Δευτέρα 30 Ιουλίου 2018


Η δημιουργία ως αίτημα αθανασίας


Ἐργαστήρι Δημιουργικῆς Γραφῆς τοῦ Δήμου Ἱστιαίας-Αἰδηψοῦ
«ΔΙΑΠΟΡΘΜΕΥΩΝ ΛΟΓΟΣ»

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Ἡ πασχαλινή συνάντηση τοῦ Ἐργαστηρίου Δημιουργικῆς Γραφῆς «ΔΙΑΠΟΡΘΜΕΥΩΝ ΛΟΓΟΣ» εἶναι ἀφιερωμένη στούς νέους μας.
 Θέμα συζήτησης θά εἶναι ὁ κοινός τόπος τοῦ ἑλληνικοῦ τρόπου μέσα ἀπό τήν τέχνη τῆς ποίησης καί τῆς ζωγραφικῆς. Ἰδιαίτερη ἀναφορά θά γίνει στά ἔργα τοῦ Χρήστου Μποκόρου καί τοῦ Γιώργου Κόρδη.
Σᾶς περιμένουμε  τήν Τετάρτη τῆς Λαμπρῆς 11 Ἀπριλίου στίς 19:00 στό Πνευματικό Κέντρο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Ἱστιαίας.


Η δημιουργία ως αίτημα αθανασίας
Χρήστος Μποκόρος

«Ο άνθρωπος κατοικεί ποιητικά τον κόσμο». Οι άνθρωποι κατοικούμε ασφυκτικά τις πόλεις. Οι πόλεις πληθαίνουν, τα πλήθη τις αλλοιώνουν, τα απόκεντρα της διογκούμενης περιφέρειας πολιορκούν τα ιστορικά τους κέντρα και ακυρώνουν το κοινοποιό τους νόημα. Σε τι ομονούν αχανείς πλέον και ακοινώνητες; Τι αναζητούμε σωρρευμένοι στις πόλεις; Εγκατοίκηση στην κοινότητα ή αποξένωση μεσ' στο πλήθος; Πολίτες της πόλης ή ιδιώτες μαζικής κατανάλωσης εφήμερων αγαθών και ενεστώτος χρόνου;
Τα νέα αντικαταθίστανται τάχιστα από τα νεώτερα αλλά πότε παλιώνουν τα παλιά; Το νόημα του κόσμου δεν είναι αναλώσιμο, υπερβαίνει το παρόν. Το παρόν είναι ακαριαίο και ως ακαριαίο, άπιαστο, ασύλληπτο. Σαν το νερό του ποταμού που τρέχει και δεύτερη φορά δεν το κρατάς. Η στιγμή μας, αυτή εδώ που ζούμε, είναι ήδη παρελθόν. Και το μέλλον απρόβλεπτο. Τι είναι λοιπόν ο χρόνος;
Η πόλη μας είναι μόνον τόπος ή είναι κυρίως χρόνος παραδεδομένος στο εκάστοτε παρόν; Κι εμείς; Καθένας μας είναι μόνον αναλωμένες στιγμές ή μήπως συνιστά συσσωρευμένον χρόνο; Είναι φυγόκεντρη ή κεντρομόλος η συνείδηση του ανθρώπου; Η ποιότητά μας δεν μπορεί να είναι εφήμερη. Η ζωή μας δεν είναι ανταλλάξιμη. Ζούμε έμψυχοι σε διευρυμένο τόπο και διεσταλμένο χρόνο. Όσο ζούμε την ζωή μας όλα είναι αθάνατα, και τα ζωντανά και τα πεθαμένα.
Και η τέχνη μας, ακόμη κι όταν είναι επίκαιρη δεν είναι ακριβώς εφήμερη. Διεκδικεί μιαν απόδραση από τον χρόνο που μας δαπανά παραμένοντας ο ίδιος αδαπάνητος. Τα έργα μας πλήττουν την ροή του για να αποσπάσουν μιαν ιδανική στιγμή. Εντάσσονται στον κόσμο και τεκμηριώνουν έτσι ένα αίτημα αθανασίας. Σώζουν απ' τη λήθη μιαν εικόνα, έναν ήχο, μία λέξη και τα ανάγουν στο αντίθετο της λήθης, στην α-λήθεια. Προσβλέπουν στην αιωνιότητα. Η μνήμη είναι το όχημα, το εργαλείο αυτής της αναγωγής, όχι όμως για να θυμηθεί ή να νοσταλγήσει αλλά για να αναβιώσει την συγκίνηση, να ξανανιώσει ένα δυνατό αίσθημα, να κρατηθεί ανατατική, να αναστηθεί. Να ορθώσει ανάστημα, να κοιτάξει ψηλά, να ανασάνει. Να αξιωθεί, να στοχεύσει νόημα.
Από τον καιρό που πρωτοβρέθηκα σπουδαστής στην Ανώτατη Σχολή των Καλών Τεχνών, όντας αμύητος στην παραδεδομένη καλλιτεχνική παιδεία, αναγκάστηκα να αναζητήσω μόνος και εξ αρχής τα στοιχειώδη νοήματα. Αισθανόμουν ναυαγός σε ένα πέλαγος αποριών σχετικών με την αξία των έργων. Το τι και το γιατί της Τέχνης. Προφανώς η αναπαραστατική δεξιότητα δεν μου αρκούσε για να νοηματοδοτήσει την λειτουργία τους. Ούτε βέβαια η ευρηματικότητα, η πρωτοτυπία ή η πρόκληση αρκούν. Κάτι περισσότερο απαιτείται για να αναχθούν τα έργα μας σε έργα Τέχνης. Να θαυμάζονται και να προσκυνούνται στους αιώνες. Έκτοτε δύο θεμελιώδη ερωτήματα ταλαιπωρούσαν την σκέψη μου. Πρώτα απ' όλα το τί νόημα μπορεί να έχει η τέχνη, και εν προκειμένω η ζωγραφική που με αφορούσε άμεσα, σε μιαν εποχή που εξαρτά την αξία από την ανανέωση. Σε μια κοινωνική συνθήκη όπου το νέο προσφέρεται και απαιτείται συνεχώς. Το αποκτούμε και πριν προλάβουμε καλά καλά να το οικειοποιηθούμε, να το παλιώσουμε, προσδοκούμε το επόμενο που θα το αντικαταστήσει. Η επιθυμία μας ξεπερνάει το νέο, λαχταράει το επόμενο νέο, το νεώτερο. Μέχρι πού; Και τι γίνεται με τον αχανή σκουπιδότοπο των αχρηστευμένων πρώην νέων; Πότε παλιώνει το νέο και κυρίως πότε παλιώνει το παλιό; Έχουν άραγε παλιώσει τα αριστουργήματα παρελθόντων εποχών; Παλιώνει η αγάπη, η δικαιοσύνη, η αρετή, η γενναιότητα, η πείνα, η δίψα, ο πόνος, η ηδονή, η επιθυμία, το διακαές αίτημα αθανασίας που κινητοποιεί επ’ αγαθώ τη ζωή μας; Το παιδί μέσα μας παλιώνει; Μια ζωγραφιά απαιτεί χρόνο, κόπο, ιδιαίτερη δεξιότητα και πνευματικήν εγρήγορση για να ολοκληρωθεί κι όταν επιτέλους τελειώσει και φανεί, δεν προσδοκά την ακύρωση και την αντικατάστασή της από μιαν επόμενη αλλά την μετοχή της στην αιωνιότητα. Στο Μουσείο. Στον χώρο των Μουσών οι οποίες εμπνέουν και προστατεύουν τις τέχνες του ανθρώπου. Ο μύθος κρύπτει νουν αληθείας όταν τις θέλει κόρες αρτιέπειες του Μεγάλου Διός, του πατέρα των θεών. Στην αρχή της Θεογονίας του ο Ησίοδος βάζει στα χείλη των Μουσών καποια εξαίσια λόγια: «ἴδμεν ψεύδεα πολλὰ λέγειν ἐτύμοισιν ὁμοῖα, ἴδμεν δ᾽, εὖτ᾽ ἐθέλωμεν, ἀληθέα γηρύσασθαι». «Ξέρουμε ψέμματα πολλά να λέμε ίδια με αλήθειες μα ξέρουμε όταν θέλουμε κι αλήθειες να ιστορούμε». Μητέρα των Μουσών η Μνημοσύνη. Δίχως μνήμη δεν γεννιούνται ούτε Μούσες ούτε έργα αντάξιά τους. Μνημεία άλλωστε τα αποκαλούμε τα σπουδαία έργα τέχνης, όπως και τους τάφους. Σήματα του αοράτου, εικόνες ορατές του μη πλέον όντος. Ή μήπως του όντως όντος;
Περιδιαβαίνοντας τα Μουσεία, τα σπουδαία κτίρια, τα δημόσια μνημεία, βλέποντας τα έργα της Μεγάλης Τέχνης, υποκλινόμουν στην αρτιότητα της τεχνικής, στο μεγαλείο της σύνθεσης, στο υποβλητικό τους κύρος. Δεν τα αισθανόμουν ωστόσο δικά μου, δεν ένιωθα να με περιέχουν, δεν αναγνώριζα κοινότητα με τους ωραίους και τις ωραίες, τους βασιλείς και τις πριγκήπισσες, τους ήρωες και τους επίσημους που παριστούσαν. Μεγαλωμένος στην επαρχία, σε λιβάδια και ρέμματα έπαιζα παιδί, χωρίς ιδιαίτερη καλλιτεχνική παιδεία κι έτσι αισθανόμουν αδαής απέναντι στην επισημότητα των σπουδαίων έργων. Πρώτη φορά που αισθάνθηκα οικειότητα με το νόημα της ζωγραφικής, ήταν όταν είδα τα Μακεδονικά πορτραίτα της Αιγύπτου, αυτά που λέμε πορτραίτα του Φαγιούμ. Πρόσωπα καθημερινών ανθρώπων, σαν τους δικούς μου ανθρώπους, να με κοιτούν ακίνητοι με μάτια ορθάνοιχτα. Το βλέμμα της αιωνιότητας ενώπιόν μου. Ήταν παλιά, αρχαία αλλά και αιώνια ταυτόχρονα. Και κυρίως ζωντανά παρότι προσωπεία θανάτου. Έδιναν πρόσωπο σε καλοτυλιγμένες μούμιες απελθόντων. Διεκδικούσαν τη μορφή τους στην αιωνιότητα. Ανέστρεφαν το μνήμα σε μνημείο. Εντυπωσιάστηκα από την συνείδηση αυτής της ανατροπής. Έσωζαν από τη λήθη στην α-λήθεια το πρόσωπό τους, το προς όψιν. Το προορισμένο δηλαδή να ιδωθεί και να αναγνωριστεί ες αεί. Αλλά από ποιούς και προς τι;
Εδώ ήταν το δεύτερο ερώτημα που με βασάνιζε όλα αυτά τα χρόνια. Σε ποιούς απευθύνεται το έργο τέχνης, όταν οι περισσότεροι άνθρωποι δηλώνουν χαριτωμένα ότι δεν ξέρουν από τέχνη; Όσο μοναχική κι αν είναι η διαδικασία της ζωγραφικής, το έργο δεν γίνεται μόνον γι αυτόν που το φτιάχνει. Απευθύνεται σε μια κοινότητα έστω κι αν είναι ιδανική. Να κοινωνήσει προσδοκά σε μια κοινήν αντίληψη. Η περίφημη ατομικότητα είναι μάλλον μια ανεπαρκής κατανόηση του ανθρώπου. Οι άνθρωποι καταγόμαστε από άλλους ανθρώπους και συμπεριφερόμαστε ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους. Μεταξύ άλλων συρρέουμε στα μουσεία, στα θέατρα, στα ωδεία, στις εκθέσεις. Στεκόμαστε με σεβασμό και προσήλωση, σαν σε ναό, απέναντι στα έργα, μιλάμε με θαυμασμό και κάποιες φορές τα ανακαλούμε σαν οδηγούς και λυτρωτές για να καθαρθούμε απ' της ζωής μας τα παθήματα. Δεν είναι όμως επικοινωνία η τέχνη. Δεν επικοινωνούμε με το έργο ή με τον δημιουργό του. Να κοινωνήσουμε επιθυμούμε στο ύψος που ανακαλεί η εικόνα. Η προσκύνηση επί το πρότυπον διαβαίνει. Στην αύρα της απόστασης που μας επιβάλει όσο κοντά του κι αν βρεθούμε. Τελευταία βέβαια προστρέχουμε περισσότερο στα σχόλια και τις συμβουλές των ειδικών, ελπίζοντας να μας ανοίξουν εκείνοι δρόμους κατανόησης που δεν τολμούμε να εμπιστευτούμε στη δική μας κρίση. Είναι άραγε άμοιρη κρίσης η αυτόματη αισθητική μας αντίληψη; Δεν δικαιούμαστε να κρίνουμε και να προκρίνουμε μόνοι μας το καλό, το ωραίο, το άξιο; Να μετέχουμε, ως αυτό που είμαστε, στο υψηλό και το κύριο; Είναι αποτέλεσμα διδασκαλίας και υποδείξεων η αισθητική αγωγή; ή μήπως προσωπική μας βάσανος αναγωγής εαυτού στην ομορφιά; Δεν είναι εν τέλει απώτατο στάδιο της αισθητικής μας ανάπτυξης η ηθική μας στάση στον κόσμο; Ποιά είναι η ομορφιά που θα σώσει τον κόσμο αν όχι η στάση μας εντός του; Ποιός θα αναλάβει αντί για 'μας αυτήν την επιμέλεια;
Αν τα έργα γίνονται για την συντεχνία των ειδικών, για τους μυημένους και τους φιλότεχνους, τι νόημα έχει τότε η αναγόρευση του τεχνίτη σε δημιουργό; Σ' αυτόν που κάνει έργα για τον Δήμο, για την κοινότητα; Μπορεί να παιδαγωγείται η κοινότητα με την προσωπική έκφραση του κάθε, αυτοκυρησσόμενου συνήθως, καλλιτέχνη; Τι κύρος αποδίδουν τα εκθέματα, και ποιά εκθέματα, στον δημόσιο χώρο; Τι προσδοκά η κοινότητα από τα έργα τέχνης; Τι αναγορεύει η πόλις ως έργο τέχνης ικανό να ανάγει τους πολίτες της στο ύψος που προσδοκά και τι αποδίδει ως ιδανικό της στον παγιωμένο χρόνο των δημόσιων εκθεμάτων. Αρκείται στην ιδιομορφία της οποιασδήποτε, ελεύθερης γαρ, έκφρασης του οποιουδήποτε αυτόκλητου ή ετερόκλητου καλλιτέχνη; Επανέρχεται αμείλικτο το ερώτημα: πως πολιτεύεται η πόλη; Τι δήμο παριστά ο δημόσιος χώρος; Σε τι ομονοεί η κοινότητα; Τι το καλόν; Και τίνος;
Βαδίζοντας σε τέτοια σκιερά μονοπάτια αναπάντητων ερωτημάτων, ελλοχεύει βέβαια πάντοτε ο κίνδυνος της απομόνωσης και της αποπομπής από την κυρίαρχη ιδεολογία της νεωτερικής συνθήκης που μονοπωλεί τις απαντήσεις. Επικρέμεται αποκλεισμός από τον κατακτητικό μηχανισμό της ασφυκτικής ενημέρωσης που απαιτεί πειθαναγκαστικά και πάσει θυσία αειφόρο ανάπτυξη και διασκέδαση μέχρις οριστικής εξαντλήσεως των αναλώσιμων αποθέματων ενέργειας. Καμμιά διακινδύνευση του ετοιμοπαράδοτου νοήματος της ζωής των καταναλωτών. Αλλά είμαστε εδώ για να καταναλώνουμε μόνον την ζωή που μας αντιστοιχεί δίχως διακινδύνευση αναγωγής στο ύψος; «Όπου ωστόσο κίνδυνος, εκεί κι η σωτηρία βλασταίνει», για να κλείσω με έναν ακόμη στίχο του ποιητή με τον οποίο άρχισα την ομιλία μου. Φρήντριχ Χαίλντερλιν, αρέσκεται να τον αναφέρει και ο κ. Ξηροπαίδης που μου έκανε την τιμή να με καλέσει εδώ απόψε να σας μιλήσω.
Ευχαριστώ πολύ που με ακούσατε.
 πηγή: Aντίφωνο



Ο ΚΟΙΝΟΣ ΤΟΠΟΣ ΤΟΥ ΤΡΟΠΟΥ ΜΑΣ
Ἀθηνιώτη-Παπαδάκη


Θά προσπαθήσουμε, ἀρχικά, νά προσδιορίσουμε τό πολιτισμικό κέντρο μέσα στήν ἱστορική πορεία τοῦ ἑλληνισμοῦ. Δίχως στεγανά ὅρια παρατηρεῖται μιά πολιτική μετάβαση ἡ ὁποῖα θά πρέπει νά ἀξιολογηθεῖ καί νά μᾶς προβληματίσει ὡς πρός τήν διαχρονικότητα τοῦ φωταγωγικοῦ μας χαρακτήρα.
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ:  ΑΡΕΤΗ ΚΑΙ ΜΕΤΡΟ - ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΗΣ -ΚΟΙΝΩΝΕΙΝ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΥΕΙΝ
ΒΥΖΑΝΤΙΟ:  ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΣΤΑΥΡΟΣ – ΑΓΙΟΣ ΚΑΙ ΑΣΚΗΤΗΣ – ΚΟΙΝΩΝΕΙΝ ΚΑΙ ΑΓΙΑΖΕΙΝ
ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ: ΧΡΕΟΣ ΚΑΙ ΤΙΜΗ – ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΚΑΙ ΗΡΩΑΣ – ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΓΕΝΟΥΣ
ΝΕΟΤΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ: ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΣΜΟΣ – ΑΤΟΜΟ – ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΣΜΟΣ
ΣΥΧΡΟΝΗ ΕΛΛΑΔΑ: ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΓΟΡΕΣ – ΦΟΡΟΛΟΓΟΥΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΑΝΕΡΓΟΣ – ΕΚΧΩΡΗΣΗ  ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΔΟΜΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ

Εἶναι γεγονός πώς τά πρότυπα τοῦ φιλοσόφου, τοῦ ἁγίου καί τοῦ ἥρωα ἔχουν ἀντικατασταθεῖ μέσω μιᾶς μεθοδευμένης χειραγώγησης τῶν συνειδήσεων, μέ τήν ἁδρή συνδρομή τῶν ΜΜΕ, μέ τά πρότυπα τοῦ πλούσιου, τοῦ δυνατοῦ, καί τοῦ ὄμορφου. Ἡ ἀγωγή ἔχει συρρυκνωθεῖ σέ παιδεία ἐπαγγελματισμοῦ καί τήν ψυχαγωγία ἔχει ἀντικαταστήσει ἡ διασκέδαση. Ὁ στοχασμός εἶναι ἄγνωστη λέξη καί ἔννοια, ἡ σκέψη ἐγκεφαλική διαδικασία. Τό ἀσκητικό πνεῦμα ἔχει ἁλωθεῖ ἀπό τήν ἡδονή καί ἡ ταυτότητα τοῦ  ἀνθρωπίνου ὄντος δέν εἶναι πιά ἡ ἄνω θρώσκουσα πραγματικότητα  ἀλλά ἡ «ἐπαυξημένη» ψευδαίσθηση πραγματικότητας τῆς ὀθόνης.

Ὡστόσο « ἡ κρίση εἶναι καθημερινή συνθήκη ἑνός σκεπτόμενου καί δρώντος ἀνθρώπου. Νά κρίνεται, νά κρίνει, νά διακρίνει καί νά προκρίνει τό οὐσιώδες...Αὐτό πού κρίνεται εἶναι ὁ ἄνθρωπος καί ὁ ἄνθρωπος κρίνεται ἀπό τή στάση του στόν κόσμο». (Χ.Μποκόρος).
Ἡ ἀπέκδυση ἀπό τό οὐσιώδες μπορεῖ ὡστόσο μέσω τῆς μνήμης νά  γίνει αἰτία ἐπιστροφῆς καί ἐπανεκτίμησης τῆς πορεῖας. Εἶναι ἡ δυναμική τῆς ρίζας πού στήν  ἀσφυξία τῆς ἐποχῆς  ἀποτελεῖ πεῖσμα ἀναπνοῆς.
«Τό νά χάσει ἕνας λαός τίς μορφές μέ τίς ὁποῖες ἐκφραζόνταν εἶναι λυπηρό, ἀλλά τό νά χάσει τόν τρόπο καί τόν δρόμο νά δημιουργεῖ ἀνάλογες ἰσόκυρες μορφές εἶναι τραγικό. Τότε δέν χάνει τήν περιουσία του, χάνει τήν οὐσία του» (Γ.Κόρδης)
Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἑτυμολογικά στήν ἑλληνική γλώσσα ἡ μνήμη συγκεφαλαιώνεται στήν ἀλήθεια, καθώς ἡ λέξη δομεῖται ἀπό  τό στερητικό α καί τή λήθη. Ἀληθές εἶναι αὐτό τό ὁποῖο ἔχει τόν χαρακτήρα τῆς αἰώνιας μνήμης.
Ὁ ἑλληνικός πολιτισμός ὑπῆρξε μνημειώδης πολιτισμός. «Κατάλαβα, λέγει ὁ Χ. Μποκόρος, τό νόημα τοῦ μνημείου ὡς ἀνατροπή τοῦ μνήματος». Ἄρα ἕνας μνημειώδης πολιτισμός ἀνατρέπει τή φθορά καί τόν θάνατο καί ἀναδεικνύει τήν  ἄφθαρτη οὐσία μας.


ΒΑΣΙΚΟΙ ΠΥΛΩΝΕΣ ΤΟΥ ΤΡΟΠΟΥ ΜΑΣ

«Ἕνα τοπίο δέν εἶναι ἕνα σύνολο φυτῶν καί ὑδάτων
ἀλλά ἡ προβολή τῆς ψυχῆς ἑνός λαοῦ πάνω στήν ὕλη» (Ο. Ἐλύτης)
Πρόκειται γιά τόν τρόπο πού μετουσιώνει τόν τόπο. Μές στήν ἄπειρη δυναμική τοῦ μυστηρίου ἔχουμε χάσει τή συνείδηση τοῦ θαύματος. Τήν παρουσία ὡς ἀναγωγή τῆς οὐσίας. Ὄχι τή μένουσα ὕπαρξη ἀλλά τή μέλλουσα δόξα της.
«Ἀνάταση ὄχι παράταση χρωστάμε στή ζωή μας» (Χ. Μποκόρος).
Σέ τρεῖς βασικούς διαχρονικούς πυλώνες μποροῦμε νά ἐντάξουμε τόν ἑλληνικό μύθο τοῦ ἤθους μας :

ΕΥ ΖΕΙΝ
Ἐδῶ ἔχουμε ὅτι συνιστᾶ καί οἰκοδομεῖ τήν κοινωνία. Δηλαδή:
Μνήμη καί παράδοση
Γλώσσα
Ἤθη, ἔθιμα, θεσμοί
Τοπικοί χοροί καί τραγούδια
Ἀγωγή καί παιδεία
Κοινότητα

ΕΥ ΑΓΩΝΙΖΕΣΘΕ
Ἐδῶ συμπεριλαμβάνεται ὅ,τι συνιστᾶ ἀγωγή. Δηλαδή:
Συνείδηση χρέους
Κοινωνική δομή: οἰκογένεια, ἐκκλησία, κοινότητα, πολιτεία
Δημιουργία

ΑΕΙ ΖΕΙΝ
Ἐδῶ ὑπάρχει ἄνοιγμα πρός τό μυστήριο τῆς ὕπαρξης. Ἀπόκριση στόν ἀποφατισμό τοῦ βίου βρίσκουμε :
στήν μυθολογία καί τούς λαϊκούς θρύλους
στήν φιλοσοφία καί στήν φιλοκαλία
στήν ὑμνογραφία καί τήν ποίηση
στόν δοξολογικό καί μεταφυσικό χαρακτήρα τῆς τέχνης
μέ λειτουργικό βιωματικό ἀποκορύφωμα τή συμμετοχή στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου