ. 233.
 ό.π. σελ. 278.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου